[Ομιλία κατά την υποδοχή του συγγραφέως ως Αντεπιστέλλοντος Μέλους του Φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασσός», στις 14 Ιανουαρίου 1999] 1
Έναστρος κάμπος
ασημένια λιόφυτα
λάμψη αλλότρια
......
Πυρσός ο Λόγος
στ’ αλωνάκι του Στράνη
φυσάει λεβάντες.
Π.Κ. 2
Έναστρος κάμπος
ασημένια λιόφυτα
λάμψη αλλότρια
......
Πυρσός ο Λόγος
στ’ αλωνάκι του Στράνη
φυσάει λεβάντες.
Π.Κ. 2
Απαντώντας στην τόσο απρόσμενη και ιδιαίτερα κολακευτική για μένα είδηση της εκλογής μου ως Αντεπιστέλλοντος Μέλους του «ΠΑΡΝΑΣΣΟΥ», κατέθεσα σε σχετική επιστολή μου (μαζί με τις εκ βαθέων ευχαριστίες μου, τις οποίες επαναλαμβάνω ενώπιόν Σας απόψε) «την ειλικρινή μου παραδοχή, ότι η όποια προσωπική μου συνεισφορά στην τοπική πνευματικότητα […] ψάχνει τόπο να σκηνώσει στην παρασκιά δυσθεώρητων και ανεπανάληπτων γόνων του νησιού μας (πρωτόλεια και ασθμαίνουσα) […] 3».
Θεωρώ αναγκαίο –από την τιμητική αυτή θέση- να Σας βεβαιώσω, ότι τούτο δεν υπήρξε απλώς ευκαιριακό λεκτικό σχήμα ή συνήθης ταπεινολογία, αλλά κατάθεση ειλικρίνειας και απότιση βαθέος σεβασμού προς τον επιδεξιότερο (κυρίως) Πλοηγό μας στο βαθυκύανο πέλαγος της ελληνικής ποιητικότητας, τον αναστάσιμο –εννοώ- ΔΙΟΝΥΣΙΟ ΣΟΛΩΜΟ, προς τον Οποίον ευλαβικά στρέφω (όπως άλλωστε ο καθένας μας) «Πάντ’ ανοιχτά, πάντ’ άγρυπνα, τα μάτια της ψυχής μου», για να χρησιμοποιήσω λόγο δικό του.
Τι ανάλογο δύναται ή δικαιούται ν’ αρθρώσει ένας σύγχρονος Ζακύνθιος για τον κραταιότερο των Ζακυνθίων; Τι λεκτικά στέφη να πλέξει ένας εφήμερος στιχοπλόκος της λεγόμενης «γενιάς του ιδιωτικού οράματος» 4 για τον Αρχιμάστορα του ελληνικού Λόγου κι εκφραστή των εθνικών (αλάλητων) καημών; Τι εγκώμια να συνθέσει ένας κάποιος ιερωμένος για τον Ένα Διονύσιο, τον ασκητή «εγκάτοικο» του Αγίου Λύπιου, τον αυτήκοο μάρτυρα των σεπτών Παθών του Γένους, ο οποίος αναπνέει διαρκώς μέσα στο Αποκαλυπτόμενο Μυστήριο με την άνεση πολιού αναχωρητή, κατέχοντας απέξω κι ανακατωτά τη διάλεκτο και τους ιδιωματισμούς του Απείρου; Κι όλες αυτές οι προσωπικές μου επιφυλάξεις, με δεδομένη και δεσμευτική (έως απαγορευτική σχεδόν) την περίπτωση του τελευταίου ιερατικού των Ποιητών, του Οδυσσέα Ελύτη, ο οποίος με συστολή και περίσκεψη παραδεχόταν παλαιότερα: «Η υπόθεση Σολωμού είναι πολύ μεγάλη και ιερή για μένα. Μιαν ολόκληρη ζωή περιμένω να αισθανθώ ώριμος για να μιλήσω όπως τού αξίζει. Και η στιγμή δεν έφθασε. Ίσως δεν φθάσει ποτέ. Οπωσδήποτε δεν θα ήθελα να κάνω κάτι συμβατικό» 5. Μόλις το 1991, στην εποχή της ωριμότητας και της πνευματικής του καθαρότητας πλέον, μες από «Τα ελεγεία της Οξώπετρας», ορθρώνοντας μάλιστα ανθηρότατο μεγαλυνάριο «συντριβής και δέους», τον γεραίρει, μεταξύ άλλων, μ’ ετούτα τα λόγια:
«Γιατί σ’ είχε ανάγκη κάποτε τα χείλη σου χρύσωσε ο Θεός
……………………………………………………………..
Που μόνο η σκέψη σου μού 'καψε όλα τα χειρόγραφα
……………………………………………………………..
Ο άγνωστος που υπήρξα πάλι ο άγνωστος να γίνω» 6.
Ποιος; Ο Ελύτης, μπροστά στον Σολωμό!... Παραδέχεται, ότι υπήρξε ένας «άγνωστος», ο οποίος θα ξαναέλθει στην αγνωσία και την αφάνεια… Ποιος; Ο Ελύτης!!!
Τολμώ, παρ’ όλ’ αυτά –κατά τρόπο λες θρασύ, σχεδόν ιδιότροπο και συνεπώς βέβηλο, ελπίζω πάντως (ως εκ τούτου γόνιμο)- να τον κατασκοπεύσω έστω και από την «κλειδωνότρουπα», που θάλεγε κι ο ίδιος, να τον ιδώ θεοπρεπή και ωραίον, παραδομένον εντούτοις σε πειρασμούς εσώψυχους και στοχασμούς των ορίων. Διατηρώ πάντα την «τρελή» πεποίθηση, ότι ο Σολωμός συνεχίζει να κυκλοφορεί ευθυτενής και αρχοντικός δίπλα μας, γύρω μας, πίσω από τα γνώριμα (και μη εξαιρετέα) πεζούλια και τα μακρόβια λιόφυτα του Μπόχαλη. Σε μια προηγούμενη μάλιστα «παρακολούθηση» τον είχα επισημάνει ως εξής:
«Νια Παρασκευή
κι ο Σολωμός θεάται
στο Κοιμητήρι.
……………….
Εσπέρα Μαγιού
βολτάρει στο Ψήλωμα
αλύπιος δήθεν» 7.
Σάς εξομολογούμαι, ότι κάθε φορά που, οδεύοντας άπολις προς την πόλη της Ζακύνθου, περνώ απ’ τον Λόφο του Στράνη (πολυάσχολος ή αφηρημένος, προβληματιζόμενος ή αγχωμένος για τα πλείστα όσα, περιπεπλεγμένος σε χίλιες δυο μέριμνες βιοτικές), νιώθω τον πανίερο κι ευεργετικό Ήσκιο του αεί παρόντα (μα λανθάνοντα, ευτυχώς), να γυροδιαβαίνει αθέατος και μονήρης τα στοιχισμένα λεωφορεία, με τα οποία εκδράμουν εκ περάτων συνήθως (προς χάριν του, υποτίθεται) τα Κ.Α.Π.Η. και ο μαθητόκοσμος, ορδές σχετικοασχέτων. Τον διαισθάνομαι, να ξαποσταίνει στα ερωτόσημα παγκάκια του Λόφου, να ψαύει αναγνωριστικά τ’ ανεξήγητα γράφιτι των αρχαίων κυπαρισσιών του τριγύρω ευφρόσυνου χώρου, να λερώνει απορημένος τα υποδήματά του ενίοτε στα παρατημένα από χθες βράδυ φονικά εργαλεία των εφηβικών δήθεν παραδείσων, που –δυστυχώς- ευδοκιμούν εκεί. «Εάν οι άνθρωποι σιωπήσωσιν, οι λίθοι κεκράξονται» 8 για Εκείνον και για τους νεότερους όλους εμάς, για τα πάρεργα έργα μας και τις ανήμερες ημέρες μας, τα πρώιμα και τα ύστερα, την Ποίηση θαρρείς και την εν γένει των καιρών μας αντι-ποίηση.
Αν ο καθένας από εμάς, διαπλέοντας αναπόφευκτα κάποια στιγμή την προσωπική του εξόδιο Αχερουσία, εγκαταλείπει στα μετόπισθεν –έτσι κι αλλιώς- ανεξίτηλα χνάρια παντού (όπου ακράγγιξε η ψυχή και η δημιουργική ενέργεια του νου και του σώματος), πόσο μάλλον ο Σολωμός, ο οποίος συμπύκνωσε με απαράμιλλη σοφία και παρήγαγε καλλίκαρπα, με θαυμαστή γλωσσική και νοηματική δεξιότητα, τις μύριες όσες της καρδιάς κρυφιότητες και κυμάνσεις, αθανατίζοντάς τες «Μεσ’ στ’ Άγιο Βήμα της ψυχής», με κυρίαρχη μυστική μέθοδο (μονόδρομο) το «Φως που πατεί χαρούμενο τον Άδη και το Χάρο», διότι –θέλοντας και μη- «Πολλοί 'ναι οι δρόμοι πώχει ο νους», όπως ο ίδιος παραδέχεται.
Οι στίχοι του (λαβυρινθώδεις και αλλοπρόσαλλοι στ’ Αυτόγραφα θαρρείς, παραμυθητικοί έως «φιλοκαλίας» στην ακρόασή τους), διαθέτουν όντως «οσμήν ευωδίας πνευματικής», έτσι που νύσσουν δημιουργικά, ή μάλλον κατανύσσουν αγαπητικά, τον υποψιασμένον αναγνώστη. Με τις ποιητικές του (αυτο)σχεδίες διαπερνά εκείθεν το Πρόσωπο, τις ταλανιζόμενες ελπίδες, τις αγάπες, τα νοούμενα και τα υπονοούμενα. Με τις εαρινές του εξάρσεις –διαρκούντος μάλιστα του αισθητού χειμώνα και του υπεραισθητού εσώτατου και μόνιμου ψύχους, του ορατού ψεύδους και του αόρατου πολέμου- ανάγει και καταξιώνει σε ύψος περιωπής λέξεις, τοπία, αισθήματα, πτώσεις και αναστάσεις, έμψυχα, εσώψυχα και άψυχα, ιδέες και ύλη, όνειρα και ρεαλισμό, σάτιρες ή λυγμούς, φαρμακωμένους, φεγγαροντυμένους ή λαμπροφόρους αμαρτωλούς, λυτρωμένους ωστόσο. Ερανίζομαι λιγοστούς σολωμικούς δεκαπεντασύλλαβους από τους «Ελεύθερους Πολιορκημένους», υποστηρικτικούς της διασώζουσας αναγωγικότητας, την οποίαν επιτυγχάνει ο Ποιητής:
Τρέμ’ η ψυχή και ξαστοχά γλυκά τον εαυτό της.
