[Από τον Τιμητικό Τόμο "Φιόρα τιμής για τον Μητροπολίτη Ζακύνθου Χρυσόστομο Συνετό", Ζάκυνθος 2009, σ. 865-888]
Βιογραφικά
Ο
Σπυρίδων Μαλάκης (εφεξής: Σ.Μ.) γεννήθηκε στο Αργοστόλι της Κεφαλληνίας (κατά
πάσαν πιθανότητα) το 1823. Ο ίδιος αναφέρει ότι στις 18 Οκτωβρίου 1842,
χρονολογία-σταθμό για τον εκκλησιαστικό βίο του νησιού του, «ήγε
το 19ο της εφήβου ακμαίας ηλικίας» του. Σε
άλλο σημείο του ίδιου πονήματός του δηλώνει «εννεαετής την ηλικίαν», όταν το
1831 ο Ιω. Μεταξάς, επί τη αναγγελία της δολοφονίας του κυβερνήτη Καποδίστρια, απήγγειλε
εις επήκοον πολλών ομοφρονούντων του αντικαποδιστριακών και του (νεαρού τότε) Μαλάκη
τον «Μονόλογο ενός των δύο τυραννοκτόνων Μαυρομιχαλαίων» του
Αλ. Σούτσου.
Το 1863, σε ηλικία 40 ετών, ωριμότερος ποιητικά, κρίνων εαυτόν
και το μέχρι τότε ποιητικό του έργο, δηλώνει στον Πρόλογο του στιχουργήματός του Οι
τάφοι της Αργολίδος… (βλ. γι’ αυτό παρακάτω αναλυτικά) «… άμοιρος τακτικής
παιδεύσεως, μόλις την σειράν της αλληλοδιδακτικής μεθόδου διέτριψα εις την
μικράν κοινωνίαν όπου εγεννήθην. Η ‘‘ΑΝΑΓΚΗ’’ μοι προσέφερεν, αντί της λύρας
του Απόλλωνος και της Τερψιχόρης, τον Πρίωνα του Δαιδάλου…», και προειδοποιεί
το κοινό ότι δεν πρέπει να αναμένει απ’ αυτόν «ούτε την υψηπέτη και δαιμόνιον
φαντασίαν του Σολωμού, ούτε το Ανακρεόντιον του Αθ. Χριστοπούλου, ούτε το
βροντώδες και εύηχον του Αριστ. Βαλαωρίτου, ούτε το θελκτικόν και γλυκύ του
Ιωάννου Βιλαρά, ούτε το αφελές και μελίρρυτον του Ζαλοκώστου», αλλά να είναι απέναντί
του «ανεκτικόν, επιεικές και συμπαθητικόν».
Άσκησε από νεαρή ηλικία με επιτυχία τη λεπτουργική τέχνη.
Άνδρας φιλοπρόοδος, επαναστάτης το φρόνημα, αναμείχθηκε ενωρίς στα του
ριζοσπαστισμού της πατρίδος του. Για την επαναστατική του δράση, αλλά και για
την πολεμική του κατά της αγγλικής κυριαρχίας - μέσω της καυστικής ποιήσεώς
του, όπως αναλύω διεξοδικά παρακάτω - υπέστη πολλές διώξεις. Συγκεκριμένα,
το 1850, όταν δημοσίευσε το στιχούργημά του Αι
ημέραι του Στρατοδικείου. Αναμνήσεις των μαρτυρίων των Κεφαλλήνων συνταχθείσα
κατά τους μήνας Δεκέμβριον και Ιανουάριον του 1849 και 1850 συνελήφθη και εφυλακίσθη
επί 18μηνο στις φυλακές της Κέρκυρας. Την ίδια ακριβώς τύχη είχε όταν
κυκλοφορήθηκε το αντιστασιακό του στιχούργημα Η σκιά της Κεφαλληνίας προς τον αρμοστήν Ουάρδον περιοδεύοντα την
Επτάνησον εν έτει 1851. Έλαβε
επίσης ενεργό μέρος στην αντιοθωνική εξέγερση του 1862 και τραυματίστηκε σε
κάποια μάχη, όπως μας αφήνει να εννοήσουμε στις παρακάτω στροφές από την Πρωτομαγιά του, του 1864:
(…)
Εις τα τερπνά του Κηφισού πάμε περιβολάκια
Οπ’ έχουνε πυκναίς ισκαίς,
Που πέφτουν φύλλ’ από μοσκαίς
Κι’ από τριανταφυλλάκια.
Εκεί θα γιατρευθ’ η πληγή οπού ’ς την Αργολίδα
Έλαβα ’ς την αδελφική
Σύγκρουσι τη θανατική,
Φως μου, για την πατρίδα.
Εξελέγη μέλος του υπέρ της Ιταλίας κομιτάτου και εστάλη
στην Ιταλία για να κομίσει προς τον Γαριβάλδι και τον Βίκτωρα Εμμανουήλ
επιστολές, όπως φαίνεται από το κεφάλαιο «Η κατά τον Μάιον του έτους 1862
αποστολή μου εις Ιταλίαν και τα προκαλέσαντα αυτήν αίτια»,που καταχωρίζει στα Απομνημονεύματα επί της συγχρόνου ιστορίας.
Εδημοσίευσε μάλιστα εκείνη την περίοδο και Ωδή
εις την Ιταλίαν…, ενθουσιασμένος από τον ιταλικό αγώνα και τα αποτελέσματά
του. Το
1859 εγκατεστάθη μονίμως στην Αθήνα, όπου εγνώρισε εκ του σύνεγγυς τον
Αλέξανδρο Σούτσο, η επίδραση του οποίου στο έργο του είναι επιστημονικά αποδεδειγμένη. Την
πρώτη περίοδο της Αθηναϊκής Σχολής (1830-1850), αλλά και τους πρώτους της
δεύτερης (1850-1880) οι αδελφοί Αλέξανδρος και Παναγιώτης Σούτσοι μεσουρανούν
στο ποιητικό στερέωμα του Βασιλείου, γίνονται ο «ποιητικός κανόνας», επιβάλλουν
σε πολλούς λογίους το προσωπικό τους ύφος. Σημειώνει ο Παλαμάς: «Δεν υπάρχει
ποιητής πλην του Σολωμού και των εκ του Σολωμού, εις το άσμα του οποίου δεν
ευρίσκεται αμυδρότερον ή ζωηρότερον, μία κάποια απήχησις και ανάπλασις της
ποιήσεως, καθώς την ηθέλησεν ο Σούτσος. Οι επισημότεροι των εν Αθήναις και
Βυζαντίω σουτσίζουν, ποίος πολύ, ποίος ολίγον». Για
τον Σ.Μ. ο Αλέξανδρος Σούτσος ήταν ο επαναστάτης ποιητής, ο ασυμβίβαστος, ο
καταδιωγμένος για τις ιδέες του και τους αγώνες του, αφού όντως ο φαναριώτης
ποιητής είχε ενεργό πολιτική δράση, με κορυφαίες ίσως στιγμές της αυτές του
1843, τη δράση του κατά την περίοδο της διαμάχης περί αυτοχθονιστών-ετεροχθονιστών, τις
διώξεις του, τις εναντίον του οχλοκρατικές εκδηλώσεις, την καύση των ποιημάτων
του, κ.λπ., για τα οποία έγινε
υπόδειγμα δυναμικής παρέμβασης λογίου στην πολιτική ζωή.
Ο Σ. Μ. απεβίωσε στην Αθήνα το 1898.
