Διάλεξη
του Παναγιώτη Αντ. Ανδριόπουλου, Θεολόγου
και Μουσικού, κατά την 7η εκδήλωση του
ε΄ κύκλου δράσεων του Κέντρου Λόγου
ΑΛΗΘΩΣ
Μπανάτο
Ζακύνθου, 20-2-2016
Εισαγωγή
Θα
μου επιτρέψετε να σας πω αρχικώς, γιατί
επέλεξα αυτό το θέμα: Τον
Ρωμανό του Ελύτη.
Για μια σειρά από λόγους, όσο κι αν
φαίνεται περίεργο.
-
Βλέποντας στα δελτία των ειδήσεων ότι η πόλη Χομς της Συρίας καταστράφηκε ολοσχερώς, λόγω του εμφυλίου που τελειωμό δεν έχει εκεί, όπως ξέρετε, σκέφτηκα: Η Έμμεσα της Συρίας, η γενέτειρα του Ρωμανού. Σύρος ο Ρωμανός, το λέει κι ο Ελύτης, αλλά πολίτης της μεγάλης Αυτοκρατορίας της Νέας Ρώμης, οπότε υπηρέτησε διάκονος στη Βηρυτό και κατέληξε στην Κωνσταντινούπολη. Σήμερα οι χριστιανοί της Συρίας δοκιμάζονται σκληρά. Και καλό θα ήταν να μην τους ξεχνάμε. Η ποίηση του Ρωμανού λειτουργεί και παραμυθητικά για όλους μας.
-
Η Ζάκυνθος είναι ένα νησί με το οποίο ο Ελύτης συνδέθηκε ποικιλοτρόπως. Τον Μάιο του 1980, λίγους μήνες μετά την βράβευσή του με το Νόμπελ, τον Δεκέμβριο του 1979, ο ποιητής ήλθε στη Ζάκυνθο προσκεκλημένος του τότε Μητροπολίτου Παντελεήμονος, μακαριστού πλέον, για να ξεκουραστεί. Ή γιατί σύμφωνα με τον λόγιο κ. Διονύση Σέρρα ένιωθε την ανάγκη εξόφλησης (και μ’ αυτόν τον τρόπο) ενός βαθύτερου χρέους του προς τους δύο κορυφαίους πνευματικούς του πατέρες και οδηγούς», τον Κάλβο και τον Σολωμό.
Η
σχέση του Ελύτη με δυο Παναγιές της
Ζακύνθου: την Κυρία
των Αγγέλων
και την Πάντων
Χαρά.
Ο Ελύτης στην επίσκεψή του στη Ζάκυνθο
τον Μάιο του 1980, φωτογραφήθηκε μπροστά
στην ιστορική εκκλησία της «Κυρίας των
Αγγέλων» και την μνημονεύει στην συλλογή
του ΤΡΙΑ
ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΕ ΣΗΜΑΙΑ ΕΥΚΑΙΡΙΑΣ:
Ο
ΚΗΠΟΣ ΒΛΕΠΕΙ
(απόσπασμα
[2.])
…
ἀλλὰ
τότε ἀκόμα ὑπήρχανε
τριανταφυλλιὲς
μὲ σημασία θρησκευτικὴ
ἀλληλούια
ἡ
Κυρία τῶν Ἀγγέλων
μὲ
χρυσὸ ἀλεξίπτωτο
κατέβαινε
ὣς τὸ μαξιλάρι σου
Η
άλλη Παναγία είναι η Πάντων
Χαρά:
Αυτήν την εικόνα που φυλάσσεται εδώ
στον Άγιο επέλεξε ο Ελύτης για να ονομάσει
το εκκλησάκι του. Έφυγε από την ζωή
αφήνοντας ένα τάμα, το οποίο εκπλήρωσε
η ποιήτρια Ιουλίτα Ηλιοπούλου: Στο μικρό
και παρθενικό νησί των Κυκλάδων Σίκινο,
στην οποία –σημειωτέον- δεν πήγε ποτέ
ο Ελύτης, ανηγέρθη παπαδιαμαντικό
παρεκκλήσι –με το πέλαγος να χάσκει
από κάτω- της Παναγίας της Παντοχαράς.
