© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Τρίτη 31 Δεκεμβρίου 2013

π. Κων. Ν. Καλλιανός: ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ Σ’ ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΕΣ ΚΑΙ ΕΙΡΗΝΙΚΕΣ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΕΣ

(Μὲ δηγὸ τὸν Ἀλέξανδρο Μωραϊτίδη)




Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης μᾶς ἔχει παραδώσει λαμπρὲς σελίδες, οἱ ὁποῖες τιμοῦν δεόντως καὶ εὐφροσύνως τὶς ἄχραντες αὐτὲς ἡμέρες τοῦ πάντερπνου Δωδεκαημέρου. Ὡστόσο δὲν θὰ ἔπρεπε, μέρες ποὺ εἶναι, νὰ λησμονήσουμε καὶ τὸν ἄλλον Ἀλέξανδρο τῆς Σκιάθου, τὸν Μωραϊτίδη, ποὺ ὅσο περνάει ὁ καιρὸς ὅλο καὶ λησμονιέται κι ἄς μᾶς κληροδότησε φωτεινὲς λογοτεχνικὲς σελίδες, στὶς ὁποῖες καὶ διακρίνεται καθαρὰ καὶ ξεκάθαρα τὸ προσωπικό του βίωμα. Αὐτὸ τὸ ἐφαλτήριο δηλαδὴ ποὺ ξεδιπλώνεται, γιὰ νὰ ὑψωθεῖ ὁ λόγος του καὶ νὰ σταθεῖ, μὲ τὸ ἔντιμο ὕφος ποὺ τὸν περιβάλλει καὶ τὸ φιλόθεο ἦθος ποὺ διακρατεῖ, ἐκεῖ ὅπου ἀξίζει: στὶς ἁγνὲς καὶ φιλότιμες συνειδήσεις τῶν ὅσων Νεοελλήνων συνεχίζουν νὰ συντροφεύουν τὶς μέρες αὐτὲς μὲ ἀναγνώσματα ποὺ εὐωδιάζουν Ὀρθοδοξία, Ἑλλάδα, μελισσοκέρι καὶ θυμίαμα.   

Ἀπὸ τὰ πλέον τρυφερὰ κείμενα ποὺ ἔχουν γραφεῖ γιὰ τὴν Πρωτοχρονιὰ εἶναι καὶ οἱ «Εἰκόνες» τοῦ παραπάνω Σκιαθίτη. Χωρίζονται δὲ σὲ δύο ἑνότητες: ἡ μία ἀναφέρεται στὰ Χριστούγεννα κι ἡ ἄλλη στὴν Πρωτοχρονιά.

Ἀπὸ αὐτή, λοιπόν, τὴ δεύτερη ἑνότητα δανείζομαι κάποιες γραμμὲς ποὺ εὐωδιάζουν ἁλμύρα, ταπεινό, νησιώτικο σπίτι χωνεμένο στὸν χειμωνιάτικο καιρό καὶ νοσταλγία. Γιατὶ ὁ Μωραϊτίδης ὑπῆρξε ἀθεράπευτα νοσταλγὸς τῆς «μικρᾶς του πατρίδος», τῆς Σκιάθου.

Καθὼς βηματίζουμε στὶς ἐσχατιὲς τοῦ 2013 καὶ τὸ περιμένουμε νὰ σφαλίσει τὴ θύρα του καὶ νὰ πάρει μαζί του τὰ σκοτάδια καὶ τὰ φαρμάκια του, στεκόμαστε μὲ εὐλάβεια ἀπένατι στὸ λόγο τοῦ Μωραϊτίδη ποὺ μᾶς προετοιμάζει γιὰ τὰ εἰσόδια τοῦ Νέου Χρόνου.

Γνωρίζω ὅτι ἡ γλώσσα τοῦ Μ. θὰ ξενίσει κάποιους, ὡστόσο πρέπει νὰ σεβαστοῦμε τὸν τρόπο γραφῆς τοῦ συγγραφέα καὶ πολὺ περισσότερο, μέσα στὸν ἐκχυδαϊσμὸ ποὺ ὑφίσταται σήμερα ὁ πολύτιμος Ἕλλην λόγος, νὰ κοιτάξουμε νὰ ἀναβαπτιστοῦμε στὰ ἀμόλυντα νάματα αὐτῆς τῆς πλούσιας σὲ λέξεις γλώσσας, τῆς λογίας, δηλαδή, γλώσσας, ἡ ὁποία τόσο πολὺ περιφρονεῖται.

