Ἀκόμα
θαρρεῖς πὼς περνᾶς τὸ Ρέμα μὲ τὸ
ἀέναο ποταμάκι νὰ κελαρύζει κατὰ τὴ
θάλασσα, ἀφήνοντας μιὰν
ἄχνα ἀπὸ μυρωδιὰ σαπισμένου χόρτου
καὶ βρεγμένου χώματος. Οἱ στερνὲς
λιαχτίδες ζωγραφίζουν πάνω στοὺς
τοίχους τῶν λίγων σπιτιῶν χλωμές,
παράξενες εἰκόνες, ἐνῶ τὰ κοτσύφια
καὶ τὰ ἄλλα πουλιὰ ἀφήνουν τοὺς
τελευταίους κουρασμένους τους
κελαϊδισμούς, λίγο πρὶν κατηφορήσει ἡ
Νύχτα.
Καθὼς
ἀνεβαίνεις τὸ παλιὸ πέτρινο τὸ
καλντερίμι,
γιὰ νά φτάσεις
στὴν ἐκκλησιά, σὲ συντροφεύουν οἱ
παπαροῦνες, οἱ μαργαρίτες, οἱ ἀνθισμένες
κουτσικιές, ποὺ φυτώνουν στὶς ἀπὸ δῶ
κι ἀπὸ κεῖ τοῦ δρόμου πλαγιές. Μιὰ
ἀόρατη εὐωδία, ἀνοιξιάτικη εὐωδια,
ποτίζει
τὸ εἶναι σου, ποὺ τὴ συνοδεύει ἀπαραίτητα
τό
ἄρωμα τῶν ἀνθισμένων τριαντάφυλλων.
Ἡ
μεγάλη
καμπάνα ποὺ ἠχεῖ ἥρεμα καὶ σταθερὰ
σὲ βρίσκει σιμὰ στὸ ναό, ποὺ εἶναι
ντυμένος μὲ τὸ εὐκατάνυκτο ἡμίφως,
τὸ ὁποῖο σκορποῦν τὰ ἀναμμένα
λαδοκάντηλα καὶ τὰ λιγοστὰ κεριά.
Εἰσοδεύοντας παρατηρᾶς τὶς σκιὲς τῶν
λίγων πιστῶν νὰ στεκουν μπροστὰ στὰ
παλαιὰ στασίδια περιμένοντας νὰ βάλει
τὸ εὐλογητὸς ὁ παπᾶς ποὺ βρίσκεται
μέσα στὸ ἱερὸ καὶ προετοιμάζεται.
Ἥσυχες στιγμές, σιωπηλές, ἀκίνητες λὲς
μέσα στὸ χρόνο. Λυτρωτικὲς στιγμὲς
ποὺ ἐγγράφονται στὴν ψυχὴ μέ βιωματικὸ
τρόπο κορυφαῖο καὶ πάντα θαλερό,
ἀλησμόνητο. Ὅπως ἀλησμόνητες ἦταν
ἐκεῖνες οἱ Ἀκολουθίες τῶν Χαιρετισμῶν,
οἱ ντυμένες μὲ τὰ χρώματα τῆς Ἄνοιξης,
ἀλλὰ καὶ τῆς Σαρακοστῆς. Ἀκολουθίες
χωνεμένες στὸ πολύτιμο ἀρχεῖο τῆς
ψυχῆς, ὡσὰν θησαυρός
ἀτίμητος. Κι εἶναι ὄντως ἀτίμητος ὁ
θησαυρός
αὐτός, γιατὶ δίνει τὴ δυνατότητα
σήμερα, ὕστερ᾿
ἀπὸ ἑξήντα χρόνια, νὰ προσπαθεῖ ὁ
ὑπογραφόμενος
νὰ περπατάει πάνω στὰ ἴδια ἐκεῖνα
βήματα. Βήματα ἁπλότητας, γνησιότητας
καὶ οὐράνιας ἐπίσκεψης.
Καθὼς
μακραίνεις, λοιπόν, ἀπὸ κεῖνες τὶς
θεῖες στιγμὲς καὶ εὐλαβικὲς ἱ.
Ἀκολουθίες, ἀφοῦ τὰ χρόνια ὅλο καὶ
περισσότερη στάχτη ἀδειάζουν πάνω
τους, πασχίζεις νὰ τὴν παραμερίζεις
καὶ νὰ ξαναζεῖς ὅ, τι σοῦ χάρισε ὁ
Θεὸς στοὺς καιροὺς τῆς νεότητας.
π.
κ. ν. κ.