© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Τρίτη 27 Φεβρουαρίου 2018

“Stabat Mater” και “Salve Regina” από τα ΜΟΥΣΙΚΑ ΣΥΝΟΛΑ ΔΕΗ Α.Ε.

Γράφει η ΑΝΘΟΥΛΑ ΔΑΝΙΗΛ

«Η ηχογράφηση των έργων των J. Haydn και G. B. Pergolesi, με τα Μουσικά Σύνολα της ΔΕΗ, δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από τις αντίστοιχες ηχογραφήσεις μιας μεγάλης δισκογραφικής εταιρείας, όπως η Teldec, ή ενός καταξιωμένου μαέστρου, όπως ο Nicolaus Harnoncourt...», έγραψε το περιοδικό Δίφωνο και οφείλουμε κι εμείς να καταθέσουμε τον έπαινό μας. 

Το συγκεκριμένο C.D. γεννήθηκε στην αίθουσα Δημήτρης Μητρόπουλος του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών, καθώς και η Μίξη  και ό,τι άλλο απαιτείται για τη δημιουργία του. Ο χώρος γέννησής του είναι αποδεικτικό της αξίας του και της καλλιτεχνικής σημασίας του, αλλιώς δεν θα είχε συμβεί εκεί. 

Ο ακροατής του συγκεκριμένου C.D. πρέπει να ανοίξει το λεπτό δίπτυχο  με τα δύο κλασικά έργα, τα οποία έχουν νικήσει το χρόνο και έχουν κερδίσει τον τίτλο  «αριστούργημα». Κι ακόμα ο ακροατής πρέπει να διαβάσει τα στοιχεία του  C.D. και τα ονόματα των καλλιτεχνών: Ε. Κυριακίδου, Ε. Καράγιαννη, Μ. Παπαγεωργίου, Α. Παγκάλου, Σ. Ζουλιάτη, Κ. Μαυρογένη και Κ. Κωνσταντάρα. Χωρίς αυτά ως τεκμήρια  δεν θα πίστευε κανείς ποτέ ότι είναι Έλληνες οι καλλιτέχνες  και οι φωνές ελληνικές καθώς ελληνική και η χορωδία. Και αυτό είναι το θαυμαστό. 

Τα Μουσικά Σύνολα – Μικτή Χορωδία και Ορχήστρα Εγχόρδων της ΔΕΗ γεννήθηκαν το 1978. Τα μέλη της είναι υπάλληλοι της Εταιρείας με κοινή την αγάπη τους για το χορωδιακό τραγούδι, αλλά και άλλοι μουσικοί και εραστές της Τέχνης που συμπράττουν μαζί τους. Οι εμφανίσεις  στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών και Θεσσαλονίκης στο Ηρώδειο, σε σχολεία, εκπαιδευτικούς χώρους και χώρους εργασίας επιβεβαιώνουν την αξία της καλλιτεχνικής τους παρουσίας.  Συχνές είναι και οι μετακλήσεις καλλιτεχνών που απαιτούνται για ορισμένα έργα, όπως και στο ανά χείρας C.D. του οποίου την καλλιτεχνική διεύθυνση έχει ο ταλαντούχος μαέστρος Κωστής Κωνσταντάρας.

Το πρώτο έργο είναι το Stabat Mater, του Giovanni Batista  Draghi (Pergolesi), για Ορχήστρα Εγχόρδων, Γυναικεία Χορωδία και Σολίστ. Σολίστ η σοπράνο Ειρήνη Κυριακίδου, και μέντζο σοπράνο η Ειρήνη Καράγιαννη. Ο ακροατής από τις πρώτες νότες μπαίνει στην επιβλητική ατμόσφαιρα  που εμπνέει το πάθος της θλιμμένης Παναγίας μητέρας που βλέπει το παιδί της στο σταυρό. Ο Περγκολέζι (1710-1736) γεννήθηκε στο Γέζι, κοντά στην Ανκόνα. Για τα 300 χρόνια από τη γέννησή του η πατρίδα, το Γέζι,  αλλά και η Νάπολι, το Μιλάνο, η Ρώμη, καθώς και η Δρέσδη, εόρτασαν με έξι όπερες δικές του, οργανικά και φωνητικά έργα, παραστάσεις συζητήσεις και διεθνή συνέδρια. Ο Περγκολέζι έφυγε από τη ζωή στα είκοσι έξι του χρόνια, αφήνοντας όμως πίσω του, ανάμεσα στα άλλα σπουδαία έργα, το Stabat mater, κορυφαία στιγμή της δημιουργίας του, έργο που του χάρισε δόξα και αναγνώριση. 

Το άλλο μεγάλο έργο του C.D. είναι το Salve Regina in G –moll του  Franz Joseph  Haydn για εκκλησιαστικό όργανο, Ορχήστρα Εγχόρδων, Μικτή Χορωδία και Σολίστ. Σολίστ η σοπράνο Μορφούλα Παπαγεωργίου, η άλτο  Άννα Παγκάλου, ο τενόρος Σταύρος Ζουλιάρης, ο μπάσος Κώστας Μαυρογέννης και, στο εκκλησιαστικό όργανο, η Ζαφειρία Βασιλείου. Ο ύμνος είναι επίκληση στην Παναγία να βοηθήσει τους ανθρώπους, στα πικρά βάσανά τους. Και τα δύο έργα που είναι συγγενικά, λόγω της αναφοράς τους στο ιερό πρόσωπο της Παναγίας,  παίζονται συχνά κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Εβδομάδας, συμμετέχοντας στο κλίμα τω ημερών. 

Ο Χάιντν (1732-1809) ήταν Αυστριακός. Θεωρείται πατέρας της συμφωνίας και του κουαρτέτου εγχόρδων. Κι ακόμα συνέθεσε Ορατόρια, Λειτουργίες και Όπερες. Σε δύο ταξίδια του στο Λονδίνο,  1791-1792 και 1794-1795, συνέθεσε πολλές αξιόλογες συνθέσεις, οι οποίες είναι γνωστές ως οι Συμφωνίες του Λονδίνου. Είχε τον έπαινο του σύγχρονου αλλά πολύ νεότερού του Μότσαρτ και ήταν δάσκαλος του επίσης νεότερού του, αλλά πολύ δύστροπου, Μπετόβεν. Εν ολίγοις ζούσε ανάμεσα σε σημαντικούς ομοτέχνους του, αλλά και αυτοκράτορες, βασιλείς,  ευγενείς, χωρίς όμως να  χάσει την αυθεντικότητά του ή να ξεχάσει την καταγωγή του. Για το έργο του  τιμήθηκε, πράγμα που  σημαίνει ότι αμείφθηκε καλά για τη δουλειά του. 

Για να επανέλθουμε στο αξιολογότατο C.D. που έχουμε στα χέρια μας, οι δύο μεγάλοι συνθέτες Περγκολέζι και Χάιντν μας χαρίζουν στιγμές μυσταγωγίας και μάλιστα ιδιαιτέρως συγκινητικές αφού η εκτέλεση είναι ελληνική.  Ελληνικές οι φωνές της Μικτής Χορωδίας της ΔΕΗ, ελληνική και Ορχήστρα Εγχόρδων και Έλληνας ο Διευθυντής της Κωστής Κωνσταντάρας. Μια υψίστης καλλιτεχνικής προσφοράς απάντηση στης φτήνιας τον καιρό. 
                                                
Από την ίδια Χορωδία έχουμε και ένα ενδιαφέρον D.V.D., ένα Μουσικό Ταξίδι στην Παλιά Αθήνα που έλαβε χώρα στο προαύλιο του Ιερού Ναού των Αγίων Αναργύρων στην Πλατεία Ψυρρή, στις 21.10.2016. Ήταν μια εκδήλωση  με σκοπό την ανακαίνιση του κελιού του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, στο πλάι του Ναού, εκεί που ο μεγάλος πεζογράφος μας έγραψε τα αθηναϊκά διηγήματά του. Αν λάβουμε υπόψη μας ότι η Αθήνα τιμάται φέτος ως πρωτεύουσα βιβλίου -«Αθήνα Παγκόσμια Πρωτεύουσα Βιβλίου 2018»- διάκριση που έλαβε από την UNESCO τον Σεπτέμβριο του 2016,  θα βρεθούμε στο επίκεντρο του πολιτιστικού ενδιαφέροντος, με το μήνυμα «Βιβλία Παντού»! 

