[Εισήγηση κατά την 17η Διακοινοβουλευτική Συνέλευση Ορθοδοξίας, στο Ερεβάν της Αρμενίας, από 29 Ιουνίου έως 2 Ιουλίου 2010]
Θα προσπαθήσω κατ’ αρχήν να δώσω κάποια στοιχεία, προσδιοριστικά των δύο εννοιών.
Το κράτος είναι ο πολυδαίδαλος μηχανισμός της κοινωνικής εξουσίας και αυτή βρίσκεται στα χέρια του πολιτικού κατεστημένου. Μέσω της πολιτικής λειτουργίας του εκλέγειν και εκλέγεσθαι , συγκροτούμαστε σε πολιτικό σώμα και γινόμαστε πολίτες. Η πολιτική λειτουργία επί πλέον, διασφαλίζει ότι οι αντιθέσεις συμφερόντων, ανάμεσα σε τάξεις ομάδας και άτομα , θα υπόκεινται σε θεσμική ρύθμιση.
Στο δημοκρατικό πολίτευμα στο οποίο λειτουργεί η αρχή της πλειοψηφίας , ο πολιτικός εκπροσωπεί τον λαό και κατέχει την εξουσία, αποκλειστικά και μόνο για να υπηρετεί τα συμφέροντά του.
Τα κρατικά συμφέροντα θεωρούνται ότι ταυτίζονται με αυτά των υπηκόων τους.
Στην συνθήκη της Βεσφαλίας το 1648, τέθηκε το δόγμα των σχέσεων του εθνικού κράτους και της θρησκείας με την παραδοχή, «Cuius region, eius religiο» τουτέστιν « Όποιου η Βασιλεία, εκείνου και η θρησκεία».
Η έννοια του κράτους δεν είναι βέβαια μία από αυτές που έχουν την καταγωγή τους στην αρχαιότητα και είναι σχετικά νεώτερη από άλλες που έχουν σχέση με το φαινόμενο της πολιτικής συσσωμάτωσης των πολιτών. Το Κράτος, δεν είναι το πολίτευμα αλλά το πλαίσιο μέσα στο ποίο αυτό πρακτικά ασκείται.
Η έννοια του κράτους είναι συνυφασμένη μ’ εκείνην της δύναμης, της εξουσίας ,της κυριαρχίας, και επομένως της επιβολής , του πειθαναγκασμού και αυτής ακόμη της βίας.
Όσον αφορά την Εκκλησία για πρώτη φορά ο όρος εμφανίζεται στην Ιερουσαλήμ αμέσως μετά την ανάσταση του Κυρίου. Ενώ στην Καιν ή Διαθήκη απαντάται 114 φορές, πράγμα που φανερώνει την ιδιαίτερη σημασία για τα καινούργια δεδομένα της ανθρωπότητας μετά τον Χριστό.
Ο καθ. Νίκος Ζαχαρόπουλος σε ανάλογο κείμενό του εύστοχα επισημαίνει: « …ο απ. Παύλος στο βιβλίο των Πράξεων των Αποστόλων παρουσιάζεται να μιλάει ¨εν μέσω των αδελφών¨, πράγμα που σημαίνει πως αυτό που σχηματίστηκε τότε εκεί ήταν μια ¨αδελφότητα¨, μια οικογένεια πιστών που δεν μπορεί να ταυτίζεται με οποιαδήποτε άλλη ανομοιογενή συγκέντρωση ατόμων στον ίδιο χώρο , και φυσικά δεν μπορεί να έχει σχέση με οποιονδήποτε θεσμό. Το σύνολο αυτό των πιστών έχει μια ιδιάζουσα οργανική και λειτουργική ενότητα , έξω από σχήματα και ιεραρχική δομή. Γι αυτό και ο καθένας ανάλογα με το χάρισμά που παρουσιάζει λειτουργώντας στην κοινότητα αυτή, παίρνει ένα δικό του χαρακτηριστικό γνώρισμα, δάσκαλος, διάκονος, προφήτης, επίσκοπος κ. ά. Που δεν παρέχουν ιεραρχικά δικαιώματα, αλλά απαρτίζουν χαρακτηριστικά της μιας και μοναδικής διακονίας της αδελφότητας...».