άμε, χρυσ’ όνειρο, και συ με τη σαβανωμένη.
Θύρες ανοίξτ’ ολόχρυσες για τη γλυκειάν ελπίδα.
Κρυφή χαρά 'στραψε 'ς εσέ κάτι καλό 'χει ο νους σου.
Ετούτ’ είν’ ύστερη νυχτιά˙ όλα τ’ αστέρια βγάνει.
Μια φούχτα χώμα να κρατώ και να σωθώ μ’ εκείνο.
Κι’ άνθιζε μέσα μου η ζωή μ’ όλα τα πλούτια πώχει.
Ολίγο φως και μακρινό σε μέγα σκότος κ’ έρμο.
Για να μού ξεμυστηρευθή τα αινίγματα τα θεία.
Στον κόσμο τούτον χύνεται και 'ς άλλους κόσμους φθάνει.
Αηδονολάλειε στήθος μου, πριν το σπαθί σε σχίση.
Σαν ήλιος, οπού ξάφνου σκει πυκνά και μαύρα νέφη.
Τι παράδοξο, αλήθεια! Αν προσέξατε, θα διαπιστώσετε αμέσως τούτο: Οι εντελώς τυχαία επιλεγμένοι αυτοί σολωμικοί στίχοι διαθέτουν τόσην ευπλασία και τέτοια ζωντάνια υφής και ήθους, ώστε ο ανυποψίαστος ακροατής τους, να θεωρήσει ενδεχομένως, ότι βρίσκονται αρμοσμένοι στο ίδιο και το αυτό ποίημα, με άρτιο νόημα και αυτόνομη δομή. Μόνο στον Σολωμό –θεωρώ- και στα ιερά του στιχηρά θα μπορούσε να ισχύει το απρόβλεπτο ετούτο.
«Η Γυναίκα της Ζάκυνθος» αποπνέει σαφέστατα την ίδια υπερβατική ευωδία, που αναδίνουν τα εξαίσια εκείνα έργα της Αποκαλυπτικής Γραμματείας των δύο πρώτων μετά Χριστόν αιώνων και δεν εννοώ μονάχα την «Αποκάλυψη» του Ιωάννου, κάτι που ήδη έχει από τους ειδικούς επισημανθεί. Ο έγκριτος Πατρολόγος Παναγιώτης Χρήστου έχει υποστηρίξει, ότι «γενικώς το περιεχόμενον των αποκαλυπτικών κειμένων χαρακτηρίζεται από την παρουσίαν εκστατικών φαινομένων, κατά τα οποία παρατηρείται αλλοίωσις της λειτουργίας των κοσμικών νόμων, όρασις παραδόξων πραγμάτων, διάνοιξις ουρανών, ουρανία ανάβασις, άκουσμα θείας φωνής, παρουσίασις ουρανίων βιβλίων, μελώδησις ύμνων από ουρανίους χορούς, ταλανισμοί και αφορισμοί. Είναι εύλογον ότι τοιαύτα κείμενα γράφονται εις ύφος μυστηριώδες, συμβολικόν, το οποίον συχνάκις τονίζεται δια της παρεμβάσεως ποιητικών στίχων ή δια συνολικής συνθέσεως εις στίχους» 9.
Παρόμοια συμβαίνουν κατ’ αντιστοιχίαν στη σολωμική «αποκάλυψη». Δείτε με προσοχή τη «Γυναίκα της Ζάκυθος»!... Πρόκειται περί οράματος του έμπειρου στη θέα των αθεάτων και ταυτόχρονα κριτικού οφθαλμού του πολυπικραμένου Ιερομονάχου, ο οποίος, ασχολούμενος συνήθως με «κάτι υπόθεσες ψυχικές», οδηγείται τώρα, να γυρέψει «ένα κλωνί αλάτι μες στο θερμό». Κι όμως, το επιτυγχάνει! Οι ξεσπιτωμένες εξάλλου Μεσολογγίτισσες ζητιανεύουν δίχως πια ίχνος ντροπής από πόρτα σε πόρτα υπέρ του κοινού της πόλης τους αγώνα. Υπάρχουν δυο καίρια (κατ’ εμέ, σπαραχτικά) χωρία μέσα στο σχετικό αινιγματώδες κείμενο, τα οποία προσεγγίζω ανέκαθεν με βουβό λυγμό (δεν ξέρω γιατί) και αξίζει –πιστεύω- να μνημονευθούν εδώ:
[Κεφ. ΙΙΙ]
3. Στην αρχή εντρεπόντανε νά ‘βγουνε και επροσμένανε να βραδιάσει για ν’ απλώσουν το χέρι, επειδή δεν ήτανε μαθημένες˙
[…………………………………………………………..]
6. Αλλά, όταν επερισσέψανε οι χρείες, εχάσανε την <ν>τροπή, ετρέχανε ολημερνίς.
Άλλωστε, ο ίδιος ο Ποιητής διαπιστώνει πικρότατα στον «Ύμνον εις την Ελευθερίαν» [στ. 10], ότι
δεν είν’ εύκολες οι θύρες
εάν η χρεία τες κουρταλή.
Όποιος βρει την ευκαιρία να επισκεφτεί τον κρημνώδη λόφο και ναό του Άι Λύπιου, την ώρα μάλιστα, που «θολώνουνε τα νερά», θα οσμησθεί αναμφίβολα το πέρασμα πριν από λίγια μόλις δευτερόλεπτα του ασκητικού Ήσκιου του προορατικού «εγκατοίκου», θ’ ακούσει ν’ αλυχτάν ή και να βαΐζουν τα διαχρονικά και γνώριμα «ψωρόσκυλα». Θ’ αφουγκρασθεί καταρούσες γερόντισσες «γονατισμένες και ξέπλεκες» επί το έργον, θα ξεδιακρίνει ανέραστες γυναίκες και ήδη γέροντες εφήβους της μοντέρνας φτωχοπροσφυγιάς στο έλεος των όσων αγαθών ή παμπόνηρων εντοπίων. Θα νιώσει οπωσδήποτε μια και δυο φορές την ημέρα «να τρέμει η γη από κάτου από τα πόδια». Θα εισοδεύσει επιτέλους «στον φαινούμενο και στον αόρατο κόσμο», στ’ Όνειρο λες, ή στο παρακείμενο έστω σπήλαιο τ’ ανεξερεύνητο, εκεί όπου θα κολάζεται αέναα η κακάσχημη Γυναίκα.
Κι αν η επίσκεψη συμπέσει με Κυριακή του Αντίπασχα (ή, καλύτερα, των άπιστων Θωμάδων) στο Πανηγύρι του Άι Λύπιου, η Λύπη αίφνης καταργείται, διότι ως «λύτρον λύπης» (κατά την ορθόδοξη υμνογραφία) η κοσμοχαρμόσυνη «ημέρα της Λαμπρής» -και μάλιστα «με καθαρώτατον ήλιον»- αποτελεί τον ιαματικό καταλύτη του Επάνω και του Κάτω Κόσμου. Τότε ασφαλώς «ομπροστά στους Αγίους», μες από τις θαμνώδεις των εκκλησιών (κατά την απαράβατη τοπική παράδοση) δάφνες της Ανάστασης, θα μεταλάβει πανευφρόσυνα του ακριβού και αυθεντικού νοήματος της ύπαρξης (Σώματος κι Αίματος Ζωής), ενώ η Γυναίκα, μαζί και ο Λάμπρος ο πολύαθλος, από το αλωμένο ήδη Κράτος του Θανάτου
Πάντα χτυπάει, σαν νάλπιζε εκεί κάτω
ν’ αγροικηθή στης κόλασης τον πάτο.
(Ο Λάμπρος)
Ο Ελύτης πάντως, ευρισκόμενος προσκυνητής ευλαβικός το 1980 στη Ζάκυνθο, διαρκούντος μάλιστα του «Χριστός Ανέστη» εκείνης της χρονιάς, κατόρθωσε (όπως ο ίδιος δήλωσε τότε) «ν’ αναβαπτισθεί στο πνεύμα του Σολωμού […]» 10 και κατέθεσε, μες από τον «Μικρό Ναυτίλο» του, ένα «στιγμιότυπο» του έκτακτου συγκλονισμού, τον οποίον υπέστη:
«Δειλινό στο Ακρωτήρι, στο παλιό σπίτι του Διονυσίου Σολωμού. Μπρος από το μεγάλο, στρογγυλό, πέτρινο τραπέζι του κήπου. Δέος και σιωπή. Και συνάμα υπόκωφη, παράξενη παρηγορία» 11.
Ο πρώτος (και μοναδικός) σχολιασμός, που μού 'ρχεται στο νου, βιώνοντας τέτοιες επινίκιες προοπτικές, είναι κάποιοι στίχοι από τον ύμνο του Μεγάλου Σαββάτου τον Χερουβικό, που με καθήλωνε ανέκαθεν:«Σιγησάτω πάσα σαρξ βροτεία και στήτω μετά φόβου και τρόμου και μηδέν γήινον εν εαυτή λογιζέσθω».