Ο Ελύτης στον Κήπο
με τις αυταπάτες
λέει προφητικά: Έρχομαι
... στην Παρθένο της Σικίνου πριν να
υπάρξει...
Η Παντοχαρά, που ο Ελύτης την βρήκε στη
Ζάκυνθο και την μετέφερε στη Σίκινο.
Γι’ αυτό, θέλοντας να συνδέσω τη Ζάκυνθο
με την Σίκινο, για την ημέρα των θυρανοιξίων
του ναΐσκου ζήτησα από τον π. Παναγιώτη
Καποδίστρια, ο οποίος είχε και προσωπική
–ποιητική, θα έλεγα σχέση με τον Ελύτη-
να γράψει ένα απολυτίκιο, το οποίο και
ψάλαμε εκεί στις 6 Αυγούστου 2011. Το
απολυτίκιο τελειώνει με την φράση:
“χαίροις,
ωραιότης έλλογος, θεοπερίχυτη”.
Όταν
το ψάλαμε, με πλησίασε ένας σοβαρός
άνθρωπος ενθουσιασμένος από το κείμενο,
και μου είπε “Αν δεν λεγόταν Παντοχαρά
θα 'πρεπε να ονομαστεί Θεοπερίχυτη αυτή
η Παναγιά του Ελύτη”. Κι εγώ σκέφτηκα
αμέσως: “Παντοχαρά
η θεοπερίχυτη”!
-
Ένας τελευταίος λόγος για την επιλογή του θέματος: η επέτειος της συμπλήρωσης 20 χρόνων από την αναχώρηση του Ελύτη από τον μάταιο αυτό κόσμο –«αλλά πέρασμα»- όπως έχει γράψει ο Νίκος Καρούζος: «Μάταιος ο κόσμος αλλά πέρασμα». Κι ο Ελύτης μας άφησε ανεξίτηλο το ίχνος του. Νομίζω απόψε πραγματοποιείται εδώ η πρώτη εκδήλωση στην Ελλάδα για την επέτειο των 20 χρόνων από το ξόδι του ποιητή.
Ας
έρθουμε τώρα στον Ρωμανό του Ελύτη.
Ο
Ρωμανός ο Μελωδός ανήκει στην προσωπική
μυθολογία του Ελύτη.
Σε
συνέντευξή του, που δημοσιεύθηκε τη
μέρα των γενεθλίων του, 2 Νοεμβρίου, το
1975, ο Ελύτης δηλώνει: «Με
απασχολούν κυριότατα μορφές που αγαπώ,
από τον Ρωμανό τον Μελωδό και τον
Παπαδιαμάντη ως τον Ανδρέα Εμπειρίκο»
(Συν
τοις άλλοις,
σ. 139).
Σε
άλλη συνέντευξή του, δύο χρόνια αργότερα,
το 1977 στα Επίκαιρα,
απαντώντας στο ερώτημα πώς ικανοποιεί
το ενδιαφέρον του για την ελληνική
παράδοση, ο ποιητής θα πει:
«Αισθάνομαι
ότι είναι ανάγκη αυτούς που αγαπούμε,
να τους φέρνουμε κοντά στη δική μας
ευαισθησία… Από το Βυζάντιο διάλεξα
τον Ρωμανό τον Μελωδό κι έχω κάνει μια
μικρή εργασία, ανέκδοτη ακόμα»
(Συν τοις άλλοις,
σ. 156).
