© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Δευτέρα 20 Ιουνίου 2011

Άννας Τσουκαλά-Κουφού: ΙΔΙΩΝΥΜΟΝ (ποίημα)


Ιδιώνυμον αδίκημα
πράττεις καθημερινά
καθ' ομάδας και κατά μόνας.

Μα οι Ίσαυροι αδυνατούν
να βασιλεύσουν.
Βλέπεις είναι κι αυτοί
οι Εικονοκλάστες,
τι ουράνια καταιγίδα!!

Πάντα επικαλείσαι
τα πάτρια, όμως ποτέ
δεν σκέφθηκες την Ισαυρία!!

π. Παναγιώτη Καποδίστρια: ΤΟ ΧΡΥΣΟ ΤΟΥ ΣΤΟΜΑ (διήγημα)

Η Ευδοξία είναι μια καλοκάγαθη γερόντισσα, μάνα πολλών παιδιών κι εγγονιών, χήρα προ αμνημονεύτων. Έχοντας πλέον ησυχάσει από της φαμελιάς τις σκοτούρες, μεριμνά τώρα για τη σωτηρία της ψυχής της.

Εικονίσματα παντού: Στην κρεβατοκάμαρα, στη σάλα, στην κουζίνα. Ανάλογα πού βρίσκεται, στο κέντρο υπάρχει πάντα κυρίαρχο το ράδιο, συντονισμένο νύχτα-μέρα στον εκκλησιαστικό σταθμό που υπεραγαπά.

- Να ηξέρατε, μωρές γειτόνισσες, τι λέει ούλη την ημέρα το χρυσό του στόμα!... Μοναχά να ηξέρατε!!!

Δεν έχει σημασία τίνος ήτανε το στόμα το χρυσό, δεν ήξερε άλλωστε πρόσωπα και πράγματα, ήταν όμως χρυσό!

Σιγά-σιγά και καθώς αρχίσανε τα ποναράκια των ποδιών απ’ την οστεοπόρωση, η Ευδοξία έκοψε παντελώς τα πηγαινέλα και τ’ αγαπημένα της κοινωνίσματα στην εκκλησία του χωριού -καμιά διακοσαριά μόλις μέτρα από το σπιτικό της- και περιορίστηκε στους τέσσερις τοίχους του ράδιου. Το χρυσό του στόμα στη διαπασών, τόσο που να παραπονιούνται οι γείτονες. Όρθρος αχάραγος, εσπερινός, απόδειπνο ή και της νύχτας οι αγρυπνίες.

-Μία παράδεισο, σας λέω! Κρίμας, να μην ακούτε κι εσείς το ράδιο…, έλεγε στις γειτόνισσες, αν στη χάση και στη φέξη τις συναντούσε, ενώ πότιζε τα βασιλικά στην αυλή της.

Ένα ζεστό δειλινό, στο διάστημα του Δεκαπενταύγουστου, φτάνει ο παπάς της ενορίας για την Παράκληση της Παναγίας. Στον τόπο αυτόν, κατά το έθιμο, ο Εφημέριος επισκέπτεται όλα τα σπίτια, όπου ψάλλει ορισμένα τροπάρια από τον Παρακλητικό Κανόνα, δεόμενος για την κάθε φαμίλια. Η Ευδοξία ακούει ολοένα, πάντα στη διαπασών, την Παράκληση απ’ το χρυσό του στόμα!

Λιγάκι ενοχλημένη από το απρόοπτο, πλην όμως φιλόξενη και καλόκαρδη, καλωσορίζει τον παπά Σωτήρη, ξέροντας, ως καλή και παραδοσιακή χριστιανή, τι έπρεπε να κάμει.

- Ένα μινούτο, αφέντη μου, να ξανάψω το καντήλι τση Παρθένας, επειδής το λάδι εσώθηκε…

- Με την ησυχία σου, Κυρά μου, αποκρίνεται εκείνος, αλλά χαμήλωσε λιγουλάκι το ράδιο, για να καταλαβαινόμαστε, προσθέτει.

