[Από τα Πρακτικά (τόμος 2, Ανθολογία Ιονίου Λογοτεχνίας, σ. 71-76) της Συνάντησης "Ενέργειες Ανάδειξης Σύγχρονου Πολιτισμού και Ιστορικής Κληρονομιάς από το Δήμο Αργοστολίου" (12.12.2008)]
Γνωρίζω πολλούς απλούς ανθρώπους της καθημερινότητάς μου, οι οποίοι τις συγκλονιστικές γι’ αυτούς στιγμές του βίου τους, τις αθανάτισαν σε ποιητικό λόγο, συνήθως ευσύνοπτο. Μήπως τα λαϊκά στιχάκια, προσπάθεια μνημείωσης του κατά περίστασιν Σημαντικού δεν είναι; Η γέννηση, ο έρωτας, η ξενιτιά, ο θάνατος είναι μερικοί από τους σταθμούς της ανθρώπινης διαδρομής, οι οποίοι ενδιαφέρουν κατεξοχήν αυτή την ποίηση του απλού - καθημερινού ανθρώπου. Ειδικοί λαογράφοι έχουν δαπανηθεί κυριολεκτικά στην καταγραφή και μελέτη του όλου αυτού φαινομένου [1].
Η σημερινή μας ανακοίνωση έχει να κάμει με την καταγραφή της στρατιωτικής εμπειρίας ενός νέου των μέσων του 20ού αιώνα.
Ο στρατιωτικός βίος ενδιαφέρει άλλωστε πολύ την επιστήμη της Λαογραφίας. Κατά τον πολύ Δημήτριο Σ. Λουκάτο, ενδιαφέρει «Η λαογραφία των κληρωτών (αποχαιρετισμοί και τραγούδια). Η ζωή στο στρατώνα (πεζικό, ναυτικό, αεροπορία). Αλληλογραφία και αυτοσχέδιοι στίχοι. Σάτιρες και καημοί. Τα δεινά του πολέμου. Παρωδίες, ανέκδοτα, φρασεολογία “της στρατώνας”. Χαρές της επιστροφής» [2].
Ο «ΗΡΩΑΣ» ΚΑΙ Ο ΠΟΙΗΤΗΣ
Ο περί ου ο λόγος νέος κατάγεται από το ορεινό χωριό Άνω Βολίμες [3] της Ζακύνθου από την περιοχή Μεγαλώνι στα Σχινάρια. Πρόκειται για τον Κανάκη Σπίνο του Νικολάου και της Διονυσούλας, που γεννήθηκε το 1932 και πέθανε στις 20 Μαΐου 2008.
Η εξιστόρηση είναι ποιητική κι εκτείνεται σε 170 δεκαπεντασύλλαβα δίστιχα, δηλαδή συνολικά σε 340 στίχους.
Η θητεία στον στρατό αποτελεί ανέκαθεν έναν από τους συγκλονιστικότερους σταθμούς για κάθε άρρενα, μια εμπειρία ζωής, η οποία εν προκειμένω έλαβε στίχο και ρίμα, γενάμενη ένα μεγαλόστομο σύνθεμα, που πασχίζει να καταγράψει την αλλιώτικη ζωή ενός φαντάρου, ο οποίος συν τω χρόνω αξιώνεται ν’ ανέλθει στο υπέρτατο (γι’ αυτόν) αξίωμα του Λοχία.
Η γραφή του συνθέματος θυμίζει πολύ τον τρόπο έκφρασης των «Ομιλιών», δηλαδή των ποιητικών κειμένων του λαϊκού Θεάτρου της Ζακύνθου [4]. Καθώς ακούμε το κείμενο, ο νους οδηγείται στον τρόπο εκείνων.
Και δεν είναι τυχαίο αυτό. Διότι ο ποιήσας δεν είναι ο ίδιος ο Κανάκης Σπίνος, αν και ο λόγος τού μακροσκελούς συνθέματος εκφέρεται σε πρώτο πρόσωπο και πολύ εύκολα θα μπορούσε ο ανύποπτος αναγνώστης να παραπλανηθεί. Όμως, κατά προφορική δήλωση του ίδιου του Σπίνου, δημιουργός του ποιήματος υπήρξε ένας συστρατιώτης του, Ζακυνθινός επίσης, ο οποίος τα κατάφερνε πολύ καλά στα στιχάκια, ασχολούμενος μάλιστα και με τις «Ομιλίες».
Μιλάμε για τον Λάμπρο Κολυβά του Φιλίππου από το Σκουλικάδο [5], ένα όμορφο ριζοχώρι της Ζακύνθου. Πράγματι, ο Κολυβάς ασχολείτο με τα πολιτιστικά και μάλιστα ανακατευόταν ενεργά με τις παρέες που προετοίμαζαν και παρουσίαζαν παραστάσεις «Ομιλιών», είτε στο συγκεκριμένο χωριό, είτε αλλού.
Αν και το παρουσιαζόμενο ποίημα δημοσιοποιείται για πρώτη φορά εδώ, δεν μπορούμε να ισχυρισθούμε, ότι κομίζει κάτι το νέο ή το συνταρακτικό στη νεοΕπτανησιακή μας Γραμματεία, την καθ’ όλα τετιμημένη μ’ έργα κορυφαία και ανεπανάληπτα.
Όμως έχει την δική του αξία. Ποιαν αξία; Συμβαίνει ό,τι ακριβώς συμβαίνει μ’ εκείνη την αμελητέα πέτρα, η οποία, όντας άκομψη αφ’ εαυτής, λαμβάνει εντέλει τη θέση της στο οικοδόμημα, αποτελώντας ένα εκ των ων ουκ άνευ δομικό στοιχείο για την περάτωση του οικοδομήματός μας. Άλλωστε, όλα τα ωραία και τα μεγάλα του κόσμου μας υποστηρίζονται από μικρές ψηφίδες, οι οποίες μόλις συνταιριαστούν οδηγούν στην Αρμονία.
ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ [14]
Άνοιξε με προσοχή ετούτο το βιβλίο
για ν’ αναγνώσεις και να ιδείς της ξενιτιάς τον βίον.
Μα δώσε λίγη προσοχή για να το αναγνώσεις
και θα σας κάμει εντύπωση ώσπου να τελειώσει.
Από όταν ήμου εγώ μικρός εισέ μικρή ελικία 5
μες στην καρδιά αιστανόμουνα μια ανυπομονησία.
Πότε θα έρθει ο καιρός και είχα την ελπίδα
για να φορέσω το χακί για τη γλυκιά πατρίδα.
Έβλεπα τους συναδελφούς που το χακί φορούσα<ν>
και έλεγα νάρθει αυτή η στιγμή οπού την εποθούσα. 10
Διότι είμαστε όλοι Έλληνες και πρέπει να ποθούμε
το τιμημένο μας χακί όλοι να το φορούμε.
Και ανάγκη ότα θα παραστεί όλοι μας να ριχτούμε
μες στη φωτιά ωσάν θεριά όλοι να θυσιαστούμε.
Έτος 54 τις 18 Μαρτίου, 15
τότε άλλαξε η ζωή του παιδικού μου βίου.
Ημέρα πέφτη ήτανε της κατατάξεώς μου
που αρχίσα<ν> σκέψεις, λογισμοί μέσα εις το μυαλό μου.
Εντύθηκα μες στο χακί καθώς το επιθυμούσα
ήρθε εκείνη η στιγμή οπού την εποθούσα. 20
Αφ’ την στιγμή που ντύθηκα μού κόψα<ν> τα μαλλιά μου
μού αλλάξανε τα ρούχα μου και την περπατησιά μου.
Και ε<ν> συνεχεία άρχισε το «επ’ ώμου», «παρά πόδα»
«ανάπαψις» και «προσοχή» χίλιες φορές την ώρα.
Εκεί αρχίσα<ν> οι αξιωματικοί να μας εσυζητούνε 25
γονείς, αδέλφια, συγγενείς πρέπει να ξεχαστούνε.
Πρέπει να τους ξεχάσετε να μην στενοχωρείστε
και την πολιτική ζωή να μην την ε<ν>θυμείστε.
Εδώ η πατρίδα μας καλεί πρέπει να εχπαιδευτούμε
και ανάγκη ότα παραστεί όλοι μας να ριχτούμε. 30
Κ.Ε.Ν. Καλαμών ονομάζεται εκεί που εχπαιδευόμου<ν>
μέσα εκεί γυμνάστηκα, εχπληρώθηκε ο σκοπός μου.
Αυτήν απότομη αλλαγή που έλαβε το κορμί μου
μα ήταν και διαφορετική αφ’ την πολιτική μου.
Πολύ μας κούρασα εξαρχής, ασκήσεις θεωρίες, 35
τρέξε απεδώ τρέξε απεκεί, τις τόσες αγγαρείες.
Εκεί να ακούς το λοχαγό «γράφτον, επιλοχία,
οχτώ ημέρες κράτηση και δέκα αγγαρεία».
Φωνάζα οι α<ν>θυπολοχαγοί εις τον επιλοχία
«σύνταχ’ το λόχο γρήγορα να πάει σε αγγαρεία». 40
Φωνάζου οι ‘παξιωματικοί «γρήγορα συνταχτείτε,
βάδη<ν> να μην πηγαίνετε για θα τιμωρηθείτε.
Το βάδη απαγορεύεται πάρτε του πλέο<ν> χαμπάρι
τροχάδη<ν> επιτρέπεται, ψάρια, μπουζούκια, σπάροι».
πότε μας βάζα<ν> κράτηση και πότε αγγαρείες 45
και πότε περιορισμοί με τις μικρές αιτίες.
Αν ήταν και παράφτωμα και ήταν λίγο βαρύον
ποινή ήταν η φυλακή και μες στο πειθαρχείο.
Έπαιρνες τις κουβέρτες σου και μέσα εξενυχτούσες
μες στο τσιμέντο ξάπλωνες και την βραδιά περνούσες. 50
Όσο να νιώσεις την ζωή τι θε να πει στρατιώτης
σού καίνε, σού μαραίνουνε την όμορφή σου Νιότη.
Τα βάσανα σε αγαναχτού<ν> και η καρδιά σου κλαίει
τη σάρπιγγα κάθε πρωί να την ακούς να λέει:
«Σήκω Λεβέντη μου τσολιά έχεις υπηρεσία, 55
έχεις να πάρεις ρόφημα και έχεις και Αγγαρεία».
Όταν ακούς την σάρπιγγα ύπνος λεφτό δεν παίρνει
πρέπει εντός σε δυο λεφτά να είμαστε συνταγμένοι.
Όταν θα μπεις εις την γραμμή θα είσαι λυγισμένος
μα και δεξιά και αριστερά θα είσαι στοιχισμένος. 60
Την λύγιση, την στοίχιση το «επ’ ώμου», «παρουσιάστε»
βαριέσαι όλο να το ακούς, πάντα θα το θυμάσαι.
Το «ένα-δυο» βαρέθηκα, το βήμα, τη σφυρίχτρα
και το θαλαμοφύλακα να με ξυπνάει την νύχτα.
Ο λόγος που συντάσσεται για όθε και αν πάει 65
τραγούδια πατριωτικά πρέπει να τραγουδάει.
Δεν σε ρωτάνε αν μπορείς και διάθεσις αν έχεις
φωνάζου όποιος δεν τραγουδεί μια κοσάρα έχει.