Στην
παρούσα εργασία επικεντρώνω την ανάλυσή μου στο ποιητικό του έργο. Ως εκ τούτου
δεν θα ασχοληθώ με το πεζογραφικό ή το δημοσιογραφικό του αντίστοιχο, άρα, ευρίσκεται
εκτός ενδιαφερόντων μου (1) το «ήκιστα σοβαρόν ως ιστορικόν» έργο
του Απομνημονεύματα επί της συγχρόνου
ιστορίας, ή Ιστορικόν επεισόδιον επί των ενεργειών δρασάντων τινων προσώπων
προς επίτευξιν της Μεγάλης Ιδέας (Εν Αθήναις 1895), έργο το οποίο, παρά την
αλήθεια της κριτικής του Ηλία Τσιτσέλη, συμβάλλει με τον τρόπο του στην
βαθύτερη μελέτη και ανάλυση της κρίσιμης περιόδου της νεότερης επτανησιακής
ιστορίας στην οποία αναφέρεται, (2) Ο
κατήγορος του Κεραυνού ενώπιον των ορκωτών έτει 1859 (πόνημα που δεν
μπόρεσα να ανακαλύψω), και (3) Ο Κόκορος
της ’Παπαντής Ηλίας Ζερβός και συντροφία ή Τα διπρόσωπα σκαλτσουνόξυλα και οι
δεκακαλπίται (εν Αθήναις 1865). Σ’
αυτό, καταφέρεται (σε πολύ δηκτικό ύφος) κατά του Ηλία Ζερβού, άλλων παλαιών
συναγωνιστών του και κατά των δεκακαλπιτών (όσων
δηλ. το 1832 υπερψήφισαν τους 10 κυβερνητικούς υποψηφίους). Ο Ηλίας Ζερβός,
κατά τον Σ.Μ., αμαύρωσε το ένδοξο παρελθόν του με τη στάση του στην έξωση του
Όθωνα και την ανάληψη πολιτικών θέσεων μετά το 1864 (διορίστηκε Σύμβουλος
Επικρατείας, «δεχθείς θέσιν κηφήνος» και παραμένων «ιχθύς άφωνος»), αλλά και
για κάποιες πρό της Ενώσεως πράξεις και σκέψεις του. Ως λαογράφος που θέλγεται
από τις λαϊκές επινοήσεις και το υψιπετές της λαϊκής φαντασίας, μένω για λίγο
στους λαογραφικότατους χαρακτηρισμούς «Κόκορος της Υπαπαντής» και «διπρόσωπα
σκαλτσουνόξυλα», τους οποίους εφηύρε, όπως μας πληροφορεί ο Σ.Μ., ο φίλος του
και συναγωνιστής του Χ. Λιβαθυνόπουλος. Αμφότεροι οι χαρακτηρισμοί δηλώνουν το
ευμετάβολο του χαρακτήρα του προσώπου στα οποίο απευθύνονται, του «ανεμοδούρα».
Ο ανεμοδείκτης του κωδωνοστασίου της Υπαπαντής στο Αργοστόλι ήταν σε σχήμα
πετεινού και περιστρεφόταν φυσικά κατά την εκάστοτε φορά του ανέμου. Τα
σκαλτσουνόξυλα είναι οι αργυρές ηλακάτες, οι οποίες «εις σχήμα όφεως
σχηματισμέναι, έχουσι δύο πρόσωπα, και εις το κέντρον της κεφαλής οπήν, όπου εισέρχεται
μακρά βελόνη· θέτουσιν αυτάς αι γυναίκες επί της οσφύος και πλέκωσιν κνημίδας
και άλλα». Τον δεύτερο χαρακτηρισμό απέδιδε ο Λιβαθυνόπουλος σε εκείνους που
εισέρχονταν στις τάξεις του Ριζοσπαστισμού και προσδοκούσαν θέσεις και επαγγέλματα,
αλλά όταν διεπίστωναν ότι μόνον αγώνες και μαρτύρια προσέφερε, έφευγαν δρομαίοι.
Διαχρονικό το φαινόμενο…
Το ειδικό βάρος της ποίησης κατά τον 19ο
αιώνα
Ο Σ.Μ. ήταν μια από τις εκατοντάδες περιπτώσεις Ελλήνων
ποιητών του 19ου αι.· ο Π.
Βράιλας Αρμένης είχε χαρακτηρίσει τον ελληνικό λαό «ποιητικώτατον λαόν της οικουμένης», ο δε
Ν. Γ. Πολίτης (o
«ο πατέρας» της ελληνικής Λαογραφίας) στην πολύκροτη συνέντευξή του στην
εφημερίδα Αθήναι του Γ. Πωπ (22 Φεβρ. 1919), αναφέρει
ότι το 1870 σε μια πρόχειρη στατιστική του εσημείωσε περί τους 3000 ποιητές. Ο
κάθε λόγιος, ο κάθε απλός λαϊκός άνθρωπος που είχε το χάρισμα της ρίμας, ο κάθε
χαρισματικός ριμαδόρος δημοτικιστής (η ποίηση ήταν ο μόνος χώρος όπου οι
γλωσσαμύντορες αναγνώριζαν ή επέτρεπαν τη συνύπαρξη της δημοτικής και της
λόγιας) ή ο θελγόμενος από τα κάλλη της καθαρεύουσας αυτοχρηζόταν ποιητής. Η ποίηση
για τα άτομα αυτά αποτελούσε μέσο κοινωνικοποίησης, αφού μέσω αυτής ο ποιητής
εύρισκε ευκαιρία να ενωθεί με το εθνικό σώμα, να συμβάλει με τον τρόπο του στην
πρόοδό του. Δεν είναι τυχαίο ότι
κατά ένα μεγάλο ποσοστό της έλαβε χαρακτήρα πατριωτικό, εθνικό, ο κάθε επίδοξος
ποιητής επιθυμούσε να καταθέσει τη δική του συνεισφορά στον αγώνα για την
εξάπλωση και την ενίσχυση της Εθνικής Ιδέας, αλλά και στην προσπάθεια να
αναγνωρίσει και να θαυμάσει η πάντοτε κρίνουσα και εποπτεύουσα Ευρώπη το ποιητικό
τάλαντο του ελληνικού λαού. Ο ποιητής, από τη δεκαετία του 1850 μέχρι το 1880, είναι
κεντρικό πρόσωπο στο ελληνικό Βασίλειο, έχει πολιτική τοποθέτηση μέσα στην
ελληνική κοινωνία, έχει
κοινωνική και πολιτική συνείδηση, τον εμπνέει το πατριωτικό συναίσθημα, η αρχή
του νέου λυρισμού δηλαδή, η πηγή του ρομαντισμού αλλιώς. Όλοι τους ήταν κατ’
ουσίαν «παιδιά του μεγάλου Αγώνα», έβγαιναν από τις φωτιές του, κουβαλούσαν τις
απογοητεύσεις του, τους ενέπνεαν οι επιτυχίες του, οι μελλοντικές δράσεις για
την πραγμάτωση του Μεγάλου Ιδανικού. Σε μια εποχή με ρευστή την κοινωνική δομή,
με τις «τάξεις» ή τις κοινωνικές ομάδες αδιαμόρφωτες και συμφυρόμενες, οι ρόλοι
λογίων, ψευτολογίων, πολιτικών, δημοσιογράφων, εθνοπατέρων συμφύρονταν και
αλληλοσυμπληρώνονταν.
Η ποίηση (θεωρείται πως) ενέχει στοιχεία μυστικισμού,
αναφέρεται σε κάτι ανώτερο και Υπερβατικό, κι αυτό καθιστά τον ποιητή ιεροφάντη, μυσταγωγό,
όργανο της Θείας Προνοίας, γι’ αυτό και η ιδιαίτερη προτίμηση των θεραπόντων
της προς αυτήν. Θα ήταν ίσως υπερβολή να εικάσω ότι ο ποιητής μας είχε
εντρυφήσει σε κείμενα του συμπατριώτη του Σπυρίδωνος Ζαμπέλιου, για τον οποίο η
ποίηση είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το ιστορικό και το θρησκευτικό γεγονός, με τον
λαό.