Επί πλέον αξίζει να αναφέρουμε πως οι πολυγραφότατοι Πατέρες της Εκκλησίας , δεν αισθάνθηκαν την ανάγκη να ορίσουν την έννοια της Εκκλησίας, μια και η παρουσία της ήταν απλή και εμφανής στην ζωή των πιστών . Γι' αυτό άλλωστε ο Παύλος Ευδοκίμωφ επισημαίνει ότι η Εκκλησία έζησε επί δέκα πέντε αιώνες χωρίς ναι αισθανθεί την ανάγκη να ορίσει την φύση της. Με την διάρκεια όμως των αιώνων λόγω των ερίδων και των επεμβάσεων της κρατικής εξουσίας , της εκκοσμίκευσης στον χώρο της Εκκλησίας, τα πράγματα άλλαξαν και οι θεσμοί, οι τόσο όντως συνυφασμένοι με την ζωή των ανθρώπων, έκανα έντονα την εμφάνισή τους στον χώρο της Εκκλησίας. Έτσι τα πράγματα στένεψαν και ενώ η αναφορά της Εκκλησίας ήταν και είναι η αρχή της δημιουργίας του κόσμου, και περιλαμβάνει ορατό και αόρατο κόσμο και διαχέεται δυνάμει σε όλη την ανθρωπότητα και το σύμπαν, άρχισε να εμφανίζει εκπροσώπους, ηγουμένους, επισκόπους, εξουσιαστές, τοπικά όρια, δικαιοδοσίες, αυθεντικότητα στηριγμένη σε πρόσωπα και εποχές, χάνοντας έτσι μεγάλο μέρος της πνευματικότητας της, της παγκοσμιότητας και της οικουμενικότητάς της.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι σύναξη γύρω από τον επίσκοπο. Όμως αυτός εκπροσωπεί τον ιδρυτή της εκκλησίας και όχι τον λαό , που συνάζεται γύρω του. Αυτή άλλωστε η ερμηνεία δίδεται για το ότι ο επίσκοπος δεν εκλέγεται από τον λαό αλλά από τους παλαιότερους επισκόπους.
«…Η Χριστιανική Εκκλησία υπήρχε πριν από τον Κωνσταντίνο και συνεχίζει να υπάρχει και μετά τον Λένιν…» (1)
Αυτή η φράση του π. Ι.Μέγεντορφ, κατορθώνει να καταγράψει κατά τρόπο λυτό, απέριττο, τον σφυγμό της Εκκλησιαστής συνείδησης πάνω στο θέμα των σχέσεων κράτους και εκκλησίας.
Προφανώς μια τέτοια φράση, και ιδιαίτερα το δίπολο που σχηματίζουν οι προθέσεις «πριν» και «μετά» δεν παραπέμπουν πουθενά αλλού παρά μόνο στους κόπους της εκκλησιάς να παραμείνει αληθινή, στα εύκολα και τα δύσκολα σε νηνεμίες και σε μπουρίνια πάντα όμως μέσα στο ταξίδι που ξεκίνησε από την γέννηση του Χριστού.
Ενδιαφέρον στο σημείο αυτό παρουσιάζει η άποψη του Χρ. Γιανναρά ο οποίος αναφερόμενος στις σχέσεις Κράτους- Εκκλησίας, υποστηρίζει ότι το κράτος «…δέχεται την πίστη σαν ατομική πεποίθηση, που επικυρώνεται έμπρακτα από την ατομική ηθική συνέπεια… Η πίστη- εμπιστοσύνη στην εκκλησιαστική κοινωνία των σχέσεων, αλλοτριώνεται σε ιδεολογία με θεσμικές θωρακίσεις αυτοάμυνας…. Όσοι έχουν κοινές ¨πεποιθήσεις¨ αυτοϊκανοπούνται συλλογικά ως παράταξη και κάθε ιδεολογική παράταξη, αυτό-οριοθετείται πάντοτε σε αντίθεση προς παρατάξεις διαφορετικών ¨πεποιθήσεων ¨ και ¨ αρχών¨ ….Οι σχέσεις κοινωνίας της ζωής που συγκροτούν το εκκλησιαστικό σώμα, υποκαθίστανται από την προτεραιότητα της τυπικής ορθότητας των ατομικών πεποιθήσεων και της πιστότητας στις κανονιστικές αρχές συμπεριφοράς, που επιβάλλουν αυτές οι πεποιθήσεις..». (2)
Όμως, επισημάνει. «…η Εκκλησία έχει ¨Πατέρες¨ που ¨γενούν ¨και χειραγωγούν τον άνθρωπο, στον τρόπο της αθανασίας, ενώ η παράταξη έχει ¨ηγέτες¨ που δίνουν στο πλήθος ιδεολογική γραμμή και μπαίνουν μπροστάρηδες στις συγκρούσεις της παράταξης με άλλες παρατάξεις…». (3)
Η κυρίαρχη θεολογική άποψη γύρω από το ζήτημα της διπλής ταυτότητας του χριστιανού, εκφράζεται επιγραμματικά από το παρακάτω κείμενο γνωστού έλληνα θεολόγου:
«… Από θεολογική άποψη η απαίτηση μιας διπλής υπηκοότητας του πιστού είναι απόλυτα αιρετική και αξιοθρήνητη. Όχι μόνο γιατί ο άνθρωπος δεν μπορεί να διασπασθεί στο εσώτατο εγώ του, σε θρησκευτικό και κοινωνικό όν, όχι μόνο γιατί μια τέτοια στάση υποτιμάς τον κόσμο και τα καθημερινά προβλήματα της δημόσιας ζωής, αλλά κυρίως γιατί αφαιρεί από τον πιστό τον ζωτικό χώρο της ζωής και την πραγματική καταξίωση της χριστιανικής του υπάρξεως… Βέβαια η Ορθόδοξη Εκκλησία σύμφωνη με το φρόνημά της, δεν υπέκυψε στον πειρασμό, όπως οι δυτικές Εκκλησίες, να υποδεικνύει καιρικές πολιτικές λύσεις και να κατευθύνει την πολιτική συνείδηση των πιστών σε μια ορισμένη κατεύθυνση.
