Γράφει η ΑΝΘΟΥΛΑ ΔΑΝΙΗΛ
Βλάσσης Τρεχλής
Ανδρέας Κάλβος, Το χαμένο πορτραίτο
Μυθιστόρημα
Εκδ. Κέδρος, 2014
Ο Οδυσσέας Ελύτης στο
δοκίμιό του «Η αληθινή φυσιογνωμία του Ανδρέα Κάλβου», μεταξύ άλλων, γράφει: «Κοίταζα για χιλιοστή φορά τον άνθρωπο έτσι
καθώς μας τον είχανε παραδώσει σχολιαστές και βιογράφοι του… Ένας γέροντας
μικροκαμωμένος και φαλακρός, με μύτη μεγάλη και ρούχα κατάμαυρα στεκότανε
μπροστά μου… Να το, αυτό είναι, τελειωμένο μπροστά μου, το πορτραίτο του
Ζακυνθίου. Μα γιατί … γιατί λοιπόν μα μη μείνω ικανοποιημένος;». Και
συνεχίζει: «Δεν δυσκολεύομαι διόλου να
μακρύνω από το μαυροφορεμένο γεροντάκι, για να δω μπροστά μου έναν νέο ζωηρόν
και αντάρτη, γεμάτο από ελπίδες
συγκεκριμένες και έρωτα για ζωή». Με μια αντίφαση ο νεότερος ποιητής ολοκληρώνει
το «πορτρέτο» του παλαιότερου, κοιτάζοντας συγχρόνως τον βόρειο και νότιο πόλο
των περιγραφών. Και αφήνοντας το μαυροφορεμένο γεροντάκι στο φόντο, ζωντανεύει μπροστά
μας τον νέο ζωηρόν αντάρτη άντρα. Φυσικά ο Ελύτης ολοκληρώνει το πορτρέτο της προσωπικότητας του Κάλβου ανθρώπου, ενώ αίνιγμα άλυτο θα παραμένει πάντα
η εικόνα του· το κενό που υπάρχει στην φιλολογική μας ιστορία, η
εύλογη απορία: πώς ήταν; Διάφοροι προσωπογράφοι θα επιχειρήσουν να το
ανασυστήσουν με τη φαντασία τους. Μια φαντασία που εκκινεί από τις πάμπολλες
πληροφορίες για τον μεγάλο Ζακύνθιο ποιητή, που δε μας άφησε κανένα πορτραίτο.
Αυτό το πορτρέτο γίνεται
αφορμή για το παρόν βιβλίο με τον τίτλο Ανδρέας
Κάλβος, Το χαμένο πορτραίτο, στο οποίο η φαντασία του συγγραφέα Βλάσση
Τρεχλή θα επιχειρήσει να γεμίσει τα κενά της ιστορίας, γοητευτικά «αυθαιρετώντας».
Έβαλα τη μετοχή σε εισαγωγικά γιατί η παρατιθέμενη βιβλιογραφία και οι
σημειώσεις δείχνουν πως ο Τρεχλής ανέτρεξε στα κείμενα και στις μελέτες, σε
όποια πληροφορία μπόρεσε να συλλέξει για τον ποιητή, για να καταφέρει να σκιαγραφήσει
το ελλείπον από το υπερπλεονάζον του
ορμητικού χαρακτήρα του επαναστάτη,
ποιητή. Κι όμως το ελλείπον, το πρόσωπο,
η απουσία και μόνο της εικόνας είναι το μεγάλο κέντρισμά του. Ας τα ξέρουμε όλα
τα άλλα. Αυτό που λείπει είναι πολύ σημαντικό. Σαν να μην υπήρξε ο άνθρωπος που
όμως υπήρξε. Και έγραψε και πολέμησε και αναμείχτηκε σε επαναστατικές
οργανώσεις και ήταν καρμπονάρος και είχε φάκελο στην ασφάλεια, και τον
παρακολουθούσαν παντού, όπου πήγαινε. Τρομοκράτης της εποχής του. Με ποιο πρόσωπο; Πώς ήταν; Πώς μπορούμε να
λέμε τόσα γι αυτόν χωρίς να ξέρουμε κάτι για τη μορφή του. Η μορφή είναι ο
άνθρωπος. Και αυτή η μορφή έχει σώμα, σάρκα και αίμα και οστά, πνεύμα και ψυχή, κίνηση
και ήχο. Εδώ, ο κάθε αρχαίος ή βυζαντινός έχει το εικαστικό του αποτύπωμα,
υπάρχει στη μνήμη μας μέσα από τη μορφή του, ακόμα και φανταστική. Και οι
ανύπαρκτοι θεοί στον Όλυμπο είχαν το πρόσωπό τους. Και ο Ιησούς έχει όσα και οι
απεικονίσεις του. Επομένως, αναζητώντας το χαμένο πορτρέτο φυσιολογικά
αναζητούμε εκείνο το κάτι του ανθρώπου πίσω από τις πράξεις του.