Η Ευδοξία, με γρήγορες κινήσεις, ξεχνώντας τα ποναράκια της οστεοπόρωσης, ετοιμάζει ευλαβικά το καντήλι, σκουπίζει τα λαδωμένα χέρια στα μαλλιά της κατά που τόχει συνήθειο, βάζει μια καρέκλα στο κέντρο του δωμάτιου, στρώνει στο κάθισμα ένα πανέμορφο σεμεδάκι από την προίκα της, τοποθετεί επάνω με συστολή το ράδιο, το χαμηλώνει αλλά δεν το σβήνει, μπροστά στο ράδιο βάζει με δέος το φροντισμένο καντήλι, επιβλέπει με μια γρήγορη ματιά τον χώρο και τον βλέπει εντάξει. Τώρα απευθύνεται στον εμβρόντητο παπά:

-Νάξερες, παπά Σωτήρη μου, τι λέει το χρυσό του στόμα!!! Μοναχά νάξερες!!!... Λέγε κι εσύ τώρα.

[Μπανάτο Ζακύνθου, 9 Ιουνίου 2011. Ζωγραφικό σχόλιο: Άρια Κομιανού]

π. Παναγιώτη Καποδίστρια: ΣΤΟ ΔΩΜΑΤΙΟ ΜΕ ΤΟΥΣ ΚΑΘΡΕΦΤΕΣ (διήγημα)



Προσκυνητής στο Μοναστήρι του Προδρόμου στην Κεντρική Πελοπόννησο, ένα περιώνυμο κτίσμα κρεμασμένο πάνω από τον μυστηριώδη Λούσιο Ποταμό, όπου νήπιος ο Δίας μπανιαριζόταν.

Όντας εδώ, στην αετοφωλιά, επιθυμώ να εισπράξω όσο το δυνατόν περισσότερες εικόνες, ξεναγούμενος στη θρησκευτική τέχνη και την ιστορία του χώρου, όπου αφιερωμένοι αναχωρητές δαπανούν διαιώνια την κάθε ικμάδα του βίου τους. 

Η καλόκαρδη δοχή του Αρχοντάρη με οδηγεί παντού: Στον σπηλαιώδη ναό, στα παρεκκλήσια, στο αρχονταρίκι, στα πέτρινα πεζούλια, στα μπαλκόνια πάνω απ' το Ποτάμι… Λίγο πριν την αναχώρηση με προσκαλεί ν’ ανέβω μια μικρή απότομη ξύλινη σκάλα σ’ ένα άλλο επίπεδο, όπου υπάρχει μια πολύ χαμηλή πόρτα προς κάπου... Μού αναγγέλλει μάλιστα, με σαφές υπονοούμενο στη χροιά της φωνής:

- Είναι το δωμάτιο με τους Καθρέφτες!

Απορώ, μα δεν έχω τον χρόνο να πολυσκεφτώ, διότι σχεδόν μηχανικά έχω ήδη ανοίξει την πόρτα, αναμένοντας να δω τριγύρω μου Καθρέφτες.

Όμως να!... Τριγύρω μου ράφια, πάμπολλα ράφια, όπου, αντί για καθρέφτες και καθρεφτίσματα, συνωστίζονται κάρες, πολλές δεκάδες κάρες από λείψανα προαπελθόντων πατέρων και αδελφών της Μονής, οι περισσότερες των οποίων φέρουν στο μέτωπο γραμμένο τ’ όνομα του κεκοιμημένου. Αυτό είναι το δωμάτιο με τους Καθρέφτες, τους άλλου είδους Καθρέφτες!... Αντικρίζω τις κάρες κι βλέπω τον αύριο εαυτό μου. Ενώπιος ενωπίω μ’ εμένα!...

[Φωτογραφία π. Σεραφείμ Κονίδη από τα νησιά Στροφάδες, Νοέμβριος 2007]

π. Παναγιώτη Καποδίστρια: Η ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΤΙΚΗ ΑΠΟΓΝΩΣΗ ΤΗΣ ΦΙΛΗΣ (διήγημα)

Ανοίγει με αδημονία το λάπτοπ, επιστρέφοντας νωρίς σήμερα από το ημερήσιο κάτεργο, ημιαργία γαρ, παραμονή Πρωτοχρονιάς. Κάνει login στο λατρεμένο Facebook, ελπίζοντας να έχει νεότερα από την πολύτιμη και μοναδική φίλη της.

Ζωγραφική Άριας Κομιανού
 "Να, που το ίντερνετ", συλλογίζεται ικανοποιημένη, "μπορεί να σού χαρίσει αληθινές και πιστές φιλίες".

Έχει ελεύθερη πολλήν ώρα η Λετίτσια! Ο Γιώργος, ο λατρεμένος της, δεν θ' απαιτήσει μπελαλίδικο γεύμα, μια και το βράδυ είναι καλεσμένο το ευτυχές ζεύγος σε φιλικό ρεβεγιόν, οπότε...