Ούτε επίσης δέχθηκε να καθορίζει δογματικά σε κάθε περίσταση στους πιστούς το κοινωνικά και πολιτικά πρακτέο…. Η στάση του πιστού ειδικά απέναντι στην πολιτική πρέπει να είναι στάση νίψης και μαρτυρίας…».(4)
Το τελευταίο διάστημα ζούμε με πρωτοφανή βιαιότητα την επιστροφή του θρησκευτικού φαινομένου στις σύγχρονες κοινωνίες. Μία επιφανειακή προσέγγιση των γεγονότων θεωρεί ότι η θρησκευτική πίστη είναι αυτή που εμπνέει και καθοδηγεί τη «σύγκρουση» των δύο πολιτισμών, χριστιανικού και ισλαμικού, αν και κανένας δεν αποδέχεται πια σοβαρά την θεωρία του Σάμουελ Χάντιγκτον. Η θρησκεία, ενώ φαινόταν ότι είχε απωθηθεί στο περιθώριο της κοινωνικής και της πολιτικής ζωής, επανέρχεται με ενάργεια στο προσκήνιο. Η αναζωπύρωση της θρησκευτικής πίστης είναι πια προφανής. Ζούμε την κορύφωση κάποιων γεγονότων που συνδέονται με την επανεμφάνιση του θρησκευτικού φαινομένου όπως διαπιστώνεται κατά την δεκαετία του ΄80, γεγονός που χαρακτηρίζεται από τη δημοσιογραφική γλώσσα ως επιστροφή του Θεού.
Αν θελήσουμε να προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε το πρόβλημα της αναζωπύρωσης της θρησκευτικής πίστης, τότε θα διαπιστώσουμε ότι αυτή συνδέεται με το φαινόμενο της εκ νέου εισβολής της θρησκευτικής σφαίρας στο χώρο του δημοσίου και πολιτικού βίου των σύγχρονων κοινωνιών. Η θρησκευτική πίστη ως προσωπική αναζήτηση και δημιουργία σχέσης με το Υπέρτατο Ον έχει συλλογικές και κοινωνικές διαστάσεις. Παίρνει διάφορες μορφές, εντάσσεται σε κοινωνικούς κανόνες, επιτελεί συγκεκριμένες λειτουργίες, ικανοποιεί συγκεκριμένες ανάγκες είτε ατομικές είτε συλλογικές Αν επομένως η αναζωπύρωση της θρησκευτικής πίστης είναι ένα φαινόμενο που παρατηρείται στην εποχή μας, θα πρέπει να αναρωτηθούμε που οφείλεται, ποιες μορφές παίρνει η επανεμφάνιση του, ποιους σκοπούς εξυπηρετεί ή ποιες λειτουργίες επιτελεί η επαναδραστηριοποίηση του.
Στην μελέτη του «Η επινόηση του πολιτικού» ο Γερμανός κοινωνιολόγος Ούλριχ Μπεκ διακρίνει ανάμεσα σε μια πρώτη και σε μία δεύτερη εποχή νεωτερικότητας. Η πρώτη νεωτερικότητα έρχεται σε σύγκρουση με την παράδοση και επικεντρώνεται στο Έθνος-Κράτος που μετατρέπεται σε Κράτος-Πρόνοια μετά τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο. Στην περίοδο αυτή κυριαρχεί η πίστη στην πρόοδο και τον εκσυγχρονισμό. Θριαμβεύει η τεχνολογία και δημιουργεί αισιοδοξία στον άνθρωπο είτε μέσω της κατανάλωσης στον καπιταλιστικό κόσμο, είτε μέσω της σοσιαλιστικής ουτοπίας στον υπαρκτό σοσιαλισμό.