Τα πρόσωπα, τα προσωπεία, οι χρονικές διαδοχές, οι διαδρομές και τα τοπία στο σολωμικό corpus (αν βέβαια ιδωθούν μετά από μια δεύτερη μα και τρίτη ανάγνωση) δεν υπόκεινται σε λογικούς συνειρμούς. Ο Διονύσιος, ως όντως Ποιητής, αυτοαναιρείται και αυτοκαθαίρεται. Είναι απρόβλεπτος, ένας, μονήρης και μοναδικός. Εκεί που πονάει, συμπονά, γλυκαίνει κι ευφραίνεται. Εκεί που σατιρίζει και κολάζει, κολάζεται. Εκεί που ανασταίνει, ανασταίνεται. Εκεί που πεθαίνει, ερωτεύεται. Ταυτόχρονα, εξαίρει (εμφυσώντάς τους μάλιστα δημιουργικό λογισμό) την πέτρα, το χορτάρι, το χώμα, το κρίνο, το πουλάκι, τα προβατάκια, το σπειράκι, το σκουληκάκι… Θα ημπορούσε κανείς να ισχυρισθεί, ότι πρόκειται για μιαν αποθέωση των ταπεινών, των άψυχων και των υποκοριστικών, για μιαν εκτεταμένη επικράτεια των Πραγμάτων στην αρχαϊκή τους αθωότητα.
Να μια ενδεικτική, όχι ασφαλώς εξαντλητική, ανθολόγηση:
λαλεί το πουλάκι
[…………..]
και βρίσκει σπειράκι
Λευκό βουνάκι πρόβατα κινούμενο βελάζει
Το σκουληκάκι βρίσκεται ‘ς ώρα γλυκειά κι εκείνο
η μαύρη πέτρα ολόχρυση και το ξερό χορτάρι
λούλουδα μύρια, που καλούν χρυσό μελισσολόι («Ελεύθεροι Πολιορκημένοι»)
Έλαμπε αχνά το φεγγαράκι – ειρήνη
όλην, όλη την φύσι ακινητούσε,
και μέσα από την έρημη την κλίνη
το αηδόνι τα παράπονα αρχινούσε˙ («Η σκιά του Ομήρου»)
Τ’ αρνί μόνον ακλούθαε, μπε-μπε, μπε-μπε φωνάζει («Ο θάνατος της ορφανής»)
βούιζε εδώθε η καλαμιά, 'κείθε το κυπαρίσσι («Ο θάνατος του βοσκού»)
δροσάτο αεράκι
μέσα σε ανθότοπο
Όλα την έκραζαν
όλα τ’ αστέρια («Η ψυχούλα»)
Δεν ακούεται ούτ’ ένα κύμα
εις την έρμη ακρογιαλιά˙
λες και η θάλασσα κοιμάται
μες στης γης την αγκαλιά («Γαλήνη»)
Δεν άκουες βάδισμα
χαμένου σκύλου˙
πουλιού δεν άκουες
λάλημα, ή χείλου.
ή κλωνοφλίφλισμα
να πνέη τερπνά («Ο Λάμπρος»)
κ’ η θάλασσα, που σκίρτησε σαν το χοχλό που βράζει,
ησύχασε και έγινε όλο ησυχία και πάστρα
σαν περιβόλι ευώδησε κι’ εδέχτηκε όλα τ’ άστρα («Ο Κρητικός»)
Γελάς κι’ εσύ στα λούλουδα, χάσμα του βράχου μαύρο («Ο Πόρφυρας»)
Στενός ο τόπος, σκοτεινός, κι’ εβρόντουνε από γέλια («Νικηφόρος Βρυένιος»)
Σαστίζ’ η γη κ’ η θάλασσα κι’ ο ουρανός το τέρας,
το μέγα πολυκάντηλο μεσ’ στο ναό της φύσης,
κι’ αρμόζουν διάφορο το φως χίλιες χιλιάδες άστρα («Carmen Seculare»)
Όλα ετούτα και άλλα τόσα απαρτίζουν την κατ’ εξοχήν ηρωική σολωμική κουστωδία. Οι άλλοι, οι σε πρώτη ανάγνωση διαφαινόμενοι πρωταγωνιστές (οι Μεσολογγίτισσες, ο Σουλιώτης, ο Λάμπρος, η Μαρία, η τρελή μάνα, η Γυναίκα της Ζάκυνθος) στέκονται ουσιαστικά στον αντίποδα του ηρωισμού. Είναι αυτοί που είναι: Κλαίνε, φοβούνται, πενθούν, πολεμούν, τραγουδούν, γελούν, μοιρολογούν, υποψιάζονται, αμαρτάνουν, ελεούν, εγκληματούν, επαίρονται, προσεύχονται, κακιώνουν, ερωτεύονται, χορεύουν, θανατώνονται, ανασταίνονται… Πρόκειται –μ’ έναν λόγο- για σάρκινες και οστέϊνες υπάρξεις, που χαρακτηρίζονται από τη σύμφυτη ροπή στην πτώση, αλλά και την εξαιρετική δυνατότητα της ανόρθωσης. Πρόκειται για καθημερινούς ανθρώπους με πάθη, απάθειες, εμπάθειες, συμπάθειες, αντιπάθειες…
Γι’ αυτό ακριβώς ισχυρίσθηκα νωρίτερα, ότι ο Σολωμός είναι απρόβλεπτος. Η όλη περιρρέουσα ατμόσφαιρα, με συχνότερη εποχή στο ποιητικό του Μηνολόγιο τους φωτοειδείς Απρίλιο και Μάιο είναι αυτή, που ωθεί την Ψυχή σε υπερλογικές επιδόσεις. Ο εσώτερος Έρως για τα μικρά και τα παραθεωρημένα, τα ευτελή και δευτερεύοντα, εκρήγνυνται, μόλις απειληθούν κατά τι τ’ αγαπώμενα, εξαναγκάζοντας τον Άνθρωπο ν’ αμυνθεί μέχρις αίματος έναντι των επηρμένων κάθε λογής εναντίων πολιορκητών. Ο μυημένος, εξάλλου, σε «υπόθεσες ψυχικές» Ιερομόναχος χαριτώνεται να ιδεί την οργανική καταβαράθρωση της μυσαρής Γυναίκας, διότι πλέον έχει απροκάλυπτα (σχεδόν αναίσχυντα) κι εξαιτίας της σαλευτεί η ηθική (με όλες τις έννοιες) ισορροπία. Η Ύβρις, ως παρά φύσιν ενέργεια, δεν αντέχεται, γι’ αυτό ακριβώς και η Θεία Δίκη (παρά τη σαφέστατη θεολογική επ’ αυτού διαφοροποίηση) υπερισχύει στο Ποιητικό Δίκαιο, Οι Ποιητές υπολογίζουν διαιώνια στην άνωθεν Δίκη, αποβλέποντας μεσσιανικά σχεδόν σε αυτήν. Αίφνης, αναθυμούμαι τον Νίκο Εγγονόπουλο, ν’ ανακράζει:
«[………]
υ π ά ρ χ ε ι Θ ε ό ς!
όπως του δίκαιου το κάθε τι θε να γενή χαλάλι
ο ανομήσας –μη σας νοιάζη- θα κριθεί
ακούσατε τα λόγια αυτά του ποιητή:
Το άνομο ψωμί δεν ωφελεί
υπάρχει οπωσδήποτε Θεός:
τι κρίμα όμως νάν’ οι ανθρώποι τόσο λίγοι!» 12
Ξαναλέω και υποστηρίζω, ότι ο Σολωμός περιδιαβαίνει ευτυχώς ακόμη το γονικό του νησί, Ένας, Μονήρης και Μοναδικός, παρά τις πολυποίκιλες αλλαγές, που άφευκτα επήλθαν εν τω μεταξύ στον τόπο και στον τρόπο των Ζακυνθίων. Από θέση κυρίαρχη και κατά τρόπον αλλότριο για την πεπερασμένη μας νόηση, εμπνέει πάντα. Δεν θα σταθώ στη μετασολωμική τοπική διανόηση, η οποία ευκαίρως ακαίρως (ή του ύψους ή του βάθους) τον μνημονεύει 13, νοηματοδοτούμενη από την αεί παρουσία του. Θέλω να επιμείνω σε κάποιους (όχι λίγους) απλοϊκούς ποπολάρους, οι οποίοι ποτέ δεν έμαθαν, όχι το πού υπάρχει, αλλά τι εστί «σχολείο», μα που, μες από διεργασίες απερινόητες και ακατάληπτες, ένιωσαν τις ίδιες συθέμελες δονήσεις με τον κόντε Διονύσιο, τα αίματά τους αλληλοπεριχωρήθηκαν άγνωστο πώς και πότε, έτσι που παρήγαγαν (ως ανάγκη πλέον αναπνοής) στιχάκια σολωμίζοντα, δίχως ποτέ να υποψιασθούν (είμαι προς τούτο σίγουρος) ποιος, τι και πώς ο Σολωμός.
Έχω πρόχειρες δυο τέτοιες λανθάνουσες –μα συναρπαστικές- περιπτώσεις λαϊκών στιχοπλόκων, που έζησαν βίο στερημένο και αναπόδραστο, όπως άλλωστε χιλιάδες άλλου ανώνυμοι ποπολάροι των τελών του 19ου και αρχών του 20ού αιώνα. Το χωριό τους, τέσσερα μόλις χιλιόμετρα απ’ το Σολωμέικο, στη σκιά κυριολεκτικά του Ποιητή, στην αγκαλιά των λόφων. Το θαύμα συντελέστηκε: Ο ίδιος ευοίωνος αέρας, τα ίδια νηφάλια δέντρα, το ίδιο ευεργετικό νερό, ο ίδιος αλάλητος πόνος, οι ίδιοι πόθοι μεθυστικού, ο αυτός ομφάλιος λώρος της Παράδοσης 14 και μάλιστα των δημοτικών τραγουδιών μας, κυοφόρησαν και γέννησαν εντέλει στιχουργήματα της αυτής –τολμώ να πω- έντασης μ’ Εκείνον˙ τον Έναν, τον Μονήρη και Μοναδικό.
Γράφει η Αθηνά Ζαρκάδη 15 με κόκκινο μελάνι (χρώμα του σύντομου και του ακριβούς) σε σχισμένες σελίδες παλιού σχολικού τετραδίου, μ’ εντελώς ανορθόγραφη (τι Σας θυμίζει αυτό;) πλην όλο αυτοπεποίθηση και συναίσθημα γραφή:
α΄
Τυραννισμένε λογισμέ και νου βασανισμένε
β΄
Ο ήλιος αποφάσισε την πόρτα μου ν’ ανοίξει
να έμπει ένα χρυσό πουλί για να μού κελαδήσει
ν’ ανοίξει την καρδούλα μου να με παρηγορήσει.
