© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Τετάρτη 10 Αυγούστου 2011

Ο εκσυγχρονισμός του μπατέλου ή Άρμπουρα και προπέλες

Γράφει ο Παύλος Φουρνογεράκης

«Πάνω στην άμμο την ξανθή
γράψαμε τ΄ όνομά της
ωραία που φύσηξε ο Μπάτης
και σβήστηκε η γραφή»
(Γιώργος Σεφέρης)

Εδεκεί, αποκάτου από την περγουλιά, απάνου στ’ ασπρισμένα πεζούλια περνάει τσι ώρες του τα καλοκαίρια, πλάι στο πέλαγος, δεν έχει, λέει, τώρα πόδια να μπει μέσα. Όμως τη νιώθει την αλμύρα του να κυλάει μέσα τσι φλέβες του, ν΄ ανταμώνει με την αύρα και να λούζεται τσι θύμησες. Αλαργεύει λίγο τσι δάφνες του δρόμου και χαζεύει τσι τουρίστριες που σεργιανάνε μισόγυμνες στα καντούνια τ΄ Άη Σώστη. Παραγιομίζει το παραμιλητό του με κοσμητικά επίθετα: νερατζομάγουλη, στρογγυλομηλοπρόσωπη, μαρμαροτράχηλη, σιγανοπερπατούσα, χαμηλόκωλη, πισωκάπουλη, λαμπαδοχυτή και άλλα ακόμα πιο τολμηρά που δείχνουν τη βαθιά του σχέση με τη γενετήσια ορμή, ακόμα και τώρα στα πονεμένα γεράματα. Σαν χθες του φαινόταν που βγάλανε οι γυναίκες τα βελέσια [1] και φορέσανε τα μπανιερά, ολόσωμα στην αρχή, μπικίνια αργότερα… «Τώρα τα βγάλανε ούλα όξω και χάσανε την αξία τους…!»

Τέτοια εποχή ήτανε, τέλη τ’ Αλωνάρη. Είχε βγάλει το μπατέλο όξω, μπροστά από τσου ανεμοκούλουμους του Αρκαδιανού, να το παλαματίσει. Μερία κι άλλη τα σημάδια από τσι βραδινές γέννες τση χελώνας. Με πόση προσοχή προφύλαγε τσι φωλιές τους, σαν να ΄ταν το κρεβατάκι των παιδιών του που τα περίμενε να ξυπνήσουν! Είχε χορταριάσει το μπατέλο από την πολυκαιρία κόλλαγε, δεν έχυνε μέσα στο νερό, και μείωνε ολοένα και περισσότερο την ταχύτητά του. Το ΄χε ρίξει από τον Απρίλη να πηγαίνει για σουπίες και χταπόδια με το πυροφάνι και το καμάκι, τα βράδια τση μπονάτσας. Πόσες φορές αλλειμουντρώθηκε [2] από το μελάνι τους!

Λιοκαμένος και γεροδεμένος, γερό σκαρί σαν το μπατέλο του, έτριβε και καθάριζε τσου υφάλους όταν η πρώτη ελληνίδα τουρίστρια στην παραλία του, ακολουθώντας τη μόδα, όλο κατέβαζε το μπανιερό της για να μαυρίσουν κι άλλα πιο απόκρυφα σημεία… Αλληλόισε [3] δεν ήξερε τι να κάμει, ένιωθε τη ντροπή στο ξεχείλωμα των ηθών. Πισωπλάτισε και κατέβασε κι εκείνος το δικό του, τρίβοντας συνάμα και πινελάροντας σκυφτός το μικρό του μπατέλο… Την «πλήρωσε» με τον ίδιο τρόπο, κι εκείνη χάθηκε έντρομη μες τσου καλαμιώνες και δε ματάρθε.

Τ΄ αγόρασε στα νιάτα του το πεντάμετρο μπατέλο, νιόπαντρος τότε ορκίστηκε να μην ξαναπάει με δυναμίτες. Ήτανε πολλοί που μείνανε ανάπηροι και χάσανε τη ζωή τους, τώρα αναλάμβανε σοβαρές οικογενειακές ευθύνες! Φρόντισε να φτιάξει άρμπουρο να μπορεί να πηγαίνει με το πανί να μην κουράζεται με τα κουπία. Μετά τσου σεισμούς του 1953 κουβάλησε από το Μαραθωνήσι όλο το αμμοχάλικο μέσα σε σακιά ισοζυγιασμένα μέσα στο μπατέλο για να φτιάξει το λαβωμένο του σπίτι. Ως κι οι τοίχοι του μοσχοβόλαγαν ιώδιο τση θάλασσας, το χειμώνα με τσι όστριες ακόμα πιο έντονα…!

Αργότερα μπήκε η προπέλα στο μπατέλο, τ΄ άρμπουρο τώρα βόηθαγε τη μεγάλη περγουλιά ν΄ απλώνει ξαπλωμένη τη σκιά της με τα κρεμασμένα κορίθια. Πούλησε τη φοράδα κι αγόρασε γιαπωνέζικο τρακτεράκι μάρκας Yanmar! Τα καλοκαίρια η μηχανή του γύριζε την αλουμινένια προπέλα του μικρού μπατέλου και το ΄κανε να τρομάζει την ήρεμη θάλασσα του Λαγανά με το βρυχηθμό της. Άμαθη τότε κι εκείνη από το θόρυβο των μηχανών, μόνο τη βουή του Σιρόκου γνώριζε, όταν εκείνος τη φούσκωνε και την έριχνε αφρισμένη πάνω στα χαμηλά βράχια και στην απέραντη, έρημη αμμουδιά του χειμώνα.