Μετά το τέλος του Β΄ παγκόσμιου πολέμου ιδιαίτερα, ο τομέας της πολιτικής δείχνει πως έχει πια αποφασιστικά κερδίσει την αυτονομία του απέναντι στην θρησκεία. Το σύμπαν γίνεται αντιληπτό ως δομικά διαιρεμένο σε υλικό ή επίγειο από το ένα μέρος και σε πνευματικό ή ουράνιο από το άλλο μέρος. Η κοσμική σφαίρα διακρίνεται από την θρησκευτική και ταυτόχρονα παρατηρείται μια αυξανόμενη αυτονομία της κοσμικής σφαίρας. Στο τέλος της διαδρομής εμφανίζεται μια κοινωνία χωρίς την ανάγκη θρησκείας. Αυτό δε σημαίνει πάντα εξαφάνιση της θρησκείας αλλά περιορισμό της στον χώρο του ιδιωτικού. Η Εκκλησιά βλέπει τον ρόλο της να περιορίζεται στον ατομικό και οικογενειακό τομέα. Όλες οι ενδείξεις συνηγορούν στο ότι ο τομέας αυτός δεν πρόκειται πλέον να αποτελέσει έμπνευση για τις κοινωνικές δομές παρά με τρόπο έμμεσο, όπως αρμόζει σε ένα απομεινάρι του παρελθόντος. Έτσι η θρησκευτική πίστη γίνεται ιδιωτική υπόθεση και καλύπτει εξατομικευμένες ανάγκες, όσο βέβαια τις καλύπτει. Και αυτό ακόμη το τελευταίο τίθεται υπό αμφισβήτηση καθώς εκείνο που χαρακτηρίζει την εποχή της νεωτερικότητας είναι η κυριαρχία του Λόγου.
Αυτό το φαινόμενο της διάκρισης της κοσμικής από την θρησκευτική σφαίρα ερμηνεύεται σύμφωνα με το πολυσυζητημένο όρο της εκκοσμίκευσης. Η εκκοσμίκευση αποτέλεσε αντικείμενο ευρύτατων συζητήσεων ιδιαίτερα κατά την δεκαετία του ΄60. Οι κοινωνιολόγοι μιλούν για «απομάγευση του κόσμου» σύμφωνα με την γνωστή έκφραση του Max Weber και οι φιλόσοφοι για το «θάνατο του Θεού». Μια άποψη που αν και αρκετά απλοποιημένη επικρατούσε την εποχή εκείνη. Στο τέλος όμως του 20ού αιώνα, στις δεκαετίες του ΄80 και ΄90 η θρησκευτική πίστη παύει να αποτελεί ιδιωτική υπόθεση. Διεκδικεί πάλι ρόλο στα δημόσια πράγματα. Φαίνεται ότι καλύπτει αυξημένες πνευματικές ανάγκες σε προσωπικό επίπεδο, διαμορφώνει όμως και εθνικές ή πολιτικές ταυτότητες, παίζει πολιτικό ρόλο σε ακραίες περιπτώσεις. Με άλλα λόγια παίζει πάλι τον ρόλο συνεκτικού δεσμού της κοινωνίας σε τοπικό ή εθνικό επίπεδο. Αυτό το φαινόμενο δεν είναι άσχετο με τις συνέπειες της νεωτερικότητας που ορίζεται από το τους κοινωνιολόγους ως μετανεωτερικότητα ή δεύτερη νεωτερικότητα ή «αντανακλαστική» ή ακόμη και ριζοσπαστικοποιημένη νεωτερικότητα.
Η μετανεωτερικότητα δεν εμφανίζεται ως συνέχεια της νεωτερικότητας, αλλά ως ρήξη με αυτήν, ως κάτι εντελώς καινούριο, μια νέα εποχή. Αν η νεωτερικότητα ταυτίζεται με την εμφάνιση και την κυριαρχία των εθνικών κρατών ή συγκεκριμένων ιδεών, αντίθετα η μετανεωτερικότητα συνδέεται με την κυριαρχία των γενικευμένων, υπερεθνικών και παγκοσμιοποιημένων δομών, μέσω της υπέρβασης του εθνικού κράτους. Έτσι η μετανεωτεριστικότητα γίνεται αντιληπτή ως μια εποχή κατά την οποία οι νεωτεριστικές κοινωνίες έρχονται αντιμέτωπες με τις αυτονομημένες, αθέλητες, αθέατες και δευτερογενείς συνέπειες του εκσυγχρονισμού και υποχρεώνονται έτσι να επανεξετάσουν σε βάθος τα θεμέλια, τα όρια και τις αντινομίες του ίδιου τους του μοντέλου.