Η Αθήνα η μοντέρνα σήμερα, η Αθήνα η Παλιά με τις φτωχογειτονιές της τότε, εκείνες όπου περπάτησε ο Σκιαθίτης πεζογράφος μας, Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, και το βιβλίο. Η Αθήνα με τα βιβλία και τα τραγούδια της, τις ανθισμένες αμυγδαλιές της, τα γιασεμιά της, διαμαντόπετρα και ζαφειρόπετρα  στης γης το δαχτυλίδι, διαβάζει και τραγουδάει.  
Έχει η Αθήνα ομορφιές, έχει και κάτι ζωγραφιές
Μα σαν της Πλάκας τα στενά, δεν είδα τέτοια πουθενά.
Και το ξέρει η ανθρωπότης, πως κι ο Θεός είναι Πλακιώτης,
Κι όταν σιγοψιχαλίζει, αχ, τα βασιλικά ποτίζει!

Δευτέρα 26 Φεβρουαρίου 2018

π. Παναγιώτης Καποδίστριας: ΤΟ ΠΡΩΙ ΩΣ ΕΣΠΕΡΑ (ποίημα για τον Παπαδιαμάντη)



α΄
Απρόβλεπτες θωπείες 
μ' εξωθούν εντός

στον βυθό του δωμάτιου
το πρωί ως εσπέρα
οι άγιοί μου παρανάλωμα τζακιού

ενδίδω ήδη στο βλέμμα σου
συσσωματώνομαι
άντεξέ με.

β΄
Όσο καιρός παπαδιαμάντιζε
ότι έρχεται ώρα
με τεριρέμ κι άλλες πλεκτάνες τα δαιμόνια
-κενά ή γεμάτα μη ρωτάς-
της Ανάγκης αρμόδια
χριστόψωμα βλογάνε
και φονικότερα μετά
πανεύοσμον σε αποπετρώνουν.

[Ποίημα συν-ομιλητικό με τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, γραμμένο σε τελική μορφή τον Ιανουάριο του 2011 και δημοσιευμένο οριστικά στην ποιητική συλλογή του π. Παναγιώτη Καποδίστρια, ΑΝΑΚΑΛΥΠΤΗΡΙΑ, εκδ. Κέντρο Λόγου Αληθώς, Ζάκυνθος 2014, σελ. 119]

Κυριακή 25 Φεβρουαρίου 2018

π. Παναγιώτης Καποδίστριας: ΚΥΡ-ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΕΠΙΒΙΩΣΗ (ποίημα για τον Παπαδιαμάντη)


Σχολιαρόπαιδο
αναπλάθει αινίγματα
ο Αλέξανδρος.
-Βρε τον αλήτη
έμαθε να γλωσσεύει
ακατάσχετα.

Ακοινώνητος
και αγγελοκρουσμένος
ξεφτίδια όλος
μελαγχολικός
ωσάν παλτό φθαρμένο
στην Αφάνεια.

Θράσος λέξεων -
εντυπώνει στιγμούλες
απ’ τα μη όντα:
Γάλα γοργόνας
τζιτζίκια εφάμιλλα
της Εξόντωσης.

Έτσι να μείνει:
Σιωπηλό στον πρόναο
κεροστάλαγμα
κλάμα του ίσκιου
των φρικτών οσίων του
κομμένες φλέβες.

Θεοσκότεινος
αποκοιμιέται ο νους
σαν το τρυγόνι.
Χαλάλι σου το θέρος
τον χειμώνα μου φοβού.

Ερειπιώνεις
τ’ Ατόφιο πέτρα-πέτρα
έως δακρύου.
Χατίρι σου ο Έρως
και τα χιόνια του ιδού.

(Δεκέμβριος 2009)


[Ποίημα συν-ομιλίας με τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, από την ποιητική συλλογή του π. Παναγιώτη Καποδίστρια, ΑΝΑΚΑΛΥΠΤΗΡΙΑ, εκδ. Κέντρο Λόγου Αληθώς, Ζάκυνθος 2014, σελ. 117 εξ.]

Σάββατο 24 Φεβρουαρίου 2018

Νίκος Καββαδίας: MAL DU DEPART (ποίημα - ανάγνωση - μουσική)


[Ἀπὸ τὴ Συλλογὴ «Μαραμπού»]

Θὰ μείνω πάντα ἰδανικὸς κι ἀνάξιος ἐραστὴς 
τῶν μακρυσμένων ταξιδιῶν καὶ τῶν γαλάζιων πόντων, 
καὶ θὰ πεθάνω μιά βραδιά, σὰν ὅλες τὶς βραδιές, 
χωρὶς νὰ σχίσω τὴ θολὴ γραμμὴ τῶν ὁριζόντων.

Γιὰ τὸ Μαδράς, τὴ Σιγγαπούρ, τ' Ἀλγέρι καὶ τὸ Σφὰξ 
θ’ἀναχωροῦν σὰν πάντοτε περήφανα τὰ πλοῖα, 
κι ἐγώ, σκυφτὸς σ' ἕνα γραφεῖο μὲ χάρτες ναυτικούς, 
θὰ κάνω ἀθροίσεις σὲ χοντρὰ λογιστικὰ βιβλία.

Θὰ πάψω πιὰ γιὰ μακρινὰ ταξίδια νὰ μιλῶ•
οἱ φίλοι θὰ νομίζουνε πὼς τὰ 'χω πιὰ ξεχάσει,
κι ἡ μάνα μου, χαρούμενη, θὰ λέει σ' ὅποιον ρωτᾶ:
« Ἦταν μιὰ λόξα νεανική, μὰ τώρα ἔχει περάσει ...»

Μὰ ὃ ἐαυτός μου μιὰ βραδιὰν ἐμπρός μου θὰ ὑψωθεῖ 
καὶ λόγο, ὡς ἕνας δικαστὴς στυγνός, θὰ μοῦ ζητήσει, 
κι αὐτὸ τὸ ἀνάξιο χέρι μου ποὺ τρέμει θὰ ὁπλιστεῖ, 
θὰ σημαδέψει, κι ἄφοβα τὸ φταίστη θὰ χτυπήσει.

Κι ἐγώ, ποὺ τόσο ἐπόθησα μιὰ μέρα νὰ ταφῶ
σὲ κάποια θάλασσα βαθιὰ στὶς μακρινὲς Ἰνδίες,
θά’χω ἕνα θάνατο κοινὸ καὶ θλιβερὸ πολὺ
καὶ μιὰ κηδεία σὰν τῶν πολλῶν ἀνθρώπων τὶς κηδεῖες.





Παρασκευή 23 Φεβρουαρίου 2018

Νίκος Εγγονόπουλος: ΑΡΜΟΣΜΕΝΟ ΓΙ' ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ ΑΝΔΡΙΚΗ ΧΟΡΩΔΙΑ Σ' ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΣΕΒΑΣΤΙΑΝΟΥ ΜΠΑΧ

[Ἀπὸ τὴ συλλογὴ του «Στὴν Κοιλάδα μὲ τοὺς Ροώνες». Ἴκαρος, Ἀθῆναι 1992, 3η ἔκδ.]


κατάρα — Κύριε — σ' ὅποιον ἐπιβουλεύτηκε
τὸ ψωμὶ τοῦ ποιητοῦ
κατάρα — Κύριε — σ' ἐκεῖνον ὅπου ἔβαλε βέβηλο χέρι
στὰ λιγοστὰ χρήματα τοῦ
πτωχοῦ ζωγράφου
ποὔκλεψε τὴ δεκάρα
ἀπὸ τὴν τεταμένη
τὴν ταπεινὴ
τοῦ διακονιάρη φούχτα
κατάρα!

χαράμι!
φαρμάκι θὰ γένη τὸ ψωμί!
καὶ τὸ κλεμμένο νόμισμα:
καρφὶ πυραχτωμένο στ' ἄσπλαχνα τὰ στήθη
αὐτῶν ποὺ ἔστερξαν τὶς ἀνομίες
σ' αὐτοὺς π' ἀδίκησαν τὴ φτωχὴ χήρα
ποῦ ἐβαρέσαν τὸ ἀπροστάτευτο παιδὶ
ποῦ σπάσανε τὸ πήλινο τοῦ διψασμένου τάσι
π' ἀρνήθηκαν στὸν ἄρρωστο συμπόνια
ποὺ κοροϊδέψαν τὸ λεπρὸ
χτύπησαν τὸν τρελλὸ
καὶ τὸν τυφλὸ παραπλανῆσαν
ποὺ δυσκολέψαν τὴ ζωὴ τ' ἀνήμπορου
στοὺς ψεύδορκους
στοὺς ἀτιμάσαντες
σ' αὐτοὺς ποὺ βασανίσανε Ὁβραίους εἴτε Χριστιανοὺς
μεσ' στ' ἄνομα στρατόπεδα τῆς Γερμανίας

ὑπάρχει Θεός!