«Ποσάκις μικρὸν παιδίον δὲν ἔκλεισα ὀφθαλμοὺς ὄλην τὴν νύκτα φανταζόμενος ἐνώπιόν μου τὸν Ἅγιον Βασίλειον τοῦ τραγουδιοῦ, οἷον ἔβλεπον ἐν τῇ Εἰκόνι τῆς ἐκκλησίας, μὲ τὸ ξηρὸν καὶ καταχλωμον προσωπόν του, μὲ τοὺς μεγάλους του κοίλους ὀφθαλμοὺς καὶ μὲ τὴν μαύρην ὡς τὰ πτερὰ τοῦ κόρακος μακρὰν γενειάδα του, οὐχὶ ὅμως μὲ τὴν ἱερατικήν του στολὴν καὶ τὸ εὐαγγέλιον, ὡς ἐν τῇ Εἰκόνι -ἐνταῦθα ἡ ἀντίληψίςμου συνεχέετο- ἀλλὰ ἐκ Καισαρείας ἐρχόμενον, κατὰ τὸ τρυφερό μου τραγούδι, κρατοῦντα ραβδί, χαρτὶ καὶ καλαμάρι, κομίζοντά μοι ὅλα τὰ δῶρα, ἅτινα τὴν πρωΐαν θὰ μοὶ ἔδιδον οἱ γονεῖς. καὶ τὸ ἠδονικώτερον, φέροντα ἐν τῷ οἴκῳ μας ὅλα τὰ ἀγαθὰ, ἅτινα τὴν ἐπαύριον θὰ παρετίθεντο εἰς βρῶσιν καὶ πόσιν ἐν πλουσίῳ καὶ ἀφθόνῳ γεύματι....

Ὦ παιδικὴ ἐκείνη χαρά ! Ποσάκις ἔκτοτε σὲ ἀνεζήτησα εἰς τὴν πολυτέλειαν τῶν ἀθηναϊκῶν δώρων, ὅτε ὁ δίδων δέκα ἀναμένει εἴκοσι, καὶ ὁ μὴ δίδων τίποτε δὲν ἀναμένει τίποτε !
    ..................................................................................
Οὔτε ὁ βαρὺς τῶν τηλεβόλων κρότος ἀφύπνισε τὸ μικρόν μου χωρίον, οὔτε στρατιωτικαὶ μουσικαὶ ἔψαλαν μεθυστικὰ ἐγερτήρια ἀνὰ τὰς στενὰς καὶ σκολιὰς ὁδούς του. Τὸ παγερὸν σύρισμα τοῦ ὀρθρίου βορρᾶ καὶ ὁ παρατεταμένος γδοῦπος τῶν ἐπὶ τῶν σκοπέλων θραυομένων κυμάτων ἀπετέλεσαν μίαν θαυμαστὴν συναυλίαν δύο στοιχείων, χαιρετιζόντων ἐν βοῇ καὶ μηκυθμῷ τὴν ἡμέραν τοῦ Ἁγίου Βασιλείου, τοῦ μυστηριώδους τούτου ἀγγέλου τῆς Πρωτοχρονιᾶς, ὅστις ὑπὸ τὰς πλουσίας πτυχὰς τοῦ μεσαιωνικοῦ φαιλονίου του φέρει τὰ δῶρα καὶ τὰ παιγνίδια τῶν παιδίων, τὴν γαλήνην καὶ τὴν παρηγορίαν τῶν γονέων, ἐνῶ διὰ τῆς ἀσκητικῆς χειρός του εὐλογεῖ τὴν χρυςῆν μοῖραν τῶν παρθένων.
   .................................................................................................
   Ἡ σκηνὴ κατὰ τὰς παρούσας ἑορτὰς παριστᾶ πάντοτε οἶκον μετ᾿ εὐγενοῦς καθαριότητος εὐπρεπισμένον, δι᾿ ὅ εἰργάσθησαν ἡ φροντὶς τῆς μητρός, ἡ ἐπιμέλεια τῆς κόρης καὶ ἡ γενναιοδωρία τοῦ πατρός. Τὰ παράθυρα ἑρμητικῶς κεκλεισμένα, ὅπως μὴ εἰσέρχηται τὸ ὁρμητικὸν ρεῦμα τοῦ βορρᾶ. Εἰς τὴν γωνίαν, ἤ ἐν τῷ μέσῳ τοῦ τοίχου ἡ ἑστία, ἕνα πολυσύνθετον κατασκεύασμα μετὰ δύο ἐξεχόντων κορνιζῶν, ἐφ᾿ ὧν κατὰ γραμμὴν ἵστανται ἤ κρέμανται δισκοειδῆ μικρὰ πιάτα τῆς Βενετίας, φέροντα ποικίλας γραφάς, ἐν αἷς ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ ἐπικρατεῖ τὸ πράσινον χρῶμα... Ἐντὸς δὲ τῆς ἑστίας ἡ λάμπουσα πυρὰ παρέχει φαιδρὰν ζωὴν ἐν τῆ αἰθούσῃ...Τὰ πρόσωπα εἶναι τὰ γνωστὰ ἡμῖν. Ὁ πατήρ, ἡ μήτηρ, τὰ παιδία, ὁ Ἅγιος Βασίλειος ὁρατὸς μόνον ὑπὸ τῶν παιδίων, καὶ ἐγώ, θαυμαζων πῶς εὑρέθην ἐν τῶ μέσῳ τῆς ἀθώας αὐτῆς ὁμηγύρεως, καὶ κουρασμένος διὰ τὸ μέγα διάστημα τῶν ἐτῶν, ἅτινα διῆλθον, ἕως οὗ ἀναπαυθῶ ἐγγὺς τῆς προσφιλοῦς μου ἑστίας...»[1]