Το κύριο όχημα μετάβασης από την πρώτη στην δεύτερη νεωτερικότητα ή μετανεωτερικότητα είναι, η συγκλίνουσα διαδικασία εξατομίκευσης και παγκοσμιοποίησης που αποδιαρθρώνει ατομικές και συλλογικές ταυτότητες και δημιουργεί διακινδύνευση και ανασφάλειες.
Η παγκοσμιοποίηση νοείται ως ένα οικονομικό κυρίως φαινόμενο που χαρακτηρίζεται από την εμφάνιση και την επικράτηση της παγκόσμιας οικονομίας. Αποτελεί την κυρίαρχη τάση σήμερα και οδηγεί στην σταδιακή διεθνοποίηση των επικοινωνιακών, οικονομικών, πολιτικών και πολιτιστικών διαδικασιών. Η ενοποίηση του κόσμου με την διεθνοποίηση της επικοινωνίας και της οικονομίας δημιουργεί τον κίνδυνο πολιτιστικής ομοιογενοποίησης και ομοιομορφίας. Υπομονεύονται στοιχεία που υπήρξαν παραδοσιακοί συντελεστές διαμόρφωσης σταθερών ταυτοτήτων και κοινωνικών ομάδων στο παρελθόν. Στη μετανεωτερικότητα «σπάει» η συνοχή των ομάδων και όλοι μεταμορφώνονται σε ανένταχτα και ξεχωριστά άτομα. Δεν υπάρχουν σαφή σύνορα ή ασφαλείς και μοναδικές ταυτότητες. Η μετακίνηση πληθυσμών, κυρίως λόγω της οικονομικής μετανάστευσης, υποσκάπτει κάθε είδος κοινής ταυτότητας και συγκεκριμένης συμπεριφοράς. Η μετανεωτερικότητα κινδυνεύει να δημιουργήσει άτομα χωρίς ιστορικό παρελθόν και μια υποβαθμισμένη πολιτική ζωή. Αυτό συμβαίνει κυρίως στα μητροπολιτικά κέντρα του καπιταλισμού. Ο απόηχος όμως της παγκοσμιοποίησης βιώνεται από την περιφέρεια, ως κίνδυνος εκδυτικισμού και αφομοίωσης της πολιτιστικής ιδιαιτερότητας από τον δυνατό τρόπο ζωής.
Επομένως η πορεία μετάβασης προς την παγκοσμιοποίηση και κατ΄επέκταση προς τη μετανεωτερικότητα δεν είναι ομαλή. «Η απειλή του κοινωνικού χάους» οδηγεί στην αναζήτηση μιας θρησκευτικής ταυτότητας, στην επανεύρεση κάποιων ηθικών και κοινωνικών αξιών μέσω της θρησκευτικής πίστης. Η αναζωπύρωση της θρησκευτικής πίστης καλύπτει την ανασφάλεια που δημιουργεί στον άνθρωπο η παγκοσμιοποίηση, την ανάγκη του να ανήκει κάπου, να έχει μια ταυτότητα. Η αναζήτηση και η διατήρηση αυτής της ταυτότητας είναι συχνά επώδυνη και συνδέεται με την βία. Η περίπτωση του φονταμενταλισμού ανταποκρίνεται σ’αυτή την ανάγκη των ατόμων να ανήκουν σε συμπαγείς κοινότητες με ενοποιημένη συνείδηση.
Προϋπόθεση για μια συζήτηση για τις σχέσεις Εκκλησίας και Κράτους, είναι να συνυπάρξουν οι ακριβώς αντίθετες συνθήκες: Να τεθούν τα ζητήματα και να συζητηθούν με νηφαλιότητα σε ένα κλίμα γόνιμου διαλόγου, και να οδηγηθούν όπου είναι αναγκαίο με νομοθετικές παρεμβάσεις σε λύσεις, οι οποίες θα είναι οριστικές αλλά και αποδεκτές από την κοινωνία. Θεμελιώδης προϋπόθεση ενός τέτοιου διαλόγου θα είναι να συμφωνηθεί που συμπίπτουν και που διαφέρουν Πολιτεία και Εκκλησία. Ας σημειωθεί με πάσα ειλικρίνεια ότι:
Κοινό χαρακτηριστικό των δύο πόλων του ζεύγματος Εκκλησία και Κράτος είναι η τελικά η εξουσία και κοινό πεδίο διεκδίκησης ο δημόσιος χώρος Από τη στιγμή που ανετράπη η ενότητα εκκλησιαστικής και κρατικής εξουσίας, η αποσύνδεση του κράτους από την εκκλησία σε επίπεδο συνταγματικών προβλέψεων αλλά και στο επίπεδο της εφαρμογής τους στην πράξη δεν υπήρξε ούτε απλή, ούτε αναίμακτη. Οι λόγοι είναι αρκετοί.