Τον όρκο και την προσευκή και την ιεραρχία
μας έλεγα<ν> να μάθουμε γιατί έχου<ν> σημασία. 70
Οόρκος έχει το σκοπό πάντα πιστός να μένεις
πατρίς, σημαία, βασιλιάς, σε ό,τι και αν γένει.
Την προσευχή οι Χριστιανοί όλοι να τήνε ξέρου<ν>
όλοι οι Στρατιώτες στο Θεό δέηση να προσφέρου<ν>.
Ιεραρχία στο Στρατό λέγουνται οι βαθμοφόροι 75
από υπαξιωματικούς και Στρατηγοί ακόμη.
Όποιος δεν φόρεσε χακί και ακούει Ιεραρχία
θα λέει πως είναι Ιερείς πόχει η Εκκλησία.
Και έτσι όλο τον Στρατό πολύ τον ενδιαφέρει
να μάθει όλους γενικά, απέξω να τους ξέρει. 80
Μαθαίνει πώς να πολεμά, πώς πρέπει να βαδίζει,
πώς πρέπει να τους χαιρετά, όταν τους συναντήζει.
Είναι πολλά, δεν γράφονται αυτά που σε μαθαίνου<ν>
για τη στρατιωτική ζωή αξέχαστα να μένου<ν>.
Και εχτός αφ’ τα στρατιωτικά έχει ψυχαγωγία 85
στο μέλλο<ν> πώς να φέρεσαι σε κάθε δυσκολία.
Εκεί γίνεσαι έμπειρος, πολύ πεπειραμένος
και στην πολιτική ζωή να είσαι μορφωμένος.
Την γενναιότη αποχτάς μα και την ψυχραιμία,
το θάρρος, την υπομονή <σ>την κάθε δυσκολία. 90
Ποτέ δεν θα απερπιστείς εις όλη την ζωή σου
όταν θυμάσαι τι έλεγαν οι αξιωματικοί σου.
Το στρατιωτικό είναι ωφέλιμο διότι είναι ένα σχολείον
και όχι για στρατιωτικά μα σε όλο σου το βίον.
Στην βασική εχπαίδευσις ήμου αφοσιωμένος 95
και το μυαλό μου απόλυτα το είχα ασκολημένο.
Να μάθω όσα με δίδαξα<ν> οι αξιωματικού μου
συνάμα και υπαξιωματικοί πού ‘σα<ν> σαν Αδελφοί μου.
Να γίνω άριστος μαχητής και ότα<ν> το φέρει η χρεία
στην ιερά αποστολή να έχομε επιτυχία. 100
Ρήτορες αξιωματικοί οπού στα κέντρα μένου<ν>
Η σημερινή μας ανακοίνωση έχει να κάμει με την καταγραφή της στρατιωτικής εμπειρίας ενός νέου των μέσων του 20ού αιώνα.
Ο στρατιωτικός βίος ενδιαφέρει άλλωστε πολύ την επιστήμη της Λαογραφίας. Κατά τον πολύ Δημήτριο Σ. Λουκάτο, ενδιαφέρει «Η λαογραφία των κληρωτών (αποχαιρετισμοί και τραγούδια). Η ζωή στο στρατώνα (πεζικό, ναυτικό, αεροπορία). Αλληλογραφία και αυτοσχέδιοι στίχοι. Σάτιρες και καημοί. Τα δεινά του πολέμου. Παρωδίες, ανέκδοτα, φρασεολογία “της στρατώνας”. Χαρές της επιστροφής» [2].
Ο «ΗΡΩΑΣ» ΚΑΙ Ο ΠΟΙΗΤΗΣ
Ο περί ου ο λόγος νέος κατάγεται από το ορεινό χωριό Άνω Βολίμες [3] της Ζακύνθου από την περιοχή Μεγαλώνι στα Σχινάρια. Πρόκειται για τον Κανάκη Σπίνο του Νικολάου και της Διονυσούλας, που γεννήθηκε το 1932 και πέθανε στις 20 Μαΐου 2008.
Η εξιστόρηση είναι ποιητική κι εκτείνεται σε 170 δεκαπεντασύλλαβα δίστιχα, δηλαδή συνολικά σε 340 στίχους.
Η θητεία στον στρατό αποτελεί ανέκαθεν έναν από τους συγκλονιστικότερους σταθμούς για κάθε άρρενα, μια εμπειρία ζωής, η οποία εν προκειμένω έλαβε στίχο και ρίμα, γενάμενη ένα μεγαλόστομο σύνθεμα, που πασχίζει να καταγράψει την αλλιώτικη ζωή ενός φαντάρου, ο οποίος συν τω χρόνω αξιώνεται ν’ ανέλθει στο υπέρτατο (γι’ αυτόν) αξίωμα του Λοχία.
Η γραφή του συνθέματος θυμίζει πολύ τον τρόπο έκφρασης των «Ομιλιών», δηλαδή των ποιητικών κειμένων του λαϊκού Θεάτρου της Ζακύνθου [4]. Καθώς ακούμε το κείμενο, ο νους οδηγείται στον τρόπο εκείνων.
Και δεν είναι τυχαίο αυτό. Διότι ο ποιήσας δεν είναι ο ίδιος ο Κανάκης Σπίνος, αν και ο λόγος τού μακροσκελούς συνθέματος εκφέρεται σε πρώτο πρόσωπο και πολύ εύκολα θα μπορούσε ο ανύποπτος αναγνώστης να παραπλανηθεί. Όμως, κατά προφορική δήλωση του ίδιου του Σπίνου, δημιουργός του ποιήματος υπήρξε ένας συστρατιώτης του, Ζακυνθινός επίσης, ο οποίος τα κατάφερνε πολύ καλά στα στιχάκια, ασχολούμενος μάλιστα και με τις «Ομιλίες».
Μιλάμε για τον Λάμπρο Κολυβά του Φιλίππου από το Σκουλικάδο [5], ένα όμορφο ριζοχώρι της Ζακύνθου. Πράγματι, ο Κολυβάς ασχολείτο με τα πολιτιστικά και μάλιστα ανακατευόταν ενεργά με τις παρέες που προετοίμαζαν και παρουσίαζαν παραστάσεις «Ομιλιών», είτε στο συγκεκριμένο χωριό, είτε αλλού.
Το 1977 ο Κολυβάς εισήλθε στις τάξεις του Κλήρου [6], συνεχίζοντας, παράλληλα με τα ιερατικά του καθήκοντα, να βοηθά παρασκηνιακά στο ανέβασμα των λαϊκών θεατρικών παραστάσεων. Προσωπικά, τον θυμάμαι, ιερέα όντα προ εικοσαετίας περίπου, σε κάποια «Ομιλία» στο πλάτωμα της Φανερωμένης στο χωριό Μπανάτο, να επιβλέπει και να διορθώνει το μασκάρεμα των αυτοσχέδιων ηθοποιών και ύστερα να κρατά επιμελώς τον ρόλο του υποβολέα του έργου.
Ως προς την ιερατική υπηρεσία του, εφημέρευσε για τριάντα ακριβώς χρόνια στον ναό της Παναγίας στο χωριουδάκι του Κούκιεση [7] (στα νεότερα χρόνια λέγεται -ως μη όφειλε- Καλλιθέα), μέχρι τη συνταξιοδότησή του, στις 31 Μαρτίου 2007, λόγω ασθενείας. Σήμερα ζει στο σπίτι του στο Σκουλικάδο, έχοντας σοβαρότατα προβλήματα κίνησης.
Αυτός, λοιπόν, ο χαρισματικός για τον τόπο και τον χρόνο του νέος, υπηρετώντας και ο ίδιος φαντάρος, ανέλαβε να ιστορήσει τ’ «ανδραγαθήματα» του Σπίνου, κατά παραγγελίαν εκείνου. Ανδραγαθήματα, τρόπος του λέγειν, μια και η όλη εξιστόρηση δεν παρουσιάζει στιγμές ηρωισμών ή συνταρακτικών γεγονότων.
ΤΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΟΥ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΟΥ
Δυο λόγια για το Χειρόγραφο
Πρόκειται για ένα σαραντάφυλλο σχολικό τετράδιο μικρού μεγέθους, υποκίτρινο και δίχως εξώφυλλο πλέον. Από τις σαράντα σελίδες έχουν χρησιμοποιηθεί οι τριάντα, τα δε υπόλοιπα πέντε φύλλα έχουν αφαιρεθεί / κοπεί με ψαλίδι.
Το ποίημα έχει γραφεί με μπλε μελάνι πένας, πότε έντονο, πότε ανοιχτότερο. Η διάταξή του δεν είναι ανά στίχο, αλλά ανά δίστιχο.
Τι ιστορεί το σύνθεμα
Ως προς την ιερατική υπηρεσία του, εφημέρευσε για τριάντα ακριβώς χρόνια στον ναό της Παναγίας στο χωριουδάκι του Κούκιεση [7] (στα νεότερα χρόνια λέγεται -ως μη όφειλε- Καλλιθέα), μέχρι τη συνταξιοδότησή του, στις 31 Μαρτίου 2007, λόγω ασθενείας. Σήμερα ζει στο σπίτι του στο Σκουλικάδο, έχοντας σοβαρότατα προβλήματα κίνησης.
Αυτός, λοιπόν, ο χαρισματικός για τον τόπο και τον χρόνο του νέος, υπηρετώντας και ο ίδιος φαντάρος, ανέλαβε να ιστορήσει τ’ «ανδραγαθήματα» του Σπίνου, κατά παραγγελίαν εκείνου. Ανδραγαθήματα, τρόπος του λέγειν, μια και η όλη εξιστόρηση δεν παρουσιάζει στιγμές ηρωισμών ή συνταρακτικών γεγονότων.
ΤΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΟΥ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΟΥ
Δυο λόγια για το Χειρόγραφο
Πρόκειται για ένα σαραντάφυλλο σχολικό τετράδιο μικρού μεγέθους, υποκίτρινο και δίχως εξώφυλλο πλέον. Από τις σαράντα σελίδες έχουν χρησιμοποιηθεί οι τριάντα, τα δε υπόλοιπα πέντε φύλλα έχουν αφαιρεθεί / κοπεί με ψαλίδι.
Το ποίημα έχει γραφεί με μπλε μελάνι πένας, πότε έντονο, πότε ανοιχτότερο. Η διάταξή του δεν είναι ανά στίχο, αλλά ανά δίστιχο.
Τι ιστορεί το σύνθεμα
Ο στρατιωτικός βίος του Κανάκη Σπίνου άρχεται λοιπόν στις 18 Μαρτίου 1954, σε μιαν εποχή μετεμφυλιακή, φορτισμένη όντως από τη βαρύτητα των ιστορικών γεγονότων, τα οποία προηγήθηκαν. Ο φέρελπις νέος ανέμενε πώς και πώς να ενηλικιωθεί για να «φορέσει το χακί» ως γνήσιος Έλληνας. Μια μεγαλόστομη εισαγωγή περί αυτοθυσίας, αν χρειαστεί, μας προδιαθέτει. Σε πρώτο πλάνο περνούν οι λεπτομέρειες της κατάταξης στην Καλαμάτα, με κορυφαία την παραινετική διαταγή των αξιωματικών, ότι «αδέλφια, συγγενείς πρέπει να ξεχαστούνε». Σύντομα η πρότερη αδημονία μεταστρέφεται σε άγχος και ψυχοσωματική κούραση, όταν αρχίζουν τα γυμνάσια, οι αγγαρείες, οι κρατήσεις στο πειθαρχείο. Σε τρία τινά επιβάλλεται να είναι πιστός: Στον Όρκο (Πατρίς – Σημαία - Βασιλιάς), την Προσευχή και την Ιεραρχία (εννοεί του Στρατού).