Η περίπτωση των Επτανήσων ήταν ξεχωριστή. Ο Σ.Μ., ως ριζοσπάστης,
βιώνει τα γεγονότα, ζει τον επαναστατικό ίλιγγό τους, μάχεται με «ιερή μανία»
για την ανεξαρτησία και την Ένωση, για τη δική του Μ. Ιδέα σε τοπικό επίπεδο, αλλά
και σε ευρύτερο πανεθνικό. Υπενθυμίζω αυτό που τονίζει ο Ηλίας Ζερβός
Ιακωβάτος, ο ηγέτης των ριζοσπαστών και θεωρητικός του κινήματός τους, στο
πρώτο φύλλο της εφημερίδας Ο Φιλελεύθερος
(19 Φεβρουαρίου 1849), το οποίο συναντάμε σε δεκάδες παραπομπές: «… Θέλομεν τω
όντι να γίνωμεν και ουχί να λεγώμεθα απλώς Έλληνες. Θέλομεν να ενωθώμεν εις έν
έθνος, αληθώς ελεύθερον και ανεξάρτητον, μεθ’ όλης της ελληνικής φυλής». Τα
ιόνια νησιά θα αποτελέσουν, λόγω του ιστορικού τους παρελθόντος, χώρο
συνάντησης των δυτικών και των ανατολικών ρευμάτων, γι’ αυτό εκεί θα διεξάγεται
επί δεκαετίες ένας σκληρός αγώνας για τη διατήρηση της ιδιοπροσωπίας του
ελληνισμού, αλλά και ένας αντίστοιχος κοινωνικός, λόγω των κοινωνικών
αντιπαραθέσεων που εισήγαγε σ’ αυτά ο βενετικός φεουδαρχισμός. Εδώ ο εθνικός και ο κοινωνικός αγώνας θα
διαπλέκονται αξεδιάλυτα. Οι ρίζες του επτανησιακού (και του κεφαλλονίτικου ειδικότερα)
ριζοσπαστισμού τον 19ο αιώνα βρίσκονται σ’ αυτές τις ιστορικές αιτίες. Είναι
αξιοθαύμαστες οι ιδεολογικές ζυμώσεις, υπό την επίδραση τόσων πολλών - και
παράταιρων μεταξύ τους - παραγόντων: του Διαφωτισμού, των μηνυμάτων από τα φιλελεύθερα
εθνικοκοινωνικά κινήματα στην Ευρώπη, των διακηρύξεων για τα δικαιώματα του
ανθρώπου και των εθνοτήτων, του ευρωπαϊκού 1848, της
ιταλικής ενοποίησης, του
ρομαντισμού, της Μ. Ιδέας, του αλυτρωτισμού, της Ορθοδοξίας, κ.λπ.
Ο Σ.Μ., ένας λαϊκός άνθρωπος με συνείδηση της κοινωνικής
του τάξης («Συμπολίται! Αποτεινόμενος (…) εις την εργατικήν τάξιν εις την
οποίαν ανήκω…», γράφει σε επιστολή του) από
αυτόκλητος ποιητής του επαναστατημένου επτανησιακού λαού, αποβαίνει τελικά ο
εκφραστής του, γίνεται «οργανικός διανοούμενός» του, χωρίς φαντάζομαι να έχει
μελετήσει μανιφέστα και επαναστατικές διακηρύξεις: «και του έθνους μου όλου
ψάλτης ενθουσιασμένος / Εις την νίκην να το φέρω και να του εμπνέω μένος!»,
γράφει σε επαναστατικό στιχούργημά του (βλ. παρακάτω περισσότερους στίχους του
ίδιου πονήματος). Πολλοί διερωτώνται σήμερα για την κοινωνική λειτουργικότητα
της ποίησης, αν αυτή μπορεί να αλλάξει τον κόσμο, και εκφράζουν απαισιόδοξες
εκτιμήσεις. Οι μετά το 1848 συνθήκες που
επικρατούν στα Επτάνησα δημιουργούν καταστάσεις για μια δυναμική λειτουργία της
ποιητικής τέχνης. Οι στίχοι του ποιητή ξεφεύγουν από τον στενό περίγυρο της
παραγωγής τους και γίνονται κοινό κτήμα, που συναγείρει φρονήματα, μετατρέπονται
σε επαναστατική δράση. Ο Ν. Τζανής Μεταξάς (1825-1907), ο ριζοσπάστης
μουσουργός, ο κορυφαίος ίσως βάρδος του ριζοσπαστισμού, έγραψε τα επαναστατικά
του θούρια πάνω σε στίχους ομοϊδεατών του ποιητών (Γεράσιμου Μαυρογιάννη,
Παναγιώτη Πανά) και φυσικά του Σ.Μ. Τα
τραγουδούσαν στους χώρους που συναθροίζονταν, στις λέσχες τους (στο
«Αναγνωστήριο Κοραής» και το «Δημοτικό Κατάστημα» στο Αργοστόλι ή στην
«Ομόνοια» στο Ληξούρι), όπου άνδρες κάθε κοινωνικού στρώματος και ιερείς συζητούσαν
τα ζητήματα του αγώνα τους, διάβαζαν τις επτανησιακές και
τις ξένες εφημερίδες, τραγουδούσαν, εδώ εξ άλλου συνελήφθη η ιδέα της Ενώσεως,
κ.λπ. Παρενθετικά ας αναφερθεί ότι μέλη του «Δημοτικού Καταστήματος» ήταν (μεταξύ
άλλων) ο λαϊκός μας ποιητής, και οι Μαρίνος Λιβιεράτος, Παναγής Κουρκουμέλης, Ιωσήφ
Μομφεράτος, Ηλίας Ζερβός-Ιακωβάτος, Ανδρέας Λιβαδάς, κ.ά., εξέχοντα δηλαδή μέλη
του επτανησιακού ριζοσπαστισμού.
Η αγωνιστική ποίησή του έγινε σημείο αναφοράς. Κάποιοι
στίχοι του από το Αι ημέραι του
Στρατοδικείου είχαν γραφεί κάτω από εικόνες-αφίσες ανθρώπων συμβόλων του αγώνα
τους, όπως φαίνεται σε έκθεση του υποπρόξενου Ιω. Μήλιου εκείνης της περιόδου,
όταν ο άγγλος αρμοστής Henry George Ward
(Ουάρδος), ο πιο φοβερός διώκτης του ελληνισμού των νησιών εκείνης της
περιόδου, επεχείρησε περιοδεία στην Κεφαλληνία μετά από την αιματηρή κατάπνιξη προηγηθείσης
λαϊκής επανάστασης: «… Την
αυτήν της αφίξεώς του ημέραν ευρέθησαν εις διαφόρους εν Ληξουρίω οικίας
τοιχοκολλημέναι τιναί εικώναι παριστάνουσαι τον προ δύο ετών απαγχονισθέντα
ιερέα Νοδάρον, επονωμασθέντα «Παπά Ληστήν» υπό των οποίων ήσαν γεγραμμένοι
μερικοί στίχοι εκ του ποιηματίου επιγραφομένου ‘‘Αι ημέραι του στρατοδικείου’’ καταχωρημένου
εις την εφημερίδα ο Φιλελεύθερος υπ’ αριθ. 11». Ο
παπά-Ληστής δεν είναι φυσικά άλλος από τον ηρωικό ιερέα Γρηγόριο Νοδάρο Ζαπάντη,
μάρτυρα της επανάστασης και θύμα (απαγχονίστηκε) του Ward. Επισημαίνω και πάλι ότι η εξέγερση
στρεφόταν κατά των Άγγλων, αλλά και κατά των αρχόντων, ορισμένοι από τους
οποίους εφονεύθηκαν από το εξεγερμένο πλήθος, και δικαίως η εξέγερση θα μπορούσε
να χαρακτηριστεί ως «Κομμούνα της Κεφαλληνίας», κατ’ αντιστοιχίαν της
παρισινής. Ιδού μερικοί στίχοι από άλλο στιχούργημα του Σ.Μ., Η σκιά της Κεφαλληνίας προς τον αρμοστήν
Ουάρδον περιοδεύοντα την Επτάνησον εν έτει 1851, εμπνευσμένο από αυτήν την προκλητική
επίσκεψη. Επισημαίνω (επ’ ευκαιρία) κάποια γενικά χαρακτηριστικά του ποιητικού
έργου του: το αφηγηματικό / δημοσιογραφικό ύφος της γραφής του, τη χρήση
συνεχών ερωταποκρίσεων που δίδουν διαλογικό τόνο στην ποίησή του, την ποιητική
εξιστόρηση της καθημερινότητας τελικά (που όμως οι συνθήκες την έκαναν ιστορική),
τον έντονο διδακτισμό που μεταβάλλει ενίοτε το έργο του σε μια ατέλειωτη (αλλά
ειλικρινή) πατριωτική ρητορεία, το ποικιλόμορφο γλωσσικό ύφος του (βλ.