Πρώτος λόγος είναι η εξ ορισμού διαφορετικότητα μεταξύ των δύο. Το κράτος στηρίζεται στη λαϊκή κυριαρχία από την οποία απορρέει η σχετικότητα της αλήθειας, ενώ οι θρησκείες στηρίζονται στην αλήθεια της θείας αποκάλυψης. Παρατηρείται, συνεπώς, αφ' ενός η υιοθέτηση διαφορετικών αξιών από τμήματα της κοινωνίας με τη στήριξη του κράτους, αφ' ετέρου εκδηλώσεις μη σεβασμού της διαφορετικής άποψης με τη στήριξη της εκκλησιαστικής πλευράς. Κλασικά παραδείγματα τέτοιων συγκρούσεων είναι η θεολογική ερμηνεία της εξέλιξης του κόσμου και του ανθρώπινου γένους, και το ζήτημα της άμβλωσης.
Δεύτερος λόγος είναι η διαφορά του σκοπού στη δράση των δύο. Κάθε θρησκεία στοχεύει στη διατήρηση και αύξηση των πιστών της και στην προστασία των δογμάτων της, ενώ το σύγχρονο κράτος έχει σκοπό να διασφαλίζει την ανεμπόδιστη άσκηση της θρησκευτικής ελευθερίας και της ελευθερίας συνείδησης των πολιτών του σε συνδυασμό με την ανοχή, που υπαγορεύεται και από τις νέες δομές των πολυ-πολιτισμικών ευρωπαϊκών κοινωνιών.
Το 1802, ο Thomas Jefferson, πρόεδρος τότε των Η.Π.Α., έγραφε σε μια επιστολή του στην Ένωση Βαπτιστών του Danbury:
«…Πιστεύοντας, όπως κι εσείς, ότι η θρησκεία είναι ένα ζήτημα που αφορά αποκλειστικά τον κάθε άνθρωπο και το Θεό του, ότι δε χρωστάει λογαριασμό σε κανέναν άλλο για την πίστη ή τη λατρεία του, ότι οι νομοθετικές εξουσίες της κυβέρνησης μπορούν να αφορούν πράξεις μόνο, και όχι απόψεις, σέβομαι απόλυτα την πράξη ολόκληρου του Αμερικανικού λαού που όρισε ότι οι νομοθέτες του δε θα φτιάξουν κανένα νόμο που θα στηρίζει την εγκαθίδρυση κάποιας θρησκείας, ή θα απαγορεύει την ελεύθερη άσκησή της, χτίζοντας έτσι ένα τείχος διαχωρισμού ανάμεσα σε εκκλησία και κράτος…». Με την φράση του αυτή εδραίωσε την έννοια του «χωρισμού εκκλησίας και κράτους» και έδωσε την πρώτη ερμηνεία του Άρθρου Ι της χάρτας των δικαιωμάτων που συνόδευε το Αμερικάνικο Σύνταγμα. Η συζήτηση που ξεκίνησε τότε, οδήγησε σήμερα στο ονομαζόμενο Lemmon Test (1971) που καθορίζει τα συνταγματικά όρια του νομοθέτη. Ένας νόμος, για να είναι συνταγματικός πρέπει: α) να έχει κοσμικούς σκοπούς, β) να είναι ουδέτερος απέναντι στη θρησκεία, ούτε να την παρεμποδίζει ούτε να την προωθεί, και γ) να μην οδηγεί σε υπερβολική εμπλοκή (excessive entanglement) πολιτείας και θρησκείας.
Τόσο η Πολιτεία όσο και η Εκκλησία έχουν πρωτογενή κανονιστική εξουσία στην επιδίωξη του σκοπού τους. Διαφέρουν όμως ουσιωδώς αφενός ως προς την φύση της εξουσίας αυτής και αφετέρου ως προς την έκτασή της. Η Πολιτεία δεσμεύει με τις κανονιστικές πράξεις της όλα τα υποκείμενα δικαίου που βρίσκονται μέσα στα εδαφικά της όρια. Η Εκκλησία με τους κανόνες της και τις κανονιστικές αποφάσεις της, δεσμεύει μόνο τα μέλη της, τους πιστούς της. Επομένως το στοιχείο της καθολικότητας υπάρχει μόνο στην πλευρά της Πολιτείας και αυτό είναι η ειδοποιός διαφορά μεταξύ της κανονιστικής εξουσίας της Πολιτείας και εκείνης της Εκκλησίας.