Με τη λήξη της βασικής εκπαίδευσης αποσπάται -κατακαλόκαιρο- στο 581 Τάγμα, στον Ακραίο [8] των Ιωαννίνων, τάγμα «ζηλευτό» λόγω της δραστηριότητάς του στον Α΄ Παγκόσμιο, «γι’ αυτό και η Βασίλισσα δικό της το ονομάζει», τα δε διακριτικά των ένστολων είναι μια κορόνα κι ένα Φι. Πάλι καψόνια στο ΛΥΒ της 8ης Μεραρχίας, με σκοπό να γίνει βαθμοφόρος. Νέα αγανάκτηση, λογισμοί, «μεγάλη κρίση», σκέψη και απογοήτευση… Ευτυχώς, διηγείται τα πάθη του με 17 άλλους Ζακυνθινούς που έχει συντροφιά. Μετά από ένα μήνα πολλών ταλαιπωριών επιστρέφουν στο Τάγμα, φορούν τα γαλόνια του υπαξιωματικού και τα βάσανα παύουν. Καιρός για εξόδους στα Γιάννενα και αναδρομή στην Ιστορία του τόπου. Ο ποιητής επισημαίνει για τους ανιστόρητους αναγνώστες του, ότι η πόλη δεν απελευθερώθηκε το ’21, αλλά παρέμειναν τα Γιάννενα, για πολλές ακόμη δεκαετίες, σκλαβωμένα. Με τρόπο επικό αναγράφεται η απόφαση του βασιλιά Κωνσταντίνου και του λαού γι’ απελευθέρωση. Στο Μπιζάνι [9] αμύνθηκαν οι Τούρκοι, αλλά υπερίσχυσαν οι Έλληνες υπό τον ταγματάρχη Βελισαρίου [10] και την 21η Φεβρουαρίου 1913 «έγινε η απελευθέρωση της ωραίας πολιτείας». Εξ ου και η τιμητική ονομασία «Στρατόπεδον Βελισαρίου».
Έξη μήνες στα Γιάννενα, ένα θαύμα! Στα μισά του επόμενου Γενάρη μετατίθεται στο 628 Τάγμα Προκαλύψεως στους Φιλιάτες [11] «και ελέγχει την μεθόριον αφ’ τους κακούς διαβάτες». Από εκεί καταλήγει ως Αρχιφύλακας σε φυλάκιο στο χωριό Πλαίσιον [12] κοντά στην Πυραμίδα. Dolce vita εδώ! Καφενεία, ορέγεται τα κορίτσια μιας Οικοκυρικής Σχολής που βρισκόταν εκεί κοντά, αν και ο παπάς του χωριού «μας είχε στην οργή του ότα<ν> εμείς πειράζαμε καμία χωριανή του». ΕΣΑ εκεί δεν κυκλοφορούσε, αλλά ΕΣΑ ήταν ο παπάς, που τους μαρτυρούσε στον Λοχαγό, αλλά εκείνος -ως Κρητικός- ήταν «τζιμάνι» και περιοριζόταν σε συμβουλές.
Αυτός ο Λοχαγός προτείνει στη συνέχεια τον Κανάκη για Λοχία, οπότε ξανά στο ΛΥΒ για σχετική εκπαίδευση. Αποξαρχής βάσανα, αγανάχτηση, αλλά ο στόχος τελικά επιτυγχάνεται. Λοχίας τώρα φρουρεί τα σύνορα σ’ ένα φυλάκιο στο χωριό Τσαμαντά [13]. Από εδώ βλέπει την αλβανοκρατούμενη Βόρειο Ήπειρο. «Πολλά χωριά ελληνικά βλέπαμε απέναντί μας / στο βάθος και την Κορυτσά την σκλάβα Αδελφή μας». Ακολουθεί η έκφραση της μύχιας πρόθεσης για την απελευθέρωση των «θλιμμένων περιοχών», που στενάζουν «στο καθεστώτο που είναι κομμουνιστικόν με της Ρωσίας τον τρόπο». Αρκετοί στίχοι αφορούν στον πόθο της λύτρωσης από τους Αλβανούς, δεδομένου ότι οι Έλληνες έχουν να δείξουν σημαντικούς και νικηφόρους αγώνες τριγύρω. Οπότε και οι σημερινοί πρέπει να κάμουν το χρέος τους έναντι των προγόνων.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ
Με τη λήξη της βασικής εκπαίδευσης αποσπάται -κατακαλόκαιρο- στο 581 Τάγμα, στον Ακραίο [8] των Ιωαννίνων, τάγμα «ζηλευτό» λόγω της δραστηριότητάς του στον Α΄ Παγκόσμιο, «γι’ αυτό και η Βασίλισσα δικό της το ονομάζει», τα δε διακριτικά των ένστολων είναι μια κορόνα κι ένα Φι. Πάλι καψόνια στο ΛΥΒ της 8ης Μεραρχίας, με σκοπό να γίνει βαθμοφόρος. Νέα αγανάκτηση, λογισμοί, «μεγάλη κρίση», σκέψη και απογοήτευση… Ευτυχώς, διηγείται τα πάθη του με 17 άλλους Ζακυνθινούς που έχει συντροφιά. Μετά από ένα μήνα πολλών ταλαιπωριών επιστρέφουν στο Τάγμα, φορούν τα γαλόνια του υπαξιωματικού και τα βάσανα παύουν. Καιρός για εξόδους στα Γιάννενα και αναδρομή στην Ιστορία του τόπου. Ο ποιητής επισημαίνει για τους ανιστόρητους αναγνώστες του, ότι η πόλη δεν απελευθερώθηκε το ’21, αλλά παρέμειναν τα Γιάννενα, για πολλές ακόμη δεκαετίες, σκλαβωμένα. Με τρόπο επικό αναγράφεται η απόφαση του βασιλιά Κωνσταντίνου και του λαού γι’ απελευθέρωση. Στο Μπιζάνι [9] αμύνθηκαν οι Τούρκοι, αλλά υπερίσχυσαν οι Έλληνες υπό τον ταγματάρχη Βελισαρίου [10] και την 21η Φεβρουαρίου 1913 «έγινε η απελευθέρωση της ωραίας πολιτείας». Εξ ου και η τιμητική ονομασία «Στρατόπεδον Βελισαρίου».
Έξη μήνες στα Γιάννενα, ένα θαύμα! Στα μισά του επόμενου Γενάρη μετατίθεται στο 628 Τάγμα Προκαλύψεως στους Φιλιάτες [11] «και ελέγχει την μεθόριον αφ’ τους κακούς διαβάτες». Από εκεί καταλήγει ως Αρχιφύλακας σε φυλάκιο στο χωριό Πλαίσιον [12] κοντά στην Πυραμίδα. Dolce vita εδώ! Καφενεία, ορέγεται τα κορίτσια μιας Οικοκυρικής Σχολής που βρισκόταν εκεί κοντά, αν και ο παπάς του χωριού «μας είχε στην οργή του ότα<ν> εμείς πειράζαμε καμία χωριανή του». ΕΣΑ εκεί δεν κυκλοφορούσε, αλλά ΕΣΑ ήταν ο παπάς, που τους μαρτυρούσε στον Λοχαγό, αλλά εκείνος -ως Κρητικός- ήταν «τζιμάνι» και περιοριζόταν σε συμβουλές.
Αυτός ο Λοχαγός προτείνει στη συνέχεια τον Κανάκη για Λοχία, οπότε ξανά στο ΛΥΒ για σχετική εκπαίδευση. Αποξαρχής βάσανα, αγανάχτηση, αλλά ο στόχος τελικά επιτυγχάνεται. Λοχίας τώρα φρουρεί τα σύνορα σ’ ένα φυλάκιο στο χωριό Τσαμαντά [13]. Από εδώ βλέπει την αλβανοκρατούμενη Βόρειο Ήπειρο. «Πολλά χωριά ελληνικά βλέπαμε απέναντί μας / στο βάθος και την Κορυτσά την σκλάβα Αδελφή μας». Ακολουθεί η έκφραση της μύχιας πρόθεσης για την απελευθέρωση των «θλιμμένων περιοχών», που στενάζουν «στο καθεστώτο που είναι κομμουνιστικόν με της Ρωσίας τον τρόπο». Αρκετοί στίχοι αφορούν στον πόθο της λύτρωσης από τους Αλβανούς, δεδομένου ότι οι Έλληνες έχουν να δείξουν σημαντικούς και νικηφόρους αγώνες τριγύρω. Οπότε και οι σημερινοί πρέπει να κάμουν το χρέος τους έναντι των προγόνων.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ
Αν και το παρουσιαζόμενο ποίημα δημοσιοποιείται για πρώτη φορά εδώ, δεν μπορούμε να ισχυρισθούμε, ότι κομίζει κάτι το νέο ή το συνταρακτικό στη νεοΕπτανησιακή μας Γραμματεία, την καθ’ όλα τετιμημένη μ’ έργα κορυφαία και ανεπανάληπτα.
Όμως έχει την δική του αξία. Ποιαν αξία; Συμβαίνει ό,τι ακριβώς συμβαίνει μ’ εκείνη την αμελητέα πέτρα, η οποία, όντας άκομψη αφ’ εαυτής, λαμβάνει εντέλει τη θέση της στο οικοδόμημα, αποτελώντας ένα εκ των ων ουκ άνευ δομικό στοιχείο για την περάτωση του οικοδομήματός μας. Άλλωστε, όλα τα ωραία και τα μεγάλα του κόσμου μας υποστηρίζονται από μικρές ψηφίδες, οι οποίες μόλις συνταιριαστούν οδηγούν στην Αρμονία.
ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ [14]
Άνοιξε με προσοχή ετούτο το βιβλίο
για ν’ αναγνώσεις και να ιδείς της ξενιτιάς τον βίον.
Μα δώσε λίγη προσοχή για να το αναγνώσεις
και θα σας κάμει εντύπωση ώσπου να τελειώσει.
Από όταν ήμου εγώ μικρός εισέ μικρή ελικία 5
μες στην καρδιά αιστανόμουνα μια ανυπομονησία.
Πότε θα έρθει ο καιρός και είχα την ελπίδα
για να φορέσω το χακί για τη γλυκιά πατρίδα.
Έβλεπα τους συναδελφούς που το χακί φορούσα<ν>
και έλεγα νάρθει αυτή η στιγμή οπού την εποθούσα. 10
Διότι είμαστε όλοι Έλληνες και πρέπει να ποθούμε
το τιμημένο μας χακί όλοι να το φορούμε.
Και ανάγκη ότα θα παραστεί όλοι μας να ριχτούμε
μες στη φωτιά ωσάν θεριά όλοι να θυσιαστούμε.
Έτος 54 τις 18 Μαρτίου, 15
τότε άλλαξε η ζωή του παιδικού μου βίου.