Θεώρησα καλὸ νὰ παραθέσω γιὰ ἑόρτιο πνευματικὸ φίλευμα στοὺς γνησίως τιμῶντας τὴ μνήμη «τοῦ ἐνδόξου Μεγάλου Βασιλείου», τοῦ ξεχασμένου στὶς μέρες μας, αὐτὲς τὶς ἀθάνατες σελίδες τοῦ Σκιαθίτη λογίου καὶ νοσταλγοῦ. Γιατὶ τὸ σύγχρονο καὶ ἀδηφάγο  marketing θεώρησε πιὸ σωστὸ νὰ προβάλλεται ἡ μορφὴ ἐνὸς ξενόφερτου καὶ ἄγνωστου στὴν παραδοσή μας «ἁη-Βασίλη», ὁ ὁποῖος καμμία ἀπολύτως σχέση δὲν ἔχει καὶ μὲ τὴν Παραδοσή μας καὶ μὲ τὴν βιοτὴ τῶν πατερων μας. Γιατὶ ἐμεῖς οἱ παλιοτεροι θυμόμαστε μὲ φαρμακωμένη τὴν ψυχή, ὅτι ὁ νέος χρόνος δὲν ἐρχόταν ποτὲ ἀποβραδύς. Τὸν συναντούσαμε στὴν ἐκκλησία, ὅπου διαβάζονταν τὰ λαμπρὰ καὶ περιφρονημένα γράμματα τῆς γιορτῆς τῆς Περιτομῆς τοῦ Κυρίου καὶ τὰ ὅσα ὑμνολογοῦσαν τὸν ἐκ Καισαρείας τῆς Καππαδοκίας ἐρχόμενο δωροφόρο Ἅγιο. Καὶ παίρνοντας ἀπόλυση λέγαμε τὴν Καλὴ Χρονιά, τὰ Χρόνια πολλά, πηγαίναμε στὸ σπίτι κομίζοντας τὴν εὐλογία τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου καὶ τὸ μεσημέρι στὸ ἑόρτιο γεῦμα κόβαμε γιὰ τὸ καλό τὴν Ἁγιοβασιλιατική κουλούρα.

Μακάριοι ὅσοι στὶς μέρες μας ἐπιμένουν νὰ ἐπιστρέφουν σὲ Πρωτοχρονιὲς εὐλογημένες καὶ εἰρηνικές, στεφανωμένες ἀπὸ τὴ Χάρη Τοῦ Περιτμηθέντος Χριστοῦ καὶ τοῦ ἑνός ἐκ τῶν τριῶν μεγίστων φωστήρων, τοῦ Ἁγίου Βασιλείου.
Εὐλογημένα εἰσόδια τοῦ 2014, ἀδελφοὶ Χριστιανοί.

π.κ.ν.κ.