ἡ μέρα περνᾶ
ἡ ὥρα περνᾶ
«ἡ κοινωνία γελᾶ»
σώζονται τὰ προσχήματα
ὅμως αὐτὸς δὲν τὸ κατάλαβε
ποὺ ἔπεσε νὰ κοιμηθῆ ἀφοῦ διέπραξε τὴν ἀνομία
πὼς ξημερώθηκε καὶ ξύπνησε καὶ περπατεῖ
πλέον μεσ' στὴ φοβερὴ μαυρίλα τοῦ θανάτου
(τὸ στόμα του ἀπὸ τώρα γέμισε χώματα)
κι' αὐτοῦ ποὺ ψεύστηκε
κι' αὐτοῦ π' ἀδίκησε
κι' αὐτοῦ ποὺ βάρεσε
θὰν τὸ πλερώσουνε καὶ τὰ παιδιά τους
καὶ λόγο — ὁπωσδήποτε — θὰ δώσουν
ἴσαμε καὶ
δεκάτη πέμπτη γενεὰ 

ὑπάρχει Θεός!

ἐτάζονται οἱ καρδιὲς καὶ τὰ νεφρά!
καὶ πλάϊ ἀπ' τὴ σακάτικη τὴ δικαιοσύνη τῶν ἀνθρώπω
κρύφτεται ἡ Ἐρινύα
βαθειὰ μέσα στὸν ἴδιο φταίχτη φωλιασμένη
ἀμείλιχτη ἀνελέητη
ποὺ καλὰ ροῦχα καὶ ὀφφίκια καὶ νομιμοφάνειες δὲν ψηφᾶ
ποὺ ἡ καλοπέραση — μὰ πρὸς Θεοῦ ! — δὲν τηνὲ νοιάζει
καὶ τιμωρεῖ
σκληρὰ
τοὺς ἄμυαλους καὶ τοὺς δειλοὺς ποὺ κάνουν τὸ κακὸ
γιατί

ὑπάρχει Θεός!

ἔ! σὺ ἐπίορκε
--ναὶ σὺ ὅπου ψευδόρκησες —
ἐσὺ ποὺ ἔβλαψες μὲ τόσην ἀλαφριὰ — τὸν πλησίον σου –
συνείδηση
ἀπὸ τώρα ἀκοῦς στῆς νεκρικῆς σου ἀκολουθίας 
τὰ ψαλσίματα
τοῦ πονηροῦ του πνεύματος τὰ γέλια 
νὰ σαρκάζουν:
ἒ ! ψεύτη ἀστὲ ὅσο κι' ἂν προσπαθεῖς 
τὴ μούρη σου
γιὰ συμπαθητικὴ — κι' ὡραία ἀκόμη — νὰ μᾶς δείξης 
μὴ χάνεσαι: 
τὴ λούζει ἀλάκερη 
τῆς ἔρημης ψυχῆς σου 
ἡ βρῶμα
κι' ἡ ἀνανδρία 
κι' ἡ ψευτιὰ

ὑπάρχει Θεός!

ὅπως τοῦ δίκαιου τὸ κάθε τί θὲ νὰ γενῆ χαλάλι 
ὁ ἀνομήσας — μή σας νοιάζη — θὰ κριθῆ

ἀκούσατε τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ ποιητῆ: τὸ ἄνομο ψωμὶ δὲν ὠφελεῖ 
ὑπάρχει ὁπωσδήποτε Θεός:

τί κρίμα ὅμως νάν' οἱ ἄνθρωποι τόσο λίγοι!

Πέμπτη 22 Φεβρουαρίου 2018

Σπύρος Ξένος: ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΩΝ ΠΕΤΡΕΛΑΙΩΝ ΤΗΣ ΝΗΣΟΥ ΖΑΚΥΝΘΟΥ ΜΕΤΑΞΥ ΜΥΘΟΥ ΚΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ


Εισήγηση του ΣΠΥΡΟΥ ΞΕΝΟΥ - Κοινωνιολόγου
στην Ημερίδα «Αναπτυξιακές προοπτικές για το Νότιο Ιόνιο»
Ζάκυνθος, 22 Φεβρουαρίου 2018, Συνεδριακό ΤΕΙ Ιονίων Νήσων

Τετάρτη 21 Φεβρουαρίου 2018

Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη 7 διηγήματα διαβάζει η Σαπφώ Νοταρά [audio]



1. Υπηρέτρα 
2. Το σπιτάκι στο λιβάδι 
3. Φώτα ολόφωτα 
4. Ωχ, βασανάκια 
5. Το καμίνι 
6. Το μοιρολόγι της φώκιας 
7. Έρωτας στα χιόνια

Τρίτη 20 Φεβρουαρίου 2018

Διονύσης Σέρρας: ΤΟΥΣ ΦΙΛΟΥΣ ΑΡΙΘΜΩΝΤΑΣ (ποίημα)


Οι φίλοι που με γνώρισαν είναι μονάχα
πέντε
σαν τα υγρά της ήβης δάχτυλα
που μελωδούν με τον αυλό
τη γοητεία της νύχτας
και στάζουν στο μεθύσι τους
την πιο γλυκιά φωτιά
ή σαν το πείσμα της γροθιάς
που παραλύει στο σφυγμό
με χάδι ή μαχαίρι–
όπως το μαύρο όστρακο
στου κόλπου τα βαθιά;

Οι φίλοι που με γνώρισαν είναι μονάχα
τέσσερις
σαν το χλωμό της άνοιξης
τετράφυλλο τριφύλλι
που χαίρεται τον ήσκιο του
στην κλειδωμένη αυλή
ή σαν τις στάχτες εποχές
που τρεμοπαίζουν με το φως
στο ηλεκτρισμένο σπίτι–
όταν στους κήπους σέρνονται
του δρόμου μηρυκαστικά;

Οι φίλοι που με γνώρισαν είναι μονάχα
τρεις
σαν τα παλιά τα Πρόσωπα
στο κόνισμα της μάνας
που ραγισμένο μαύρισε
απ’ της ανάσας το καντήλι
ή σαν τ’ αγκίστρι που τριπλό
στην πιο υγρή σιωπή
μερόνυχτα το κάρφωνε
στο δίχτυ μου ο πατέρας;

Οι φίλοι που με γνώρισαν είναι μονάχα
δύο
σαν φλέβες ασημόφεγγες
που κυματίζουν στις σχισμές
το δάκρυ με το αίμα
ή σαν τις όψεις τις τυφλές
αξόφλητης μονέδας
που με τον κούφιο ήχο της
η σάρκα ξημερώνεται
στου Ύπνου τις ακτές;

Οι φίλοι που με γνώρισαν είναι μονάχα
ένας
σαν το γυαλί μιας μάγισσας γιαγιάς
που την πληγή στο πρόσωπο
χαμόγελο τη λέει
και τη φωτιά στα βλέφαρα
του λιόφυλλου δροσιά;

Όταν
τους φίλους που με γνώρισαν μετρώ

με κάθε πράξη
στο μηδέν μου καταλήγω.