Ημέρα πέφτη ήτανε της κατατάξεώς μου
που αρχίσα<ν> σκέψεις, λογισμοί μέσα εις το μυαλό μου.
Εντύθηκα μες στο χακί καθώς το επιθυμούσα
ήρθε εκείνη η στιγμή οπού την εποθούσα. 20
Αφ’ την στιγμή που ντύθηκα μού κόψα<ν> τα μαλλιά μου
μού αλλάξανε τα ρούχα μου και την περπατησιά μου.
Και ε<ν> συνεχεία άρχισε το «επ’ ώμου», «παρά πόδα»
«ανάπαψις» και «προσοχή» χίλιες φορές την ώρα.
Εκεί αρχίσα<ν> οι αξιωματικοί να μας εσυζητούνε 25
γονείς, αδέλφια, συγγενείς πρέπει να ξεχαστούνε.
Πρέπει να τους ξεχάσετε να μην στενοχωρείστε
και την πολιτική ζωή να μην την ε<ν>θυμείστε.
Εδώ η πατρίδα μας καλεί πρέπει να εχπαιδευτούμε
και ανάγκη ότα παραστεί όλοι μας να ριχτούμε. 30
Κ.Ε.Ν. Καλαμών ονομάζεται εκεί που εχπαιδευόμου<ν>
μέσα εκεί γυμνάστηκα, εχπληρώθηκε ο σκοπός μου.
Αυτήν απότομη αλλαγή που έλαβε το κορμί μου
μα ήταν και διαφορετική αφ’ την πολιτική μου.
Πολύ μας κούρασα εξαρχής, ασκήσεις θεωρίες, 35
τρέξε απεδώ τρέξε απεκεί, τις τόσες αγγαρείες.
Εκεί να ακούς το λοχαγό «γράφτον, επιλοχία,
οχτώ ημέρες κράτηση και δέκα αγγαρεία».
Φωνάζα οι α<ν>θυπολοχαγοί εις τον επιλοχία
«σύνταχ’ το λόχο γρήγορα να πάει σε αγγαρεία». 40
Φωνάζου οι ‘παξιωματικοί «γρήγορα συνταχτείτε,
βάδη<ν> να μην πηγαίνετε για θα τιμωρηθείτε.
Το βάδη απαγορεύεται πάρτε του πλέο<ν> χαμπάρι
τροχάδη<ν> επιτρέπεται, ψάρια, μπουζούκια, σπάροι».
πότε μας βάζα<ν> κράτηση και πότε αγγαρείες 45
και πότε περιορισμοί με τις μικρές αιτίες.
Αν ήταν και παράφτωμα και ήταν λίγο βαρύον
ποινή ήταν η φυλακή και μες στο πειθαρχείο.
Έπαιρνες τις κουβέρτες σου και μέσα εξενυχτούσες
μες στο τσιμέντο ξάπλωνες και την βραδιά περνούσες. 50
Όσο να νιώσεις την ζωή τι θε να πει στρατιώτης
σού καίνε, σού μαραίνουνε την όμορφή σου Νιότη.
Τα βάσανα σε αγαναχτού<ν> και η καρδιά σου κλαίει
τη σάρπιγγα κάθε πρωί να την ακούς να λέει:
«Σήκω Λεβέντη μου τσολιά έχεις υπηρεσία, 55
έχεις να πάρεις ρόφημα και έχεις και Αγγαρεία».
Όταν ακούς την σάρπιγγα ύπνος λεφτό δεν παίρνει
πρέπει εντός σε δυο λεφτά να είμαστε συνταγμένοι.
Όταν θα μπεις εις την γραμμή θα είσαι λυγισμένος
μα και δεξιά και αριστερά θα είσαι στοιχισμένος. 60
Την λύγιση, την στοίχιση το «επ’ ώμου», «παρουσιάστε»
βαριέσαι όλο να το ακούς, πάντα θα το θυμάσαι.
Το «ένα-δυο» βαρέθηκα, το βήμα, τη σφυρίχτρα
και το θαλαμοφύλακα να με ξυπνάει την νύχτα.
Ο λόγος που συντάσσεται για όθε και αν πάει 65
τραγούδια πατριωτικά πρέπει να τραγουδάει.
Δεν σε ρωτάνε αν μπορείς και διάθεσις αν έχεις
φωνάζου όποιος δεν τραγουδεί μια κοσάρα έχει.
Τον όρκο και την προσευκή και την ιεραρχία
μας έλεγα<ν> να μάθουμε γιατί έχου<ν> σημασία. 70
Οόρκος έχει το σκοπό πάντα πιστός να μένεις
πατρίς, σημαία, βασιλιάς, σε ό,τι και αν γένει.
Την προσευχή οι Χριστιανοί όλοι να τήνε ξέρου<ν>
όλοι οι Στρατιώτες στο Θεό δέηση να προσφέρου<ν>.
Ιεραρχία στο Στρατό λέγουνται οι βαθμοφόροι 75
από υπαξιωματικούς και Στρατηγοί ακόμη.
Όποιος δεν φόρεσε χακί και ακούει Ιεραρχία
θα λέει πως είναι Ιερείς πόχει η Εκκλησία.
Και έτσι όλο τον Στρατό πολύ τον ενδιαφέρει
να μάθει όλους γενικά, απέξω να τους ξέρει. 80
Μαθαίνει πώς να πολεμά, πώς πρέπει να βαδίζει,
πώς πρέπει να τους χαιρετά, όταν τους συναντήζει.
Είναι πολλά, δεν γράφονται αυτά που σε μαθαίνου<ν>
για τη στρατιωτική ζωή αξέχαστα να μένου<ν>.
Και εχτός αφ’ τα στρατιωτικά έχει ψυχαγωγία 85
στο μέλλο<ν> πώς να φέρεσαι σε κάθε δυσκολία.
Εκεί γίνεσαι έμπειρος, πολύ πεπειραμένος
και στην πολιτική ζωή να είσαι μορφωμένος.
Την γενναιότη αποχτάς μα και την ψυχραιμία,
το θάρρος, την υπομονή <σ>την κάθε δυσκολία. 90
Ποτέ δεν θα απερπιστείς εις όλη την ζωή σου
όταν θυμάσαι τι έλεγαν οι αξιωματικοί σου.
Το στρατιωτικό είναι ωφέλιμο διότι είναι ένα σχολείον
και όχι για στρατιωτικά μα σε όλο σου το βίον.
Στην βασική εχπαίδευσις ήμου αφοσιωμένος 95
και το μυαλό μου απόλυτα το είχα ασκολημένο.
Να μάθω όσα με δίδαξα<ν> οι αξιωματικού μου
συνάμα και υπαξιωματικοί πού ‘σα<ν> σαν Αδελφοί μου.
Να γίνω άριστος μαχητής και ότα<ν> το φέρει η χρεία
στην ιερά αποστολή να έχομε επιτυχία. 100
Ρήτορες αξιωματικοί οπού στα κέντρα μένου<ν>
βγάζου<ν> Στρατιώτες μαχητές πολύ εχπαιδεμένους.
Αλλά και υπαξιωματικοί πολύ πεπειραμένοι
και κάθε ΕΣΟ που βγάζουνε είναι εχπαιδεμένοι.
Τριακοστή Δευτέρα ΕΣΟ τότες ακολουθούσα 105
ήταν πολύ καλή ΕΣΟ, όλοι την επαινούσα<ν>.
Έτσι περνούσε ο καιρός με ασκήσες, θεωρίες,
«τρέξε απεδώ, τρέξε από εκεί», τις τόσες αγγαρείες.
Αφού παρήρθε ο καιρός και έληξε η εχπαίδευσίς μας
ξημέρωσε μία χαραυγή και ήρθε η απόσπασή μου. 110
Και την 8η του Ιουλίου με άλλους πολλούς συνάμα
επήγα εις τα Γιάννενα στο 581 Τάγμα.
Εις τον Ακραίο έδρευε σιμά στην πολιτεία
μα και κοντά στο Σύνταγμα και εις την Μεραρχία.
Τάγμα που είναι ζηλευτό της VIII Μεραρχία<ς> 115
σε κάθε του αποστολή φέρει επιτυχία.
Έδρασε εις την Ήπειρο στην διάρκεια του πολέμου
και 81 όταν ακού<ν> όλοι φοβούνται, τρέμου<ν>.
Γι’ αυτό και η Βασίλισσα δικό της το ονομάζει
οπλίτες και αξιωματικοί διακριτικά τους βάζει. 120
Μία κορόνα και ένα Φ στις επωμίδες βάζου<ν>
οπλίτες και αξιωματικοί με άλλους να μην ταιριάζου<ν>.
Αυτή η κορόνα και το Φ έχουνε σημασία
ότι είναι τάγμα έ<ν>δοξο και έχει και ιστορία.
Γι’ αυτό και η Βασίλισσα δικό της το έχει πάρει 125
και τόχει μες στα Γιάννενα πάντα της για καμάρι.
Τάγματα μετατίθουνται αυτόνα μέρος <σ>το άλλο
αυτό μένει πάντα εκεί όσο κανένα άλλο.
Πολύ ολίγο κάθισα στην τόση ησυχία
στο ΛΥΒ μετατέθηκα της ίδια<ς> μεραρχίας. 130
Πήγαμε για υπαξιωματικοί για να εχπαιδεφτούμε
εις διαιτέρα εχπαίδευση για να πεπειραθούμε.
Ημέρα ήταν Κυριακή τις 18 Ιουλίου
που βράζα<ν> στο Στρατόπεδο οι αχτίδες του ηλίου.
Και μόλις φτάσαμε εκεί όλοι από το τάγμα 135
ποτέ δεν θα ξεχάσομε αυτό το μέγα δράμα.
Ήταν Λοχίας υπερεσία ο πιο αυστηρός Λοχίας
Αντρέ<α>ς Σπηλιωτόπουλος αφ’ το Νομό Αχαΐας.
Μας λέει «τα όπλα πάρετε να κάμετε οπλασκία
να ιδείτε πώς είναι το ΛΥΒ τση VIII Μεραρχίας. 140
Μέσα εδώ που έρθετε δεν είναι να γελάστε,
αλλά θα πάθετε πολλά, πάντα θα τα θυμάστε.
Είναι το ΛΥΒ ηρωικό τση VIII Μεραρχία<ς>
που έχεις καψόνια αφάνταστα και μέγα πειθαρχία.
Τόσες σειρές έχουνε ‘ρθει, δεν το έχουνε διαλύσει 145
και αν νομίσετε εσείς κανένας δεν θα ζήσει».
Και όταν πλέο<ν> βαρέθηκε καψόνια να μας κάνει
μας βάζει όλους σε ένα τον (sic) σαν πρόβατα ο τσοπάνης.
Μας λέει «εδώ που ήρθετε δεν επιτρέπει βάη<ν>
αλλά σε κάθε κίνηση πάντα σας με τροχάδη<ν>. 150
Πρέπει να αποχτήσετε θάρρος και ψυχραιμία
την κάθε ικανότητα την κάθε ευκινησία.
Θα βγείτε υπαξιωματικοί, πρέπει να κουραστείτε
να έχετε ικανότητες άντρες να διοικείτε.
Πρέπει να είστε υπόδειγμα σε ασκήσες θεωρία 155
σε ατομική εμφάνιση μα και στην πειθαρχία.