Το βιβλίο του Τρεχλή
είναι μια βιογραφία, βεβαίως, μυθιστορηματικά γραμμένη. Ωραία και πλήρης στο
χώρο και στο χρόνο τοποθετημένη, με όλα τα κοινωνικοπολιτικά προβλήματα της
εποχής, τις καλλιτεχνικές πληροφορίες, τα πρόσωπα, τη δράση.
Ο Κάλβος, λοιπόν,
γεννήθηκε το 1792 στη Ζάκυνθο, τέσσερα χρόνια μετά τον Ούγο Φώσκολο και έξι
πριν από τον Διονύσιο Σολωμό, ομότεχνοι και συμπατριώτες και οι τρεις. Με τον
Ούγο μάλιστα έχει πολλά κοινά, πέραν της κοινής καταγωγής. Ήταν είκοσι χρόνων,
όταν τον συνάντησε και μπήκε στην υπηρεσία του. Γοητεύτηκε από την
προσωπικότητά του, έγινε ο εξ απορρήτων του. Θυελλώδης η σχέση και δραματική η
κατάληξή της. Δύσκολοι άνθρωποι και οι δύο. Αλλά και η ζωή του Κάλβου θυελλώδης
και αυτή. Ανθρώπινες σχέσεις δύσκολες, ερωτικές
άγονες, πολιτικές επικίνδυνες, καυγάδες, διαφωνίες, παραιτήσεις συνθέτουν ένα curriculum vitae γεμάτος εκπλήξεις. Και
σε μια εποχή που τα ταξίδια είναι ακόμα πολύ δύσκολα ο Κάλβος μετακινείται
συνεχώς. Από τη Ζάκυνθο στη Φλωρεντία, από εκεί στην Ελβετία, στη Γαλλία, στην
Αγγλία, πίσω στην Ελλάδα – στην Κέρκυρα, στην Ύδρα, στο Ναύπλιο - και πάλι πέρα,
στην Αγγλία. Πορεία τεθλασμένη, όπως και οι σχέσεις και τα συναισθήματα. Ωστόσο, πλούσια σε
ουσία. Μοτίβο του η Ποίηση και η επανάσταση, κάτι που θα επαναλάβει στα χρόνια
μας ο Γιάννης Ρίτσος με ελαφρά παραλλαγή
«έρωτας και επανάσταση». Ο καρπός του έρωτα για τον Κάλβο δεν ευδοκίμησε, ενώ
για τον Φώσκολο, πάτρωνα, ευεργέτη, δάσκαλο, μέντορά του, όπως και για πολλούς
άλλους μεγάλους ρομαντικούς, απέδωσε πλούσια συγκομιδή.