Στρογγυλοκάθεται στον υπολογιστή και διαπιστώνει ευχαρίστως ότι υπάρχει όντως μήνυμα στο fb. Το αφήνει για λίγο αργότερα, ώστε να το ευχαριστηθεί περισσότερο, επιτείνοντας έτσι η ίδια τη γλυκιά αγωνία ενός εισερχόμενου. Αρχικά θερίζει στη φάρμα της ό,τι έσπειρε χθες βράδυ και μετά ανοίγει το μήνυμα. Η πιστή φίλη, με το ψευδώνυμο "Χαρούμενο Φθινόπωρο", ήταν εκεί: 

"Αγαπημένη μου Λετίτσια,

Τόσο καιρό επικοινωνούμε και τώρα μόλις παίρνω το θάρρος να σού ανοιχτώ. Είμαι εντελώς μόνη. Απελπιστικά μόνη... Όλοι νοιάζονται για τον εαυτό τους. Κανείς για μένα και για το τί αισθάνομαι. Έχω ένα σύζυγο, που ξοδεύεται και ξοδεύει για όλους, εκτός από μένα. Συνεχώς λέω και επαναλαμβάνω ένα στίχο που διάβασα πριν από καιρό: Όχι δεν είμαι λυπημένη, όχι δεν είμαι λυπημένη, όχι δεν είμαι λυπημένη... Όμως, γιατί να το κρύψωμεν άλλωστε, είμαι λυπημένη πολύ. Βαθιά και αγιάτρευτα...

Τέλος πάντων και για να μη σε κουράζω, απόψε θα με κάμω delete. Υπάρχω, δε σημαίνει μόνο αγαπώ, αλλά και αγαπιέμαι. Το παραδέχομαι: Δεν αγαπιέμαι, δεν αγαπάω, άρα γιατί να υπάρχω; Καλύτερα να εξαφανισθώ.

'Ησουν η μόνη που εμπιστεύτηκα. Αντίο για πάντα. 'Ολα να πάνε καλά στη ζωή σου. Ευτυχές το Νέο Έτος!

Η φίλη σου
Χαρούμενο Φθινόπωρο"

Η Λετίτσια αισθάνεται ηλεκτρικό ρεύμα ώς τις μυχιέστερες φλέβες της ψυχής. 

"Την δυστυχισμένη...", σκέφτεται, καθώς νοιώθει να βρίσκεται σε αδιέξοδο πανικό. "Πώς να την βοηθήσω; Τι μπορώ να κάμω; Λες ν' αυτοκτονήσει; Ωω, Θεέ μου... Σε μια τέτοια μέρα γιορτής, τι κακό θα μάς εύρει;"

Ταυτόχρονα σηκώνεται να πιει ένα ποτήρι νερό, μήπως και συνέλθει, ενώ συλλογίζεται πόσο ευτυχής και χαρούμενη είναι η ίδια με την ασφαλή ζωή που βιώνει!

Ξανακάθεται στον υπολογιστή -πάντα βέβαια στο Facebook- αποσυνδέεται ως Λετίτσια και αμέσως, σχεδόν υπνωτισμένη, συνδέεται ως "Χαρούμενο Φθινόπωρο". Με ρομποτικές κινήσεις, οδηγείται στις ρυθμίσεις λογαριασμού και κάνει γρήγορα delete αυτόν τον εαυτό της, απαγγέλλοντας φωναχτά, για να τ' ακούει:

"Όχι δεν είμαι λυπημένη, όχι δεν είμαι λυπημένη, όχι δεν είμαι λυπημένη"...

(Μπανάτο Ζακύνθου, 31 Δεκεμβρίου 2011)

π. Παναγιώτη Καποδίστρια: ΑΝΑΡΤΗΜΕΝΑ ΟΝΟΜΑΤΑ (διήγημα)

Αχάραγα Χριστούγεννα! Δεν κάνει κρύο, δε χιονίζει... Υγρός ο καιρός πάνω από τα επίκαιρα λαμπιόνια του χωριού. Η εκκλησία ολόφωτη, το ψηλό μας καμπαναρίο επίσης!