[1] Ὅσοι ἐπιθυμοῦν νὰ διαβάσουν ὅλο τὸ κείμενο τῶν Εἰκόνων, βλ. Ἀλ. Μωραϊτίδης, Τὰ Διηγήματα, τ. Α΄ (φιλ. ἐπιμ. Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος), ἐκδ. ΓΝΩΣΗ ΚΑΙ ΣΤΙΓΜΗ, Ἀθήνα 1990, σελ. 52-58. 

Δευτέρα 30 Δεκεμβρίου 2013

π. Παναγιώτη Καποδίστρια: 16 ΣΤΑΣΙΜΑ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΣΟΦΙΑ (ποίηση)


Στην Αγιά Σοφιά
κάθε κλικ αιχμαλωτί-
ζει τους Απόντες

διαρκώς εκεί
ο ήλιος εκπλήσσεται
με τόσο κάλλος

και θλιβόμενος
θωπεύει με ακτίνες
το μέγα πένθος.

Όλα ήρεμα
δείχνουνε, μα δεν είναι:
σκλάβοι κίονες

δέντρα της αυλής
ακρωτηριασμένα
πλάκες που βοούν

αρμοί που υπο-
μένουν και ανθίστανται
στα γεγονότα

βεβιασμένες
θύρες αρχαίας δόξας
ολοκλαίουσες.

Στενότης χώρου
στη Μεγάλη Εκκλησιά -
όλοι παρόντες

απ' τους κίονες
σκαρφαλώνουν ώς πάνω
στα παράθυρα

κι αναρίθμητοι
από κει βλέπουν έξω
την πάλαι Πόλη

κι αναθαρρεύουν.
Αρνιούνται να 'βγουν έξω
μην και διαλυθούν

μόνο κουρνιάζουν
στα πόδια της Δέησης
αναμένοντας

Αγιανάσταση
θαύμα εκ του μη όντος
καμπανίσματα

πνοές λιβάνου
άνωθεν οι Προφήται
πολυελέους.

Κατοικούν εντός -
φτάνουν στην έξω πύλη
και πίσω γυρίζουνε.

Εντός κατοικούν -
στο Παν του Τίποτά τους
αυτοκράτορες!


[Κωνσταντινούπολη, 29.11.2013]


Σάββατο 28 Δεκεμβρίου 2013

Γιώργου Λέκκα: ΤΙΠΟΤΑ (ποίημα)


Μᾶς εἴπανε ν’ ἀντισταθοῦμε
καὶ θὰ νικήσουμε.
Νικήσαμε καὶ ἐξοντωθήκαμε
καὶ πιὰ δὲν θέλω
παρὰ νὰ εἶμαι ἕνα τίποτα.
Ἀγαπημένε,
ἐσὺ ποὺ φτιάχνεις ὁλόκληρους κόσμους
ἀπὸ τὸ τίποτα
πάρε καὶ κάνε με ἄνθρωπο
καὶ τοῦτο τὸ τίποτα.

[27.12.2013]


Ὁ πρωτοπρεσβύτερος Γεώργιος Α. Λέκκας εἶναι ἄμισθος κληρικὸς τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Δημητριάδος καὶ Ἁλμυροῦ.

Παρασκευή 27 Δεκεμβρίου 2013

Ζαχαρία Στουφή: ΣΧΟΛΙΑΖΟΝΤΑΣ ΕΝΑ ΑΥΤΟΚΤΟΝΙΚΟ ΔΙΗΓΗΜΑ ΤΟΥ ΝΤΙΝΟΥ ΚΟΝΟΜΟΥ




(Ντίνος Κονόμος 1918-1990) Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΑΛΗΤΗΣ[1] (διήγημα)