Ο
Ελύτης γράφει το δοκίμιό του για τον
Ρωμανό τον Μελωδό το 1975. Το κείμενό του
παραμένει αδημοσίευτο ως το 1986, οπότε
δημοσιεύεται στο τριμηνιαίο περιοδικό
λογοτεχνίας, θεωρίας της λογοτεχνίας
και κριτικής ΕΚΗΒΟΛΟΣ
(τεύχος 15, 1986). Αναδημοσιεύεται πολύ
αργότερα και στον τόμο Εν
λευκώ του
ποιητή, τον δεύτερο –μετά τα Ανοιχτά
Χαρτιά–
με πεζά του (1972-1995).
Από
αυτό το δοκίμιο σας διαβάζω την εξαίσια
εισαγωγή:
«Το
φως της λαμπάδας που άναψε αυτός ο νεαρός
διάκονος της Βηρυτού, φτάνοντας μία
μέρα στη Βασιλεύουσα μ’ ένα τυλιχτάρι
κάτω από τη μασχάλη, για να κλειστεί σ’
ένα καμαράκι και να γράψει εκατοντάδες
ποιήματα, δεν ομολογεί απλώς πίστη και
αφοσίωση στην εκκλησία του Χριστού·
καίει και θρέφεται από μια παράδοση που
δεν είχε ίσως κανένα πλέον αντίκρισμα
στον απέραντο ελληνόφωνο πληθυσμό
(ηττημένη καθώς ήτανε από τον μονοθεϊσμό
και τις νέες ανθρωπιστικές αξίες),
κρατιότανε όμως γερά, σαν τρόπος
εκφραστικός, αγκιστρωμένη από τη γλώσσα
κι έτοιμη, μεσ’ απ’ αυτήν, να περάσει
στο αντίπαλο στρατόπεδο, για να κατισχύσει
με τον ίδιο τρόπο ακριβώς που ο φορέας
της είχε, ειρηνικά κι εκείνος, πετύχει
να βρεθεί, από υποτελής, κυρίαρχος και
ιδρυτής μιας παντοδύναμης αυτοκρατορίας.
Αν
ο Μέγας Κωνσταντίνος ήταν αδύνατον να
προβλέψει το αποτέλεσμα που θα μπορούσε
να είχε η μετακίνησή του, πόσο μάλλον ο
Ρωμανός. Λίγοι, ελάχιστοι, ακόμη και
σήμερα, έχουμε συνειδητοποιήσει ότι το
χαρτί που του έδωσε κάποια νύχτα η
Παναγία να καταβροχθίσει, όπως μας λένε
τα συναξάρια, τον
έκανε άξιο να μεταμοσχεύσει από τον
κορμό του αρχαίου στον κορμό του
μεσαιωνικού ελληνισμού έναν ειδικό
τρόπο του εκφράζεσθαι που έφτασε σώος
ως τις μέρες μας. Είναι
κάτι τόσο μεγάλο αυτό και -δυστυχώς- σε
τόσο μικρό ποσοστό φανερωμένο, που η
δυσκολία να το αποδείξεις το αφήνει να
πάρει μοιραία το σχήμα της υπερβολής.
Και
πρώτα - πρώτα, ο ίδιος ο Ρωμανός θα ’χε
λόγους να διαμαρτυρηθεί: καμιά σχέση
δεν ήθελε να ’χει αυτός με τον αρχαίο
κόσμο. Ούτε καν Ελληνας δεν ήταν. Σύρος
ή κατά τον Maas, Εβραίος, έγραψε στην κοινή
του καιρού του, μια μεταβατική φάση της
ελληνικής, που -υπάρχουνε πολλά δείγματα-
τη χειρίσθηκε με τους δισταγμούς και
τα παραπατήματα ενός ξένου. Κάτι περίπου
σαν
τους μεγάλους σύγχρονους ποιητές μας
που δεν ήξεραν ελληνικά, όπως έλεγε ο
Σεφέρης για τον Σολωμό, τον Κάλβο και
τον Καβάφη και που ωστόσο -ίσως γι’
αυτό- αναπαρθενεύσανε, από έναν δρόμο
απροσδόκητον ο καθένας τους, τον ποιητικό
λόγο.»