Η κυρά Μαρκέλα, χρόνια τώρα επιδέξιο της γειτονιάς πρακτορείο Ρόϊτερς, δεν θα πάει και φέτος στη χριστουγεννιάτικη λειτουργία... Όμως, καθώς βάρβαρα χτυπάει το ξυπνητήρι, σηκώνεται απ' το κρεβάτι γοργά,  βήχει και ξαναβήχει για να πάρει μπροστά, καθαρίζει τις τσίμπλες από τα μάτια, ρίχνει λίγο νερό στο κακόφημο πρόσωπό της και βγαίνει στον κοιμώμενο δρόμο. Περνάει μπροστά από την εκκλησία, όπου σε λίγο "Χριστός γεννάται", δεν κάνει τον σταυρό της, αλλά οδηγεί τα βήματά της -όπως κάθε χάραμα άλλωστε- στον στύλο της ΔΕΗ παρακεί, που γέμει από αγγελτήρια θανάτων διάφορων.

- Ποίος να πέθανε, άραγες, απόψε; σιγομουρμουρίζει.

Επισημαίνει λαίμαργα τα νεότερα ονόματα των αναρτημένων, προσπαθεί μάλιστα να τ' αποστηθίσει. Συγκρατεί  τις πιο ευαίσθητες ηλικίες κάποιων φευγάτων. Αναγνωρίζει τους οικείους και τους συγγενείς τους. Ξέρει απέξω ήδη όλα τ' αναγραφόμενα τηλέφωνα των γραφείων τελετών. Πρέπει, εξάλλου, να θυμάται καλά το πότε και το πού των κηδειών της ημέρας.

Επιστρέφει καθησυχασμένη -σχεδόν κεφάτη- στο σπίτι. Ο γέρος της κοιμάται ακόμα του καλού καιρού. Έχει να ετοιμάσει για τις φαμελιές των παιδιών της το επίσημο φαΐ για το γιόμα, χρονιάρα μέρα σήμερα!

(Μπανάτο Ζακύνθου, 25 Δεκεμβρίου 2010)

π. Παναγιώτη Καποδίστρια: Ο ΑΠΟΜΑΧΟΣ (διήγημα)



Είναι κάποιες μικρές, άηχες ιστορίες, για τις οποίες ουδόλως ενδιαφέρεται η Ιστορία. Έχει άλλες συγκλονιστικότερες περιπτώσεις να καταγράψει.

Ο Τάσης υπήρξε μιαν ολόκληρη ζωή βοσκός. Όλα του τα χρόνια χαρακτηρίζονταν από την αγάπη και την καθημερινή μέριμνά του για τα ζωντανά του. Κατσίκες, κριάρια, προβατίνες, τραγιά, νεογέννητα κατσικάκια ή προβατάκια! Πώς θ' αποκτηθούν, θα τραφούν, θα συνευρεθούν, θα γεννήσουν, θ' αρμεχτούν, θα εκποιηθούν. Και πάλι αποξαρχής. Έκθετος στους αέρηδες, στη βροχή, στους καύσωνες, στις εναλλαγές τόσων και τόσων εποχών, έμαθε απέξω κι ανακατωτά την διάλεκτο της Γαίας, της Χλωρίδας και της Πανίδας του περιβάλλοντος, του οποίου υπήρξε γέννημα, θρέμμα και ξόδεμα.

Τα γνωστά τσαλίμια του Χρόνου τον έφεραν εκτός της κορυφαίας (γι' αυτόν) ασχολίας, που νοηματοδοτούσε πατόκορφα την ύπαρξή του... Αρρώστειες, γεράματα, χίλια δύο προβλήματα. Απόμαχο, λοιπόν, τον συναντώ κάθε απόγευμα να πηγαινοέρχεται στα δρομάκια των λιοστασιών, ενώ ανταλλάσσουμε εγκάρδιο χαιρετισμό. Σχεδόν πάντα στο ίδιο σημείο. Πρώτη-δεύτερη φορά δεν έδωσα σημασία. Κάποια στιγμή όμως απορώ για το καθημερινό, πολύ συγκεκριμένο δρομολόγιό του. Κι εκείνος, με απλότητα μικρού παιδιού, μού αποκαλύπτει τον ουσιαστικό λόγο της βόλτας του:

- Εδώ παραδίπλα είναι το μαντρί του κουμπάρου μου του Νιόνιου, με πληροφορεί. Και συνεχίζει: Κάθε απόγιομα, μόλις μαζευτούνε από τη βοσκή τα ζωντανά του, έρχουμαι και ο ίδιος, να τα θαγμάσω για λίγη ώρα και να τα καμαρώσω, έστω και από μακρία!!!...
Related Posts with Thumbnails