Κάθε
χρόνο αὐτὴ ἡ ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τῶν Ἁγίων Κωνσταντίνου καὶ Ἑλένης φέρνει στὴ Μνήμη
γεγονότα καὶ πρόσωπα ποὺ συμπαραστέκουν σιωπηλά, ἀλλὰ καὶ φωτίζουν μὲ τὴ
λαμπάδα τῆς ψυχῆς τους τὴν ἀναμμένη τὰ μονοπάτια τῆς ψυχῆς, ὥστε νὰ μπορέσεις νὰ τὰ σεργιανίσεις μὲ ἄνεση
καὶ συγκίνηση. Γιατὶ πάντα αὐτὲς τὶς ἑόρτιες
ὧρες πυκνώνουν οἱ Μνῆμες καὶ γυροφέρνουν μέσα μας, καθὼς τὰ χρόνια ποὺ πέρασαν
τοὺς χαρίζουν μιὰν ἄλλη διάσταση καὶ ἕνα ἄλλο δέος: μεταφυσικὸ θὰ τὄλεγα.
Μεταφυσικὸ καὶ πάντιμα ἱερό, ἀφοῦ εἰρηνεύουν τὸ εἶναι καὶ τὸ κάνουν πιὸ καθάριο
μὲ τὰ δάκρυα, ποὺ ἔτις κι ἀλλιῶς ἀνεβαίνουν ἀπὸ τὶς πηγὲς τῆς καρδιᾶς: ἐκεῖ
δηλαδὴ ποὺ φυλάσσονται οἱ πολυτιμότερες ἀναμνήσεις.
Κετρικὸ
πρόσωπο τῆς Γιορτῆς ἡ Μάνα καὶ πάλι. Κι ἔνα σπίτι φωτεινὸ μὲσα στὸ Μαγιάτικο τὸ
πρωϊνό, συγυρισμένο μὲ ἁπλότητα καὶ χάρη. Λίγα γλυκά, μικρὰ ποτηράκια μὲ τὸ
ρακί, ὁ δίσκος μὲ τὸ πετσετάκι, τὰ γυάλινα πιατάκια μὲ τὸ λευκὸ τὸ μαντηλάκι
του τὸ καθένα κ’ ἡ εὐωδιὰ μέσα στὸ σπίτι ἀπὸ τὰ γαρύφαλλα, τὴ ματζουράνα, τὰ τριαντάφυλλα
στὸ χλωμὸ ἀνθοδοχεῖο.
Ὅμως
ἐκεῖνο ποὺ δὲ λησμονιέται εἶναι ἡ εὐωδιὲς τοῦ πρωϊνοῦ, λίγο πρὶν ἀρχίζει νὰ ὑψώνεται
ὁ ἥλιος,μὲ τὴ νυχτερινὴ τὴ δροσιὰ νὰ κατακάθεται ὡσὰν ἀνάσα, πάνω στὸ τζάμι. Ἐκείνη
λοιπόν, ἡ ὤρα εἶναι ἡ πιὸ ζωντανὴ μέσα μου, καθὼς ἔφτανε μέσα στὸ μικρὸ χωριὸ μιὰ
παραξενη εὐωδιὰ ἀπὸ τὰ κομμένα καὶ στρωμένα νὰ λιαστοῦν χόρτα, ὅπως βῖκος καὶ
βρώμη, ἀλλὰ κι ἄλλα ἄγρια χόρτα, ποὺ τὰ κόβανε ἐκείνη τὴν ἐποχὴ καὶ τὰ λιάζανε,
γιὰ νὰ τὰ ἑτοιμάσουν ἀργότερα καί, ἀφοῦ τὰ δέσουν σὲ «μπάλες», νὰ τ᾿ ἀποθηκεύσουν
γιὰ τὰ ζῶα τους, ὡς τροφή τους τὸ χειμώνα.
Δὲ
λησμονιέται, λοιπόν, αὐτὴ ἡ πρωϊνὴ εὐωδιὰ ἀπὸ ραντισμένο μὲ δροσιὰ μισοξεραμένο
χορτάρι. Εἶχε ἕνα ἄρωμα περίεργο, ποὺ μένει χρόνια μέσα μου, μαζὶ μὲ τὴν εὐωδιὰ
τῶν ξεροψημμένων ἀμυγδαλῶτῶν, τοῦ ρακιοῦ, ἀλλὰ καὶ λαδιοῦ ποὺ καίγονταν στὰ
καντήλια τῆς ἐκκλησιᾶς καὶ τοῦ θυμίαματος, γιὰ νὰ συταιριαστοῦν μὲ τὴν ἑόρτιο
κολώνια ποὺ προσφέρονταν ἀπὸ τὸ γυάλινο μυροδοχεῖο,γιὰ τὰ χρόνια πολλά.
Μετὰ
ἀπὸ ἑξήντα χρόνια λοιπόν, τώρα ποὺ τὸ σπίτι εἶναι ἄδειο καὶ σιωπηλό, δίχως ἄλλες
εὐωδιές, παρὰ μονάχα μὲ κείνη τὴν ἰδιότυπη μυρουδιὰ τῆς κλεισούρας, καθὼς τὰ
Πρόσωπα ἀπουσιάζουν χρόνια τώρα, τὸ μόνο ποὺ ἀπόμεινε νὰ φυλάσσει ἡ ψυχή, αὐτὲς
τὶς ἑόρτιες ὧρες εἶναι οἱ εὐωδιὲς ἐκεῖνες. Εὐωδιὲς ποὺ θὰ σβήσουν μόλις πάψω νὰ
θυμᾶμαι καὶ μυστικὰ νὰ ξαναζῶ τὰ παιδικὰ ὀνομαστήρια καὶ τόσο φροντισμένα ἀπὸ τὸ
χέρι τῆς Μάνας ποὺ ἀπόστασε πιὰ καὶ πῆγε νὰ ἡσυχάσει...
20-5-2014