αναλυτικότερα παρακάτω), κ.λπ.:
Αθλιέστατε Ουάρδε! Πού απερισκέπτως τρέχεις;
Πού προμελετάς να έλθης; Ω! αιδώ πλέον δεν έχεις
Πύργος δι’ εσέ υψώθη κ’ έγεινεν ουρανομήκης,
Των θυμάτων σου το αίμα! Λοιπόν στέκε μετά φρίκης!
Πόρρωθεν ας με κυττάζουν, βδελυρέ, οι οφθαλμοί σου.
Θρήνει! Ως Αδάμ εθρήνει άντικρυ του παραδείσου!
Αιμοβόρε, μη τολμήσης,
Την αιμοβραγμένην γην μου ποσώς πλέον να πατήσης.
Παραμονές εκλογών στα Επτάνησα, την 1η
Ιανουαρίου 1852, παρεμβαίνει ως διαμορφωτής της «κοινής γνώμης» με προσωπική
επιστολή – στιχούργημα, με μια επαναστατική προκήρυξη με άλλα λόγια, προς τον
λαό των νήσων, μέσα από τα σίδερα της φυλακής του, προτάσσοντας σ’ αυτήν ένα
παλαιότερο δικό του καθαρευουσιάνικο απόφθεγμα, που είχε γίνει ήδη κτήμα του
λαού και θούριός του, το «Κι αν ’ς τας φυλακάς με ρίψης / ή σκοπέλων ερημίας, /
και εκείθεν θα φωνάζω/ τας αισχράς σου ανομίας». Ο Σ.Μ. μπορεί να απευθύνεται
ως ηγέτης στο λαό, τον επικαλείται πολλές φορές στην πρώτη στροφή των ποιημάτων
του. Ιδού μερικοί ενδεικτικοί στίχοι:
ΛΑΕ!
Εις θαλάσσας απεράντους απ’ αγρίας τρικυμίας
Κλυδωνίζεται το σκάφος της μικρής σου πολιτείας.
Αν επιθυμής να φθάσης εις σωτήριον λιμένα
Κι’ ακινδύνως ν’ αποφύγης τον θαλάσσιον πυθμένα,
Έκλεξον πιστά σου τέκνα, κωπηλάτας και ναυάρχους.
(…)
Η πατρίς, ΛΑΕ! σε κράζει, θεατής απλούς μη μείνης
Σ’ όσα κατά σου τεκταίνουν ο Ουάρδος και Σπαρτζίνης·
Άνδρας δεδοκιμασμένους έκλεξον ως παραστάτας
Έκλεξε τους ατρομήτους και ακάμπτους ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΑΣ.
(…)
Βλέπεις, ω ΛΑΕ! αρκούντως τι ανδράποδα προτείνει
Ως πιστούς σου παραστάτας η φατρία του Σπαρτζίνη·
Των πατέρων των αι πράξεις είναι τα προγράμματά των,
Ούτοι θα τας τελειώσουν ως κληροδοτήματά των.
Ακόμη κι όταν έγιναν κάποιες κινήσεις για να δοθεί
αμνηστία στους επαναστάτες των Σεπτεμβριανών («της Επαναστάσεως του Σταυρού», όπως
είναι αλλιώς γνωστή, 14–25 Σεπτ. 1848) ο ανυποχώρητος Σ.Μ. απαντά αγέρωχα στον
Ουάρδο και στη χώρα που εκπροσωπεί. Για άλλη μια φορά ο ποιητής προβάλλει
εκπρόσωπος του έθνους του, ψάλτης του ιερού του αγώνα, εμπνευστής του:
Ήθελα τον κάλαμόν μου εις κλαυθούς να μην αμβλύνω
Αλλά ψάλλων διθυράμβους, δάκρυα χαράς να χύνω
Και του έθνους μου όλου ψάλτης ενθουσιασμένος
Εις την νίκην να το φέρω και να του εμπνέω μένος!
Ω δεν ήθελα να χύνω δουλικούς τοιούτους ήχους.
Αλλά φευ! Ισχύς και δόξα, σήμερον το παν εχάθη
Στεναγμούς μόνον ακούω, εις των φυλακών τα βάθη.
Μήπως; Δι’ εμέ, εις οίκτον προσπαθώ να σε κινήσω;
Τι συ δύνασαι να δώσης κι εγώ να απαιτήσω;
Μήπως ήρθες έμπροσθέν μου και τον ήλιόν μου κρύπτης;
Ω επάνω μου, Ουάρδε, μηδεμίαν σκιάν ρίπτεις,
Της πατρίδος σου φθονούμεν μόνον την ελευθερίαν.
Δι’ αυτό ακούεις χείλη να λαλώσι με πικρίαν.
Αλλά φευ! Ελευθερία δ’ ημάς παντού εχάθη,
Στεναγμούς μόνον ακούω εις των φυλακών τα βάθη.
Απορείς ίσως Αγγλία, πώς μ’ αλυσοδέτους χείρας
Ήρθαμε των φυλακών μας να συντρίψωμεν τας θύρας.
Πλην γνωρίζεις ποία ήτο η πατρίς όπου ποθούμε
Προσωπική έκκληση προς τον κεφαλληνιακό λαό πραγματοποιεί
και μετά το 1864, προ επικειμένων εκλογών, και του υποδεικνύει τους υποψηφίους
που πρέπει να καταψηφίσει ή να υπερψηφίσει. Η πρώτη σελίδα του πονήματός του Ο Κόκορος της ’Παπαντής Ηλίας Ζερβός… απευθύνεται
Προς τον εργατικόν της Κεφαλληνίας ΛΑΟΝ και συνεχίζει:
Μη δελεασθής με λόγους
Ούτε φόβου ούτε πλάνης,
Μήπως, λέγω, τας προτέρας
Του προσώπου σου μαράνης
Ανθηράς δαφνομυρσίνας·
Μη τους μαργαρίτας δώσης
Εις τους χοίρους ή τους κύνας.
Φυσικά είναι δεινός κατήγορος των συνεργατών της
Προστασίας Κεφαλληνίων:
Ατυχή Λαέ!, ως πότε,
Παρασίτους και προδότας και κηφήνας θα μισθόνης;,
ή διασύρει τους συμπατριώτες του δημοσίους υπαλλήλους που
υπηρετούν την Προστασία και αναμένουν κάθε τέλος του μήνα τον μισθό τους,
παραβλέποντες το προς την πατρίδα χρέος τους. Στους επόμενους στίχους μιλά ένας
απ’ αυτούς
Έπειτ’ από δέκα χρόνους, οπ’ εδούλευα για θέσι
Επιτέλους ήλθ’
η ώρα ως εξ ουρανού να πέση.
Πόσα προσκυνώ! Και πόσες μεσιτείες, κολακείες!
Έως ότου να ’πετύχω, πόσες γονατοκλισίες!
Από τότε, ’σαν μυρμήγκι, παραδάκια συμμαζώνω,
Και ’σαν φούσκα την κοιλιά μου με κανίσκια την
ξεντώνω.
Κι ας μιλούν’ οι βουρλισμένοι,
Θεόν άλλον δεν γνωρίζω παρά την παραδαρμένη!.
Αλλά και το ελλαδικό Βασίλειο, στο οποίο ο ανώνυμος αγωνιστής
του εθνικού Αγώνα
απόθαν’ άπορος! Πτωχός!
Και παραγκωνισμένος!
Τέτοιος του κόσμου ο τροχός!
Κι’ αυτά παθαίνει δυστυχώς
Οπ’ αγαπά το Γένος!
‘Σ την ψάθα οι αγωνισταί
Κ’ οι τίμιοι πεθαίνουν!