Να το έχετε σ’ εγωισμό άντρες να διοικείτε
όταν εδώ πιτύχετε και βαθμοφόροι βγείτε».
Και το πρωί πολύ νωρίς με μία σφυριξία
όλοι τροχάδη<ν>, σύνταξις, με δίχως ομιλία. 160
Και απ’ εκεί μας άρχισαν ασκήσες, θεωρίες,
την ώρα αναπάψεως μας είχαν σε αγγαρείες.
Το βράδυ είχε νυχτερινές, πολλών ειδών ασκήσεις
ζέστη, αγρυπνία, κούραση μάς είχ’ αγαναχτήσει.
Μεσάνυχτα συναγερμό πως είναι πυρκαΐα 165
τροχάδη<ν> όλοι ξυπόλητοι δίχως καμία αιτία.
Πότε μας εξυπνούσανε καψόνι να μας κάμου<ν>
έτσι γιατί το ήθελα μάς σήκωνα<ν> επάνω.
Φεύγα<ν> οι αξιωματικοί όλοι το μεσημέρι
και εμένα<ν> υπαξιωματικοί δίχως κανείς να ξέρει. 170
Ποιος ήταν το παράφτωμα που μέσα μας εκλειούνε
και όλοι την χλαίνη ανάποδα Ιούλιον να φορούμε.
Στην βράση του μεσημεριού τα χέρια μες στην τσέπη
και μέσα στο Στρατόπεδο όλοι να κάνομε έρπη.
Σαν το σκουλήκι εις την γης που σέρνεται στο χώμα 175
και να σού λεέι «μη βιάζεσαι, θέλεις μια ώρα ακόμα».
Έτσι περνούσε ο καιρός και είχαμε αγαναχτήσει
και είμαστε σε λογισμούς και σε μεγάλη κρίση.
Κάθε Στρατιώτης ήτανε εκεί αγαναχτισμένος
και εβάδιζε όλο σκεφτικός και απογοητεγμένος. 180
Πολλές φορές ελέγαμε νάθε μην γεννηθούμε
από τα τόσα βάσανα εδώ οπού περνούμε.
17 Ζακυνθινούς εκεί είχα συντροφία
και ελέγαμε τα πάθη μας σε κάθε ευκαιρία.
Έλεγε ο ένας του αλλονού τον πόσο και την θλίψη 185
αφ’ το ωραίο μας νησί πού έχουμε καταλήξει.
Μα όμως και διαφορετική εκάναμε μια σκέψη
ότι είναι λίγος ο καιρός, σε λίγο θα επανέρθει.
Και ας κάνομε υπομονή τώρα σε αυτό το δράμα
οι μέρες να περάσουνε να πάμε εις το Τάγμα. 190
Κι έτσι με την υπομονή πέρασε αυτό το δράμα
και του Αγούστου 23 πήγαμε είς το Τάγμα.
Εκεί ωραία περνούσαμε σκεδόν ωσάν πολίτες
στο Τάγμα της Βασίλισσας αξιωματικοί και οπλίτες.
31 του Αγούστου μηνός ετότες ήταν θυμάμαι 195
εδιάταξε ο λοχαγός γαλόνια να φοράμε.
Στον κλάδον υπαξιωματικοί τότες όλους μας γράψα<ν>
και εσκόλασα<ν> τα βάσανα και άλλα πολλά επάψα<ν>.
Οι αγγαρείες, οι σκοπιές και οι ‘πιθεωρήσεις
ήτανε ψεύτικες για μας που άλλοι ήταν σε κρίσεις. 200
Έξοδο είχαμε ταχτικά όποτε είχε σκόλη
πηγαίναμε στα Γιάννενα στην ιστορική την πόλη.
Όλα τα γύρω της βουνά είναι όλα δοξασμένα
από τις μάχες πού ‘γινα<ν> όταν ήταν σκλαβωμένα.
Όταν εκεί ο Αλής Πασάς την έδρα του είχε χτίσει 205
ευρίσκοντα<ν> επί ζυγόν και είχε αγαναχτήσει.
Δεν απελευθερώθηκα<ν> τότες το 21.
Τα ιστορικά τα Γιάννενα εμένα<ν> σκλαβωμένα.
Στην έδρα της σημερινής τση VIII Μεραρχίας
τότες εκεί εδρεύανε Τούρκικα Στρατηγεία. 210
Και ο Κων/νος Βασιλιάς και όλα τα παιδιά της
στενάζανε που εβλέπανε την τόση την Σκλαβιά της.
Όλοι μαζί απεφάσισα<ν> να τα ελευθερώσου<ν>
και από τον βάθος της σκλαβιάς να τήνε ξελυτρώσου<ν>.
Και οι Τούρκοι όταν έμαθα<ν> πως θα τους πολεμήσου<ν> 215
εις τον Μπιζάνι αμύ<ν>θηκα<ν> για να τους σταματήσου<ν>.
Φτιάξα<ν> ωραία οχηρά που είναι ξακουσμένα
υπάρχου<ν> μέχρι σήμερα, δεν είναι χαλασμένα.
Μα οι Έλληνες ωσάν θεριά επάνω τους ορμήσα<ν>
με τρομερή επίθεση και όλους τους διασκορπίσα<ν>. 220
Πρώτος ο Βελισάριος που ήταν ταγματάρχης
εμπήκε μες στα Γιάννενα και η ‘στορία το γράφει.
Ήταν κεφάλι φοβερό και μαστοριά τους κάνει
στο τάγμα του σαν πρόβατα σε όλους κουδούνια βάζει.
Έτσι με συτήν την πονηριά την νύχτα εμπήκα<ν> όλοι 225
την 21 Φεβρουαρίου ελευτερώθη η πόλις.
Την 21 Φεβρουαρίου εις τον 13
έγινε απολευτέρωση της ωραίας πολιτείας.
Γι’ αυτό και μέχρι σήμερα και πάντα θα εορτάζει
και ο Στρατός χαρούμενος κάθε έτος παρελάζει. 230
Εκεί που ο Βελισάριος σκέφτηκε αυτό το πράγμα
εκεί εδρεύει σήμερα πάντοτες το 81 τάγμα.
Στρατόπεδον Βελισαρίου τον έχουνε ονομάσει
και όποιος περάσει απεκεί πολύ θα το θαμάξει.
Έξη μήνες εκάθησα και τα περνούσα θάγμα 235
στα ιστορικά Ιωάννινα στο 81 τάγμα.
Και την ζωή που πέρασα δεν δύνομαι να γράψω
πάντα μου θα την νοσταργώ δεν θα τήνε ξεχάσω.
Μέσα σ’ εκείνη την ζωή που τα περνούσα θάγμα
τις 15 Ιουναριού πήγα σε άλλο τάγμα. 240
Επήγα στο 628 της ιδίας μεραρχίας
είναι και αυτό ηρωικό και έχει και ιστορία.
Τάγμα είναι προκαλύψεως και εδρεύει στους Φιλιάτες
και ελέ<γ>χει την μεθόριον αφ’ τους κακούς διαβάτες.
Εκεί τρεις μέρες κάθισα και σε φυλάκιον πήγα 245
εις το χωρίον Πλαίσιον κοντά στην Πυραμίδα.
Εκεί ήμου<ν> αρχιφύλακας και ωραία τα περνούσα
δίχως ζωστήρα και μπερέ στα καφενεία γυρνούσα.
Μία Νοικοκυρική σκολή εις το χωριό ήταν μέσα
πλησίον στον φυλάκιον και όλες πολύ μού αρέσα<ν >. 250
ΕΣΑ δεν ήτανε εκεί για να μας εσυλλήψει
και ο Λοχαγός που ήταν εκεί δεν μας είχ’ ενοχλήσει.
Μα ένας παπάς που είχε μας είχε στην οργή του
όταν εμείς πειράζαμε καμία χωριανή του.
Αυτός ήταν ωσάν ΕΣΑ, πολύ μας κυνηγούσε 255
και όλα εις τον Λοχαγό αυτός τα μαρτυρούσε.
Μα ήταν τζιμάνι ο λογαχός δεν μας είχ’ ενοχλήσει
και συβουλές μας έδινε, ήταν από την Κρήτη.
Εμένα εξαιρετικά πολύ με αγαπούσε
και ό,τι χάρη του έλεγα με εξυπερετούσε. 260
Πολύ καλά περάσαμε με δίχως πειθαρχία
έξαφνα ήρθε διαταγή από την μεραρχία.
Στα ΛΥΒ να πάμε ξανά Λοχίοι για να βγούμε
ξανά για δεύτερη φορά καλώς να εχπαιδευτούμε.
Και ο λοχαγός με πρότεινε γιατί με αγαπούσε 265
Λοχία ήθελε να με ιδεί πολύ το επιθυμούσε.
Την 12 Φεβρουαριού ήταν μερομηνία
στο ΛΥΒ επίγαμε ξανά της ίδιας μεραρχία<ς>.
Χαρά πολλή αιστάνομου<ν> και ενθουσιασμόν μεγάλο
οπού για δεύτερη φορά γαλόνια είθε να βάλω. 270
Ο εθουσιασμός και η χαρά συνάμα ήταν και πόνος
γιατί θυμάμαι τι έπαθα τον περασμένο χρόνο.
Σαν μπήκαμε μέσα στα ΛΥΒ μάς ήρθαν όλα στη σκέψη
ότι ξανά στα βάσανα τώρα μπλέξει.
καψόνια πώς να κάμομε και πώς ξανά τροχάδη<ν> 275
που όλα είχα<ν> ξεχαστεί, πηγαίναμε όλο βάδη<ν>.
Και πώς να υποπέσομε ξανά στην αγγαρεία
και στην βαριά εχπαίδεψις στην τόση πειθαρχία.
και πώς ασκήσες ακριβεία<ς>, το «επ’ ώμου», «παρά πόδα»,
«ανάπαψις» και «προσοχή» χίλιες φορές την ώρα. 280
Και πώς να στέκεις προσοχή σε δεκανέα, λοχία,
ας είμαστε ομοιοβαθμοί, είχανε εξουσία.
Άρχισε η εχπαίδευψις, ασκήσες, θεωρίες,
τρέξε απεδώ, τρέξε απεκεί στις τόσες αγγαρείες.
Και έτσι περνούσε ο καιρός και είχαμε αγαναχτήσει 285
και είμαστε σε λογισμούς και σε μεγάλη κρίση.
Μα κάναμε υπομονή οι μέρες να διαβούνε
και ότα<ν> θα φεύγαμε απεκεί όλα θα ξεχαστούνε.
Και έτσι με την υπομονή ημέρες επεράσα<ν>
και έληξε η εχπαίδεψις τα βάσανα επάψα<ν>. 290
Και από τα ΛΥΒ εφύγαμε και επήγαμε στο τάγμα
ήταν ζόρικα και εκεί και ήταν λιγάκι δράμα.
Ασκήσες είχε πάρα πολλές μεγάλη πειθαρχία
20 πέφτανε συχνά με την μικράν αιτία.
Πέρασα<ν> μέρες 20 και είχα αγωνία 295
για να με πάρει η διαταγή να ονομαστώ Λοχία.
Μετά τον 20 ημερών Λοχία με ονομάσα<ν>
και εσκόλασα<ν> τα βάσανα και άλλα πολλά επάψα<ν>.