                Τα χελιδόνια πετούσαν χαρούμενα και με το γλυκό κελάϊδημά τους ανήγγειλαν την αυγή…
                Ο Γιώργης ξαπλωμένος στην πολυθρόνα του κάπνιζε με νωχέλεια ρεμβάζοντας το στριμένο τσιγάρο του, ενώ από το ανοικτό παράθυρο του δωματίου του εισήρχετο η πρωινή δροσιά και αύρα.
Μέσα στη μνήμη του ήταν ζωγραφισμένη η βίαιη σκηνή που παίχτηκε το προηγούμενο βράδυ με το πατέρα του.
                Πολλές σκέψεις του πλημμύριζαν τον νου, άλλες μαρτυρικές και άλλες επιπόλαιες. Θα μ’ αφήσει πλέον στη Τύχη μου; μονολογούσε.
                Αυτά σκεπτόταν όταν έξαφνα η θύρα του δωματίου του ήνοιξε.
                Ήτανε ο πατέρας του. Προχώρησε σιγά και ήλθε και κάθησε κοντά στο γυιό του.
-Παιδί μου –του είπε– σε μια στιγμή… γίνου καλός άνθρωπος, σε συγχωρώ για ότι διέπραξες μέχρις σήμερον… απ’ εδώ και πέρα άνοιξε μία νέα ζωή για να φανής εξυπηρετικός στην κοινωνία και αγαπητός στο γέρο πατέρα σου…
Δεν έχει ανάγκη η κοινωνία από μέ –σάρκασε ο αμετανόητος γυιός όσον όμως αφορά εσέ, στα έχω πή και άλλοτε…
Τρελλός από την απελπισία του ο γέρο πατέρας, πλησίασε τον γυιό του και τον ώθησε βίαια… Καταστρεπτικό παιδί –του είπε– που άνοιξες στην οικογένειά σου εις ένδειξιν αγάπης και σεβασμού μίαν ατέλειωτη πληγή μαρασμού – πότε θα διορθωθής; Και μετ’ ολίγον ενώ απήρχετο ακούστηκε…
-Δεν σου δίνω άλλο λεφτά να τα παίξης  ή να τα διασκεδάσης με άτιμες γυναίκες, αρκετά σε πλήρωσα μέχρις σήμερα.. Και εξήλθε του δωματίου. Ώστε δεν μου δίνει άλλο χρήματα είπε σχεδόν μουρμουρίζοντας ο Γιώργης και πήρε μία απροσδόκητη απόφασι. Έπειτα από μία ώρα ο Γιώργης έφευγε για πάντα από το πατρικό σπίτι. Ο πατέρας του τον ζήτησε παντού, ο Γιώργης όμως είχε χαθεί…
Ο καιρός πέρασε οι μήνες διεδέχθησαν τους χρόνους και η μονότονη ζωή τραβούσε την ατέλειωτη αιωνιότητα…
Λησμονησμένος σε μια γωνιά βρισκόταν κουρελιασμένος και έρημος ένας αλήτης. Μέσα στο αλαγμένο από τη ζωή πρόσωπόν του έλαμπαν δύο μαύρα μάτια, δύο ασύλληπτα μάτια… Είναι ο Γιώργης…
Κατεστραμμένος καθώς ήταν, διωγμένος μόνος από τον πατέρα του τράβηξε το δρόμο του αλήτη∙ και ξεχάστηκε χρόνια μέσα σ’ αυτόν…