Το
δοκίμιο αυτό του Ελύτη δεν έχει ακόμα
«ανακαλυφθεί», θα έλεγα, από τους
φιλολόγους και τους εδικούς ερευνητές.
Η
πρώτη αναφορά σ’ αυτό έγινε από τον
σπουδαίο νεοελληνιστή David
Connoly,
ο οποίος σε μια επιστημονική ανακοίνωσή
του με τίτλο: «Μεταφράζοντας πρισματική
ποίηση: Οδυσσέας Ελύτης και Τα
ελεγεία της Οξώπετρας»,
αναφέρεται στα δύο είδη ποίησης που
διακρίνει και αντιπαραθέτει ο Ελύτης:
την «πρισματική» και την «επίπεδη». Ο
Conolly
παρατηρεί ότι η πρισματική ποίηση,
σύμφωνα με τον Ελύτη, είναι αυτό το
ιδιαίτερο γνώρισμα που χαρακτηρίζει
τη γνήσια ελληνική ποιητική παράδοση
και το οποίο απαντάται στον Όμηρο, τον
Πίνδαρο, τους αρχαίους λυρικούς ποιητές,
τον Ρωμανό, τον Κάλβο και, κατά συμπέρασμα,
τον ίδιο τον Ελύτη. Δηλαδή, όπως λέει ο
ίδιος ο Ελύτης, «πρόκειται
για ρήσεις όπου τα μέταλλα της γλώσσας
και των εικονιστικών στοιχείων
συγχωνεύονται. Και όπου η διατύπωση
μιας αλήθειας είναι και η διέγερση ενός
κόσμου αφομοιώσιμου από την προσληπτικότητα
της φαντασίας μας. Αυτές είναι που ψηλαφώ
τώρα στο Ρωμανό…».
Στο
δοκίμιο, το θέμα του Ελύτη είναι φυσικά
και η γλώσσα του Ρωμανού. Έτσι, ο ποιητής
παραθέτει
κι ένα «πρόχειρο», όπως το χαρακτηρίζει,
«Γλωσσάριο» του Ρωμανού, το οποίο
καταδεικνύει την επιμέλεια του Ελύτη
και την ουσιαστική προσέγγισή του στην
ποίηση του βυζαντινού υμνογράφου.
Επίσης, παραθέτει στίχους και ημιστίχια
με εκφραστικές επιτυχίες του Ρωμανού,
ο οποίος «σὰν
χειριστὴς
τοῦ γλωσσικοῦ ὀργάνου, ἔφτασε χάρη
στὴν ἰδιοφυΐα του, ν’ ἀγγίζει τὴ
σπανιότητα στὴν ἔκφραση καὶ νὰ
τὴ
συλλάβει αὐτογέννητη, ταυτισμένη μὲ
τὴν ὑπερβατικὴ
εἰκόνα.»
Στο
δοκίμιο συναντάμε και την εμβληματικὴ
γνωμάτευση του Ελύτη:
«τὸ
σχέδιο διαγράφεται καθαρὰ στὸν ποιητικὸ
ὁρίζοντα: τρεῖς κολῶνες ποὺ συγκρατοῦν
τὶς καμπύλες τῶν ἁψίδων σὲ μίαν ἀπὸ
τὶς προσόψεις τοῦ ἑνιαίου ἑλληνικοῦ
λόγου: Πίνδαρος, Ρωμανὸς ὁ Μελωδός,
Ἀνδρέας Κάλβος».
Πρόκειται για την πιο γνωστή «ρήση» του
Ελύτη, από το δοκίμιο για το Ρωμανό.