Και τόχα εις εγωισμό πως δύο βαθμούς φορούσα
και με ομάδα άγρυπνος τα σύνορα εφρουρούσα. 300
Πέρασα<ν> μήνες 4 και σε φυλάκιον επήγα
εις το χωρίον Τσαμαντά κοντά στην πυραμίδα.
Την περιοχή του Τσαμαντά πήγα με μία ομάδα
και ήμουνα αρχιφύλακας και τα περνούσα θάγμα.
Απεκεί ψηλά βλέπαμε την Βόρειον Ήπειρό μας 305
που την κατέχα<ν> Αρβανοί και είναι το όνειρό μας.
Πολλά χωριά ελληνικά βλέπαμε απέναντί μας
στο βάθος και την Κορυτσά την σκλάβα Αδελφή μας.
Και το φανταζόμαστε και το επιθυμούμε
πότε να έρθει ένας καιρός με αυτούς να ανταμωθούμε. 310
Και όλες οι περιοχές ωσά<ν> θλιμμένες μοιάζου<ν>
και κάτου στην μικρή σκλαβιά πολύ βαριά στενάζου<ν>.
Στενάζου<ν> και γιατί σκλαβιά μα και στο καθεστώτο
που είναι κομμουνιστικόν με της Ρωσίας τον τρόπο.
Και εμείς εδώ που είμαστε που το χακί φορούμε 315
τους βλέπουμε από κοντά πολύ αγαναχτούμε.
Τση Ήπειρος χώματα ιερά που τόσο εμείς ποθούμε
γιατί είναι των προγόνων μας τώρα άλλοι τα πατούνε.
Βλέπει<ς> Στρατιώτες Αρβανούς με πείσμα να φρουρούνε
και εμείς οπού τους βλέπομε πολύ αγαναχτούμε. 320
Όλα τα Ελληνόπουλα πολύ επιθυμούνε
να έρθει μία μέρα λαμπερή στην Κορυτσά να μπούμε.
Να την ελευθερώσουμε δική μας για να γίνει
και η Ήπειρος ολόκληρη ελληνική να γίνει.
Ο πόθο<ς> μας να εχπληρωθεί καθώς το επιθυμούμε 325
τα όπλα μας να τιμήσουμε και εμείς να δοξαστούμε.
Αυτά που οι πιο παλιοί από εμάς μάχες σκληρές εκάνα<ν>
στο Γράμμο εις την Κόνιτσα και ιστορική Μουργάνα.
Και εμείνα<ν> εκεί πολλά κορμιά αλλά εδοξαστήκα<ν>
διότι εφέρα<ν> την Λευτεριά και όλη παραδεχτήκα<ν>. 330
Όλοι οι γύρω μας εχθροί το έχουνε καταλάβει
πως πολεμούμε οι Έλληνες να μην γίνομε σκλάβοι.
Τση Ελλάδα<ς> χώματα ιερά που για αυτά αγρυπνούμε
να μην τα πάρου<ν> οι βάρβαροι να τα ποδοπατούνε.
Και ηδέν (sic) ποτέ θα ανεχτού<ν> οι Έλληνες σκλαβία 335
θα πολεμού<ν> έως ενός για τη<ν> Ελευτερία.
Διότι και οι προγόνοι μας σκληρά επολεμήσα<ν>
την δόξα και τη λευτεριά σε εμάς τήνε αφήσα<ν>.
Έτσι λοιπόν πρέπει και εμείς με πίστη να φυλάμε
τα ιερά τα χώματα ξένοι να μην ΠΑΤΑΝΕ. 340
Αλλά και υπαξιωματικοί πολύ πεπειραμένοι
και κάθε ΕΣΟ που βγάζουνε είναι εχπαιδεμένοι.
Τριακοστή Δευτέρα ΕΣΟ τότες ακολουθούσα 105
ήταν πολύ καλή ΕΣΟ, όλοι την επαινούσα<ν>.
Έτσι περνούσε ο καιρός με ασκήσες, θεωρίες,
«τρέξε απεδώ, τρέξε από εκεί», τις τόσες αγγαρείες.
Αφού παρήρθε ο καιρός και έληξε η εχπαίδευσίς μας
ξημέρωσε μία χαραυγή και ήρθε η απόσπασή μου. 110
Και την 8η του Ιουλίου με άλλους πολλούς συνάμα
επήγα εις τα Γιάννενα στο 581 Τάγμα.
Εις τον Ακραίο έδρευε σιμά στην πολιτεία
μα και κοντά στο Σύνταγμα και εις την Μεραρχία.
Τάγμα που είναι ζηλευτό της VIII Μεραρχία<ς> 115
σε κάθε του αποστολή φέρει επιτυχία.
Έδρασε εις την Ήπειρο στην διάρκεια του πολέμου
και 81 όταν ακού<ν> όλοι φοβούνται, τρέμου<ν>.
Γι’ αυτό και η Βασίλισσα δικό της το ονομάζει
οπλίτες και αξιωματικοί διακριτικά τους βάζει. 120
Μία κορόνα και ένα Φ στις επωμίδες βάζου<ν>
οπλίτες και αξιωματικοί με άλλους να μην ταιριάζου<ν>.
Αυτή η κορόνα και το Φ έχουνε σημασία
ότι είναι τάγμα έ<ν>δοξο και έχει και ιστορία.
Γι’ αυτό και η Βασίλισσα δικό της το έχει πάρει 125
και τόχει μες στα Γιάννενα πάντα της για καμάρι.
Τάγματα μετατίθουνται αυτόνα μέρος <σ>το άλλο
αυτό μένει πάντα εκεί όσο κανένα άλλο.
Πολύ ολίγο κάθισα στην τόση ησυχία
στο ΛΥΒ μετατέθηκα της ίδια<ς> μεραρχίας. 130
Πήγαμε για υπαξιωματικοί για να εχπαιδεφτούμε
εις διαιτέρα εχπαίδευση για να πεπειραθούμε.
Ημέρα ήταν Κυριακή τις 18 Ιουλίου
που βράζα<ν> στο Στρατόπεδο οι αχτίδες του ηλίου.
Και μόλις φτάσαμε εκεί όλοι από το τάγμα 135
ποτέ δεν θα ξεχάσομε αυτό το μέγα δράμα.
Ήταν Λοχίας υπερεσία ο πιο αυστηρός Λοχίας
Αντρέ<α>ς Σπηλιωτόπουλος αφ’ το Νομό Αχαΐας.
Μας λέει «τα όπλα πάρετε να κάμετε οπλασκία
να ιδείτε πώς είναι το ΛΥΒ τση VIII Μεραρχίας. 140
Μέσα εδώ που έρθετε δεν είναι να γελάστε,
αλλά θα πάθετε πολλά, πάντα θα τα θυμάστε.
Είναι το ΛΥΒ ηρωικό τση VIII Μεραρχία<ς>
που έχεις καψόνια αφάνταστα και μέγα πειθαρχία.
Τόσες σειρές έχουνε ‘ρθει, δεν το έχουνε διαλύσει 145
και αν νομίσετε εσείς κανένας δεν θα ζήσει».
Και όταν πλέο<ν> βαρέθηκε καψόνια να μας κάνει
μας βάζει όλους σε ένα τον (sic) σαν πρόβατα ο τσοπάνης.
Μας λέει «εδώ που ήρθετε δεν επιτρέπει βάη<ν>
αλλά σε κάθε κίνηση πάντα σας με τροχάδη<ν>. 150
Πρέπει να αποχτήσετε θάρρος και ψυχραιμία
την κάθε ικανότητα την κάθε ευκινησία.
Θα βγείτε υπαξιωματικοί, πρέπει να κουραστείτε
να έχετε ικανότητες άντρες να διοικείτε.
Πρέπει να είστε υπόδειγμα σε ασκήσες θεωρία 155
σε ατομική εμφάνιση μα και στην πειθαρχία.
Να το έχετε σ’ εγωισμό άντρες να διοικείτε
όταν εδώ πιτύχετε και βαθμοφόροι βγείτε».
Και το πρωί πολύ νωρίς με μία σφυριξία
όλοι τροχάδη<ν>, σύνταξις, με δίχως ομιλία. 160
Και απ’ εκεί μας άρχισαν ασκήσες, θεωρίες,
την ώρα αναπάψεως μας είχαν σε αγγαρείες.
Το βράδυ είχε νυχτερινές, πολλών ειδών ασκήσεις
ζέστη, αγρυπνία, κούραση μάς είχ’ αγαναχτήσει.
Μεσάνυχτα συναγερμό πως είναι πυρκαΐα 165
τροχάδη<ν> όλοι ξυπόλητοι δίχως καμία αιτία.
Πότε μας εξυπνούσανε καψόνι να μας κάμου<ν>
έτσι γιατί το ήθελα μάς σήκωνα<ν> επάνω.
Φεύγα<ν> οι αξιωματικοί όλοι το μεσημέρι
και εμένα<ν> υπαξιωματικοί δίχως κανείς να ξέρει. 170
Ποιος ήταν το παράφτωμα που μέσα μας εκλειούνε
και όλοι την χλαίνη ανάποδα Ιούλιον να φορούμε.
Στην βράση του μεσημεριού τα χέρια μες στην τσέπη
και μέσα στο Στρατόπεδο όλοι να κάνομε έρπη.
Σαν το σκουλήκι εις την γης που σέρνεται στο χώμα 175
και να σού λεέι «μη βιάζεσαι, θέλεις μια ώρα ακόμα».
Έτσι περνούσε ο καιρός και είχαμε αγαναχτήσει
και είμαστε σε λογισμούς και σε μεγάλη κρίση.
Κάθε Στρατιώτης ήτανε εκεί αγαναχτισμένος
και εβάδιζε όλο σκεφτικός και απογοητεγμένος. 180
Πολλές φορές ελέγαμε νάθε μην γεννηθούμε
από τα τόσα βάσανα εδώ οπού περνούμε.
17 Ζακυνθινούς εκεί είχα συντροφία
και ελέγαμε τα πάθη μας σε κάθε ευκαιρία.
Έλεγε ο ένας του αλλονού τον πόσο και την θλίψη 185
αφ’ το ωραίο μας νησί πού έχουμε καταλήξει.
Μα όμως και διαφορετική εκάναμε μια σκέψη
ότι είναι λίγος ο καιρός, σε λίγο θα επανέρθει.
Και ας κάνομε υπομονή τώρα σε αυτό το δράμα
οι μέρες να περάσουνε να πάμε εις το Τάγμα. 190
Κι έτσι με την υπομονή πέρασε αυτό το δράμα
και του Αγούστου 23 πήγαμε είς το Τάγμα.
Εκεί ωραία περνούσαμε σκεδόν ωσάν πολίτες
στο Τάγμα της Βασίλισσας αξιωματικοί και οπλίτες.
31 του Αγούστου μηνός ετότες ήταν θυμάμαι 195
εδιάταξε ο λοχαγός γαλόνια να φοράμε.
Στον κλάδον υπαξιωματικοί τότες όλους μας γράψα<ν>
και εσκόλασα<ν> τα βάσανα και άλλα πολλά επάψα<ν>.
Οι αγγαρείες, οι σκοπιές και οι ‘πιθεωρήσεις
ήτανε ψεύτικες για μας που άλλοι ήταν σε κρίσεις. 200
Έξοδο είχαμε ταχτικά όποτε είχε σκόλη
πηγαίναμε στα Γιάννενα στην ιστορική την πόλη.