Η προπέλα παραγγέλθηκε σε έναν από τους δέκα τορναδόρους τση χώρας. Μικρή, κι αστραφτερή κάτω από τον καυτερό ήλιο ξεπρόβαλε μέσα από το αργαλείτικο σακούλι. Το μέγεθός της σύμφωνα με τα μέτρα ντόπιων αυτοδίδακτων ναυπηγών και μηχανικών, του Κώστα του Ραντζάου και του Νικόλα του Σάκα. Την κράτησε στα χέρια του ο μπάρμπα Κώστας σαν να κράταγε τα όνειρα τση ταχύτητας που σβινταρίζεται [4] με το χρόνο και θέλει να τον ξεπεράσει… Μα εκείνη τον πρόδωσε με την αναποδιά της. Αντίστροφη θα ήταν η κίνησή της, λανθασμένα έγινε η φτιαξιά της. Έτσι του το σκάρωσε το δίστιχο του καπετάνιου ο μπάρμπα Κώστας:

«Στ’ Αρκαδιανού τον κατήφορο, στου Μπάτη το σεργιάνι
Τάση μου το καΐκι σου, τα πισωκώλου κάνει».

Του το ΄πε με τη χάρη που αντιμετώπιζαν άλλοτε οι άνθρωποι τ΄ απρόοπτα και τσι κακοτοπίες, την ώρα ακριβώς που ο γιος του έγραφε και ξανάγραφε στην ξανθή άμμο τ΄ όνομα της μικρής τους βάρκας «ΛΑΚΗΣ ΛΖ 311», μέχρι που να ΄ρθει ο απογευματινός Μπάτης και να του τα σβήσει μαζί με τα κάστρα και τσου πολεμιστές του. Μόλις είχε τελειώσει την πρώτη του δημοτικού κι απολάμβανε τις ικανότητές του, ήξερε να γράφει γράμματα κι αριθμούς… Δύσκολα τα χρόνια για χαρτιά και μολύβια την εποχή του μαυροπίνακα, της πλάκας και του κοντυλιού.

Ένας πίνακας ζωγραφικής, ένα μαγευτικό τοπίο ο κόλπος όλος. Τα κρινάκια ταξίδευαν τις ρίζες τους βαθιά κάτω στην άμμο και τ’ ανθη τους ξεπρόβαλαν κατάλευκα να στολίσουν τσου ανεμοκούλουμους και μαζί με τσου περήφανους αθάνατους, έστελναν μυροβόλα την αύρα τση θάλασσας και δρόσιζαν καλύβες και μποστάνια. Όχι πως δεν υπήρχαν κι οι ασχήμιες του κόσμου, οι λίγοι να διαφεντεύουν τσου πολλούς και το νιτερέσο [5] να μπαίνει ακόμα και πάνω από την ανθρώπινη ζωή!. Τότε έγινε κι εκείνο το φονικό που τον ξάπλωσε με το δίκανο τον κουμπάρο του o Νιόνιος για μία μπασία! Βούιξε γι άλλη μια φορά ο τόπος, έσπερνε το φόβο στην κοινωνία κι έκανε τσου παλικαράδες να καμαρώνουν για την αυτοδικία. Το ΄χε γλιτώσει το λιοστάσι από τσου τοκογλύφους ο καημένος, τσου δούλευε πέντε χρόνια για να βγάλει τα χρέη, πού να ΄ξερε τι του έμελλε να πάθει…!

Λιγόστεψαν τα κρινάκια στην εποχή μας, περιορίστηκαν κι εκείνα σαν τις χελώνες που όλο λιγότερο τόπο έχουν για να φτιάχνουν τσι φωλιές τους. ΄Εμειναν όμως σταθεροί οι φόνοι να μας θυμίζουν ότι τ΄ απισωκώλου πηγαίνουμε, τα πισωκώλου προχωρούμε.

«Γιόμισε ο Λαγανάς ναρκωτικά, άρμπουρα και προπέλες,
δωμάτια, κλιματιστικά και γυμνές κοπέλες
στιλέτα, ταξί και μεθυσμένους νέους
Βιασμούς, φονικά, και μαφιόζους αρουραίους».

Πόσο δυσκολεύεται ο άνθρωπος να βρει την πυξίδα. Εγκλωβισμένος στριφογυρίζει γύρω από τσου φόβους, μήπως και χάσει κάτι λίγο από τα έχει του, την πρωτιά και τον εγωισμό του. Είναι έτοιμος να βγάλει το στιλέτο, τη φωνή ή τη γραφίδα να διαπράξει το φόνο... Βόηθα μας Θεέ μου να κρατάμε το θυμό μας, να σηκώνουμε τ΄ άρμπουρα για τσι απάνεμες παραλίες, λεύτεροι από τις τύψεις και το χρόνο να γεράσουν τα κύτταρά μας!

Λεξιλόγιο: 1. Το γυναικείο φόρεμα, 2. Γέμισε, πασαλείφθηκε, 3.ανησύχησε, έχασε τα λογικά του, 4.συναγωνίζεται, 5. Ιδιωτικό συμφέρον

Λιθακιά, 30-7-2011
Related Posts with Thumbnails