Ένας άλλος λαϊκός ποιητάρης, ο Π. Κ. 16, που ξόδεψε τη σύντομη ζωή του μέχρι σταγόνας μεταξύ ταβερνείων, κιθάρας, στίχων και κρασιού (τί Σας θυμίζει ετούτο πάλι;) τραγουδούσε, για να ξεχάσει τον πρόωρο χαμό της μάνας των δεκαεπτά παιδιών του:
Ζητάω μνήμα έρημο, ζητώ το θάνατό μου
αφού εσένα έχασα, το δόλιο όνειρό μου.
Τα σχόλια δικά σας. Απλώς υπενθυμίζω: Οι δυο παραπάνω στιχοπλόκοι ποτέ δεν υποψιάστηκαν ποιος, τι και πώς ο Σολωμός.
Και τώρα, η ώρα του επιλόγου. Που σημαίνει, ότι θα έπρεπε να οδηγηθούμε σε σύνοψη, πόρισμα, κατακλείδα. Στη συγκεκριμένη όμως περίπτωση του Σολωμού, φαντάζει αδιανόητο κάτι τέτοιο, διότι γι’ Αυτόν, ό,τι κι αν ψελλίσεις, όσο κι αν επιθυμείς να πείσεις τον εαυτό σου, ότι προσέλαβες τα μηνύματά του, βρίσκεσαι ουσιαστικά σ’ ένα πρώτο πάντα (κατ’ επίφασιν ερμηνευτικό) στάδιο προσέγγισης. Κατά συνέπειαν, πώς να θέσεις σκέψεις επιλογικές στα όποια περί Σολωμού ψαξίματά σου, αφού δεν έχεις ακόμη αρθρώσει λόγον εύρωστο και στέρεο για το μεγαλείο του Ανδρός;
Ταλαίπωρος, λοιπόν, από έναν τέτοιο πειρασμό και λήγοντος του χρόνου ανοχής σας, επιτρέψατέ μου να υπεκφύγω, απευθύνοντάς του κάποια οφειλόμενα φιόρα στίχων (που παρήχθησαν στο περιθώριο της εργασίας αυτής) ως ταπεινό αντί-δωρο για τα εξαίσια δώρα που προσεκόμισε στην Τέχνη, «αναπαρθενεύοντας» (κατά τον Ελύτη 17) τον ποιητικό των Συνελλήνων λόγο. Ταυτόχρονα προσυπογράφουμε ανεπιφύλακτα την εύστοχη και αφοπλιστική εκτίμηση τού παράδοξα απόντος κορυφαίου των ημερών μας διανοητή Δημήτρη Λιαντίνη, ότι δηλαδή «ο Σολωμός […] είναι ο Κανένας που ενίκησε τον Κύκλωπα της Μέριμνας, και καταστάθηκε να γίνει ο ένας με τ’ όνομα» 18.
Θεωρώ αναγκαίο –από την τιμητική αυτή θέση- να Σας βεβαιώσω, ότι τούτο δεν υπήρξε απλώς ευκαιριακό λεκτικό σχήμα ή συνήθης ταπεινολογία, αλλά κατάθεση ειλικρίνειας και απότιση βαθέος σεβασμού προς τον επιδεξιότερο (κυρίως) Πλοηγό μας στο βαθυκύανο πέλαγος της ελληνικής ποιητικότητας, τον αναστάσιμο –εννοώ- ΔΙΟΝΥΣΙΟ ΣΟΛΩΜΟ, προς τον Οποίον ευλαβικά στρέφω (όπως άλλωστε ο καθένας μας) «Πάντ’ ανοιχτά, πάντ’ άγρυπνα, τα μάτια της ψυχής μου», για να χρησιμοποιήσω λόγο δικό του.
Τι ανάλογο δύναται ή δικαιούται ν’ αρθρώσει ένας σύγχρονος Ζακύνθιος για τον κραταιότερο των Ζακυνθίων; Τι λεκτικά στέφη να πλέξει ένας εφήμερος στιχοπλόκος της λεγόμενης «γενιάς του ιδιωτικού οράματος» 4 για τον Αρχιμάστορα του ελληνικού Λόγου κι εκφραστή των εθνικών (αλάλητων) καημών; Τι εγκώμια να συνθέσει ένας κάποιος ιερωμένος για τον Ένα Διονύσιο, τον ασκητή «εγκάτοικο» του Αγίου Λύπιου, τον αυτήκοο μάρτυρα των σεπτών Παθών του Γένους, ο οποίος αναπνέει διαρκώς μέσα στο Αποκαλυπτόμενο Μυστήριο με την άνεση πολιού αναχωρητή, κατέχοντας απέξω κι ανακατωτά τη διάλεκτο και τους ιδιωματισμούς του Απείρου; Κι όλες αυτές οι προσωπικές μου επιφυλάξεις, με δεδομένη και δεσμευτική (έως απαγορευτική σχεδόν) την περίπτωση του τελευταίου ιερατικού των Ποιητών, του Οδυσσέα Ελύτη, ο οποίος με συστολή και περίσκεψη παραδεχόταν παλαιότερα: «Η υπόθεση Σολωμού είναι πολύ μεγάλη και ιερή για μένα. Μιαν ολόκληρη ζωή περιμένω να αισθανθώ ώριμος για να μιλήσω όπως τού αξίζει. Και η στιγμή δεν έφθασε. Ίσως δεν φθάσει ποτέ. Οπωσδήποτε δεν θα ήθελα να κάνω κάτι συμβατικό» 5. Μόλις το 1991, στην εποχή της ωριμότητας και της πνευματικής του καθαρότητας πλέον, μες από «Τα ελεγεία της Οξώπετρας», ορθρώνοντας μάλιστα ανθηρότατο μεγαλυνάριο «συντριβής και δέους», τον γεραίρει, μεταξύ άλλων, μ’ ετούτα τα λόγια:
«Γιατί σ’ είχε ανάγκη κάποτε τα χείλη σου χρύσωσε ο Θεός
……………………………………………………………..
Που μόνο η σκέψη σου μού 'καψε όλα τα χειρόγραφα
……………………………………………………………..
Ο άγνωστος που υπήρξα πάλι ο άγνωστος να γίνω» 6.
Ποιος; Ο Ελύτης, μπροστά στον Σολωμό!... Παραδέχεται, ότι υπήρξε ένας «άγνωστος», ο οποίος θα ξαναέλθει στην αγνωσία και την αφάνεια… Ποιος; Ο Ελύτης!!!
Τολμώ, παρ’ όλ’ αυτά –κατά τρόπο λες θρασύ, σχεδόν ιδιότροπο και συνεπώς βέβηλο, ελπίζω πάντως (ως εκ τούτου γόνιμο)- να τον κατασκοπεύσω έστω και από την «κλειδωνότρουπα», που θάλεγε κι ο ίδιος, να τον ιδώ θεοπρεπή και ωραίον, παραδομένον εντούτοις σε πειρασμούς εσώψυχους και στοχασμούς των ορίων. Διατηρώ πάντα την «τρελή» πεποίθηση, ότι ο Σολωμός συνεχίζει να κυκλοφορεί ευθυτενής και αρχοντικός δίπλα μας, γύρω μας, πίσω από τα γνώριμα (και μη εξαιρετέα) πεζούλια και τα μακρόβια λιόφυτα του Μπόχαλη. Σε μια προηγούμενη μάλιστα «παρακολούθηση» τον είχα επισημάνει ως εξής:
«Νια Παρασκευή
κι ο Σολωμός θεάται
στο Κοιμητήρι.
……………….
Εσπέρα Μαγιού
βολτάρει στο Ψήλωμα
αλύπιος δήθεν» 7.
Σάς εξομολογούμαι, ότι κάθε φορά που, οδεύοντας άπολις προς την πόλη της Ζακύνθου, περνώ απ’ τον Λόφο του Στράνη (πολυάσχολος ή αφηρημένος, προβληματιζόμενος ή αγχωμένος για τα πλείστα όσα, περιπεπλεγμένος σε χίλιες δυο μέριμνες βιοτικές), νιώθω τον πανίερο κι ευεργετικό Ήσκιο του αεί παρόντα (μα λανθάνοντα, ευτυχώς), να γυροδιαβαίνει αθέατος και μονήρης τα στοιχισμένα λεωφορεία, με τα οποία εκδράμουν εκ περάτων συνήθως (προς χάριν του, υποτίθεται) τα Κ.Α.Π.Η. και ο μαθητόκοσμος, ορδές σχετικοασχέτων. Τον διαισθάνομαι, να ξαποσταίνει στα ερωτόσημα παγκάκια του Λόφου, να ψαύει αναγνωριστικά τ’ ανεξήγητα γράφιτι των αρχαίων κυπαρισσιών του τριγύρω ευφρόσυνου χώρου, να λερώνει απορημένος τα υποδήματά του ενίοτε στα παρατημένα από χθες βράδυ φονικά εργαλεία των εφηβικών δήθεν παραδείσων, που –δυστυχώς- ευδοκιμούν εκεί. «Εάν οι άνθρωποι σιωπήσωσιν, οι λίθοι κεκράξονται» 8 για Εκείνον και για τους νεότερους όλους εμάς, για τα πάρεργα έργα μας και τις ανήμερες ημέρες μας, τα πρώιμα και τα ύστερα, την Ποίηση θαρρείς και την εν γένει των καιρών μας αντι-ποίηση.