Ο
καθηγητής Φώτης Δημητρακόπουλος σε
σχετικό άρθρο του αποφαίνεται πως: Τὸ
δοκίμιο αὐτὸ τοῦ ποιητῆ τοῦ «Ἄξιόν
ἐστι»
ἀποτελεῖ θαυμάσια εἰσαγωγὴ στὴν
ποίηση τῶν κοντακίων τοῦ Ρωμανοῦ. Και
συμπληρώνει: Στὴν ἑλληνικὴ γλώσσα
διαθέτουμε τὶς γραμματολογικὲς
προσεγγίσεις τοῦ Ν. Β. Τωμαδάκη, Βυζαντινὴ
Ὑμνογραφία,
τὸ ὁμότιτλο ἔργο τοῦ Κάρολου Μητσάκη,
καὶ τὸν οἰκεῖο τόμο τῆς Πατρολογίας
τοῦ Παναγιώτη Χρήστου.
Άρα,
ο Ελύτης είναι ο μόνος μη θεολόγος που
ασχολείται σοβαρά με τον Ρωμανό ως
ποιητή και αγκωνάρι, θα λέγαμε, του
γλωσσικού μας πολιτισμού. Αυτό δεν είναι
καθόλου λίγο.
Ο
Ρωμανός, επισημαίνει σε σχετική μελέτη
της η ερευνήτρια Μαριλένα Πρωίμου, έχει
μια ιδιαίτερη αξία για τον Ελύτη ως
εκφραστής της ελληνικότητας με όχημα
τη γλώσσα, της οποίας η συνέχεια είναι
και συνέχεια του πολιτισμού, του οποίου
ο Ρωμανός αποβαίνει απολογητής «εκών
άκων». Και αυτό που καταξιώνει το Ρωμανό
είναι η ποιητική τεχνική, η ιδιαίτερη
μορφή, που εκδηλώνεται σε δύο τομείς:
τη γλώσσα (λεξιλόγιο) και τη σύνταξη.
Το
δοκίμιο Ελύτη για τον Ρωμανό είναι
σημαντικό για την Μαριλένα Πρωίμου
γιατί αποκαλύπτεται σ’ αυτό η ποιητική
διαδικασία κατά τον Ελύτη που θα μπορούσε
να συνοψισθεί στα εξής σημεία:
-
Επιλογή σπάνιων λέξεων και αδοκίμαστου συνδυασμού τους.
-
Δημιουργία ποιητικής και ψυχικής ετοιμότητας – ποιητική «έκπληξη»
-
Καθαρότητα στη σύλληψη του κόσμου.
Ο
Ελύτης μαγεύεται κυριολεκτικά από τον
Ρωμανό και επηρεάζεται καθοριστικά από
αυτόν, καθώς θεωρεί ότι ο
Ρωμανός διασώζει μέσα στον χριστιανικό
κόσμο την πρισματική ποιητική έκφραση
των αρχαίων.
Σύμφωνα
με τον μακαρίτη, κράτιστο φιλόλογο Τάσο
Λιγνάδη στη σχετική μελέτη του για το
περίφημο Άξιον
Εστί
του Ελύτη, οι επιρροές του ποιητή από
τον Ρωμανό
είναι πάμπολλες.
Ο
Λιγνάδης παραπέμπει σε 10 τουλάχιστον
ύμνους – κοντάκια του Ρωμανού, απ’ όπου
έχει εμπνευσθεί ο Ελύτης και συγκεκριμένα:
«Εις την Γέννησιν», «Εις τον Νιπτήρα»,
«Εις τους Αγίους 40 μάρτυρας», «Εις τα
άγια νήπια», «Εις την άρνησιν του Πέτρου»,
«Εις τα Θεοφάνια», «Εις την Σαμαρείτιδα»,
«Εις την Ανάστασιν», «Εις την Υπαπαντήν»,
«Εις την Αγίαν Πεντηκοστήν». Μια φράση
του Ρωμανού είναι αρκετή για τον Ελύτη.