Οι κόλακες, κ’ εγωισταί
Και οι του Γένους υβρισταί
Τιμαίς απολαβαίνουν!....,
δεν ξέφυγε από την κριτική του. Η σάτιρά του στηρίζεται στην αθηναϊκή σατιρική παράδοση, επειδή αυτή
ήταν πιο ζωντανή, άρα, η φωνή της διαμαρτυρίας του μεταβαλλόταν ευκολότερα σε
οργισμένη κραυγή. Τα βέλη της αθηναϊκής σάτιρας εύρισκαν ευκολότερα δηλαδή το
στόχο τους.
Η φήμη του ξεπέρασε, όπως φαίνεται, τα τοπικά όρια του
νησιού του, ο ίδιος μάλιστα αφηγείται
ότι κατά την επίσκεψή του στην Ιταλία κάποιος συνταξιδιώτης του τον συνέστησε σε
άλλον (ομόφρονα του ποιητή και συναγωνιστή του το 1862) απαγγέλλοντας «μίαν στροφήν,
την εξής, εκ των τριών ελεγείων μου ‘‘Προς τους εν Κύθνω πεσόντας’’: Και σταις
στεριαίς και στα νησιά, / τ’ αρνί, το μοσχαράκι, δεν θα βρίσκη χλωρασιά/ γιατ’
αίμα πίνει για φροσιά/ τ’ αθώο χορταράκι! .
Εισαγωγική
παρατήρηση: μετά το 1830, το γλωσσικό ύφος που προκρίθηκε από την ελίτ των ελλαδιτών
λογίων ως όργανο «εθνικής έκφρασης» όλων
ανεξαιρέτως των Ελλήνων ήταν η καθαρεύουσα. Η ανάγκη να δηλωθεί η εθνική ταυτότητα επέβαλε την εκ των
υστέρων εισαγωγή της γλωσσικής ορίζουσας στον εθνικό λόγο, με την επιβολή
της αρχαΐζουσας καθαρεύουσας, η οποία, ως «συνεκτική», επίσημη, ενιαία,
τυποποιημένη, αναβαφτίστηκε από τον ελληνικό
εθνισμό σε πρωτεύον εθνικό στοιχείο. Πάμπολλα είναι τα παραδείγματα από
ανάλογες πρακτικές των εθνικισμών. Η καθαρεύουσα έπρεπε να αποδείξει το
ιστορικό βάθος του λαού, την ελληνικότητά του, τον θαυμαστό πολιτισμό
του, την ενότητά του, το «κύρος» της θα του προσέδιδε ένα «αδιάψευστο»
πιστοποιητικό ελληνικής ιθαγένειας. Όμως, μετά το 1880, με τις απλοποιήσεις
της, αυτή η καθαρεύουσα απέκτησε τελικά
συμπεριφορά «ζώσης γλώσσας». Γι’ αυτό, συμφωνώ ότι είναι ανιστόρητη η άποψη
κάποιων «δημοτικιστών» ότι η καθαρεύουσα «δεν αποτελούσε για ευρείες κοινωνικές ομάδες, κυρίως των αστικών κέντρων,
την ομιλουμένη». Η απήχηση της δημοτικής πληθυσμιακά και
κοινωνικά ήταν περιορισμένη. Ο απλός λαός - είναι όντως αξιοπρόσεκτο -
προθυμοποιήθηκε από τα πρώτα χρόνια του ελεύθερου κράτους να μάθει τη γλώσσα των λογίων και της Εξουσίας, έστω λίγες εκφράσεις
ή λέξεις της, με κωμικά συνήθως αποτελέσματα· οι στόχοι του ήταν πολλοί, ένας ο
κύριος: η εισδοχή του στη νέα πνευματική ελίτ που διαμορφωνόταν και στον
κρατικό μηχανισμό. Οι εξελίξεις περί το γλωσσικό στις αρχές της τελευταίας
δεκαετίας του 19ου αι. δεν είναι, λοιπόν, τόσο αναγνωρίσιμες, ίσως
γι’ αυτό και δεν χωρούν αφορισμοί και στερεότυπες ιδέες. Θεωρώ πως η «συμβίωση»
της απλοποιημένης καθαρεύουσας με τη δημοτική είναι γεγονός αυτήν την
περίοδο, μπορούμε να κάνουμε λόγο για μια νέα «κοινή», για μια «καθομιλουμένη
της αστικής τάξεως», που δεν περιορίζεται πλέον σε λογίους, δασκάλους, δημοσιογράφους,
ποιητές της «Παλαιάς» ή της «Νέας» Αθηναϊκής Σχολής, γραφειοκράτες της εξουσίας,
αλλά διαχέεται και σε ευρύτερα στρώματα των πόλεων, σ’ αυτά της φαινομενικής
κοινωνικής ανόδου. Όσο για τους επιβιώνοντες ακόμη αρχαϊσμούς, περιορίζονται σε
φόρμουλες, είναι «συνθήματα αναγνώρισης» που χρησιμοποιούνται ως (αφελή)
πειστήρια της (δήθεν) «κοινωνικής αναπροσαρμογής» των χρηστών τους, χωρίς ουσιαστικό
περιεχόμενο.
Έχει υποστηριχθεί πως ο ποιητής μας γράφει στην
καθαρεύουσα. Όπως όμως φάνηκε ήδη από την επιλεκτική παράθεση των
στιχουργημάτων του, αυτό δεν είναι ορθό. Γράφει άλλοτε σε λαϊκή γλώσσα, άλλοτε
όμως σε μια μεικτή λαϊκή γλώσσα. Όταν
λέω «μεικτή λαϊκή γλώσσα» εννοώ ένα γλωσσικό κατασκεύασμα από στοιχεία λαϊκής
και της «τεχνητής» καθαρεύουσας. Σε ελάχιστα στιχουργήματά του χρησιμοποιεί αρχαΐζουσα,
όσο μπορεί να την κατέχει ένας λαϊκός άνθρωπος του δικού του παιδευτικού
διαμετρήματος, η οποία φυσικά είναι νοθευμένη με άλλα ύφη, και καταντά τελικά
ένα αλλοπρόσαλλο συνοθύλευμά τους.
Η γλωσσική ιστορία των Επτανήσων όσον αφορά στην γραφομένη
και την ομιλουμένη μορφή της, στην καθημερινή χρήση της δηλαδή, νομίζω πως δεν
έχει μελετηθεί εις βάθος. Μια τέτοια συνθετική εργασία θα περιελάμβανε
συστηματική γλωσσική μελέτη πολλών και παντοίου είδους εγγράφων. Γνωρίζουμε,
π.χ., ότι το 1849 καθιερώνεται με νόμο (που ισχύει από το 1852) η ελληνική γλώσσα
στην κρατική γραφεικρατία. Οι
βουλευτές της Ιονίου Βουλής όμως εξακολουθούν να αγορεύουν «μεταχειριζόμενοι
αρχαΐζουσαν διάλεκτον» και προκαλούν τη λαϊκή διαμαρτυρία, και εξαναγκάζονται τελικά
να χρησιμοποιούν μια απλούστερη καθαρεύουσα. Κατά την 4η συνέλευση
της Η΄ Γερουσίας (7.4.1849) της Βουλής αποφασίστηκε «.. ώστε τα πρακτικά της να
γράφωνται εις το εξής όσον δυνατόν εις την κοινώς ομιλουμένην του λαού γλώσσαν».