Αν ο καθένας από εμάς, διαπλέοντας αναπόφευκτα κάποια στιγμή την προσωπική του εξόδιο Αχερουσία, εγκαταλείπει στα μετόπισθεν –έτσι κι αλλιώς- ανεξίτηλα χνάρια παντού (όπου ακράγγιξε η ψυχή και η δημιουργική ενέργεια του νου και του σώματος), πόσο μάλλον ο Σολωμός, ο οποίος συμπύκνωσε με απαράμιλλη σοφία και παρήγαγε καλλίκαρπα, με θαυμαστή γλωσσική και νοηματική δεξιότητα, τις μύριες όσες της καρδιάς κρυφιότητες και κυμάνσεις, αθανατίζοντάς τες «Μεσ’ στ’ Άγιο Βήμα της ψυχής», με κυρίαρχη μυστική μέθοδο (μονόδρομο) το «Φως που πατεί χαρούμενο τον Άδη και το Χάρο», διότι –θέλοντας και μη- «Πολλοί 'ναι οι δρόμοι πώχει ο νους», όπως ο ίδιος παραδέχεται.
Οι στίχοι του (λαβυρινθώδεις και αλλοπρόσαλλοι στ’ Αυτόγραφα θαρρείς, παραμυθητικοί έως «φιλοκαλίας» στην ακρόασή τους), διαθέτουν όντως «οσμήν ευωδίας πνευματικής», έτσι που νύσσουν δημιουργικά, ή μάλλον κατανύσσουν αγαπητικά, τον υποψιασμένον αναγνώστη. Με τις ποιητικές του (αυτο)σχεδίες διαπερνά εκείθεν το Πρόσωπο, τις ταλανιζόμενες ελπίδες, τις αγάπες, τα νοούμενα και τα υπονοούμενα. Με τις εαρινές του εξάρσεις –διαρκούντος μάλιστα του αισθητού χειμώνα και του υπεραισθητού εσώτατου και μόνιμου ψύχους, του ορατού ψεύδους και του αόρατου πολέμου- ανάγει και καταξιώνει σε ύψος περιωπής λέξεις, τοπία, αισθήματα, πτώσεις και αναστάσεις, έμψυχα, εσώψυχα και άψυχα, ιδέες και ύλη, όνειρα και ρεαλισμό, σάτιρες ή λυγμούς, φαρμακωμένους, φεγγαροντυμένους ή λαμπροφόρους αμαρτωλούς, λυτρωμένους ωστόσο. Ερανίζομαι λιγοστούς σολωμικούς δεκαπεντασύλλαβους από τους «Ελεύθερους Πολιορκημένους», υποστηρικτικούς της διασώζουσας αναγωγικότητας, την οποίαν επιτυγχάνει ο Ποιητής:
Τρέμ’ η ψυχή και ξαστοχά γλυκά τον εαυτό της.
άμε, χρυσ’ όνειρο, και συ με τη σαβανωμένη.
Θύρες ανοίξτ’ ολόχρυσες για τη γλυκειάν ελπίδα.
Κρυφή χαρά 'στραψε 'ς εσέ κάτι καλό 'χει ο νους σου.
Ετούτ’ είν’ ύστερη νυχτιά˙ όλα τ’ αστέρια βγάνει.
Μια φούχτα χώμα να κρατώ και να σωθώ μ’ εκείνο.
Κι’ άνθιζε μέσα μου η ζωή μ’ όλα τα πλούτια πώχει.
Ολίγο φως και μακρινό σε μέγα σκότος κ’ έρμο.
Για να μού ξεμυστηρευθή τα αινίγματα τα θεία.
Στον κόσμο τούτον χύνεται και 'ς άλλους κόσμους φθάνει.
Αηδονολάλειε στήθος μου, πριν το σπαθί σε σχίση.
Σαν ήλιος, οπού ξάφνου σκει πυκνά και μαύρα νέφη.
Τι παράδοξο, αλήθεια! Αν προσέξατε, θα διαπιστώσετε αμέσως τούτο: Οι εντελώς τυχαία επιλεγμένοι αυτοί σολωμικοί στίχοι διαθέτουν τόσην ευπλασία και τέτοια ζωντάνια υφής και ήθους, ώστε ο ανυποψίαστος ακροατής τους, να θεωρήσει ενδεχομένως, ότι βρίσκονται αρμοσμένοι στο ίδιο και το αυτό ποίημα, με άρτιο νόημα και αυτόνομη δομή. Μόνο στον Σολωμό –θεωρώ- και στα ιερά του στιχηρά θα μπορούσε να ισχύει το απρόβλεπτο ετούτο.
«Η Γυναίκα της Ζάκυνθος» αποπνέει σαφέστατα την ίδια υπερβατική ευωδία, που αναδίνουν τα εξαίσια εκείνα έργα της Αποκαλυπτικής Γραμματείας των δύο πρώτων μετά Χριστόν αιώνων και δεν εννοώ μονάχα την «Αποκάλυψη» του Ιωάννου, κάτι που ήδη έχει από τους ειδικούς επισημανθεί. Ο έγκριτος Πατρολόγος Παναγιώτης Χρήστου έχει υποστηρίξει, ότι «γενικώς το περιεχόμενον των αποκαλυπτικών κειμένων χαρακτηρίζεται από την παρουσίαν εκστατικών φαινομένων, κατά τα οποία παρατηρείται αλλοίωσις της λειτουργίας των κοσμικών νόμων, όρασις παραδόξων πραγμάτων, διάνοιξις ουρανών, ουρανία ανάβασις, άκουσμα θείας φωνής, παρουσίασις ουρανίων βιβλίων, μελώδησις ύμνων από ουρανίους χορούς, ταλανισμοί και αφορισμοί. Είναι εύλογον ότι τοιαύτα κείμενα γράφονται εις ύφος μυστηριώδες, συμβολικόν, το οποίον συχνάκις τονίζεται δια της παρεμβάσεως ποιητικών στίχων ή δια συνολικής συνθέσεως εις στίχους» 9.
Παρόμοια συμβαίνουν κατ’ αντιστοιχίαν στη σολωμική «αποκάλυψη». Δείτε με προσοχή τη «Γυναίκα της Ζάκυθος»!... Πρόκειται περί οράματος του έμπειρου στη θέα των αθεάτων και ταυτόχρονα κριτικού οφθαλμού του πολυπικραμένου Ιερομονάχου, ο οποίος, ασχολούμενος συνήθως με «κάτι υπόθεσες ψυχικές», οδηγείται τώρα, να γυρέψει «ένα κλωνί αλάτι μες στο θερμό». Κι όμως, το επιτυγχάνει! Οι ξεσπιτωμένες εξάλλου Μεσολογγίτισσες ζητιανεύουν δίχως πια ίχνος ντροπής από πόρτα σε πόρτα υπέρ του κοινού της πόλης τους αγώνα. Υπάρχουν δυο καίρια (κατ’ εμέ, σπαραχτικά) χωρία μέσα στο σχετικό αινιγματώδες κείμενο, τα οποία προσεγγίζω ανέκαθεν με βουβό λυγμό (δεν ξέρω γιατί) και αξίζει –πιστεύω- να μνημονευθούν εδώ:
[Κεφ. ΙΙΙ]
3. Στην αρχή εντρεπόντανε νά ‘βγουνε και επροσμένανε να βραδιάσει για ν’ απλώσουν το χέρι, επειδή δεν ήτανε μαθημένες˙
[…………………………………………………………..]
6. Αλλά, όταν επερισσέψανε οι χρείες, εχάσανε την <ν>τροπή, ετρέχανε ολημερνίς.
Άλλωστε, ο ίδιος ο Ποιητής διαπιστώνει πικρότατα στον «Ύμνον εις την Ελευθερίαν» [στ. 10], ότι
δεν είν’ εύκολες οι θύρες
εάν η χρεία τες κουρταλή.
Όποιος βρει την ευκαιρία να επισκεφτεί τον κρημνώδη λόφο και ναό του Άι Λύπιου, την ώρα μάλιστα, που «θολώνουνε τα νερά», θα οσμησθεί αναμφίβολα το πέρασμα πριν από λίγια μόλις δευτερόλεπτα του ασκητικού Ήσκιου του προορατικού «εγκατοίκου», θ’ ακούσει ν’ αλυχτάν ή και να βαΐζουν τα διαχρονικά και γνώριμα «ψωρόσκυλα». Θ’ αφουγκρασθεί καταρούσες γερόντισσες «γονατισμένες και ξέπλεκες» επί το έργον, θα ξεδιακρίνει ανέραστες γυναίκες και ήδη γέροντες εφήβους της μοντέρνας φτωχοπροσφυγιάς στο έλεος των όσων αγαθών ή παμπόνηρων εντοπίων. Θα νιώσει οπωσδήποτε μια και δυο φορές την ημέρα «να τρέμει η γη από κάτου από τα πόδια». Θα εισοδεύσει επιτέλους «στον φαινούμενο και στον αόρατο κόσμο», στ’ Όνειρο λες, ή στο παρακείμενο έστω σπήλαιο τ’ ανεξερεύνητο, εκεί όπου θα κολάζεται αέναα η κακάσχημη Γυναίκα.
Κι αν η επίσκεψη συμπέσει με Κυριακή του Αντίπασχα (ή, καλύτερα, των άπιστων Θωμάδων) στο Πανηγύρι του Άι Λύπιου, η Λύπη αίφνης καταργείται, διότι ως «λύτρον λύπης» (κατά την ορθόδοξη υμνογραφία) η κοσμοχαρμόσυνη «ημέρα της Λαμπρής» -και μάλιστα «με καθαρώτατον ήλιον»- αποτελεί τον ιαματικό καταλύτη του Επάνω και του Κάτω Κόσμου. Τότε ασφαλώς «ομπροστά στους Αγίους», μες από τις θαμνώδεις των εκκλησιών (κατά την απαράβατη τοπική παράδοση) δάφνες της Ανάστασης, θα μεταλάβει πανευφρόσυνα του ακριβού και αυθεντικού νοήματος της ύπαρξης (Σώματος κι Αίματος Ζωής), ενώ η Γυναίκα, μαζί και ο Λάμπρος ο πολύαθλος, από το αλωμένο ήδη Κράτος του Θανάτου
Πάντα χτυπάει, σαν νάλπιζε εκεί κάτω
ν’ αγροικηθή στης κόλασης τον πάτο.