Όμως,
ειδικά στο Άξιον
Εστί,
έχουμε και την μορφή που δανείζεται ο
Ελύτης από τον Ρωμανό. Η στιχουργική
μορφή των Ασμάτων ακολουθεί πιστά και
στην οπτική της εμφάνιση τρόπους
διατυπώσεως της εκκλησιαστικής
υμνογραφίας, και κατ’ εξοχήν των
κοντακίων του Ρωμανού, από την Οξφορδιανή
έκδοση των Maas
– Trypanis
του 1963, την οποία είχε υπ’ όψιν του ο
Ελύτης (Λιγνάδης, σ. 30).
Ο
ίδιος ο Ελύτης σε συνέντευξή του το
Νοέμβριο του 1981, λέει ότι η «συμμετρία»
στην ποίηση είναι πρόνοια: «Όταν
κάνεις ένα έργο που είναι μεγαλύτερο
από μία σελίδα και αποτελεί πια ένα
μεγάλο σύνολο, πρέπει να έχει μια ορισμένη
αρχιτεκτονική. Εγώ, λοιπόν, δεν θα το
‘λεγα συμμετρία, αλλά αρχιτεκτονική…
Να σας δώσω ένα παράδειγμα: το Άξιον
Εστί δε θα μπορούσε ποτέ να σταθεί, αν
δεν είχα την πρόνοια να έχω τη σχεδόν
μαθηματική αυτή διάταξη στοιχείων του
ποιήματος. Νομίζω ότι στα μεγάλα ποιήματα
αυτό είναι απαραίτητο και έχω παραδείγματα
και από παλιά ακόμα. Και ο Πίνδαρος είχε
τέτοια πρόνοια και ο Ρωμανός ο Μελωδός
στο Βυζάντιο…» (Συν
τοις άλλοις, σ.
241).
Και
σε άλλη συνέντευξή του επεξηγεί για το
ίδιο θέμα: «Πολύ
με βοήθησαν, για ν’ αντιμετωπίσω αυτό
το πρόβλημα, δύο μεγάλα πνεύματα της
ελληνικής παράδοσης: ο Πίνδαρος, στα
κλασικά χρόνια, και ο Ρωμανός ο Μελωδός,
στο Βυζάντιο… Στις μεγάλες συνθέσεις,
η αρχιτεκτονική αυτή μέριμνα – με την
εναλλαγή των συλλαβικών μέτρων και την,
κατά μαθηματικά διαστήματα, επαναφορά
τους – αποδείχθηκε ευεργετική. Ο ειδικός
τόνος γεννούσε τον ειδικό τύπο. Και αυτό
χωρίς ο αναγνώστης να είναι υποχρεωμένος,
όπως ο ειδικευμένος μελετητής, έστω και
να υποψιάζεται καν την ύπαρξή τους για
να χαρεί το αποτέλεσμα που εντέλει –
και πολύ σωστά – μόνον αυτό μετράει»
(Συν
τοις άλλοις,
σ. 262-63).
Εδώ
πρέπει να αναφέρουμε και κάτι όχι και
τόσο γνωστό. Στον λόγο του Ελύτη στην
Ακαδημία της Στοκχόλμης, με αφορμή το
βραβείο Νόμπελ που του απονεμήθηκε,
υπάρχουν και κάποιες παράγραφοι που
δεν συμπεριελήφθησαν στην τελική έκδοση
του κειμένου. Δημοσιεύονται όμως στον
σχετικό ιστότοπο της Ακαδημίας, στη
γαλλική και αγγλική εκδοχή του λόγου.
Σε μία απ’ αυτές ο Ελύτης λέει ότι
ακολούθησε το παράδειγμα του Ρωμανού
για την αρχιτεκτονική του Άξιον Εστί.
Άρα
είναι παραπάνω από σαφής η επίδραση του
Ρωμανού στην αρχιτεκτονική και τη μορφή
του Άξιον Εστί.