Ο Κάλβος ήταν ένα νέο
και συνεσταλμένο παιδί όταν τον γνώρισε ο Φώσκολος στη Φλωρεντία το 1812. Το
1816 όμως όταν τον ξανασυνάντησε στη Ζυρίχη, «είχε πάνω του μια ωριμότητα που
υπερέβαινε την ηλικία του, μια ωριμότητα που βρισκόταν έντονα αποτυπωμένη στο
βλέμμα του». Αλλά επειδή και εκεί, όπως και στη Φλωρεντία «μυρίζει μπαρούτι»
και τα πράγματα γίνονται δύσκολα, οι δύο φίλοι, συμπατριώτες, συνεργάτες
φεύγουν για το Λονδίνο. Οι περιγραφές στο κεφάλαιο «Στο Σόχο» θυμίζουν Ντίκενς.
Πέρα από τη φτώχια και τη δυστυχία, «τους ζητιάνους, τις πόρνες, τους
μεθύστακες», ήταν και «Όλες οι αποχρώσεις του γκρίζου … Μα το χειρότερο δεν
ήταν το χρώμα της πόλης. Το χειρότερο απ’ όλα ήταν η καρβουνόσκονη που ταξίδευε
μαζί με την ομίχλη και καθόταν σε κάθε επιφάνεια, είτε αυτή ήταν τα θολά τζάμια
των σπιτιών, είτε τα άρρωστα πνευμόνια των ανθρώπων, είτε το μυαλό τους. Για
κάποιον που ερχόταν από τη μεσογειακή και φωτεινή Ιταλία, ήταν σαν να
επισκεπτόταν την Κόλαση». Και κόλαση έγινε η ζωή και των δύο, λόγω των
οικονομικών δυσκολιών του Φώσκολου, της
επιδείνωσης της υγείας του, του κακότροπου χαρακτήρα του, των υπερβολικών
απαιτήσεων και παράλογων αξιώσεων που είχε από τον Κάλβο και όλα μαζί έγιναν
αιτία να χωρίσουν οριστικά το 1817. Από τότε και έπειτα ο Κάλβος θα ελευθερωθεί
και θα ανοίξει τα φτερά του. Θα περιπλανηθεί στην Ευρώπη, θα επιχειρήσει να φτιάξει και τη ζωή του, αλλά
θα σταθεί κακότυχος· θα παντρευτεί, αλλά θα χάσει τη γυναίκα του και λίγο μετά την
κόρη του. Πολύ αργότερα, το 1853, θα
ξαναπαντρευτεί τη Σαρλότ Ουάνταμς, που
ήρθε στην Κέρκυρα για να διευθύνει ένα
αγγλικό σχολείο για κορίτσια και θα ξαναφύγει μαζί της, για να δουλέψουν μαζί
ως δάσκαλοι στην Αγγλία.
Όμως ήδη από το 1824 έχει εκδώσει στη Γενεύη
την πρώτη του συλλογή με τον τίτλο Λύρα
και το 1826 στο Παρίσι τη δεύτερη, με τίτλο τον Λυρικά. Έκτοτε είναι καθηγητής είτε στην Ιόνιο Ακαδημία είτε στην
Αγγλία, όπου, όπως και ο Φώσκολος, τηλόθι Ελλάδος, μακράν εις ξένην γην εύρε
τον τάφον, το 1869 σε ηλικία εβδομήντα εφτά ετών. Εν τω μεταξύ έχει πεθάνει και
ο Φώσκολος, στις 10 Σεπτεμβρίου του 1827, σε ηλικία σαράντα εννέα ετών. Το 1870
ο Δε Βιάζης εκδίδει τα ποιήματα του Κάλβου μαζί με την βιογραφία του, πράγμα
που είχε επιχειρηθεί και το 1864 αλλά
είχε εμποδιστεί από τον Πολυλά. Το 1888 πεθαίνει και η Σάρλοτ και το 1889 ο
Παλαμάς στον Παρνασσό μιλά για την ποίηση του στο αθηναϊκό κοινό. Είναι μία
συναρπαστική ζωή, γεμάτη περιπέτειες, πολλές πολύ δυσάρεστες αλλά από εκείνες
που ωριμάζουν τον άνθρωπο και χαλυβδώνουν τον χαρακτήρα. Και η αφήγηση αφού κάνει
τον κύκλο της θα ενώσει το κεφάλι με την ουρά και θα τελειώσει με το κεφάλαιο
που άρχισε, το πορτρέτο που θα φιλοτεχνήσει ο κ. Χάουαρντ με την απρόσμενη έκπληξη: Το πορτρέτο χάνεται
μυστηριωδώς την ημέρα του θανάτου του Κάλβου.