(Ο Λάμπρος)
Ο Ελύτης πάντως, ευρισκόμενος προσκυνητής ευλαβικός το 1980 στη Ζάκυνθο, διαρκούντος μάλιστα του «Χριστός Ανέστη» εκείνης της χρονιάς, κατόρθωσε (όπως ο ίδιος δήλωσε τότε) «ν’ αναβαπτισθεί στο πνεύμα του Σολωμού […]» 10 και κατέθεσε, μες από τον «Μικρό Ναυτίλο» του, ένα «στιγμιότυπο» του έκτακτου συγκλονισμού, τον οποίον υπέστη:
«Δειλινό στο Ακρωτήρι, στο παλιό σπίτι του Διονυσίου Σολωμού. Μπρος από το μεγάλο, στρογγυλό, πέτρινο τραπέζι του κήπου. Δέος και σιωπή. Και συνάμα υπόκωφη, παράξενη παρηγορία» 11.
Ο πρώτος (και μοναδικός) σχολιασμός, που μού 'ρχεται στο νου, βιώνοντας τέτοιες επινίκιες προοπτικές, είναι κάποιοι στίχοι από τον ύμνο του Μεγάλου Σαββάτου τον Χερουβικό, που με καθήλωνε ανέκαθεν:«Σιγησάτω πάσα σαρξ βροτεία και στήτω μετά φόβου και τρόμου και μηδέν γήινον εν εαυτή λογιζέσθω».
Τα πρόσωπα, τα προσωπεία, οι χρονικές διαδοχές, οι διαδρομές και τα τοπία στο σολωμικό corpus (αν βέβαια ιδωθούν μετά από μια δεύτερη μα και τρίτη ανάγνωση) δεν υπόκεινται σε λογικούς συνειρμούς. Ο Διονύσιος, ως όντως Ποιητής, αυτοαναιρείται και αυτοκαθαίρεται. Είναι απρόβλεπτος, ένας, μονήρης και μοναδικός. Εκεί που πονάει, συμπονά, γλυκαίνει κι ευφραίνεται. Εκεί που σατιρίζει και κολάζει, κολάζεται. Εκεί που ανασταίνει, ανασταίνεται. Εκεί που πεθαίνει, ερωτεύεται. Ταυτόχρονα, εξαίρει (εμφυσώντάς τους μάλιστα δημιουργικό λογισμό) την πέτρα, το χορτάρι, το χώμα, το κρίνο, το πουλάκι, τα προβατάκια, το σπειράκι, το σκουληκάκι… Θα ημπορούσε κανείς να ισχυρισθεί, ότι πρόκειται για μιαν αποθέωση των ταπεινών, των άψυχων και των υποκοριστικών, για μιαν εκτεταμένη επικράτεια των Πραγμάτων στην αρχαϊκή τους αθωότητα.
Να μια ενδεικτική, όχι ασφαλώς εξαντλητική, ανθολόγηση:
λαλεί το πουλάκι
[…………..]
και βρίσκει σπειράκι
Λευκό βουνάκι πρόβατα κινούμενο βελάζει
Το σκουληκάκι βρίσκεται ‘ς ώρα γλυκειά κι εκείνο
η μαύρη πέτρα ολόχρυση και το ξερό χορτάρι
λούλουδα μύρια, που καλούν χρυσό μελισσολόι («Ελεύθεροι Πολιορκημένοι»)
Έλαμπε αχνά το φεγγαράκι – ειρήνη
όλην, όλη την φύσι ακινητούσε,
και μέσα από την έρημη την κλίνη
το αηδόνι τα παράπονα αρχινούσε˙ («Η σκιά του Ομήρου»)
Τ’ αρνί μόνον ακλούθαε, μπε-μπε, μπε-μπε φωνάζει («Ο θάνατος της ορφανής»)
βούιζε εδώθε η καλαμιά, 'κείθε το κυπαρίσσι («Ο θάνατος του βοσκού»)
δροσάτο αεράκι
μέσα σε ανθότοπο
Όλα την έκραζαν
όλα τ’ αστέρια («Η ψυχούλα»)
Δεν ακούεται ούτ’ ένα κύμα
εις την έρμη ακρογιαλιά˙
λες και η θάλασσα κοιμάται
μες στης γης την αγκαλιά («Γαλήνη»)
Δεν άκουες βάδισμα
χαμένου σκύλου˙
πουλιού δεν άκουες
λάλημα, ή χείλου.
ή κλωνοφλίφλισμα
να πνέη τερπνά («Ο Λάμπρος»)
κ’ η θάλασσα, που σκίρτησε σαν το χοχλό που βράζει,
ησύχασε και έγινε όλο ησυχία και πάστρα
σαν περιβόλι ευώδησε κι’ εδέχτηκε όλα τ’ άστρα («Ο Κρητικός»)
Γελάς κι’ εσύ στα λούλουδα, χάσμα του βράχου μαύρο («Ο Πόρφυρας»)
Στενός ο τόπος, σκοτεινός, κι’ εβρόντουνε από γέλια («Νικηφόρος Βρυένιος»)
Σαστίζ’ η γη κ’ η θάλασσα κι’ ο ουρανός το τέρας,
το μέγα πολυκάντηλο μεσ’ στο ναό της φύσης,
κι’ αρμόζουν διάφορο το φως χίλιες χιλιάδες άστρα («Carmen Seculare»)
Όλα ετούτα και άλλα τόσα απαρτίζουν την κατ’ εξοχήν ηρωική σολωμική κουστωδία. Οι άλλοι, οι σε πρώτη ανάγνωση διαφαινόμενοι πρωταγωνιστές (οι Μεσολογγίτισσες, ο Σουλιώτης, ο Λάμπρος, η Μαρία, η τρελή μάνα, η Γυναίκα της Ζάκυνθος) στέκονται ουσιαστικά στον αντίποδα του ηρωισμού. Είναι αυτοί που είναι: Κλαίνε, φοβούνται, πενθούν, πολεμούν, τραγουδούν, γελούν, μοιρολογούν, υποψιάζονται, αμαρτάνουν, ελεούν, εγκληματούν, επαίρονται, προσεύχονται, κακιώνουν, ερωτεύονται, χορεύουν, θανατώνονται, ανασταίνονται… Πρόκειται –μ’ έναν λόγο- για σάρκινες και οστέϊνες υπάρξεις, που χαρακτηρίζονται από τη σύμφυτη ροπή στην πτώση, αλλά και την εξαιρετική δυνατότητα της ανόρθωσης. Πρόκειται για καθημερινούς ανθρώπους με πάθη, απάθειες, εμπάθειες, συμπάθειες, αντιπάθειες…
Γι’ αυτό ακριβώς ισχυρίσθηκα νωρίτερα, ότι ο Σολωμός είναι απρόβλεπτος. Η όλη περιρρέουσα ατμόσφαιρα, με συχνότερη εποχή στο ποιητικό του Μηνολόγιο τους φωτοειδείς Απρίλιο και Μάιο είναι αυτή, που ωθεί την Ψυχή σε υπερλογικές επιδόσεις. Ο εσώτερος Έρως για τα μικρά και τα παραθεωρημένα, τα ευτελή και δευτερεύοντα, εκρήγνυνται, μόλις απειληθούν κατά τι τ’ αγαπώμενα, εξαναγκάζοντας τον Άνθρωπο ν’ αμυνθεί μέχρις αίματος έναντι των επηρμένων κάθε λογής εναντίων πολιορκητών. Ο μυημένος, εξάλλου, σε «υπόθεσες ψυχικές» Ιερομόναχος χαριτώνεται να ιδεί την οργανική καταβαράθρωση της μυσαρής Γυναίκας, διότι πλέον έχει απροκάλυπτα (σχεδόν αναίσχυντα) κι εξαιτίας της σαλευτεί η ηθική (με όλες τις έννοιες) ισορροπία. Η Ύβρις, ως παρά φύσιν ενέργεια, δεν αντέχεται, γι’ αυτό ακριβώς και η Θεία Δίκη (παρά τη σαφέστατη θεολογική επ’ αυτού διαφοροποίηση) υπερισχύει στο Ποιητικό Δίκαιο, Οι Ποιητές υπολογίζουν διαιώνια στην άνωθεν Δίκη, αποβλέποντας μεσσιανικά σχεδόν σε αυτήν. Αίφνης, αναθυμούμαι τον Νίκο Εγγονόπουλο, ν’ ανακράζει:
«[………]
υ π ά ρ χ ε ι Θ ε ό ς!
όπως του δίκαιου το κάθε τι θε να γενή χαλάλι
ο ανομήσας –μη σας νοιάζη- θα κριθεί
ακούσατε τα λόγια αυτά του ποιητή:
Το άνομο ψωμί δεν ωφελεί
υπάρχει οπωσδήποτε Θεός:
τι κρίμα όμως νάν’ οι ανθρώποι τόσο λίγοι!» 12
Ξαναλέω και υποστηρίζω, ότι ο Σολωμός περιδιαβαίνει ευτυχώς ακόμη το γονικό του νησί, Ένας, Μονήρης και Μοναδικός, παρά τις πολυποίκιλες αλλαγές, που άφευκτα επήλθαν εν τω μεταξύ στον τόπο και στον τρόπο των Ζακυνθίων. Από θέση κυρίαρχη και κατά τρόπον αλλότριο για την πεπερασμένη μας νόηση, εμπνέει πάντα. Δεν θα σταθώ στη μετασολωμική τοπική διανόηση, η οποία ευκαίρως ακαίρως (ή του ύψους ή του βάθους) τον μνημονεύει 13, νοηματοδοτούμενη από την αεί παρουσία του. Θέλω να επιμείνω σε κάποιους (όχι λίγους) απλοϊκούς ποπολάρους, οι οποίοι ποτέ δεν έμαθαν, όχι το πού υπάρχει, αλλά τι εστί «σχολείο», μα που, μες από διεργασίες απερινόητες και ακατάληπτες, ένιωσαν τις ίδιες συθέμελες δονήσεις με τον κόντε Διονύσιο, τα αίματά τους αλληλοπεριχωρήθηκαν άγνωστο πώς και πότε, έτσι που παρήγαγαν (ως ανάγκη πλέον αναπνοής) στιχάκια σολωμίζοντα, δίχως ποτέ να υποψιασθούν (είμαι προς τούτο σίγουρος) ποιος, τι και πώς ο Σολωμός.