Στον
Μικρό
Ναυτίλο
του Ελύτη ο Ρωμανός έχει την τιμητική
του, καθώς η περίφημη φράση «Μυρίσαι το
άριστον» που κυριαρχεί ως γενικός τίτλος
ενοτήτων στη συλλογή, είναι για πολλούς
συνώνυμη του Ελύτη, αλλά είναι δάνειο
από τον Ρωμανό (το μνημονεύει και ο
ποιητής στο σχετικό δοκίμιό του). Επίσης,
στο Ταξιδιωτικό Σάκο του (Όττω τις
εράται), πάντα στον Μικρό Ναυτίλο, ο
ποιητής φυσικά παίρνει μαζί του και
Ρωμανό, δύο στίχους:
Και
το αίμα μου μέλαν, όθεν βάπτω και
γράφω
Το
άνθος γλυκάζον εμοί γέγονεν
τιθύμαλλος
Είναι
πολύ ενδιαφέρον ότι στον Μικρό Ναυτίλο,
ο Ελύτης έχει ως τίτλους των διαφόρων
ενοτήτων του εναλλάξ Σαπφώ (όττω
τις εράται),
Ρωμανό (Μυρίσαι
το άριστον)
και Κάλβο (Και
με φως και με θάνατον).
Τρεις πυλώνες του ελληνικού πολιτισμού
που για τον Ελύτη είναι καθοριστικής
σημασίας. Άλλωστε, ο Ελύτης στα Ανοιχτά
Χαρτιά
(σ. 448) λέει ότι νιώθει ένας «αριστοκράτης,
ο μόνος που έχει το προνόμιο να λέει τον
ουρανό «ουρανό», και τη θάλασσα «θάλασσα»,
ακριβώς όπως η Σαπφώ ακριβώς όπως ο
Ρωμανός, εδώ και χιλιάδες χρόνια, και
μόνον έτσι να βλέπω αλήθεια το γαλάζιο
του αιθέρος ή ν’ ακούω το ρόχθο του
πελάγους…».
Θα
κλείσω, επιτρέψτε μου, με τον επίλογο
του δοκιμίου Ελύτη,
όπου ο Ελύτης κάνει λόγο για την ποιητική
ασκητική του Ρωμανού, που φαίνεται ότι
θέλγει και τον ίδιο.
«Διάκονος
ήταν και καθώς φαίνεται, διάκονος έμεινε
ως το τέλος της ζωής του ο Ρωμανός με
τόσες πτυχές στην ιδιωτική του ζωή όσες
και στο φτωχό του ράσο. Είναι αυτό ένα
μεγαλείο που, ανεξάρτητα εντελώς από
κάθε ηθική, χριστιανική ή άλλη, μας
βοηθεί να βλέπουμε τους δημιουργούς
μέσα στη μόνωσή τους και να τους
παρακολουθούμε στον αγώνα τους για μιαν
αφιλόκερδη αποτίμηση της ζωής και των
αξιών που περικλείνει.
Εκεί,
σ’ ένα κελί του ναού της Θεοτόκου της
εν τοις Κύρου, τον φαντάζομαι κι εκείνον
να βαδίζει επάνω κάτω μια ζωή ολόκληρη,
παλεύοντας με τις λέξεις όπως ο Σολωμός
κι ας ήταν ένας κόμης όπως ο Παλαμάς κι
ας ήταν ένας γραμματικός.
Δε γίνεται αλλιώς η ποίηση. Κακομαθημένοι
στις μέρες μας, προσπαθούμε να γεμίσουμε
τα βιογραφικά κενά με υποθέσεις: 'αδύνατον
ένας ποιητής με τόση φήμη και με την
εύνοια επιπλέον του Ιουστινιανού να
μην είχε καταλάβει ύπατα αξιώματα'.
Λησμονούμε ότι για μερικούς ανθρώπους
η συγγραφή δεν είναι φιλοδοξία. Είναι
υψηλή αποστολή.