Δευτέρα 19 Φεβρουαρίου 2018

Νίκος Ζίας: ΝΙΚΟΣ ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΣ, Ο ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΣ (μελέτημα)

[Εισαγωγή στην ομώνυμη έκδοση, Αθήνα 2001]


Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΚΑΙ ΖΩΓΡΑΦΟΣ ΝΙΚΟΣ ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΣ (1907-1985), αυτός ο «τραχύτατος βράχος του Ελμπασάν και (η) πράσινη απαλή δαντέλα του Βοσπόρου», κατά τον εύστοχο(1) υπερρεαλιστικό χαρακτηρισμό του Α. Εμπειρίκου (2), ήταν κατά τη μεταπολεμική περίοδο γνωστός από την υπερρεαλιστική ποίηση και ζωγραφική του με τους αναπάντεχους και απροσδόκητους συνειρμούς και τα ζωηρά χρώματα. Είχε από τους πολλούς ξεχαστεί η μαθητεία του στον Κόντογλου και η θητεία του στη «βυζαντινή» ζωγραφική. Όχι όμως και από τους ειδικούς και τους μελετητές του έργου του. Ο Αλ. Ξύδης ήδη στα 1945 έγραφε: «Ο Εγγονόπουλος ένιωσε ισχυρή έλξη για τη (βυζαντινή) τέχνη, ίσως γιατί γοήτευε τόσο το αίσθημα της παράδοσης που είχε μέσα του, όσο και την επιθυμία του την ακόμα αδιαμόρφωτη για έναν καινούριο τρόπο έκφρασης».(3) Έναν τρόπο όμως, που ενώ θα ήταν μοντέρνος, θα ήταν συγχρόνως και καθαρά ελληνικός. Και οι νεότεροι μελετητές του έργου διαπιστώνουν και τονίζουν τη σχέση του με τη βυζαντινή ζωγραφική. «Ο Εγγονόπουλος, εκτός από τα "βυζαντινής" τεχνοτροπίας δείγματα του ζωγραφικού του έργου -γράφει ο Στ. Μπουλανικιάν (4) - και τις αγιογραφήσεις που έκανε, δείχνει ξεκάθαρα και στο σύνολο του έργου του ότι υπήρξε ένας πολύ καλός μελετητής των βυζαντινών παραδόσεων και ότι κατόρθωσε με μεγάλη ικανότητα να προσαρμόσει στο έργο του στοιχεία και υποδείξεις της τέχνης αυτής». Στα 1981 ο γράφων δημοσίευσε (5) την προσωπογραφία του Αλ. Παπαδιαμάντη, που είχε ζωγραφίσει ο Εγγονόπουλος στα 1953, εποχή δηλαδή της μεγαλύτερης σουρεαλιστικής του δραστηριότητας.

Η κυριότερη μελετήτρια του Εγγονόπουλου Νίκη Λοϊζίδη αναφέρεται συχνά (6) στις βυζαντινές επιδράσεις που διατρέχουν το έργο του. Ο γράφων (7) επιχείρησε μια πρώτη παρουσίαση των έργων του με βυζαντινές καταβολές στα 1985-(1986). Ο ίδιος εξάλλου ο Εγγονόπουλος, με την ειλικρίνεια που τον χαρακτήριζε, και μάλιστα την εποχή που βρισκότανε στην κορυφή σχεδόν της καλλιτεχνικής του δημιουργίας αλλά και της καταξίωσής του, στη διάλεξή του που έδωσε με ευκαιρία την αναδρομική του έκθεση στο Αθηναϊκό Τεχνολογικό Ινστιτούτο (1963)(8) διακήρυσσε ότι: «Η βυζαντινή τέχνη είναι η πιο κοντινή σε μάς μορφή της ελληνικής τέχνης. Είναι καθήκον, ιδιαίτερα για κάθε Έλληνα καλλιτέχνη, να υπακούσει στα κελεύσματά της και να πειθαρχήσει στις υποδείξεις της. Καθήκον, αλλά και μεγάλη βοήθεια». Και παρακάτω θυμάται: «Τη βυζαντινή τέχνη σπούδασα κοντά σε δυο άξιους διδασκάλους, τον μεγάλο επιστήμονα, τον καθηγητή Ανδρέα Ξυγγόπουλο, τον υπερεξαίρετο γνώστη της βυζαντινής ζωγραφικής, και τον πασίγνωστο Φώτη Κόντογλου, τον ζωγράφο και τον συγγραφέα με τη γενναία ψυχή». (9) Θα προσθέσει όμως αργότερα (1975) κάποιες εξηγήσεις για την προσέγγισή του στη βυζαντινή ζωγραφική: «Σκέφθηκα παράλληλα να σπουδάσω και βυζαντινή ζωγραφική. Όχι πως θεωρώ ότι είναι ποτέ δυνατό να ξαναζήση μια παρωχημένη τεχνοτροπία. Αλλά πιστεύω ότι είναι απαραίτητο στον σημερινό Έλληνα καλλιτέχνη να είναι ενήμερος όλων των παραδόσεων της Φυλής». (10) Θα ολοκληρώσει μάλιστα τις απόψεις του στα 1978, ιδιαίτερα για την εκκλησιαστική ζωγραφική, γράφοντας: «Δεν συνέχισα, βέβαια, για πολύ την εκκλησιαστική ζωγραφική• δεν είχα την κλίση. Όμως τα βυζαντινά στοιχεία είναι εμφανέστατα σε όλη μου την δουλειά». (11) Στην παρουσίαση της άγνωστης, ή, έστω, της λιγότερο γνωστής αυτής πλευράς του Εγγονόπουλου στοχεύει αυτό το βιβλίο.

***

[...]

Τα βυζαντινής τεχνοτροπίας έργα [του Εγγονόπουλου] εκτείνονται χρονολογικά σε μια τριακονταετία, καθώς τα χρονολογημένα εκκινούν από το 1933 τα πρώτα και φθάνουν στα 1963 τα τελευταία. Φαίνεται ότι την τελευταία εικοσαετία της ζωής του δεν εκφράζεται με την τεχνική αυτή, και ίσως σ' αυτό το σημείο ανταποκρίνεται και η ρήση του ότι εγκατέλειψε την εκκλησιαστική ζωγραφική.

Ο Εγγονόπουλος αρχίζει να ζωγραφίζει με την τεχνική της αυγοτέμπερας και τη βυζαντινίζουσα τεχνοτροπία στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του '30. Τότε που συγκεκριμενοποιείται στην Ελλάδα η στροφή προς τις ρίζες και αρχίζει η καταξίωση και αποδοχή της βυζαντινής τέχνης. Τότε που ανοίγει το Βυζαντινό Μουσείο, το Μουσείο Μπενάκη, γίνεται το Διεθνές Βυζαντινολογικό Συνέδριο (12) κ.ά. Ο Ν. Εγγονόπουλος μαθαίνει τη βυζαντινή τέχνη κοντά στον Φώτη Κόντογλου, για τον οποίο θα γράψει με εξαιρετική θέρμη στα ώριμά του χρόνια: «Είμαι περήφανος που μου έτυχε η μεγάλη τιμή να είμαι μαθητής και φίλος του Κόντογλου. Ξαναλέω πώς θα τον θαυμάζω και θα τον αγαπώ πάντα. Η ευγνωμοσύνη που του έχω είναι απέραντη. Και τι δεν ωφελήθηκα κοντά του, και τι δεν αποθησαύρισα. Απ' τη Βυζαντινή τέχνη που μου έμαθε, και που στοιχεία της ενισχύουν πάντα το έργο μου, ίσαμε το παράδειγμα των μεγάλων του αρετών που με βοηθούν και με εμπνέουν στη ζωή». (13)

Η πρώτη εικόνα (1933) που ζωγραφίζει εικονίζει τον Άγιο Νικόλαο -του οποίου άλλωστε έφερε το όνομα- μέχρι τα γόνατα, σε στάση τριών τετάρτων. Κρατάει ειλητάριο με λειτουργικό κείμενο. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η υπογραφή «Δια χειρός Ν.Π. Εγγονόπουλου του Φαναργιώτη» που επικαλείται την Κωνσταντινούπολη ως τόπο καταγωγής του (14). Την ίδια χρονιά ιστορεί και τον Άγιο Χαρίτωνα τον μεγάλο. Ο Όσιος εικονίζεται διχαλογένης, «γηραιός πάνυ», με αυστηρά χρώματα.

Το πρώτο έργο του με κοσμικό θέμα (1933) είναι ένα σχέδιο με μελάνι, με κεντρικό θέμα τον ίδιο, που παριστάνεται καθιστός μπροστά στο καβαλέτο να ζωγραφίζει. Η εντελώς επιπεδική σύνθεση περιλαμβάνει βυζαντινό αναλόγιο και περιρραντήριο. Πίσω ερείπια, λόφος και κάστρο. [...] Η τεχνοτροπία είναι βεβαίως «βυζαντινή». Η ανάπτυξη όμως των εικονιζόμενων στοιχείων έχει έναν προδρομικό υπερρεαλιστικό χαρακτήρα, δικαιώνοντας έτσι τα λόγια του: «Τον υπερρεαλισμό τον είχα μέσα μου».(16)

Ο Φτωχοπρόδρομος (17) είναι ένα θέμα που ελκύει με την πικρή γεύση για τον άνθρωπο που ασχολείται με τα γράμματα. Τον ζωγραφίζει (1933) σε στάση Ευαγγελιστή, αλλά με διαφοροποίηση στα ενδύματα και κυρίως στο σκούφο του. Στο ανοιχτό βιβλίο που κρατάει είναι γραμμένοι οι στίχοι του: «Πολύ συχνά με έλεγεν ο γέρων ο πατήρ μου». Στο δεξιό μέρος εικονίζεται η «Πόλις». Μπροστά, σε πολύ μικρότερη κλίμακα, γυναικεία μορφή που φαίνεται να τον παρακαλεί (η μητέρα του;). Στην υπογραφή αναφέρεται πάλι ως «Φαναργιώτης». Στην ίδια χρονιά (1933) χρονολογείται πιθανότατα μια Νεκρή Φύση (18), ένα επιτραπέζιο θέμα, ενώ στον τοίχο κρέμεται ένας άλλος πίνακας με γυναικείο γυμνό ανάμεσα σε δύο πρισματικά βουνά. Τα αντικείμενα στο τραπέζι μπορούμε να πούμε ότι έχουν απόηχους της Σεζανικής πολυεστιακής προοπτικής, ενώ το γυμνό αποδίδεται με τη «βυζαντινή» αντίληψη, αν και τονίζεται το στήθος, στοιχείο που θα αποτελέσει χαρακτηριστικό γνώρισμα της υπερρεαλιστικής ζωγραφικής του.