Ξεχασμένος μέσα στη συμφορά του, βάλθηκε σε αναμνήσεις κείνη τη στιγμή. Θυμήθηκε το γέρο πατέρα του –που πληγωμένος κατάκαρδα από τον άσχημο δρόμο που είχε χαράξει στη ζωή του, έμενε πλέον μόνος χωρίς αυτόν τον παρήγορον άγγελον της ζωής του..Θυμήθηκε την πεθαμένη μάννα του, που η σκιά της ερχόταν τη νύκτα να του χαϊδέψη ευχάριστα και μ’ αγάπη τα κατάξανθα μαλλιά του.. Θυμήθηκε το απορφανισμένο σπιτάκι του∙ και τι δεν θυμήθηκε.. μα δεν βρέθηκε κανείς να τον μαζέψη από το βόρβορο; Όλοι έκαναν πως δεν τον ήξεραν κι’ ο Γιώργης δάκρυσε κείνη τη στιγμή… Ώ! αυτό το δάκρυ του αμαρτωλού!... Έξαφνα τα μάτια του έλαμψαν και πήραν μια αλλόκοτη έκφρασιν. Και πήρε μία αλλόκοτη απόφασι να γυρίση στο πατρικό σπίτι και ως έτερος άσωτος του Ευαγγελίου να ζητήση συγγνώμην και έλεος από τον πατέρα του. Με μόνην την ιδέαν ότι θα απηλλάσσετο πλέον των ελέγχων της συνειδήσεως και ότι θα ελάμβανε την συγγνώμην και ευλογίαν του πατρός του εβάδισεν τον δρόμον προς την εξιλέωσιν…
Και έφθασε στο πατρικό σπίτι. Η πόρτα αμπαρωμένη, κλειστή, αραχνιασμένη. Χτύπησε δυνατά, δεν έλαβε όμως απάντησι. Μία φρικτή και αλλόκοτη ιδέα πέρασε από το μυαλό του και ήτις δεν άργησε να πιστοποιηθή… Καθώς περνούσε μια γρηούλα τη ρώτησε ευγενικά αν καθόταν στο σπίτι αυτό κανένας. Η γρηούλα τον κύτταξε. Μα γιατί τον κυττούσε έτσι παράξενα; Έτσι σε μια στιγμή του είπε.. –είναι παιδί μου αυτό το σπίτι έρημο, μοναχικό, είναι το σπίτι της δυστυχίας.. μη το πλησιάζης, θα σου φέρη μόνο συμφορά. Από την μέρα –είπε συνεχίζοντας η γρηούλα– που πέθανε ο γέρο οικοκύρης και το σπίτι κλείστηκε από το Δημόσιο, γιατί σημείωσε παιδί μου χάσανε οι αρχές τον κληρονόμο του γέρου, το νεαρό παιδί του… και έτσι και το σπίτι έμεινε και αυτό απορφανισμένο.. μη το πλησιάσης παιδί μου ακούστηκε πιο πέρα μουρμουρίζοντας η γρηούλα.
Ο Γιώργης έμεινε εκστατικός και άναυδος στη θέσι του ώστε αυτός ήτο ο ένοχος; Και γυρίζοντας το πρόσωπο από το σπίτι αυτό κύτταξε τον απέραντο δρόμο   - ο δρόμος  του αλήτη ανοίχτηκε γι’ αυτόν ευρύς. Μια μέρα ένα πνιγμένο πτώμα βρίκανε σ’ ένα ποτάμι∙ ήταν ο Γιώργης.
Κανείς δεν έμαθε το τέλος του η ιστορία κλείστηκε.. ο άμυαλος γυιός που καταδίκασε μόνος τον εαυτόν του βρέθηκε πνιγμένος…
                                                                                                                                                                                                               Ν.Κ.