Ποια ήταν
όμως αυτή η πλησιέστερη προς την ομιλουμένη λαϊκή γλώσσα; Ποιο γλωσσικό ύφος
μετέρχονται (ειδικότερα) την περίοδο των Ριζοσπαστών οι
κύριοι διαμορφωτές της γλώσσας, η Εξουσία, η Εκπαίδευση και οι λογοτέχνες, οι
«κρατικοί γλωσσοπλάστες» δηλαδή; Η γλωσσική παράδοση στα Επτάνησα, και ειδικά
από την εποχή των δημοκρατικών Γάλλων κ.ε., όπως την προσέλαβα από τη μελέτη
της ιστορίας της Εκπαιδεύσεως και κάποιων εκδεδομένων κειμένων, είναι
φιλελεύθερη, δεν έχει καμία σχέση –νομίζω-
με τον γλωσσικό σαρδαναπαλισμό της Ελλάδας. Στα Επτάνησα γράφεται (τονίζω) και ομιλείται
στους δημόσιους χώρους μια στρωτή, λαϊκή καθαρεύουσα, που έχει αποκτήσει ΗΔΗ προ πολλού χρήση ομιλουμένης για μεγάλο μέρος του «αστικού» πληθυσμού. Θεωρώ, π.χ.,
το γλωσσικό ύφος της εφημερίδας Ο Φιλελεύθερος
ως αντιπροσωπευτικό αυτού στο οποίο αναφέρομαι. Και όμως, οι επτανήσιοι ποιητές,
λαϊκοί άνθρωποι οι περισσότεροι, αποστέλλουν προς δημοσίευση τις ποιητικές
συνθέσεις τους στα επτανησιακά φύλλα (ή τις εκδίδουν οι ίδιοι) σε μια πιο
«δυσπρόσιτη» καθαρεύουσα, που αλλοιθωρίζει κάποτε προς την αρχαΐζουσα. Επαναφέρω αυτά που
είπα πρωτύτερα για την ποίηση, για να δικαιολογήσω αυτή νοοτροπία τους, γιατί εδώ η συγκεκριμένη γλωσσική επιλογή τους λειτουργεί
ως νοοτροπία: η ποίηση ως μυστηριακή,
υπερβατική αξία, πρέπει να ποιείται χρήση ενός άλλου επικοινωνιακού κώδικα, μιας
άλλης γλώσσας, ξεχωριστής, μυστηριακής, κατάλληλης και ιδανικής να εκφράσει το εθνικό
όραμα που δημιουργείται τη δεδομένη εποχή. Αυτό το όραμα οικοδομείται με τα
εργαλεία ενός συγκεκριμένου γλωσσικού ύφους (της καθαρεύουσας), που θεωρείται ομόλογο
προς τα εθνικά αιτήματα που πρέπει να
εκφραστούν. Γι’ αυτό και οι επτανήσιοι λαϊκοί ποιητές πράττουν αναλόγως: τα μεγάλα οράματα απαιτείται να εκφραστούν
μέσω μιας υψηλής αισθητικής γλώσσας. Δεν παραγνωρίζω φυσικά την κοινωνική
τους προβολή και ανάδειξη μέσα από τη χρήση «υψηλού και αναγνωρισμένου» γλωσσικού
κώδικα, μια τάση για διάκριση, ή μια μορφή της «πολιτιστικής καλής θέλησης» του
Μπουρντιέ, που κρίνω ότι θα
μπορούσε εν μέρει να ερμηνεύσει αυτές τις συμπεριφορές / νοοτροπίες.
Όμως ο Σ.Μ.,
όπως προανέφερα ήδη για τη σάτιρά του, κατά μεγάλο χρονικό διάστημα της
ποιητικής του διαδρομής (από το 1859) έχει στραφεί στον ελλαδικό ποιητικό και
κοινωνικό χώρο. Από τον επτανησιακό λαμβάνει μόνο τα ποιητικά ερεθίσματα. Οι τεχνικές
και όλα τα λοιπά στοιχεία που συνδημιουργούν το ποιητικό του προϊόν είναι «αθηνοκεντρικά»,
«σουτσικά», ρομαντικά. Ζει εκ του σύνεγγυς τον ριζοσπαστισμό στα νησιά μέχρι το
παραπάνω χρονικό όριο, αλλά και το «εθνικό οίδημα» της δεκαετίας του 1850 και
του 1860 στην Αθήνα: συναισθηματική έξαρση, προφητισμό (αγαθαγγελισμό), θρησκευτικό
μεσσιανισμό, ιδεολογική (θρησκευτική και πολιτική) σκλήρυνση, καθαρευουσιανισμό,
ρομαντισμό της «παλιάς» Αθηναϊκής Σχολής, κ.λπ. Για να καταδειχθεί το μεικτό
γλωσσικό του ύφος, σε όσους στίχους του παρέθεσα ήδη ας προστεθούν κι αυτοί (από
την ελεγεία στον Σούτσο)
Παρθέναις! Δόστε μου και σεις λεπτόν ή πενταρίτσα,
Χίλια καλά να λάβετε κι’ ολόχρυση Μοιρίτσα.
Παρθέναις μου, σας εύχομαι καθώς επιθυμάτε,
Να πάρετε για ταίρια σας τους νηους οπ’ αγαπάτε
και το ΕΠΙΓΡΑΜΜΑ
στον νεκρό, από το οποίο ενδεικτικά
παραθέτω δύο στροφές:
Διαβάτα! Βλέπε πού πατείς
Ενώ προσηλωμένος
Των κρύων τάφων θεατής·
Κλαύσον αν ήσαι Ποιητής
Ομογενής ή ξένος.
Ώδε καθεύδει Αοιδός
Τον ύπνον των αιώνων·
Κατέστη άψυχος σποδός
Ο ψάλτης άμα κ’ υμνωδός
Θέρισε, Μούσα, κλάδους μυρσίνης
Να στεφανώσης τους νικητάς∙
Τους νικημένους να καταισχύνης,
Τους μισοχρίστους κατακτητάς.
Ναός η Κρήτη ελευθερίας!
Τάφος σαθράς αυτοκρατορίας,
Ιδέ! Τα τέκνα Ιδομενέων
Εν κατά δέκα υπερνικούν,
Τας μαύρας σάρκας δειλών φονέων
Με τας μαχαίρας των πελεκούν.
Β. κεφαλληνιακού ενδιαφέροντος, επαναστατικού χαρακτήρα.
Εδώ εντάσσω τα: 1. Αι ημέραι του
Στρατοδικείου. Αναμνήσεις των μαρτυρίων των Κεφαλλήνων συνταχθείσα κατά τους μήνας
Δεκέμβριον και Ιανουάριον του 1849 και 1850 (εν Κεφαλληνία, 1850), 2. Η σκιά της Κεφαλληνίας προς τον αρμοστήν
Ουάρδον περιοδεύοντα την Επτάνησον εν έτει 1851, 3. Ωδή εις την απαρχήν της πανελληνίου ενώσεως (εν Βουκουρεστίω, 1865).
Σ’ αυτό το στιχούργημα (42 στροφών) παρακινεί το αηδόνι (ένα από τα συνήθη
ποιητικά του μοτίβα, το γνωστό πουλί της δημοτικής ποίησης), αφού εγκαταλείψει
τον Κηφισό και λουστεί στην Κασταλία βρύση, να διαλαλήσει το μήνυμα της
ελευθερίας της Επτανήσου στους αλύτρωτους ακόμη αδελφούς (στην Ήπειρο, τη
Μακεδονία, την Ανατολή, την Αγιά Σοφιά ειδικότερα, την Κύπρο, την Κρήτη, στα
Ψαρά, στις Σποράδες) και να τους διαβεβαιώσει ότι σιμώνει η ώρα της δικής τους
λευτεριάς. Το προτρέπει τελικά, όταν πραγματώσει αυτόν τον εθνεγερτήριο κύκλο,
να επιστρέψει στον Παρθενώνα: Κι εδώ δεήσου του Θεού χρόνια πολλά να ζήσης /
Και με φωνή μελωδική / Την ένωσι την ολική / Να μετακυλαϊδήσης.
Τον ευγενή σου τράχηλον ωραία Ιταλία
Δεν θλίβει πλέον ο ζυγός κ΄ η ξενική δουλεία
(…)
Κόρη την μοίραν σου φθονώ! Κ’ η δούλη μου μητέρα
Είθε να γίνη καθώς συ μεγάλη κι ελευθέρα!
Μικρόν κ΄η γραί’ Ανατολή τας πέδας θα σπάση
Και τον παντοκοζακισμό πας φόβος καταπαύσει
Και της κλεινής πατρίδος μου αι δούλιαι ημέραι
Εκλείψουσιν ως αστραπαί και τηλεβόλων σφαίραι.
Κι ας μη φοβήτ’ η Δύσις
Μέλλοντα ρωσικόν ζυγόν και σκυθικάς αλύσσεις.