Ένας άλλος δημιουργός που ήταν ιδιαίτερα αγαπητός στον κύκλο του Κόντογλου (19) ήταν ο Αρχιτέκτονας Σινάν, (20) που ο Ν. Εγγονόπουλος τον ζωγράφισε στα 1934 με πολυώροφο σαρίκι, με το διαβήτη στο ένα χέρι και ειλητάριο στο άλλο με «σχέδιον του τσαμιού». Στο πρόσωπο ο Εγγονόπουλος προτιμά σχεδόν τη διχρωμία, δηλαδή σε σκούρο καστανό προπλασμό τα φωτισμένα τμήματα προβάλλονται με ανοιχτούς τόνους όμπρας. Η σύγκριση ανάμεσα στο έργο του Κόντογλου και του Εγγονόπουλου, που δεν παρουσιάζουν καμιά εικονογραφική ή και μορφολογική ομοιότητα, δείχνει τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούσε η σχέση δασκάλου-μαθητή, που άφηνε μεγάλη ελευθερία στον δεύτερο.

Ο σημαντικότερος, ή, έστω, ένας από τους δύο σημαντικότερους πίνακες του βυζαντινού Εγγονόπουλου είναι η μεγάλη, σχεδόν ολόσωμη, Αυτοπροσωπογραφία (21) του 1935, που σήμερα εκτίθεται στο Μουσείο Μπενάκη. Κύριο εικαστικό γνώρισμα του σημαντικού αυτού έργου είναι η απόλυτη σχεδόν επιπεδικότητα και τα πλακάτα αδιαβάθμητα φωτεινά χρώματα• αισθητική αντίληψη εντελώς διαφορετική από αυτή του δασκάλου του. Στο κέντρο δεσπόζει η όρθια (μέχρι τα γόνατα) μορφή του Εγγονόπουλου, με τη σε ζεστή ώχρα χρωματισμένη ρόμπα του ζωγράφου. Χαρακτηριστικά τα κόκκινα, σαν φλόγες, μαλλιά του και τα γυαλιά του. Κρατάει τα σύνεργα της τέχνης• πινέλο στο δεξιό και παλέτα στο αριστερό χέρι. Πίσω του, έντονα σχηματοποιημένη η Ακρόπολη από τη μια και ο λαϊκότροπος κρατήρας στην αριστερή πλευρά. Ο χώρος είναι ασαφής. Ενώ φαίνεται ότι εικονίζεται το ύπαιθρο, το χρώμα είναι εσωτερικού χώρου. Αυτή η ενότητα του χώρου είναι γνώρισμα της βυζαντινής τέχνης. (22) Εδώ όμως, με την κουρτίνα που κρέμεται μπροστά από την Ακρόπολη, η απόλυτα επίπεδη, χωρίς καμιά προοπτική βράχυνσης, απόδοση των τραπεζιών δίνουν στον πίνακα μια πρώιμη υπερρεαλιστική διάθεση. Ο γεννημένος υπερρεαλιστής ζωγράφος Νίκος Εγγονόπουλος αποκαλύπτει την καλλιτεχνική προσωπικότητά του ήδη σ' αυτήν την πρόδρομη αυτοπροσωπογραφία.

Ο ποιητής Ιάσων Κλεάνδρου -γνωστός και από το ποίημα του Καβάφη «Μελαγχολία του Ιάσωνος Κλεάνδρου• ποιητού εν Κομμαγηνή• 595 μ.Χ.» - είναι το θέμα ενός μικρών διαστάσεων πίνακα που ζωγραφίζει την ίδια χρονιά (1935). Έχει τον τίτλο «Η θυσία του ποιητή Ιάσωνος Κλεάνδρου εν Κομμαγηνή (22α) . Στο κέντρο, βωμός με μαχαίρι και μπροστά του κριάρι. Αριστερά, ο ποιητής σε στάση και μορφή προφήτη, και δεξιά του δύο νέοι, σαν Απόστολοι, συνομιλούν. Πίσω υψώνονται τριγωνικού σχήματος βουνά και στο άνοιγμά τους φανταστικός τετράγωνος πύργος. Ο αν. καθηγητής Δ. Ράιος, στο βιβλίο (23) του για το ποίημα του Καβάφη «Μελαγχολία του Ιάσωνος Κλεάνδρου• ποιητού εν Κομμαγηνή• 595 μ.Χ.», συσχετίζει (24) εικονογραφικά τον πίνακα του Εγγονόπουλου με τη μεταβυζαντινή παράσταση της θυσίας του Αβραάμ. Δίδει δε στην παράσταση την ερμηνεία που προτείνει ο ίδιος για την ανάγνωση του ποιήματος του Καβάφη, υποστηρίζοντας ότι «ο ποιητής και ζωγράφος Νίκος Εγγονόπουλος... πρέπει να είχε συλλάβει ένα κομμάτι από το κρυμμένο βάθος του κειμένου του αλεξανδρινού ποιητή, καθώς η ζωγραφική σύνθεση συνδυάζει φανερά στοιχεία από την θυσία του Αβραάμ και την "ανανεωτική θυσία του κριαριού" από την Μήδεια με υπαινικτικό συμβολισμό το ξανάνιωμα του Ιάσονα με την ίδια μέθοδο».(25)

Ο Σώστρατος ο Κνίδιος, ο μέγας αρχιτέκτων είναι μια από τις πιο πλούσιες και πολυπρόσωπες (έστω και σε διαφορετική κλίμακα) συνθέσεις του Εγγονόπουλου, μέσα από το πνεύμα της συνθετικής αντίληψης του Κόντογλου (26), που κι αυτό κατάγεται από τις βυζαντινές και μεταβυζαντινές εικόνες, στις οποίες το κύριο κεντρικό θέμα (27) πλαισιώνεται από σκηνές του βίου του Αγίου που εικονίζεται στο κέντρο. Ο Σώστρατος παριστάνεται όρθιος, με το δεξί χέρι σε στάση ομιλίας, ενώ με το αριστερό κρατά ειλητό με την επιγραφή: «Σώστρατος Δεξιφάνους Κνίδιος θεοίς σωτήρσιν υπέρ των πλωϊζομένων». Πατά σε ερυθρωπή πλάκα πάνω στη θάλασσα, μέσα στην οποία ζωγραφίζεται ο Ποσειδώνας με την τρίαινα στο ίδιο σχεδόν χρώμα με τη σκουρόχρωμη θάλασσα, τρία ιστιοφόρα κι ένα τεράστιο κόκκινο ψάρι. Το μαρμάρινο υποπόδιο και ο ενάλιος γέροντας εικονογραφικά θυμίζουν παραπληρωματικά στοιχεία της εικόνας της Βάπτισης του Χριστού.

Πίσω από την κεντρική μορφή του αρχιτέκτονα ιστορούνται, σε πολύ μικρότερη κλίμακα, δεξιά του οι εργάτες που χτίζουν ψηλό ορθογώνιο πύργο, ενώ αριστερά του ο πύργος έχει τελειώσει και στο δώμα του έχει αναμμένη φωτιά. Πρόκειται για το φανό που ανήγειρε ο Κνίδιος αρχιτέκτων επί Πτολεμαίου Σωτήρος στο νησί Φάρος. Ο πύργος με το φανό ονομάστηκε και αυτός «φάρος», (28) κι έτσι καθιερώθηκε η ονομασία για όλους τους φανούς των λιμανιών, των ακρωτηρίων κ.λπ.