Συνέπεια αυτής της θεμελιώδους διαφοράς είναι ότι η Εκκλησία κατά την εγκόσμια και ορατή της πλευρά, ως κοινωνικό μόρφωμα υπόκειται στην Πολιτεία. Θέσεις οι οποίες διακηρύσσουν πως κάθε νομοθετική πρωτοβουλία που αφορά την Εκκλησία είναι αντισυνταγματική, εφόσον δεν συμφωνεί με τους κανόνες της Εκκλησίας, είναι νομικά αβάσιμες και επικίνδυνες, επειδή ακριβώς θέτουν σε αμφισβήτηση το στοιχείο της καθολικότητας στην κανονιστική αρμοδιότητα της Πολιτείας και των δημοκρατικώς νομιμοποιημένων οργάνων της.
Επι πλέον προκύπτει ένα καίριο ερώτημα. Τι σημαίνει «ιδιαίτερες», «στενότερες» ή «ειδικές» σχέσεις Κράτους και Εκκλησίας και από ποιόν τίθεται ένα τέτοιο αίτημα?
Αν πρόκειται για την διαρκή παρουσία της Εκκλησίας στο δημόσιο χώρο, η παρουσία της αυτή πρέπει να κινείται στα πλαίσια των νόμων.
Ο δημόσιος διάλογος στις δημοκρατίες, είναι μια ανοιχτή διαδικασία, στην οποία συμμετέχει ο κάθε πολίτης από τον πρώτο ως τον τελευταίο χωρίς αποκλεισμούς, σεβόμενος όμως τους νόμους του κράτους. Ουδείς δύναται να επιζητεί, ιδικές συμπεριφορές σε αυτόν τον διάλογο ή προνόμια. Στον δημόσιο δημοκρατικό διάλογο σαφώς μπορεί και να συμμετέχει και η Εκκλησία. Δεν μένει όμως κανείς στο απυρόβλητο.
Εάν ο λόγος της θίγει πρόσωπα ή και ομάδες πολιτών, όσο περιθωριακές και αν εμφανίζονται αυτές, σε τυχόν προσφυγή τους στην δικαιοσύνη, εκεί όλοι κρίνονται επί ίσοις όροις και με βάση τους νόμους τους οποίους ψηφίζετε.
Εάν πρόκειται για το λεγόμενο θρησκευτικό μάθημα στην Εκπαίδευση, νομίζω πως εκεί υπάρχει μια κοινή θέση όσων ασχολούνται με το θέμα και μάλιστα αυτή διατυπώθηκε στην ειδική ημερίδα που κάναμε πριν χρόνια στον Βόλο. Το σχολείο προσφέρει γνώσεις και παιδεία. Δεν είναι κατάλληλος χώρος για την προσφορά θρησκευτικής κατήχησης. Οι μαθητές πρέπει να διδάσκονται την θρησκευτική τους παράδοση, χωρίς κατηχητική ή προσηλυτιστική διάθεση, όπως πρέπει να διδάσκονται και στοιχεία θρησκειολογίας άλλων θρησκειών και δογμάτων. Να προσφέρει βασικές γνώσεις για τα ζητήματα που εντάσσονται στο πλαίσιο της Ηθικής, με την ευρεία έννοια. Το Κράτος πρέπει να επιζητήσει στενότερες σχέσεις με την Εκκλησιά? Προκειμένου να πετύχει τι με αυτό. Να συμβάλει στην ανύψωση της ηθικής ταυτότητας των πολιτών του? Εξηγήσαμε πιο πάνω περί του στοιχείου της καθολικότητας του κράτους. Μόνο μέσα σε αυτά τα πλαίσια μπορεί να συμβεί κάτι τέτοιο. Τι μπορεί να επιζητεί η Εκκλησία μέσα από μια προνομιακή σχέση της με το Κράτος? Τίποτε περισσότερο ή λιγότερο από την επιβεβαίωση των στελεχών της ότι είναι και οι ίδιοι φορείς εξουσίας.
Κυρίες και κύριοι βουλευτές,
Θα ήθελα να καταθέσω κάποιες επισημάνσεις βοηθητικές ελπίζω ως προς το λειτούργημά σας και το έργο σας ως κοινοβουλευτικών που νομοθετείτε αλλά και που ελέγχετε την κυβέρνηση, τότε θα στεκόμουνα στις παρακάτω επισημάνσεις.
Στα χρόνια που πέρασαν μετά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο, ζήσαμε διαφορετικές εμπειρίες Εμείς στην Ελλάδα σαν χώρα μιας δυτικής δημοκρατίας και οι περισσότεροι από εσάς σε χώρες κομουνιστικές ή «ελεγχόμενης δημοκρατίας».