Στις 3 Νοεμβρίου 1869, με παρόντα τον πρέσβη Πέτρο Βράιλα-Αρμένη και μερικούς ακόμα ανθρώπους της πρεσβείας η υγρή γη του Λάουθ δίνει
τάφο στο σώμα του ποιητή. Η επιθυμία του,
να μη του δώσει η μοίρα του «εις ξένην γην
τον τάφον» διότι «είναι γλυκύς
ο θάνατος/μόνον όταν κοιμώμεθα εις την
πατρίδα» δεν εισακούστηκε, αλλά και δεν ξεχάστηκε. Το 1960,
ένα άλλος πρέσβης και ποιητής, ο Γιώργος
Σεφέρης, παραστάθηκε στη μεταφορά των οστών του, καθώς και της συζύγου, στην Ζάκυνθο,
όπου αναπαύεται πλάι στον άλλο μεγάλο του νησιού, τον εθνικό ποιητή Διονύσιο
Σολωμό, που δεν συνάντησε ποτέ στη ζωή του. Αλλά και ο τρίτος μεγάλος που, στο
πρώτο μέρος του βιβλίου, είναι δραστικά πανταχού παρών, ο Ούγος Φώσκολος,
αναπαύεται στη Σάντα Κρότσε, πλάι σε άλλους επιφανείς, όπως ο Δάντης, με τον
τίτλο του εθνικού ποιητή της Ιταλίας. Ωστόσο
και η Βουλή των Ελλήνων, στις 9 Ιουλίου του 2011 τον αναγόρευσε επίσης εθνικό
ποιητή.
Ο συγγραφέας του βιβλίου δεν κρύβει την αγάπη του για τον Κάλβο, ούτε και τις ιδιορρυθμίες του χαρακτήρα του, που είναι ομολογημένο ότι είχε, ίσως και να ωραιοποιεί καταστάσεις, συγχωρητέον, γράφει σαν αφηγητής-θεός, τα ξέρει όλα, ακόμα και τις μύχιες σκέψεις των ηρώων του, στήνει ωραία τα σκηνικά του, ζωντανεύει με τους διαλόγους του την εποχή, περιγράφει εσωτερικά σπιτιών, ρούχα αρχόντων, ράφια με βιβλία, χαρτιά και μελάνια, αναπλάθει και συμπληρώνει τα κενά, σαν να μην υπήρξαν ποτέ. Θα έλεγα πως αυτή η βιογραφία έχει όλα τα απαιτούμενα συστατικά για να γίνει και μια καλή κινηματογραφική ταινία.
Ο συγγραφέας του βιβλίου δεν κρύβει την αγάπη του για τον Κάλβο, ούτε και τις ιδιορρυθμίες του χαρακτήρα του, που είναι ομολογημένο ότι είχε, ίσως και να ωραιοποιεί καταστάσεις, συγχωρητέον, γράφει σαν αφηγητής-θεός, τα ξέρει όλα, ακόμα και τις μύχιες σκέψεις των ηρώων του, στήνει ωραία τα σκηνικά του, ζωντανεύει με τους διαλόγους του την εποχή, περιγράφει εσωτερικά σπιτιών, ρούχα αρχόντων, ράφια με βιβλία, χαρτιά και μελάνια, αναπλάθει και συμπληρώνει τα κενά, σαν να μην υπήρξαν ποτέ. Θα έλεγα πως αυτή η βιογραφία έχει όλα τα απαιτούμενα συστατικά για να γίνει και μια καλή κινηματογραφική ταινία.