Το έργο, ανυπόγραφο και αχρονολόγητο, δείχνει την ευρεία αρχαιογνωσία του Εγγονόπουλου, αλλά και την αγάπη του για την αρχιτεκτονική - που την επιβεβαίωσε με τις θαυμάσιες απεικονίσεις των παραδοσιακών και νεοκλασικών σπιτιών.(29) Διακρίνεται για τον πλούτο της σύνθεσης, τη φινέτσα του σχεδίου, την ευγένεια στο πλάσιμο του προσώπου και τα ευφρόσυνα αρμονικών τόνων χρώματα.

Στη δεκαετία του '30 θα μπορούσαν να ενταχθούν και κάποια μη χρονολογημένα έργα, όπως ο Άγιος Μελέτιος, ο εν τω όρει της Μυουπόλεως ασκητέψας, «γέρων σγουροκέφαλος, έχων γενειάδα όμοια Γρηγορίου του Θεολόγου», (30) δηλαδή «πλατυγένης, σγουράς έχων τας τρίχας», καθώς και ο νεαρός φεσοφόρος Χρύσανθος, με το μουστάκι που μόλις ανθίζει στο πανωχείλι του. Ενδιαφέρον ζωγραφικό παρουσιάζει η χρήση πράσινης σκιάς (31) στην παρειά του ερυθρωπού προσώπου του.

Στη δεκαετία του '40 τα έργα της βυζαντινίζουσας τεχνοτροπίας περιορίζονται πολύ. Στις αρχές και στα δύσκολα χρόνια της Κατοχής ζωγραφίζει (1942) τον ναυμάχο της Επανάστασης του '21, τον Μιαούλη , συνδυάζοντας στοιχεία από τη βυζαντινή του θητεία αλλά και την υπερρεαλιστική του δημιουργία. Το πρόσωπο, τα χέρια, αλλά μέχρι ενός σημείου και τα ενδύματά του, δουλεύονται με τη σκληρή «βυζαντινή» γραφή, και το πρόσωπο μάλιστα με δυνατές αντιθέσεις και σχηματοποιήσεις. Τα σύννεφα όμως στο γαλάζιο αδιαβάθμητο ουρανό είναι τα σπαθάτα σύννεφα της υπερρεαλιστικής του τοπιογραφίας.

Ο Κωνσταντίνος Καβάφης είναι το δεύτερο σίγουρα χρονολογημένο (1948) έργο της περιόδου αυτής. Ο αγαπημένος ποιητής αποδίδεται από μια φωτογραφία που έδωσε ο Τόμπρος στον Εγγονόπουλο, όταν ο Καβάφης ήταν άρρωστος στο Νοσοκομείο του Ερυθρού Σταυρού. «Ήταν πολύ καταπονημένος -γράφει ο Εγγονόπουλος (32)- αλλά είχε μια φλόγα μέσα του, αυτή τη θεϊκή φλόγα. Και αυτή τη φωτογραφία δεν ήθελα να την αφήσω έτσι και με τον πίνακα μου την καθάρισα».

Ο ποιητής παριστάνεται κατ' ενώπιον, μέχρι τη μέση, με πλούσια μαλλιά και χαρακτηριστική χειρονομία με το αριστερό χέρι. Φοράει μεγάλο πράσινο μαντίλι στο λαιμό και καρό κόκκινο σακάκι. Το πρόσωπο του πλάθεται με τη βυζαντινοπρεπή τεχνική των λευκών γραμμών που χαρακτηρίζει τα φυσιογνωμικά του γνωρίσματα. Πίσω υπάρχει τμήμα τοιχογραφίας με άνδρα πού κρατάει ειλητό, με το κείμενο: «Δόκιμε Σοφιστή που απέρχεσαι εκ Συρίας και περί Αντιοχείας σκοπεύεις να συγγράψεις». Η επιγραφή ΚΩΝΣΤ. ΚΑΒΑΦΗΣ γράφεται με κλασικά στοιχεία.

Στη δεκαετία του '40 πρέπει να ανήκει και η εικόνα Άρχων Μιχαήλ στηθαίου με πλούσια πολεμική εξάρτυση.

Ο Δαίδαλος, έργο του 1949, είναι ένα από τα επίσης πολυδημοσιευμένα (33) έργα του Εγγονόπουλου. Συνδυάζει τα βυζαντινά με τα υπερρεαλιστικά στοιχεία. Ο μυθικός ήρωας βαδίζει προς τα αριστερά, κρατώντας με το αριστερό χέρι ειλητάριο και με το δεξιό διαβήτη. Πίσω, στρογγυλός πύργος και τείχος, ουρανός με σύννεφα και ελληνική σημαία με αστέρι. Το πρόσωπο και τα γυμνά πόδια πλάθονται με τεχνική που βρίσκεται πολύ κοντά στη «βυζαντινή», με κάποιες διαφοροποιήσεις στην πινελιά - που περιγράφει περισσότερο φυσικά τα μέλη του σώματος. Το χρώμα σκληραίνει. Τα ενδύματα χρωματίζονται με έντονο κόκκινο (ιμάτιο) και γαλάζιο (χιτώνας), χρώματα που χρησιμοποιεί στις υπερρεαλιστικές του συνθέσεις. Στην ίδια κατεύθυνση ζωγραφίζεται ο ουρανός και τα σύννεφα. Αλλά ο πύργος ίσως φέρνει επιδράσεις από τον Τζόρτζιο ντε Κίρικο.

Ανάλογους συνδυασμούς εμφανίζει και η Βενετία, με μεγαλύτερη υποχώρηση των «βυζαντινών» στοιχείων.

Η δεκαετία του '50 παρουσιάζει τη μεγαλύτερη παραγωγή σε εικόνες και σε κοσμικά θέματα, σημειώνοντας όμως και το τέλος αυτής της καλλιτεχνικής παραγωγής του Εγγονόπουλου, με δυο τρεις εξαιρέσεις στις αρχές του '60.
Στα 1951 ιστορεί τον Αλβανό ήρωα Σκεντέρμπεη (34), με επιδράσεις από τη λαϊκή γλυπτική των ακρόπρωρων.

Στα 1952 ζωγραφίζει τις περισσότερες εικόνες. Στην Ελλάδα έχουμε τις εικόνες του Χριστού Παντοκράτορος (σελ. 53), με καθαρά χρώματα, και τον Ευαγγελιστή Λουκά (34α), με ανοιχτά χρώματα και πλούσιο αρχιτεκτονικό βάθος. Ο Λουκάς, Ευαγγελιστής αλλά και ζωγράφος, στο ανοιχτό βιβλίο στο αναλόγιό του, στην αριστερή σελίδα γράφει την αρχή του Ευαγγελίου του, ενώ στη δεξιά υπάρχει, από το ζωγραφικό έργο του, η εικόνα της Οδηγήτριας. Υπάρχει μια ακόμη εικόνα του Αγίου Νικολάου, που εικονίζεται μέχρι τους ώμους, ακολουθώντας τον καθιερωμένο προσωπογραφικό τύπο, με τη φαλάκρα και τα σχετικά κοντά, στρογγυλά γένια. Το πλάσιμο του προσώπου εκκινά από την Κρητική Σχολή, αλλά είναι πολύ πιο αδρό, ενώ και οι λευκές γραμμές κάτω από το αριστερό μάτι έχουν πολύ μεγαλύτερη της Κρητικής Σχολής ένταση. Έτσι το έργο παίρνει ένα σχεδόν εξπρεσιονιστικό χαρακτήρα.

Την ίδια χρονιά (1952) πραγματοποιεί το πιο ολοκληρωμένο έργο του στην εκκλησιαστική ζωγραφική. Αναλαμβάνει να ιστορήσει τις εικόνες του τέμπλου για την εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα στη Νέα Υόρκη. Σχεδιάζει το δωδεκάορτο για το επιστήλιο, προσθέτοντας στα θέματα και τα Εισόδια της Θεοτόκου στην αρχή. Ακολουθούν ο Ευαγγελισμός, η Γέννηση, η Υπαπαντή, η Βάπτιση, η Μεταμόρφωση, η Βαϊοφόρος, η Σταύρωση, η Ανάσταση στον ορθόδοξο τύπο της (εις Άδου Κάθοδος), η Ανάληψη, η Πεντηκοστή, η Κοίμηση της Θεοτόκου. Ιστορεί ακόμη το Μυστικό Δείπνο, τα Λυπηρά (Σταύρωση, Παναγία, Ιωάννης), καθώς και τον Ευαγγελισμό για τα βημόθυρα (35). Εικονογραφικά ακολουθούν τον αυστηρό ορθόδοξο εικονογραφικό τύπο με το δογματικό χαρακτήρα, όπως φαίνεται ιδιαίτερα σε σκηνές που είχαν, ακόμη και στον ελλαδικό χώρο, από τη μεταβυζαντινή περίοδο αλλοιωθεί, όπως στη Γέννηση, στην οποία ο Εγγονόπουλος τοποθετεί έξω από το σπήλαιο τον αμφιβάλλοντα Ιωσήφ, ή στην Ανάσταση, που πάλι ο ζωγράφος μας αποδίδει με τη δογματική και συμβολική παράσταση της «Εις Άδου Καθόδου».