(…)
Χείρα θα τείνης αρωγόν στην αδελφήν Ελλάδα;
Κόρη! Ν’ ανεγερθή, ως συ, με αναμμένην δάδα;
Μένω λίγο περισσότερο στουςΤάφους της Αργολίδος, επειδή το 1863, δυο χρόνια πριν καθιερωθεί
ο Ύμνος του Σολωμού επισήμως ως Εθνικός, ο Σ.Μ.
υπέβαλλε στον Βουτσιναίο ποιητικό διαγωνισμό του
ίδιου έτους (και εξέδωσε αυτοτελώς αργότερα) το πολύστιχο αυτό ποιητικό του πόνημα.
Στην Αφιέρωσι του εν λόγω πονήματός του το
χαρακτηρίζει «καρπόν φυσικόν της ακαλλιεργήτου
μούσης» του, εκθέτει τις πρώτες επιτυχίες της «ιεράς και μεγάλης εθνικής αποστολής» τής Εθνοφυλακής, που
συνεστήθη μετά το 1862 (συνοψίζεται στο τρίπτυχο «τάξις, ασφάλεια, ομόνοια»)
και το αφιερώνει σ’ αυτήν,
θρηνεί για την εμφύλια διαμάχη του Ιουνίου του 1863 (τα «Ιουνιακά», με τους 200
νεκρούς στρατιώτες και πολίτες),
χαίρει όμως για την επικείμενη προσάρτηση των Επτανήσων στην μητέρα - πατρίδα
(«όσον ούπω δε θέλει κυματίσει το
ιερόν λάβαρον του φοίνικος των 1821 επί της Ακροπόλεως του Αλκινόου…»)
και αναμένει να ακούσει τις τυραννοφόνες φωνές των «Ζερβών, Μομφερράτων, Καπελέτων και άλλων ν΄ αντιχήσωσι βροντώδεις από
του βήματος της εν Αθήναις Πανελληνίου Εθνοσυνελεύσεως…».
Στο συγκεκριμένο ύμνο περιγράφονται με αρκετές
λεπτομέρειες τα δραματικά γεγονότα της Επαναστάσεως του Ναυπλίου κατά του
Όθωνος (αρχή της η 1η Φεβρουαρίου 1862) και της τελικής καταστολής
της από τα κυβερνητικά στρατεύματα. Ο ποιητής του καλεί τους νέους, τους γεροντότερους
και τις μητέρες να συνθρηνήσουν για τους νεκρούς της Αργολίδας στις μάχες περί
την Αρεία και την Πρόνοια, που έπεσαν για τη λευτεριά, ενάντια στην τυραννική,
όπως την αποκαλεί, οθωνική εξουσία. Περιγράφει ομηρικές μάχες μεταξύ των
αντιμαχομένων μερών, ανδραγαθίες επώνυμων επαναστατών αξιωματικών και
στρατιωτών (Μίχος, Ζυμβρακάκης, Μάνος, Τριτάκης, Κορωναίος, Δυοβουνιώτης,
Πραΐδης, Σμολένσκυ, κ.ά.), παρουσιάζει την Πατρίδα να θρηνεί μαζί με άλλα
στοιχεία της φύσης τον θάνατο των γενναίων αντιστασιακών, οραματίζεται το
μέλλον της Νέας Γενιάς ελεύθερο και ελπιδοφόρο «ζωγραφίζοντας» εικόνες απ΄ αυτό
(είναι το μόνο σημείο του που επαινεί ο κρίνων το πόνημα Βερναρδάκης),
βάζει τη Δόξα και την Αρετή να στεφανώνουν τους τάφους των πεσόντων, υμνεί την
Ελευθερία, την οποία αναγνωρίζει
…….. ανδρειωμένη
από την αρματοσιά,
κι΄ από την αιματωμένη
κόκκινή σου φορεσιά
***
Σε γνωρίζ’ από το αίμα
που ΄ς τα ρούχα πλημμυρεί,
κι΄ από το ταχύ σου βλέμμα
συνδιαλέγεται μαζί της, χαιρετίζει την κατίσχυσή της (ή
τις επαναστάσεις γι’ αυτήν) στην Αμερική, στην Πολωνία και σ’ άλλες χώρες
΄Σαν του ήλιου η ματιά σου
είναι, κόρη, καυστική,
κι’ απ’ εδώ η δεξιά σου
φτάνει στην Αμερική
***
Κι’ αναγγέλει σωτηρίαν,
Ο δε Λίγκολν καταργεί
μ’ έναν κτύπον την δουλείαν
και κλείνει με την παραίνεσή της προς τον ποιητή να την
ψάλει διαρκώς εν όσω ζει:
Και συ ψάλλ’ εν όσω ζήσεις,
Και τη λύρα σου ποτέ,
Όσω ζης μην αμελήσης,
Πάντα ψάλλε με θνητέ!
***
Είπε, και την Θεά είδα
Να πετάξη με φτερά
Έξαφνα,
και την Πατρίδα
Να κυττάζη λυπηρά!
***
Ο ύμνος του είναι ένα μακροσκελέστατο στιχούργημα (226
στροφών), πλήρες πατριωτικού αισθήματος, μέχρις ακροτήτων. Η θεά του, ονόματι
«Επανάστασις», τον έχει φαίνεται τυφλώσει, παραβιάζουν το «έρκος των οδόντων»
του φωνές μίσους και εκδικήσεως. Διότι δεν ερμηνεύεται αλλιώς το πλήθος των
δακρύων που χύνει ο ποιητής επί των πτωμάτων των αγωνιστών της, ενώ για τους
δυστυχείς αδελφούς τους που πέθαναν υπακούοντες (αναγκαστικά ή μη) στη φωνή της
πειθαρχίας, ως μέλη του εθνικού στρατού, δεν έχει ούτε ένα ποιητικό δάκρυ. Το
ίδιο πνεύμα κυριαρχεί και στην Εις τους
εν Κύθνω δολοφονηθέντας Ελεγεία (129 στίχων), που αναφέρεται στον ηρωικό θάνατο
των επαναστατών κατά της οθωνικής εξουσίας και ειδικότερα των ηγετών τους Πέτρου
Λεωτσάκου, Περικλή Μωραϊτίνη και Αγαμέμνονα Σκαρβέλη, στην Κύθνο, τον Μάρτιο
του 1862, κατά τις επαναστατικές συγκρούσεις εκείνων των ημερών. Η
Πατρίς καταράται τους φονείς των αγωνιστών (μεταξύ πολλών άλλων) και με τις
εξής κατάρες:
Επικατάρατοι φονείς
Η γη να μη σας λύση!
Ποτέ πνευματικός κανείς
Να μη σας λύση της ποινής!
Να μην ιδήτε κρίσι!
***
Και εις αιώνας εκατό
Θα ζη το έγκλημά σας
Εχύσατ’ αίμ’ αγαπητό
Και σαν του Κάιν μισητό
Να μείνη τ’ όνομά σας!
Αλλά ως αγαθή μητέρα, εύχεται να επέλθει λύσις των καταρών της, αν υπάρξει εκ μέρους
τους ειλικρινής μεταμέλεια:
Αντί κατάρας την ευχή
Αν μεταμεληθούνε
Ας λάβουνε από ψυχή!
Στη ψυχική μου ταραχή
Ο Δημήτριος Βερναρδάκης, όψιμος κλασικιστής, με τη φλόγα
των Προλεγομένων του έργου του Μαρία Δοξαπατρή (1858) ακόμη
ζωντανή, κριτής στον συγκεκριμένο ποιητικό διαγωνισμό (πρβλ. την έκθεση-μανιφέστο
για τον εν λόγω διαγωνισμό), σημειώνει, μεταξύ άλλων, ότι «το ποίημα τούτο εποιήθη κατά ζήλον του Ύμνου
της Ελευθερίας του Σολωμού, ον ενθυμίζουσι πλην της εσωτερικής αναπτύξεως και
της πορείας των εννοιών και εξωτερικώς ακόμη πολλαί στροφαί, οίον στρ. 127,
130, 137, 138, 139, 142, 173, 189 κ.λπ.».