Όλα τα γύρω της βουνά είναι όλα δοξασμένα
από τις μάχες πού ‘γινα<ν> όταν ήταν σκλαβωμένα.
Όταν εκεί ο Αλής Πασάς την έδρα του είχε χτίσει 205
ευρίσκοντα<ν> επί ζυγόν και είχε αγαναχτήσει.
Δεν απελευθερώθηκα<ν> τότες το 21.
Τα ιστορικά τα Γιάννενα εμένα<ν> σκλαβωμένα.
Στην έδρα της σημερινής τση VIII Μεραρχίας
τότες εκεί εδρεύανε Τούρκικα Στρατηγεία. 210
Και ο Κων/νος Βασιλιάς και όλα τα παιδιά της
στενάζανε που εβλέπανε την τόση την Σκλαβιά της.
Όλοι μαζί απεφάσισα<ν> να τα ελευθερώσου<ν>
και από τον βάθος της σκλαβιάς να τήνε ξελυτρώσου<ν>.
Και οι Τούρκοι όταν έμαθα<ν> πως θα τους πολεμήσου<ν> 215
εις τον Μπιζάνι αμύ<ν>θηκα<ν> για να τους σταματήσου<ν>.
Φτιάξα<ν> ωραία οχηρά που είναι ξακουσμένα
υπάρχου<ν> μέχρι σήμερα, δεν είναι χαλασμένα.
Μα οι Έλληνες ωσάν θεριά επάνω τους ορμήσα<ν>
με τρομερή επίθεση και όλους τους διασκορπίσα<ν>. 220
Πρώτος ο Βελισάριος που ήταν ταγματάρχης
εμπήκε μες στα Γιάννενα και η ‘στορία το γράφει.
Ήταν κεφάλι φοβερό και μαστοριά τους κάνει
στο τάγμα του σαν πρόβατα σε όλους κουδούνια βάζει.
Έτσι με συτήν την πονηριά την νύχτα εμπήκα<ν> όλοι 225
την 21 Φεβρουαρίου ελευτερώθη η πόλις.
Την 21 Φεβρουαρίου εις τον 13
έγινε απολευτέρωση της ωραίας πολιτείας.
Γι’ αυτό και μέχρι σήμερα και πάντα θα εορτάζει
και ο Στρατός χαρούμενος κάθε έτος παρελάζει. 230
Εκεί που ο Βελισάριος σκέφτηκε αυτό το πράγμα
εκεί εδρεύει σήμερα πάντοτες το 81 τάγμα.
Στρατόπεδον Βελισαρίου τον έχουνε ονομάσει
και όποιος περάσει απεκεί πολύ θα το θαμάξει.
Έξη μήνες εκάθησα και τα περνούσα θάγμα 235
στα ιστορικά Ιωάννινα στο 81 τάγμα.
Και την ζωή που πέρασα δεν δύνομαι να γράψω
πάντα μου θα την νοσταργώ δεν θα τήνε ξεχάσω.
Μέσα σ’ εκείνη την ζωή που τα περνούσα θάγμα
τις 15 Ιουναριού πήγα σε άλλο τάγμα. 240
Επήγα στο 628 της ιδίας μεραρχίας
είναι και αυτό ηρωικό και έχει και ιστορία.
Τάγμα είναι προκαλύψεως και εδρεύει στους Φιλιάτες
και ελέ<γ>χει την μεθόριον αφ’ τους κακούς διαβάτες.
Εκεί τρεις μέρες κάθισα και σε φυλάκιον πήγα 245
εις το χωρίον Πλαίσιον κοντά στην Πυραμίδα.
Εκεί ήμου<ν> αρχιφύλακας και ωραία τα περνούσα
δίχως ζωστήρα και μπερέ στα καφενεία γυρνούσα.
Μία Νοικοκυρική σκολή εις το χωριό ήταν μέσα
πλησίον στον φυλάκιον και όλες πολύ μού αρέσα<ν >. 250
ΕΣΑ δεν ήτανε εκεί για να μας εσυλλήψει
και ο Λοχαγός που ήταν εκεί δεν μας είχ’ ενοχλήσει.
Μα ένας παπάς που είχε μας είχε στην οργή του
όταν εμείς πειράζαμε καμία χωριανή του.
Αυτός ήταν ωσάν ΕΣΑ, πολύ μας κυνηγούσε 255
και όλα εις τον Λοχαγό αυτός τα μαρτυρούσε.
Μα ήταν τζιμάνι ο λογαχός δεν μας είχ’ ενοχλήσει
και συβουλές μας έδινε, ήταν από την Κρήτη.
Εμένα εξαιρετικά πολύ με αγαπούσε
και ό,τι χάρη του έλεγα με εξυπερετούσε. 260
Πολύ καλά περάσαμε με δίχως πειθαρχία
έξαφνα ήρθε διαταγή από την μεραρχία.
Στα ΛΥΒ να πάμε ξανά Λοχίοι για να βγούμε
ξανά για δεύτερη φορά καλώς να εχπαιδευτούμε.
Και ο λοχαγός με πρότεινε γιατί με αγαπούσε 265
Λοχία ήθελε να με ιδεί πολύ το επιθυμούσε.
Την 12 Φεβρουαριού ήταν μερομηνία
στο ΛΥΒ επίγαμε ξανά της ίδιας μεραρχία<ς>.
Χαρά πολλή αιστάνομου<ν> και ενθουσιασμόν μεγάλο
οπού για δεύτερη φορά γαλόνια είθε να βάλω. 270
Ο εθουσιασμός και η χαρά συνάμα ήταν και πόνος
γιατί θυμάμαι τι έπαθα τον περασμένο χρόνο.
Σαν μπήκαμε μέσα στα ΛΥΒ μάς ήρθαν όλα στη σκέψη
ότι ξανά στα βάσανα τώρα μπλέξει.
καψόνια πώς να κάμομε και πώς ξανά τροχάδη<ν> 275
που όλα είχα<ν> ξεχαστεί, πηγαίναμε όλο βάδη<ν>.
Και πώς να υποπέσομε ξανά στην αγγαρεία
και στην βαριά εχπαίδεψις στην τόση πειθαρχία.
και πώς ασκήσες ακριβεία<ς>, το «επ’ ώμου», «παρά πόδα»,
«ανάπαψις» και «προσοχή» χίλιες φορές την ώρα. 280
Και πώς να στέκεις προσοχή σε δεκανέα, λοχία,
ας είμαστε ομοιοβαθμοί, είχανε εξουσία.
Άρχισε η εχπαίδευψις, ασκήσες, θεωρίες,
τρέξε απεδώ, τρέξε απεκεί στις τόσες αγγαρείες.
Και έτσι περνούσε ο καιρός και είχαμε αγαναχτήσει 285
και είμαστε σε λογισμούς και σε μεγάλη κρίση.
Μα κάναμε υπομονή οι μέρες να διαβούνε
και ότα<ν> θα φεύγαμε απεκεί όλα θα ξεχαστούνε.
Και έτσι με την υπομονή ημέρες επεράσα<ν>
και έληξε η εχπαίδεψις τα βάσανα επάψα<ν>. 290
Και από τα ΛΥΒ εφύγαμε και επήγαμε στο τάγμα
ήταν ζόρικα και εκεί και ήταν λιγάκι δράμα.
Ασκήσες είχε πάρα πολλές μεγάλη πειθαρχία
20 πέφτανε συχνά με την μικράν αιτία.
Πέρασα<ν> μέρες 20 και είχα αγωνία 295
για να με πάρει η διαταγή να ονομαστώ Λοχία.
Μετά τον 20 ημερών Λοχία με ονομάσα<ν>
και εσκόλασα<ν> τα βάσανα και άλλα πολλά επάψα<ν>.
Και τόχα εις εγωισμό πως δύο βαθμούς φορούσα
και με ομάδα άγρυπνος τα σύνορα εφρουρούσα. 300
Πέρασα<ν> μήνες 4 και σε φυλάκιον επήγα
εις το χωρίον Τσαμαντά κοντά στην πυραμίδα.
Την περιοχή του Τσαμαντά πήγα με μία ομάδα
και ήμουνα αρχιφύλακας και τα περνούσα θάγμα.
Απεκεί ψηλά βλέπαμε την Βόρειον Ήπειρό μας 305
που την κατέχα<ν> Αρβανοί και είναι το όνειρό μας.
Πολλά χωριά ελληνικά βλέπαμε απέναντί μας
στο βάθος και την Κορυτσά την σκλάβα Αδελφή μας.
Και το φανταζόμαστε και το επιθυμούμε
πότε να έρθει ένας καιρός με αυτούς να ανταμωθούμε. 310
Και όλες οι περιοχές ωσά<ν> θλιμμένες μοιάζου<ν>
και κάτου στην μικρή σκλαβιά πολύ βαριά στενάζου<ν>.
Στενάζου<ν> και γιατί σκλαβιά μα και στο καθεστώτο
που είναι κομμουνιστικόν με της Ρωσίας τον τρόπο.
Και εμείς εδώ που είμαστε που το χακί φορούμε 315
τους βλέπουμε από κοντά πολύ αγαναχτούμε.
Τση Ήπειρος χώματα ιερά που τόσο εμείς ποθούμε
γιατί είναι των προγόνων μας τώρα άλλοι τα πατούνε.
Βλέπει<ς> Στρατιώτες Αρβανούς με πείσμα να φρουρούνε
και εμείς οπού τους βλέπομε πολύ αγαναχτούμε. 320
Όλα τα Ελληνόπουλα πολύ επιθυμούνε
να έρθει μία μέρα λαμπερή στην Κορυτσά να μπούμε.
Να την ελευθερώσουμε δική μας για να γίνει
και η Ήπειρος ολόκληρη ελληνική να γίνει.
Ο πόθο<ς> μας να εχπληρωθεί καθώς το επιθυμούμε 325
τα όπλα μας να τιμήσουμε και εμείς να δοξαστούμε.
Αυτά που οι πιο παλιοί από εμάς μάχες σκληρές εκάνα<ν>
στο Γράμμο εις την Κόνιτσα και ιστορική Μουργάνα.
Και εμείνα<ν> εκεί πολλά κορμιά αλλά εδοξαστήκα<ν>
διότι εφέρα<ν> την Λευτεριά και όλη παραδεχτήκα<ν>. 330
Όλοι οι γύρω μας εχθροί το έχουνε καταλάβει
πως πολεμούμε οι Έλληνες να μην γίνομε σκλάβοι.
Τση Ελλάδα<ς> χώματα ιερά που για αυτά αγρυπνούμε
να μην τα πάρου<ν> οι βάρβαροι να τα ποδοπατούνε.
Και ηδέν (sic) ποτέ θα ανεχτού<ν> οι Έλληνες σκλαβία 335
θα πολεμού<ν> έως ενός για τη<ν> Ελευτερία.
Διότι και οι προγόνοι μας σκληρά επολεμήσα<ν>
την δόξα και τη λευτεριά σε εμάς τήνε αφήσα<ν>.
Έτσι λοιπόν πρέπει και εμείς με πίστη να φυλάμε
τα ιερά τα χώματα ξένοι να μην ΠΑΤΑΝΕ. 340
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
1. Δημητρίου Σ. Λουκάτου, Εισαγωγή στην Ελληνική Λαογραφία, εκδ. Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1977, σ. 205-225.