Τα χρώματα των εικόνων είναι πυκνά, πλακάτα και αυστηρά (36).
Η προσωπογραφία του Αλ. Παπαδιαμάντη (37), ζωγραφισμένη στα 1953, αποτελεί ίσως την πιο επιτυχή απόδοση του συγγραφέα, που συνιστά ίσως την πιο ανθεκτική συνέχεια της ορθόδοξης παράδοσης στη νεότερη εποχή. Ο Παπαδιαμάντης αποδίδεται σε στάση που θυμίζει Απόστολο (από την Κοίμηση της Θεοτόκου), με ηπιότερες από τα προηγούμενα έργα τις αντιθέσεις φωτεινών και σκιασμένων τμημάτων στο πρόσωπο, στοιχείο που βοηθά στην πιο ειρηνική διάπλαση της μορφής. Το βουνό με το εκκλησάκι στο βάθος παραπέμπει στην ατμόσφαιρα και το χώρο των διηγημάτων του Παπαδιαμάντη. Η θάλασσα, ο ουρανός και τα σύννεφα συνδέονται με το σύγχρονο υπερρεαλιστικό έργο του Εγγονόπουλου.

Το πρόσωπο του Οδυσσέα Ανδρούτσου , που ζωγραφίζεται την ίδια χρονιά, πλάθεται με αδρότερο τρόπο, έτσι ώστε να αποδίδεται εναργέστερα η ηρωική του υπόσταση. Μια άλλη προσωπογραφία Ήρωα (1953) αποδίδει τον εικονιζόμενο με χαμηλότερους τόνους. Υπάρχει και τρίτη προσωπογραφία μυστακοφόρου άνδρα, του Μερκούριου Μπούα, με καπέλο στολισμένο με φτερά. Σκληρή είναι η αντίθεση των τονικών διαβαθμίσεων στην κεφαλή του Πυθαγόρα (1954), που μοιάζει με μορφή ασκητή.

Ακολουθούν πίνακες μικρών διαστάσεων, με θέματα είτε από την αρχαιότητα, όπως ο Ορφεύς (1957), με σύγχρονά μας όμως φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά, είτε από τη σύγχρονη ζωή, όπως ο Αρραβών (1954), με ισχυρές υπερρεαλιστικές επιδράσεις, είτε εικόνες όπως μια Παναγία , ή ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος , με τεχνική που χρησιμοποιεί λεπτότερες λευκές γραμμές δίνοντας ιδιαίτερη ευγένεια στην έκφραση.

Μεγαλύτερων διαστάσεων είναι ένας αρκετά αινιγματικός πίνακας που παριστάνει Ναύτη με λουλούδι και με περίεργο κάλυμμα στο κεφάλι σε απόχρωση ώχρας. Η βυζαντινή θητεία του Ν. Εγγονόπουλου κλείνει με ένα ακόμη πορτρέτο του Σκεντέρμπεη (1963), με περικεφαλαία και χρώματα που πλησιάζουν στο χαλκό, καθώς και με μια μικρή Νεκρή Φύση (1964), που θυμίζει τη «Νεκρή Φύση» που είχε ζωγραφίσει πριν από τριάντα χρόνια.

***

Η συνοπτική διαδρομή τριάντα χρόνων έδειξε πως ο κορμός της εικαστικής δημιουργίας του Ν. Εγγονόπουλου, του πάλαι ποτέ «Φαναργιώτη», διατρέφεται από τους χυμούς της βυζαντινής τέχνης, δίνοντας άλλοτε αυτοτελείς αγλαούς καρπούς και άλλοτε λειτουργώντας σαν μόσχευμα, που επιδρούσε -συχνά- στο επαναστατικό έργο του. Βέβαια, η βυζαντινή τέχνη σαν ουσιαστική λειτουργία δεν είναι μόνο μορφολογία. Είναι στάση ζωής με εσχατολογικές προοπτικές. Έτσι λειτούργησε στον Κόντογλου. Για τον Εγγονόπουλο δε θα μπορούσαμε να πούμε ίσως κάτι ανάλογο. Λειτούργησε κυρίως ιστορικά και μορφολογικά, ανοίγοντας μια νέα όραση, αδέσμευτη από τη ρασιοναλιστική αντίληψη της προοπτικής, προετοιμάζοντας το δρόμο για μια υπέρλογη προσέγγιση του κόσμου. Για τη Βυζαντινή Τέχνη αυτό το υπέρλογο καταλήγει στο Λόγο. Για τον υπερρεαλιστή ζωγράφο και ποιητή Νίκο Εγγονόπουλο δεν ξέρουμε στο άδυτο της ψυχής του τί διαδραματίστηκε. Ξέρουμε όμως ότι με το έργο του βοήθησε πολλούς Νεοέλληνες να κοιτάξουν την παράδοσή μας χωρίς μειονεξίες, και χάρισε έργα χαριτόβρυτα, που πλουταίνουν την εικαστική μας παρακαταθήκη.

Νοέμβριος 2001.