Ο Σ.Μ., με μικρές παρεκκλίσεις, μιμήθηκε όντως τη στιχουργία
και την τεχνική του Σολωμού. Ο ίδιος κριτής τού βρίσκει κάποιο ταλέντο («φαίνεται όμως πεπροικισμένος εκ φύσεως με
δόσιν τινά ποιητικού πνεύματος, και πολλαχού η ποίησίς του εμψυχούται και λαμβάνει
γοργήν τινα κίνησιν…»), διαφωνεί όμως ριζικά με τη γλώσσα του, αφού στον
ύμνο του «αναφαίνονται όλαι της
γλώσσης αι ανωμαλίαι, όσαι υπάρχουσι και εν τω πρωτοτύπω, αλλά εις πολύ
πλειότερον και χειρότερον βαθμόν».
Αξιοσημείωτη, για άλλους λόγους, είναι η αμέσως επόμενη επισήμανσή του: «Οι Κριταί ουδαμώς είναι διώκται της
δημοτικής εν τη ποιήσει γλώσσης, εξ εναντίας και στέργουσι και αποδέχονται
αυτήν μετά χαράς, αλλά την δημοτικήν γλώσσαν αυτήν, καθαράν και άμικτον, και
γνησίαν, της οποίας ίσως μόνον ο μακαρίτης Ζαλοκώστας κατώρθωσε μέχρι τούδε
ν’ ανακαλύψη το μυστήριον, όχι το κράμα
εκείνο το κακόζηλον και ανούσιον της κοινής αιολοδωρικής διαλέκτου και της
αρχαίας αττικής. Έτι δε μάλλον στέργουσι και αποδέχονται την γλώσσαν ταύτην,
όταν επενδύη νοήματα ανάλογα και ομογενή προς την μορφήν ταύτην, όπως και τούτο
επέτυχεν ικανώς ο Ζαλοκώστας…». Η γλώσσα, άλλη μια φορά καθορίζει την ποιητική
κριτική, τής (ούτως ή άλλως) «φτωχής» λαϊκής ποίησης του Σ.Μ. εν
προκειμένω.
Αντί ενός «επιλόγου συμπερασμάτων»: ο
ορθόδοξος χριστιανός, ο «αντιδυτικός»
Προαναφέρθηκε ότι στη σκέψη του ποιητή συνυπάρχουν τα
διαφωτιστικά μηνύματα, η «ένθεη μανία» του ρομαντισμού πνεύματος και η
θρησκευτική πίστη. Γλώσσα και θρησκεία θεωρούνται στους ριζοσπάστες αποδεικτικά
στοιχεία της εθνικής ενότητας, της επτανησιακής ταυτότητας, θεωρούνται συντελεστές
της εθνικής ενσωμάτωσης. Η συμβολή του επτανησιακού κλήρου στον αγώνα ήταν
τεράστια, η συμμετοχή του στις τάξεις των ριζοσπαστών αναμφισβήτητη. Ένα τέτοιο
αμάγαλμα ιδεολογιών, το οποίο συνθέτουν ριζοσπάστες και απόγονοι των Κολλυβάδων
(όπως ο Κοσμάς Φλαμιάτος, ο εμπνευστής του κινήματος του Παπουλάκου αργότερα),
είναι όντως ένα ενδιαφέρον φαινόμενο, όχι πάντως άγνωστο στα ελληνικά πράγματα:
ο νεότερος λαϊκός μας πολιτισμός έχει κύριο χαρακτηριστικό του τη γόνιμη
σύγκραση θεμελιωδών παραμέτρων, ιδεών και προσώπων άκρως αντιθέτων μεταξύ τους.
Αυτή είναι η ανυπέρβλητη γοητεία του.
Το γεγονός ότι επί επτά αιώνες περίπου οι επτανήσιοι Έλληνες
ανταγωνίζονται την προσπάθεια των Δυτικών κατακτητών να τους επιβάλουν τον
καθολικισμό, συνέδεσε ισχυρότερα το απελευθερωτικό
κίνημα και τον κοινωνικό ριζοσπαστισμό με την Ορθοδοξία. Άρα, η διαπάλη των δύο μεγάλων θρησκευτικών κοινοτήτων
των Επτανήσων είναι παρούσα και στο έργο του Σ.Μ., και πώς να μην ήταν. Ο
παπισμός και ο προτεσταντισμός παραμένουν
«δαιμονοποιημένοι» στη λαϊκή συνείδηση, οι ιστορικές συνθήκες των μέσων του 19ου
αι., η ιστορική μνήμη, τα αντίστοιχα
στερεότυπα και οι διαμορφωμένες κοινωνικές αναπαραστάσεις τους ως Άλλων ευνοούσαν τέτοιες αντιλήψεις:
Σαν τον δράκοντα συρίζει
Κατ’ αυτού ο Παπισμός
Κ’ εναντίον του μουγκρίζει
Ο Θεός είναι η κινητήρια δύναμη της ιστορίας κατά τον
Σ.Μ., είναι ο «λόγος» (με την αρχαιοελληνική του σημασία) που την κατευθύνει
μέσα στο ιστορικό γίγνεσθαι. Καμιά
επαναστατική κίνηση δεν θα ευοδωθεί, κανένα εθνικό όραμα δεν θα πραγματωθεί χωρίς
την αρωγή της θείας δυνάμεως. Ο ελληνικός Διαφωτισμός είναι ρομαντικός,
επαναστατικός, ανατρεπτικός, αλλά και χριστιανικός. Αν στην Ελλάδα των μέσων
του 19ου αι. κ.ε. ο Διαφωτισμός εκπνέει, οι ιστορικές συνθήκες (παρελθόντος
και παρόντος) στα Επτάνησα τον ενισχύουν, και μ’ αυτόν θα συνδεθεί και πάλι ο
Ελληνισμός στην ύστερη φάση του (1870 κ.ε.) μέσω επτανησίων διανοητών και δημιουργών
(Π. Πανάς, Ρ. Χοϊδάς, Μ. Αντύπας, κά.). Ιδού πώς αντιμετωπίζει ο Σ.Μ. την
εκλογή του πνευματικού καθοδηγητή του νησιού του, το 1842, του
Κωνσταντίνου Ιακωβάτου (1795-1868). Ο ολιγογράμματος
ποιητής δίνει με το δικό του τρόπο αυτές τις ιδέες και τα εθνικά αισθήματα,
όταν, νεαρός ακόμη, ζει έντονα, ανακατεμένος μέσα στο πλήθος, την
«επαναστατική» για κείνον στιγμή της εκλογής του θρησκευτικού του ηγέτη:
Ενώ εις σκέψεις, έκστασιν και θάμβος ευρισκόμην,
Εκ της διαδηλώσεως της λαϊκής εκείνης,
Από χαράν ενδόμυχον κρυφίαν ετερπόμην,
Παλμούς καρδίας αισθανθείς και ψυχικής γαλήνης
(…)
Αλλ’ η πατρίς
απέκτησε πνευματικόν πατέρα,
Και νικηφόρος ηρωίς ειν’ η Κεφαλληνία! .
Γλώσσα και θρησκεία είναι για τον Σ.Μ. οι πυλώνες του Ελληνισμού,
άρα οι στόχοι κάθε εχθρού του. Η κοσμοκράτειρα Αγγλία (για την οποία η κρίση
του είναι καταπέλτης),
Κάμινος κακουργημάτων γέγονας κι’ ανθρωποπώλις
Και αιμάτων εμπορεία, η εξώλης και προώλης!
Και λωποδυτών εστία και αρχιληστών η πόλις.
Μάστιξ ει της οικουμένης και χειρίστη της πανώλης
αντί της ελευθερίας, προτιμά να προσφέρει στη μαρτυρική πατρίδα
του,
Προγραφάς και εκτοπίσεις
Πρόστιμα, ποινάς βαρβάρους και αδίκους φυλακίσεις,
Αυθαιρέτους εξορίας,
Και καταδρομήν της γλώσσης και αμώμου μας θρησκείας.
Εν Αθήναις, τύποις Ν. Γ. Πάσσαρη και Α. Γ. Καναριώτου, 1863.
Η ρωσοφοβία ενοχοποιούσε την Ελλάδα ως ρωσίζουσα, εξ
αιτίας του ομοδόξου θρησκεύματος.