2. ό.π., σ. 181.
3. Βλ. Λεωνίδα Χ. Ζώη, Λεξικόν Ιστορικόν και Λαογραφικόν της Ζακύνθου, εκδ. εκ του Εθνικού Τυπογραφείου, Αθήναι 1963, τ. 1, 100 εξ.
4. Βλ. Διονύση Φλεμοτόμου, Προλεγόμενα στο, Ομιλίες Ο Κρίνος, Η Χαραυγή, Ο Μυρτίλος και η Δάφνη, εκδόσεις Θέατρο Αβούρη, Ζάκυνθος 1996, τ. 1, 7-13.
Για το μεγάλο αυτό θέμα, βλ. επίσης α) «Δεκαήμερο Αναγεννησιακού Λαϊκού Θεάτρου Δεκέμβριος 2000», (οργανωτές: Δημοτική Επιχείρηση Πολιτιστικής Ανάπτυξης Ζακύνθου, Θέατρο τση Ζάκυνθος, Astragali Teatro di Lecce) Πρακτικά, Ζάκυνθος χ.χ., β) Πρακτικά Α΄ Διεθνούς Συνάντησης Λαϊκού Θεάτρου, (Ζάκυνθος 27-28-29 Σεπτεμβρίου 2002), Ζάκυνθος 2003, γ) Πρακτικά Β΄ Διεθνούς Συνάντησης Λαϊκού Θεάτρου, (Ζάκυνθος 21-22-23 Νοεμβρίου 2003), Ζάκυνθος 2004.
5. Βλ. Λεωνίδα Χ. Ζώη, ό.π., σ. 595.
6. Ο Λάμπρος Κολυβάς χειροτονήθηκε Διάκονος στις 22 Ιανουαρίου 1977, Πρεσβύτερος στις 12 Μαρτίου 1977, ενώ το οφίκιο του Οικονόμου και την πνευματική πατρότητα έλαβε στις 25 Μαΐου 2004.
7. Βλ. Λεωνίδα Χ. Ζώη, ό.π., 322.
8. Περιοχή στα Ιωάννινα.
9. Ηπειρωτικό χωριό της επαρχίας Δωδώνης, του νομού Ιωαννίνων, με 239 κατοίκους (απογραφή 1991, Νέον Μπιζάνιον). Στο μικρό βουνό της περιοχής είχαν κάνει οχυρωματικά έργα Γερμανοί μηχανικοί και στρατιωτικοί και το οχυρό αυτό κράτησε πολύ χρόνο τις επιθέσεις του ελληνικού στρατού στον Α' Βαλκανικό πόλεμο τον Ιανουάριο και Φεβρουάριο του 1913. Ως το Δεκέμβριο του 1912 τα στρατεύματά μας, με αρχηγό το στρατηγό Σαπουντζάκη, έδιναν μάχες για να καταλάβουν το Μπιζάνι, χωρίς αποτέλεσμα. Τον Ιανουάριο όμως ενισχύθηκαν με την 4η και την 6η μεραρχία και με βαρύ πυροβολικό και την αρχηγία την πήρε ο διάδοχος Κωνσταντίνος. Τότε έγιναν δύο επιθέσεις: Η μία στις Ιανουαρίου κι η άλλη στις 19-20 Φεβρουαρίου, με αποτέλεσμα να πέσει με ελιγμό το Μπιζάνι, αφού κατέλαβαν πρώτα τα Ιωάννινα. Η μάχη του Μπιζανίου είναι απ' τις ενδοξότερες σελίδες της ιστορίας μας. [Στοιχεία από την διαδικτυακή «Ελληνική Ελεύθερη Εγκυκλοπαίδεια» (www.livepedia.gr)].
10. Ο Ιωάννης Βελισσαρίου (Κύμη Εύβοιας, 26 Νοεμβρίου 1861 - Κρέσνα, 12 Ιουλίου 1913) ήταν στρατιωτικός του Ελληνικού Στρατού, ήρωας των Βαλκανικών Πολέμων. Διακρίθηκε στην μάχη για την κατάληψη των Ιωαννίνων και την Μάχη της Κρέσνας, όπου σκοτώθηκε.
11. Οι Φιλιάτες, κωμόπολη, έδρα του ομώνυμου Δήμου, πρωτεύουσα της επαρχίας Φιλιατών του νομού Θεσπρωτίας. Το 1991 είχε 2591 κατοίκους.
12. Πλαίσι ή Πλαίσιον, χωριό της επαρχίας Φιλιατών, 12 χιλιόμετρα από τους Φιλιάτες, με περίπου 200 κατοίκους.
13. Ο Τσαμαντάς, χωριό της Θεσπρωτίας στην Ήπειρο, είναι χτισμένο στους πρόποδες της Μουργκάνας, μια ανάσα από τα Ελληνο-αλβανικά σύνορα. Την ονομασία του οφείλει, σύμφωνα με τον τσαμαντιώτη λόγιο Νικόλαο Νίτσο, στην μεγάλη βυζαντινή οικογένεια των Τσαμαντούρων, στους οποίους δόθηκε (13ος αιώνας) ως φέουδο η περιοχή.
Κεφαλοχώρι της επαρχίας Φιλιατών πριν τον B' παγκόσμιο πόλεμο, σήμερα αριθμεί μερικές δεκάδες κατοίκων και υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φιλιατών. [Πληροφορίες από τον επίσημο ιστότοπο του χωριού στο www.tsamantas.com ]
14. Στη μεταγραφή του ποιήματος ρυθμίστηκαν σιωπηρά οι στίχοι και η ορθογραφία.
1. Δημητρίου Σ. Λουκάτου, Εισαγωγή στην Ελληνική Λαογραφία, εκδ. Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1977, σ. 205-225.
2. ό.π., σ. 181.
3. Βλ. Λεωνίδα Χ. Ζώη, Λεξικόν Ιστορικόν και Λαογραφικόν της Ζακύνθου, εκδ. εκ του Εθνικού Τυπογραφείου, Αθήναι 1963, τ. 1, 100 εξ.
4. Βλ. Διονύση Φλεμοτόμου, Προλεγόμενα στο, Ομιλίες Ο Κρίνος, Η Χαραυγή, Ο Μυρτίλος και η Δάφνη, εκδόσεις Θέατρο Αβούρη, Ζάκυνθος 1996, τ. 1, 7-13.
Για το μεγάλο αυτό θέμα, βλ. επίσης α) «Δεκαήμερο Αναγεννησιακού Λαϊκού Θεάτρου Δεκέμβριος 2000», (οργανωτές: Δημοτική Επιχείρηση Πολιτιστικής Ανάπτυξης Ζακύνθου, Θέατρο τση Ζάκυνθος, Astragali Teatro di Lecce) Πρακτικά, Ζάκυνθος χ.χ., β) Πρακτικά Α΄ Διεθνούς Συνάντησης Λαϊκού Θεάτρου, (Ζάκυνθος 27-28-29 Σεπτεμβρίου 2002), Ζάκυνθος 2003, γ) Πρακτικά Β΄ Διεθνούς Συνάντησης Λαϊκού Θεάτρου, (Ζάκυνθος 21-22-23 Νοεμβρίου 2003), Ζάκυνθος 2004.
5. Βλ. Λεωνίδα Χ. Ζώη, ό.π., σ. 595.
6. Ο Λάμπρος Κολυβάς χειροτονήθηκε Διάκονος στις 22 Ιανουαρίου 1977, Πρεσβύτερος στις 12 Μαρτίου 1977, ενώ το οφίκιο του Οικονόμου και την πνευματική πατρότητα έλαβε στις 25 Μαΐου 2004.
7. Βλ. Λεωνίδα Χ. Ζώη, ό.π., 322.
8. Περιοχή στα Ιωάννινα.
9. Ηπειρωτικό χωριό της επαρχίας Δωδώνης, του νομού Ιωαννίνων, με 239 κατοίκους (απογραφή 1991, Νέον Μπιζάνιον). Στο μικρό βουνό της περιοχής είχαν κάνει οχυρωματικά έργα Γερμανοί μηχανικοί και στρατιωτικοί και το οχυρό αυτό κράτησε πολύ χρόνο τις επιθέσεις του ελληνικού στρατού στον Α' Βαλκανικό πόλεμο τον Ιανουάριο και Φεβρουάριο του 1913. Ως το Δεκέμβριο του 1912 τα στρατεύματά μας, με αρχηγό το στρατηγό Σαπουντζάκη, έδιναν μάχες για να καταλάβουν το Μπιζάνι, χωρίς αποτέλεσμα. Τον Ιανουάριο όμως ενισχύθηκαν με την 4η και την 6η μεραρχία και με βαρύ πυροβολικό και την αρχηγία την πήρε ο διάδοχος Κωνσταντίνος. Τότε έγιναν δύο επιθέσεις: Η μία στις Ιανουαρίου κι η άλλη στις 19-20 Φεβρουαρίου, με αποτέλεσμα να πέσει με ελιγμό το Μπιζάνι, αφού κατέλαβαν πρώτα τα Ιωάννινα. Η μάχη του Μπιζανίου είναι απ' τις ενδοξότερες σελίδες της ιστορίας μας. [Στοιχεία από την διαδικτυακή «Ελληνική Ελεύθερη Εγκυκλοπαίδεια» (www.livepedia.gr)].
10. Ο Ιωάννης Βελισσαρίου (Κύμη Εύβοιας, 26 Νοεμβρίου 1861 - Κρέσνα, 12 Ιουλίου 1913) ήταν στρατιωτικός του Ελληνικού Στρατού, ήρωας των Βαλκανικών Πολέμων. Διακρίθηκε στην μάχη για την κατάληψη των Ιωαννίνων και την Μάχη της Κρέσνας, όπου σκοτώθηκε.
11. Οι Φιλιάτες, κωμόπολη, έδρα του ομώνυμου Δήμου, πρωτεύουσα της επαρχίας Φιλιατών του νομού Θεσπρωτίας. Το 1991 είχε 2591 κατοίκους.
12. Πλαίσι ή Πλαίσιον, χωριό της επαρχίας Φιλιατών, 12 χιλιόμετρα από τους Φιλιάτες, με περίπου 200 κατοίκους.
13. Ο Τσαμαντάς, χωριό της Θεσπρωτίας στην Ήπειρο, είναι χτισμένο στους πρόποδες της Μουργκάνας, μια ανάσα από τα Ελληνο-αλβανικά σύνορα. Την ονομασία του οφείλει, σύμφωνα με τον τσαμαντιώτη λόγιο Νικόλαο Νίτσο, στην μεγάλη βυζαντινή οικογένεια των Τσαμαντούρων, στους οποίους δόθηκε (13ος αιώνας) ως φέουδο η περιοχή.
Κεφαλοχώρι της επαρχίας Φιλιατών πριν τον B' παγκόσμιο πόλεμο, σήμερα αριθμεί μερικές δεκάδες κατοίκων και υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φιλιατών. [Πληροφορίες από τον επίσημο ιστότοπο του χωριού στο www.tsamantas.com ]
14. Στη μεταγραφή του ποιήματος ρυθμίστηκαν σιωπηρά οι στίχοι και η ορθογραφία.