Εν
χάρτη της ψυχής μου γεγραμμένην την
αίτησιν έχω, λέει. Και βέβαια, η ορθόδοξη
αγωγή του Ρωμανού απωθεί την παρούσα
ζωή, προσβλέπει στη μέλλουσα. Όμως αρκεί
να φανταστούμε σαν 'μέλλουσα' την παρούσα,
κεκαθαρμένη, φτασμένη σε μιαν ιδανική
τελειότητα, για να προσμετρήσουμε τον
βαθμό της παραδιόρθωσης που επιφέρει,
με τα έργα του τα ποιητικά, στα φαινόμενα
και να διαβάσουμε, πίσω από τις γραμμές
μιας δογματικής έκφρασης, την ομολογημένη
του λατρεία σε ό,τι θ’ αποκαλούσαμε
'διαυγές', 'άσπιλο', 'άφθαρτο' -συνώνυμα
όλα τους ενός ποιητικού παραδείσου.
Οι χρόνοι που ακολούθησαν μας έδωσαν ασφαλώς περισσότερο έμπειρους στον χειρισμό της γλώσσας υμνογράφους. Ομως αυτός, ο πρώτος, παραμένει μοναδικός· ο πλησιέστερος και προς τους αρχαίους και προς τους σύγχρονους ποιητές μας· ένας κρίκος ανοξείδωτος ανάμεσα σε δύο μεγάλες περιόδους ενός και του ίδιου πολιτισμού. Αυτός επέτυχε να διατηρήσει και ν’ ανανεώσει τους εκφραστικούς πυρήνες που πρέπουν στο ήθος του ελληνικού λόγου. Και αυτός θεμελίωσε αρχιτεκτονήματα που ο ίδιος σχεδίασε πάνω στις ανάγκες της συγγραφικής του αποστολής. Τα δύο αυτά, επιστεγασμένα από την ηθική του προσωπικότητα, την αναπτυγμένη στο μάκρος μιας συνεπέστατης προς τις ιδέες του ζωής, είναι που του έδωσαν το δικαίωμα να πλαγιοϋπογράφει τις συνθέσεις του με την τόσο περήφανη, στο βάθος, ρήση: Τούτο του ταπεινού Ρωμανού.»
Οι χρόνοι που ακολούθησαν μας έδωσαν ασφαλώς περισσότερο έμπειρους στον χειρισμό της γλώσσας υμνογράφους. Ομως αυτός, ο πρώτος, παραμένει μοναδικός· ο πλησιέστερος και προς τους αρχαίους και προς τους σύγχρονους ποιητές μας· ένας κρίκος ανοξείδωτος ανάμεσα σε δύο μεγάλες περιόδους ενός και του ίδιου πολιτισμού. Αυτός επέτυχε να διατηρήσει και ν’ ανανεώσει τους εκφραστικούς πυρήνες που πρέπουν στο ήθος του ελληνικού λόγου. Και αυτός θεμελίωσε αρχιτεκτονήματα που ο ίδιος σχεδίασε πάνω στις ανάγκες της συγγραφικής του αποστολής. Τα δύο αυτά, επιστεγασμένα από την ηθική του προσωπικότητα, την αναπτυγμένη στο μάκρος μιας συνεπέστατης προς τις ιδέες του ζωής, είναι που του έδωσαν το δικαίωμα να πλαγιοϋπογράφει τις συνθέσεις του με την τόσο περήφανη, στο βάθος, ρήση: Τούτο του ταπεινού Ρωμανού.»
Στους
περίφημους στίχους του Ελύτη από το
Άξιον
εστί
«Όπου
και να σας βρίσκει το κακό, αδελφοί
Όπου
και να θολώνει ο νους σας
Μνημονεύετε
Διονύσιο Σολωμό
Και
μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη»,
Μπορούμε,
νομίζω, να προσθέσουμε:
Και
μνημονεύετε Ρωμανό τον Μελωδό.