Έχω πρόχειρες δυο τέτοιες λανθάνουσες –μα συναρπαστικές- περιπτώσεις λαϊκών στιχοπλόκων, που έζησαν βίο στερημένο και αναπόδραστο, όπως άλλωστε χιλιάδες άλλου ανώνυμοι ποπολάροι των τελών του 19ου και αρχών του 20ού αιώνα. Το χωριό τους, τέσσερα μόλις χιλιόμετρα απ’ το Σολωμέικο, στη σκιά κυριολεκτικά του Ποιητή, στην αγκαλιά των λόφων. Το θαύμα συντελέστηκε: Ο ίδιος ευοίωνος αέρας, τα ίδια νηφάλια δέντρα, το ίδιο ευεργετικό νερό, ο ίδιος αλάλητος πόνος, οι ίδιοι πόθοι μεθυστικού, ο αυτός ομφάλιος λώρος της Παράδοσης 14 και μάλιστα των δημοτικών τραγουδιών μας, κυοφόρησαν και γέννησαν εντέλει στιχουργήματα της αυτής –τολμώ να πω- έντασης μ’ Εκείνον˙ τον Έναν, τον Μονήρη και Μοναδικό.
Γράφει η Αθηνά Ζαρκάδη 15 με κόκκινο μελάνι (χρώμα του σύντομου και του ακριβούς) σε σχισμένες σελίδες παλιού σχολικού τετραδίου, μ’ εντελώς ανορθόγραφη (τι Σας θυμίζει αυτό;) πλην όλο αυτοπεποίθηση και συναίσθημα γραφή:
α΄
Τυραννισμένε λογισμέ και νου βασανισμένε
β΄
Ο ήλιος αποφάσισε την πόρτα μου ν’ ανοίξει
να έμπει ένα χρυσό πουλί για να μού κελαδήσει
ν’ ανοίξει την καρδούλα μου να με παρηγορήσει.
Ένας άλλος λαϊκός ποιητάρης, ο Π. Κ. 16, που ξόδεψε τη σύντομη ζωή του μέχρι σταγόνας μεταξύ ταβερνείων, κιθάρας, στίχων και κρασιού (τί Σας θυμίζει ετούτο πάλι;) τραγουδούσε, για να ξεχάσει τον πρόωρο χαμό της μάνας των δεκαεπτά παιδιών του:
Ζητάω μνήμα έρημο, ζητώ το θάνατό μου
αφού εσένα έχασα, το δόλιο όνειρό μου.
Τα σχόλια δικά σας. Απλώς υπενθυμίζω: Οι δυο παραπάνω στιχοπλόκοι ποτέ δεν υποψιάστηκαν ποιος, τι και πώς ο Σολωμός.
Και τώρα, η ώρα του επιλόγου. Που σημαίνει, ότι θα έπρεπε να οδηγηθούμε σε σύνοψη, πόρισμα, κατακλείδα. Στη συγκεκριμένη όμως περίπτωση του Σολωμού, φαντάζει αδιανόητο κάτι τέτοιο, διότι γι’ Αυτόν, ό,τι κι αν ψελλίσεις, όσο κι αν επιθυμείς να πείσεις τον εαυτό σου, ότι προσέλαβες τα μηνύματά του, βρίσκεσαι ουσιαστικά σ’ ένα πρώτο πάντα (κατ’ επίφασιν ερμηνευτικό) στάδιο προσέγγισης. Κατά συνέπειαν, πώς να θέσεις σκέψεις επιλογικές στα όποια περί Σολωμού ψαξίματά σου, αφού δεν έχεις ακόμη αρθρώσει λόγον εύρωστο και στέρεο για το μεγαλείο του Ανδρός;
Ταλαίπωρος, λοιπόν, από έναν τέτοιο πειρασμό και λήγοντος του χρόνου ανοχής σας, επιτρέψατέ μου να υπεκφύγω, απευθύνοντάς του κάποια οφειλόμενα φιόρα στίχων (που παρήχθησαν στο περιθώριο της εργασίας αυτής) ως ταπεινό αντί-δωρο για τα εξαίσια δώρα που προσεκόμισε στην Τέχνη, «αναπαρθενεύοντας» (κατά τον Ελύτη 17) τον ποιητικό των Συνελλήνων λόγο. Ταυτόχρονα προσυπογράφουμε ανεπιφύλακτα την εύστοχη και αφοπλιστική εκτίμηση τού παράδοξα απόντος κορυφαίου των ημερών μας διανοητή Δημήτρη Λιαντίνη, ότι δηλαδή «ο Σολωμός […] είναι ο Κανένας που ενίκησε τον Κύκλωπα της Μέριμνας, και καταστάθηκε να γίνει ο ένας με τ’ όνομα» 18.
Ο ΣΟΛΩΜΟΣ ΣΤΟ ΤΑΒΕΡΝΕΙΟ 19
Ο ενικός Απρίλης των Ζακυνθίων
ο αυτόγραφος των λουομένων πληθυντικός
άλλοθι νέο
ελληνάδικο
και γειτονεύεις
Βαγιώνε
κι εσπερίζω στο Ταβερνείο
μ’ Εσέ Νυμφίο Πρώτο
με Διαλόγους
τη βουρλισμένη Μάνα
και τον Κουτούζη
μα πάνω που θολώνεις
κι αποκοιμιέσαι
στις φλέβες του χεριού σου πάνω στην τάβλα
φιλήδονα χαϊδεύω θραύσματα στίχων
σ’ εκειό το χέρι της Ελλάδας
ανάκουστα είδα
σμήνη με κατατρώνε σφήκες ονείρων
με τη σφεντόνα λέξεις με σημαδεύουν
ο Τύφος
ο Τυφώνας σπλαχνίσου με άρα
Ριπές ξανά φωτός
άκου τα σμπάρα
χαράζει Πρώτη Ανάσταση
κι ας αρτυθούμε.
Ο ενικός Απρίλης των Ζακυνθίων
ο αυτόγραφος των λουομένων πληθυντικός
άλλοθι νέο
ελληνάδικο
και γειτονεύεις
Βαγιώνε
κι εσπερίζω στο Ταβερνείο
μ’ Εσέ Νυμφίο Πρώτο
με Διαλόγους
τη βουρλισμένη Μάνα
και τον Κουτούζη
μα πάνω που θολώνεις
κι αποκοιμιέσαι
στις φλέβες του χεριού σου πάνω στην τάβλα
φιλήδονα χαϊδεύω θραύσματα στίχων
σ’ εκειό το χέρι της Ελλάδας
ανάκουστα είδα
σμήνη με κατατρώνε σφήκες ονείρων
με τη σφεντόνα λέξεις με σημαδεύουν
ο Τύφος
ο Τυφώνας σπλαχνίσου με άρα
Ριπές ξανά φωτός
άκου τα σμπάρα
χαράζει Πρώτη Ανάσταση
κι ας αρτυθούμε.
----------------------
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
1. Δημοσιεύτηκε στο Περιοδικό Παρνασσός 41 (1999) 398-410, κυκλοφόρησε μάλιστα και σε ανάτυπο.
2. Παναγιώτη Καποδίστρια, Ενύπνιο μετά τρούλλου, εκδ. Μπάστα, Αθήνα 1999, σ. 29.
3. Απόσπασμα από την ευχαριστήρια απαντητική μας επιστολή της 31ης Ιουλίου 1998 προς τον Πρόεδρο του Φ. Σ. «Παρνασσός» Καθηγητή (μακαριστό σήμερα) Νικόλαο Λιβαδάρα. Περί αυτού, βλ. Χρήστου Φιλ. Αναγνωστού, Εβδομήντα προσωπογραφίες, Αθήνα 1998, σσ. 33-38.
4. Πρόκειται για την δεκαετία του ’80, ως προς την ποιητική παραγωγή. Βλ. ενδεικτικά, α) Β. Δ. Αναγνωστόπουλου, Μοναχικές αναγνώσεις. Το ιδιωτικό όραμα και η ποίηση˙ Ανθολογία, εκδ. Βιβλιογονία, Αθήνα 1993, σ. 22-24, β) Γ. Στεφανάκι – Ν. Χουρδάκη, 43 ποιητές και 23 χαράκτες της γενιάς του ’80, εκδ. «Νέο Επίπεδο», (Αθήνα 1997), γ) Ηλία Κεφάλα, «Το ιδιωτικό όραμα και η γενιά του 1980. (10 χρόνια μετά)», Περιοδικό Νέο Επίπεδο 26 (1997) 4-6, δ) Αγγελικής Κωσταβάρα, «Η προσδοκία ανανέωσης του ποιητικού λόγου και το ιδιωτικό όραμα», Περιοδικό Ελί-τροχος 16 (1998) 20-31 και ε) Γεωργίας Λαδογιάννη, «Ποίηση και κοινωνικός δεσμός στους ποιητές της γενιάς του 1980», ό.π., σ. 32-51. Περισσότερα στο παραπάνω τεύχος του Ελί-τροχου [ό.π.], όπου και συνομιλία με δεκαεπτά ποιητές.
5. Περιοδικό Υδρία, τεύχ. 16, Πάτρα Μάιος-Ιούνιος 1975.
6. Οδυσσέα Ελύτη, Τα ελεγεία της Οξώπετρας, εκδ. Ίκαρος, (Αθήνα 1991), σ. 16 εξ.
7. Παναγιώτη Καποδίστρια, ό.π., σ. 31.
8. Λκ 18, 40.
9. Π. Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, εκδ. Πατριαρχικόν Ίδρυμα Πατερικών Μελετών, τ. 1, 133 εξ.
10. Βλ. Επτανησιακά Φύλλα 18 (1997) 42.
11. Οδυσσέα Ελύτη, Ο Μικρός Ναυτίλος, εκδ. Ίκαρος, (Αθήνα 1985), σ. 106. Πρβλ. α) π. Παναγιώτη Καποδίστρια, «Η αναστήλωση του απωλεσμένου πολιτεύματος. (Τύποι στιγμών στον Ελύτη)», Περιοδικό Τετράμηνα 48 (1992) 3213 (και σε ανάτυπο) και β) Διονύση Σέρρα, «Μετάληψη ζωής Ζακύνθου και Ελύτη», Επτανησιακά Φύλλα 18 (1997) 30-51.