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

1. Ο Εγγονόπουλος συχνά χαρακτηρίζει τον εαυτό του «Φαναριώτη» -όπως τον ονόμαζε και ο Φ. Κόντογλου στην προσωπογραφία που ζωγράφισε-, αλλά και «Αλβανό». Βλ. Ν. Ζία, Φ. Κόντογλου ζωγράφος, έκδοση Εμπορικής Τραπέζης της Ελλάδος, Αθήνα 1991,.
2. Α. Εμπειρίκος, «Νικόλαος Εγγονόπουλος ή το θαύμα του Ελμπασάν και του Βοσπόρου», Τετράδιο Τρίτο, Δεκέμβριος 1945, σ. 36.
3. Αλ. Ξύδης, Νίκος Εγγονόπουλος, «Ένας Έλληνας υπερρεαλιστής ζωγράφος», Τετράδιο Τρίτο, Δεκέμβρης 1948, σελ. 41, και αναδημοσίευση: Προτάσεις για την ιστορία της Νεοελληνικής τέχνης, τόμ. Α', Ολκός, Αθήνα 1976, σελ. 152.
4. Ο Στ. Μπουλανικιάν, στο Έλληνες Ζωγράφοι, τόμ. 2, Μέλισσα, στη σελ. 255 αναφέρει έργα του ζωγράφου με βυζαντινές επιδράσεις. Ενώ ο Α. Κασταλλιώτης (Σύγχρονη Σκέψη, Φεβρ. 1977) υποστηρίζει ότι «οι πίνακές του είναι η σουρρεαλιστική μετάπλαση της βυζαντινής ζωγραφικής».
5. Ν. Εγγονόπουλος, «Αλ. Παπαδιαμάντης», '53. Βλ. Ν. Ζία, «Οι προσωπογραφίες του Παπαδιαμάντη», στον τόμο Φώτα ολόφωτα, ένα αφιέρωμα στον Παπαδιαμάντη και τον κόσμο του, Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο, Αθήνα 1981, σελ. 374, 375-376.
6. Ν. Λοϊζίδη, Ο υπερρεαλισμός στη Νεοελληνική Τέχνη. Η περίπτωση του Νίκου Εγγονόπουλου, Νεφέλη 1984, σελ. 46, 132,134,138,162.
7. Ν. Ζίας, «Βυζαντινές καταβολές στη ζωγραφική του Ν. Εγγονόπουλου», περ. Τέχνη και Λόγος, τεύχ. 3, Δεκέμβριος 1985, σελ. 22-23.
8. Το κείμενο της διάλεξης δημοσιεύθηκε αρχικά στο περ. Επιθεώρηση Τέχνης '99, Μάρτης 1963, σελ. 193-197. Αναδημοσιεύεται στο βιβλίο του Ν. Εγγονόπουλου Πεζά κείμενα, έκδ. "Υψιλον/βιβλία, σελ. 37-47.
9. Ν. Εγγονόπουλος, Πεζά Κείμενα, έκδ. "Υψιλον/βιβλία, σελ. 40-41.
10. «Για τον Κόντογλου», στον τόμο Μνήμη Κόντογλου, έκδ. Αστήρ, 1975' επανέκδοση στα Πεζά Κείμενα, σελ. 66.
11. «Για τον Φώτη Κόντογλου», περ. Ζυγός, 31, Σεπτ.-Οκτ. 1978, σελ. 13• αναδημοσίευση στα Πεζά Κείμενα, σελ. 114.
12. Πρβλ. Ν. Ζία, Φώτης Κόντογλου ζωγράφος, έκδοση Εμπορικής Τραπέζης, 1992, σελ. 48-51, «Ή Βυζαντινή άνοιξη της νεοελληνικής διανόησης».
13. Ν. Εγγονόπουλος, Πεζά Κείμενα, έκδ. Ύψιλον/βιβλία, 1987, σελ. 72.
14. Ένα χρόνο αργότερα θα τον χαρακτηρίσει «Φαναργιώτη» ο Φ. Κόντογλου στο πορτρέτο που τον ζωγραφίζει (Συλλογή Ρ. Κοψίδη). Βλ. Ν. Ζία, Φώτης Κόντογλου ζωγράφος.
15. Το σχέδιο δημοσιεύθηκε στο αφιέρωμα του Χάρτη, τεύχ. 25/26, Νοέμ. 1988, σελ. 2.
16. Ν. Εγγονόπουλος, Πεζά Κείμενα, σελ. 41.
17. Πρόκειται για το γνωστό σατιρικό ποιητή Πτωχοπρόδρομο του 12ου αι., που αναθεματίζει τα γράμματα, καθώς δεν του έδωσαν τη δυνατότητα να ζήσει με κάποια άνεση.
18. Το έργο έχει δημοσιευθεί στους Έλληνες Ζωγράφους, τόμ. 2, σελ. 25, πίν. 3, και στο περ. Τέχνη και Λόγος, τεύχ. 3, Δεκ.1985, σελ. 22, με χρονολόγηση εσφαλμένη στα 1936. Το τελευταίο γράμμα της χρονολογίας πρέπει να είναι Γ. Έτσι, άλλωστε, μπορεί να περιλαμβάνεται και στην αυτοπροσωπογραφία του 1935.
19. Ο Κόντογλου είχε ζωγραφίσει τον Σινάν στα 1932. Βλ. Ν. Ζία, Φώτης Κόντογλου ζωγράφος, πίν. 97. 
20. Ο Σινάν είναι ο μεγαλύτερος αρχιτέκτονας της Οθωμανικής Τουρκίας. Γεννήθηκε στην Καππαδοκία στα 1488 από Έλληνες γονείς και εξισλαμήθηκε αργότερα. Έργο του είναι το περίφημο Σουλεϊμανέ Τζαμί στην Κωνσταντινούπολη.
21. Το έργο έχει δημοσιευθεί πολλές φορές, όπως: Έλληνες Ζωγράφοι, τόμ. 2, σελ. 253, πίν. 1• Τέχνη και Λόγος, τεύχ. 3, Δεκ. 1985, σελ. 31, Χάρτης, τεύχ. 25/26, Νοέμ. 1988• εξώφυλλο, Η Ελλάδα του Μουσείου Μπενάκη, σελ. 605 κ.α.
22. Στην απεικόνιση του Μυστικού Δείπνου βλέπουμε σε πρώτο επίπεδο τους Αποστόλους στο υπερώο και σε δεύτερο την πρόσοψη κτιρίων, σαν η σκηνή να διαδραματίζεται στο ύπαιθρο.
22α. Το έργο δημοσιεύθηκε στο τεύχος της Καθημερινής «Επτά ημέρες». 25-5-1997, σελ., 25.
23. Δημήτρης Κ. Ράιος, Κ. Π. Καβάφης Μελαγχολία, του Ιάσωνος Κλεάνδρου ποιητού• εν Κομμαγηνή• 595 μ.Χ. Ερμηνευτική προσέγγιση, Ιωάννινα 2001. (Στο εξώφυλλο δημοσιεύεται ο πίνακας του Εγγονόπουλου.)
24. Συσχετισμός του πίνακα με το ποίημα του Καβάφη γίνεται και στο διδακτικό Εγχειρίδιο Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Γ' Ενιαίου Λυκείου των Κ.Η. Ακριβού - Δ.Π. Αρμάου, Αθήνα 1999, σελ. 66-68.
25. ό.π., σελ. 74-75.
26. Πρβλ. τις συνθέσεις του Φ. Κόντογλου με τον Βρούτο. Ν. Ζίας, Φ. Κόντογλου ζωγράφος, πίν. 89-93.
27. Οι εικόνες, π.χ., των Αγ. Νικολάου, Γεωργίου, Ιωάννη του Πρόδρομου κ.ά. έχουν στο πλαίσιο εικόνες από το βίο και τα θαύματά τους. Βλ. Ν. Ζία, «Εικόνες του βίου και της κοιμήσεως του Αγ. Νικολάου», Δελτίο της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας, περ. Δ', τόμ. Ε', 1966-69, σελ. 275-296, πίν. 104-113.
28. Βλ. Α. Ραγκαβή, Αρχαιολογικόν Λεξικόν, εν Αθήναις 1889, σελ. 1446, όπου και οι παραπομπές στους αρχαίους συγγραφείς Στράβωνα, Πλίνιο κ.ά.
29. Για τις απεικονίσεις αυτές των σπιτιών ο Δ. Πικιώνης έλεγε: «Τα σπίτια του Εγγονόπουλου ψυχογραφίες σπιτιών». Η Καθημερινή, «Επτά Ημερες», σελ. 22-25,1997, σελ. 27.
30. Διονυσίου του εκ Φουρνά, Ερμηνεία της ζωγραφικής τέχνης, εν Πετρουπόλει, 1909, σελ. 293 (πηγές Ερμηνείας). Ο Εγγονόπουλος γνώριζε καλά την «Ερμηνεία» και την έχει χρησιμοποιήσει στο ποίημα του «Όρνεον 1748», όπως έδειξε ο Α. Μπελεζίνης στην ωραία του μελέτη «Η "Ερμηνεία" του Διονυσίου του εκ Φουρνά ως "έρμηνεύον" κειμένων του Ν. Εγγονόπουλου, δοκίμιο διακειμενικότητας», περ. Χάρτης, 25/26, Νοέμ. 1988, σελ. 126-149.
31. Η βυζαντινή ζωγραφική, και κυρίως κατά την παλαιοχριστιανική περίοδο και κατά την παλαιολόγεια, χρησιμοποιεί συχνά αυτόν το ζωγραφικό τρόπο, που θα συστηματοποιήσει αιώνες αργότερα ο ιμπρεσιονισμός.
32. Ν. Εγγονόπουλος, Πεζά Κείμενα, σελ. 77.
33. Το έργο έχει δημοσιευθεί στα: Έλληνες Ζωγράφοι, τόμ. 2, σελ. 269, πίν. 13• Τέχνη και Λόγος, τεύχ. 3, Δεκ. 1985, σελ. 20.
34. Ο Γιώργος Καστριώτης (1403-1468), από τη Βόρεια Αλβανία, γεννήθηκε χριστιανός, εξισλαμήθηκε, ονομάστηκε «Σκεντέρμπεης», αλλά επέστρεψε στο χριστιανισμό και αγωνίστηκε για την αναχαίτιση της τουρκικής κυριαρχίας στη Βαλκανική.
34α. Η εικόνα δημοσιεύθηκε στην Καθημερινή, «Επτά Ήμερες». 25-5-1997, σελ. 28.
35. Τα σχέδια των Εικόνων δημοσιεύθηκαν για πρώτη -απ' όσο γνωρίζω- φορά στο βιβλίο: Ν. Εγγονόπουλος, Σχέδια και χρώματα, έκδ. "Υψιλον/βιβλία, Αθήνα 1996, εικ. 177-183.
36. Βλ. έγχρωμη λεπτομέρεια από τα πόδια του Αρχάγγελου Γαβριήλ, με την υπογραφή και τη χρονολογία: Ν. Εγγονόπουλος, έτος, ό.π., εικ. 177.
37. Δημοσιεύθηκε στον τόμο Φώτα ολόφωτα του ΕΛΙΑ.

Related Posts with Thumbnails