Ξεκινώντας λοιπόν από διάφορες αφετηρίες, βρισκόμαστε σήμερα μπροστά στα φαινόμενα της παγκοσμιοποίησης του εμπορίου και των νέων τεχνολογικών επιτευγμάτων.
Πολλές χώρες, μόλις πριν λίγα χρόνια καθόρισαν τα σύνορά τους δηλαδή τον χώρο ελέγχου του κράτους και διάφορες τριβές εμφανίζονται μεταξύ ομόρων κρατών.
Όλα αυτά όμως δεν αποτελούν λόγο που θα μας οδηγήσει σε ακραίες σκέψεις και αποφάσεις που θα ανατρέψουν κατακτήσεις της ανθρωπότητας.
Εσάς, σας εκλέγουν οι λαοί προκειμένου να τους κυβερνήσετε, να νομοθετήσετε υπέρ των συμφερόντων του και στο έργο σας αυτό έχετε ως υπέρτατο κριτή τον ίδιο τον λαό.
Τα όποια προβλήματα ενδυνάμωσης της κρατικής οντότητας και της εθνικής ταυτότητας, είναι απόλυτα λάθος να τα βλέπουμε μέσα από το πρίσμα των ειδικών σχέσεων Πολιτείας και Εκκλησίας.
Εμείς, ως πολίτες της Ελλάδος έχουμε συμπυκνωμένη εμπειρία πάνω στο θέμα των σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας και μπορώ μετά να σας φέρω ένα πλήθος από παραδείγματα.
Στην προβληματική αυτή που φαίνεται ότι εξελίσσεται σήμερα, πρέπει να κάνουμε διάκριση ανάμεσα στη σχέση Θρησκείας και Πολιτικής και στη σχέση θρησκευτικού και πολιτικού κατεστημένου. Πρέπει επίσης να λάβουμε υπόψη την αλλοτρίωση αυτών των σχέσεων . Από τα αγοραία διαφιλονικούμενα , στα οποία η αλλοτρίωση αυτή μετατοπίζει το κέντρο βάρους της μεταξύ τους αντίθεσης, πρέπει να αναχθούμε στην σχέση των νοηματοδοτικών παραδόσεων του πολιτισμικού μας σώματος: τη σχέση της νεωτερικής και της ορθόδοξης παράδοσης. Να επισημάνουμε την αλλοτρίωση της ορθόδοξης υπό την ηγεμονία της νεωτερικής, αλλά και τον μεταπρατικό χαρακτήρα αυτής της τελευταίας, καθώς και την φάση γενικευμένου εκφυλισμού στην οποία αυτή βρίσκεται σήμερα. Κι όλα τούτα για να φτάσουμε εκεί που είναι η ουσία: στη σχέση πολιτικής και αξιών.
Όποιοι νομίζουν ότι άμα εξαλείψουμε τις αναφορές στην χριστιανική παράδοση και κάνουμε την εκκλησία ιδιωτικό σωματείο, «θα αποκτήσουμε, επί τέλους, πραγματικό κράτος δικαίου», κάνουν προφανώς μεγάλο λάθος. Όποιοι πάλι πιστεύουν στην αναβάθμιση των σχέσεων εκκλησίας και πολιτείας ως λύση των προβλημάτων , κάνουν επίσης λάθος, μια και στο επιχείρημά τους, η παράδοση μετατρέπεται σε έναν ανιστορικό και ανιστόρητο αχταρμά, όπου οι εθνικιστικές ιδεοληψίες εκστομίζονται και δυστυχώς περνάνε ως αυτονόητες. Το θέμα δεν είναι σήμερα, στην εποχή της μεταμοντέρνας αποσάθρωσης των νεωτερικών αξιών, αν θα κυριαρχεί το φάντασμα των νεωτερικών ή των χριστιανικών αξιών. Το θέμα είναι αν θα υπάρχουν καν αξίες, ως εξωπολιτικός χαλινός της ραγδαία αυτονομούμενης διαπλοκής πολιτικής τάξης, μεγάλων οικονομικών συμφερόντων και μέσων μαζικής χειραγώγησης.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
1. JOHN MEYENDORFF, Imperial Unity and Christian Divisions, StVSP, New York 1989,ss. 5-6.
2. Περιοδικό ΣΥΝΑΞΗ, σελ.81,82 , τεύχος 75, Ιούλιος – Σεπτέμβριος 2000.
3. Ο.π.
4. Βλπ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΣ, Δημοκρατία και ελληνική Ορθοδοξία, εκδ. Στεφ. Βασιλόπουλος, Αθήνα 1982, σσ. 20 -21.