12. Νίκου Εγγονόπουλου, Στην κοιλάδα με τους ροδώνες, εκδ. Ίκαρος, (Αθήνα 1978), σ. 20.
13. Πρβλ. Διονύση Σέρρα, Ποιητών αναθήματα στον Διονύσιο Σολωμό, εκδ. Μπάστας-Πλέσσας, (Αθήνα) 1998.
14. Εξαντλητική επί του θέματος εργασία, βλ. την διδακτορική διατριβή, Σπύρου Αλ. Καββαδία, Η λαϊκή ζωή και γλώσσα στο ελληνόγλωσσο έργο του Διονυσίου Σολωμού, εκδ. Περίπλους, (Αθήνα 1987).
15. Περισσότερα, βλ. Παν. Καποδίστρια, «Μια γνήσια ζακυνθινιά [η Αθηνά Ζαρκάδη]», Εφημ. Ελεύθερη Φωνή, Ζάκυνθος 10 Ιανουαρίου 1979, φ. 210, σ. 2.
16. Πρόκειται για τον Παναγιώτη Νικ. Καποδίστρια ή Σοχάδα (1882-1936), παππού του γράφοντος, από το καμπίσιο χωριό Μπανάτο της Ζακύνθου. Τα «στιχάκια» του είναι τα περισσότερα ανέκδοτα μέχρι στιγμής και σώζονται στο Αρχείο μας. Πρβλ. Παν. Καποδίστρια, «Ζακυνθινή λαϊκή ποίηση», Εφημ. Ελεύθερη Φωνή, Ζάκυνθος 15 Απριλίου 1978, φ. 173, σ. 2.
17. «(…) σαν τους μεγάλους σύγχρονους ποιητές μας που δεν ήξεραν ελληνικά, όπως έλεγε ο Σεφέρης για τον Σολωμό, τον Κάλβο και τον Καβάφη, και που ωστόσο –ίσως γι’ αυτό- αναπαρθενεύσανε, από ένα δρόμο απροσδόκητον ο καθένας τους, τον ποιητικό λόγο. Επειδή συμβαίνει κι αυτό καμιά φορά στην ποίηση: ο ανεξοικείωτος να συλλαμβάνει αποτελεσματικότερα τις δυνατότητες που παρέχει ένα τέντωμα της γλώσσας και τις αποτολμά, όταν ο άλλος, ο βαθύς γνώστης, έχει λόγους ν’ αντιστέκεται» [Οδυσσέα Ελύτη, Εν λευκώ, εκδ. Ίκαρος, (Αθήνα 1992), σ. 36].
18. Δημήτρη Λιαντίνη, Γκέμμα, εκδ. Βιβλιογονία, Αθήνα 1997, σ. 101. Πρβλ. Του ίδιου, «Ο Σολωμός ως σωτήρας του μύθου του '21», Επτανησιακά Φύλλα 19 (1998) 231-247 και β) την εξόχως ενδιαφέρουσα ανθολόγηση «αναφορών στον Διον. Σολωμό» του Λιαντίνη, ό.π., σ. 261-270.
19. Το ποίημα «Ο Σολωμός στο Ταβερνείο» δημοσιεύτηκε στην ενότητα υπό τον τίτλο «Στον ίσκιο του Ήσκιου» της ποιητικής συλλογής μας Ενύπνιο μετά τρούλλου, ό.π., σ. 36.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
1. Δημοσιεύτηκε στο Περιοδικό Παρνασσός 41 (1999) 398-410, κυκλοφόρησε μάλιστα και σε ανάτυπο.
2. Παναγιώτη Καποδίστρια, Ενύπνιο μετά τρούλλου, εκδ. Μπάστα, Αθήνα 1999, σ. 29.
3. Απόσπασμα από την ευχαριστήρια απαντητική μας επιστολή της 31ης Ιουλίου 1998 προς τον Πρόεδρο του Φ. Σ. «Παρνασσός» Καθηγητή (μακαριστό σήμερα) Νικόλαο Λιβαδάρα. Περί αυτού, βλ. Χρήστου Φιλ. Αναγνωστού, Εβδομήντα προσωπογραφίες, Αθήνα 1998, σσ. 33-38.
4. Πρόκειται για την δεκαετία του ’80, ως προς την ποιητική παραγωγή. Βλ. ενδεικτικά, α) Β. Δ. Αναγνωστόπουλου, Μοναχικές αναγνώσεις. Το ιδιωτικό όραμα και η ποίηση˙ Ανθολογία, εκδ. Βιβλιογονία, Αθήνα 1993, σ. 22-24, β) Γ. Στεφανάκι – Ν. Χουρδάκη, 43 ποιητές και 23 χαράκτες της γενιάς του ’80, εκδ. «Νέο Επίπεδο», (Αθήνα 1997), γ) Ηλία Κεφάλα, «Το ιδιωτικό όραμα και η γενιά του 1980. (10 χρόνια μετά)», Περιοδικό Νέο Επίπεδο 26 (1997) 4-6, δ) Αγγελικής Κωσταβάρα, «Η προσδοκία ανανέωσης του ποιητικού λόγου και το ιδιωτικό όραμα», Περιοδικό Ελί-τροχος 16 (1998) 20-31 και ε) Γεωργίας Λαδογιάννη, «Ποίηση και κοινωνικός δεσμός στους ποιητές της γενιάς του 1980», ό.π., σ. 32-51. Περισσότερα στο παραπάνω τεύχος του Ελί-τροχου [ό.π.], όπου και συνομιλία με δεκαεπτά ποιητές.
5. Περιοδικό Υδρία, τεύχ. 16, Πάτρα Μάιος-Ιούνιος 1975.
6. Οδυσσέα Ελύτη, Τα ελεγεία της Οξώπετρας, εκδ. Ίκαρος, (Αθήνα 1991), σ. 16 εξ.
7. Παναγιώτη Καποδίστρια, ό.π., σ. 31.
8. Λκ 18, 40.
9. Π. Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, εκδ. Πατριαρχικόν Ίδρυμα Πατερικών Μελετών, τ. 1, 133 εξ.
10. Βλ. Επτανησιακά Φύλλα 18 (1997) 42.
11. Οδυσσέα Ελύτη, Ο Μικρός Ναυτίλος, εκδ. Ίκαρος, (Αθήνα 1985), σ. 106. Πρβλ. α) π. Παναγιώτη Καποδίστρια, «Η αναστήλωση του απωλεσμένου πολιτεύματος. (Τύποι στιγμών στον Ελύτη)», Περιοδικό Τετράμηνα 48 (1992) 3213 (και σε ανάτυπο) και β) Διονύση Σέρρα, «Μετάληψη ζωής Ζακύνθου και Ελύτη», Επτανησιακά Φύλλα 18 (1997) 30-51.
12. Νίκου Εγγονόπουλου, Στην κοιλάδα με τους ροδώνες, εκδ. Ίκαρος, (Αθήνα 1978), σ. 20.
13. Πρβλ. Διονύση Σέρρα, Ποιητών αναθήματα στον Διονύσιο Σολωμό, εκδ. Μπάστας-Πλέσσας, (Αθήνα) 1998.
14. Εξαντλητική επί του θέματος εργασία, βλ. την διδακτορική διατριβή, Σπύρου Αλ. Καββαδία, Η λαϊκή ζωή και γλώσσα στο ελληνόγλωσσο έργο του Διονυσίου Σολωμού, εκδ. Περίπλους, (Αθήνα 1987).
15. Περισσότερα, βλ. Παν. Καποδίστρια, «Μια γνήσια ζακυνθινιά [η Αθηνά Ζαρκάδη]», Εφημ. Ελεύθερη Φωνή, Ζάκυνθος 10 Ιανουαρίου 1979, φ. 210, σ. 2.
16. Πρόκειται για τον Παναγιώτη Νικ. Καποδίστρια ή Σοχάδα (1882-1936), παππού του γράφοντος, από το καμπίσιο χωριό Μπανάτο της Ζακύνθου. Τα «στιχάκια» του είναι τα περισσότερα ανέκδοτα μέχρι στιγμής και σώζονται στο Αρχείο μας. Πρβλ. Παν. Καποδίστρια, «Ζακυνθινή λαϊκή ποίηση», Εφημ. Ελεύθερη Φωνή, Ζάκυνθος 15 Απριλίου 1978, φ. 173, σ. 2.
17. «(…) σαν τους μεγάλους σύγχρονους ποιητές μας που δεν ήξεραν ελληνικά, όπως έλεγε ο Σεφέρης για τον Σολωμό, τον Κάλβο και τον Καβάφη, και που ωστόσο –ίσως γι’ αυτό- αναπαρθενεύσανε, από ένα δρόμο απροσδόκητον ο καθένας τους, τον ποιητικό λόγο. Επειδή συμβαίνει κι αυτό καμιά φορά στην ποίηση: ο ανεξοικείωτος να συλλαμβάνει αποτελεσματικότερα τις δυνατότητες που παρέχει ένα τέντωμα της γλώσσας και τις αποτολμά, όταν ο άλλος, ο βαθύς γνώστης, έχει λόγους ν’ αντιστέκεται» [Οδυσσέα Ελύτη, Εν λευκώ, εκδ. Ίκαρος, (Αθήνα 1992), σ. 36].
18. Δημήτρη Λιαντίνη, Γκέμμα, εκδ. Βιβλιογονία, Αθήνα 1997, σ. 101. Πρβλ. Του ίδιου, «Ο Σολωμός ως σωτήρας του μύθου του '21», Επτανησιακά Φύλλα 19 (1998) 231-247 και β) την εξόχως ενδιαφέρουσα ανθολόγηση «αναφορών στον Διον. Σολωμό» του Λιαντίνη, ό.π., σ. 261-270.
19. Το ποίημα «Ο Σολωμός στο Ταβερνείο» δημοσιεύτηκε στην ενότητα υπό τον τίτλο «Στον ίσκιο του Ήσκιου» της ποιητικής συλλογής μας Ενύπνιο μετά τρούλλου, ό.π., σ. 36.