Σαν σκυλί στο αμπέλι

Ο Ντίνος Κονόμος στο διήγημά του ο Χαμένος Αλήτης, πραγματεύεται και διασκευάζει μια αρχαία ιστορία που στην ελληνική κουλτούρα ενσωματώθηκε μέσα από την παραβολή του Χριστού. Ο συγγραφέας του Χαμένου Αλήτη,  Ν. Κονόμος γράφει συνειδητά μία ιστορία, η οποία εκτυλίσσεται παράλληλα με την παραβολή του ασώτου υιού. «…ως έτερος άσωτος του Ευαγγελίου …» παρομοιάζει τον ήρωά του. Η πλοκή της ιστορίας είναι ίδια, με τη διαφορά ότι ο Ν. Κονόμος αλλάζει κάποια γεγονότα και πράξεις που φέρουν μια κατάληξη διαφορετική από αυτή της παραβολής. Όμως, και η κατάληξη του Κονόμου, παρόλο που είναι διαφορετική περνάει ακριβώς το ίδιο μήνυμα που περνάει και η παραβολή.
                Στην παραβολή είναι δύο αδέρφια, ο ένας εκ των οποίων παίρνει το μερίδιο της περιουσίας του και φεύγει. Στον Χαμένο Αλήτη υπάρχει μόνον ο μοναχογιός που μετά από σπατάλες και ασωτίες εγκαταλείπει τον γέρο πατέρα του, και φεύγει αδέκαρος και κουρελής. Στην παραβολή όταν τελειώνουν τα χρήματα επιστρέφει μετανοημένος, ενώ στον Χαμένο Αλήτη οι τύψεις και οι ενοχές τον οδηγούν στην επιστροφή. Στην παραβολή υπάρχει happy end, ο μόσχος ο σιτευτός, το παράπονο του καλού αδελφού και τέλος το μεγάλο δίδαγμα, ενώ στον Χαμένο Αλήτη βλέπουμε το κακό τέλος της ίδιας ιστορίας. Όταν ο αλήτης γυρίζει δεν βρίσκει κανέναν και τα περιουσιακά στοιχεία για τα οποία ήταν ο μοναδικός κληρονόμος, πιθανώς, και να έχουν κατασχεθεί από το Δημόσιο. Το μεγάλο δίδαγμα, πάντως, και εδώ, είναι το ίδιο με της παραβολής.
                Στην ουσία, ο Ν. Κονόμος ξαναγράφει την παραβολή του Χριστού, όμως άλλα είναι τα χρόνια του Χριστού και οι παραδόσεις που δένουν τις εβραϊκές οικογένειες και άλλα τα χρόνια του Ν. Κονόμου (το 1936 πρωτοδημοσιεύτηκε) που όφειλε τουλάχιστον να μας ενημερώσει στοιχειωδώς για την κοινωνική τάξη αυτής της οικογένειας. Άρα λοιπόν ο Ν. Κονόμος όταν γράφει τον Χαμένο Αλήτη έχει στο μυαλό του μία αρχοντική οικογένεια που λειτουργεί με τα στερεότυπα της κοντέικης οικογένειας.
                Αυτή η απειλητική ιστορία που αναπαράγεται από τον Χριστό μέχρι σήμερα, αφορά μονάχα τα παιδιά των πλουσίων που αν εγκαταλείψουν την οικογενειακή εστία θα βγουν χαμένα. Το πρόβλημα, λοιπόν, με την παραβολή του ασώτου αλλά και με τις διασκευές της, όπως αυτή του Κονόμου, είναι ότι μιλάνε γενικά για την οικογένεια και όχι ειδικά για την πλούσια ή πάμπλουτη οικογένεια. Σήμερα είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε πως οι περισσότερες οικογένειες σε κάθε χώρα ξεχωριστά και συνολικά σε όλο τον πλανήτη, είναι φτωχές ή πάμπτωχες, οπότε ο μόνος τρόπος για να ξεφύγει κανείς από τη μάστιγα της φτώχειας και της πείνας, δεν είναι παρά να εγκαταλείψει την οικογένειά του, με στόχο ένα καλύτερο επίπεδο διαβίωσης. Σήμερα, όμως, γνωρίζουμε και κάτι άλλο που καταρρίπτει την εβραϊκή (για τους Έλληνες παραδοσιακή) λειτουργία της οικογένειας. Γνωρίζουμε πως κάθε άνθρωπος είναι ελεύθερος να δοκιμάσει τις δυνάμεις του μέσα στον κόσμο και να μετρήσει τις αντοχές του, να αξιοποιήσει τα ταλέντα του και αν τέλος επιθυμεί να σταματήσει και τη λειτουργία της ίδιας του της ζωής.
                Στο τέλος του έργου ο Αλήτης του Ν. Κονόμου αυτοκτονεί; Αυτό δεν το ξέρουμε, είναι όμως πολύ πιθανό, αφού η ιστορία αυτού του αυτοκαταστροφικού ανθρώπου τελειώνει ως εξής: Κανείς δεν έμαθε το τέλος του η ιστορία κλείστηκε…Ο άμυαλος γιος που καταδίκασε μόνος του τον εαυτό του βρέθηκε πνιγμένος…». Ο Κονόμος που γράφει αυτή την ιστορία, από κοινωνικά, συντηρητική σκοπιά και θρησκευτική ηθική, απαξιώνει να μας περιγράψει τον τρόπο με τον οποίο πεθαίνει ή αυτοκτονεί. Η λαϊκή φράση επήε σα σκυλί στο αμπέλι είναι αυτή που φαίνεται να εκφράζει τον Κονόμο. Ο Αλήτης του έμεινε απελπισμένος και γεμάτος ντροπή από τις ενοχές του. Λογοτεχνικά θα μπορούσε ή να κρεμαστεί ή να πνιγεί, αλλά αφού αυτό δεν θα τον δικαίωνε, και αυτός ο ήρωας δεν είναι πρότυπο αλλά παράδειγμα προς αποφυγήν, ο δημιουργός του Ν. Κονόμος θα τον αφήσει να πάει άκλαφτος, σαν το σκυλί στο αμπέλι.
Ζ.Σ.



[1] Προδημοσιεύτηκε στη ζακυνθινή εφημερίδα «Εμπρός», αρ. φ. 13/19–7–1936. Εδώ ανθολογείται από τον πρώτο τόμο (πρωτόλεια 1935-1944) με τίτλο «ΝΤΙΝΟΥ ΚΟΝΟΜΟΥ ΔΙΑΦΟΡΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑΤΑ 1935-1990». Η εισαγωγή τα σχόλια και η επιμέλεια είναι της Γεωργίας Κόκλα-Παπαδάτου. Έκδοση της Δημόσιας Βιβλιοθήκης Ζακύνθου. Ζάκυνθος, 1993.


Τρίτη 24 Δεκεμβρίου 2013

Μήνυμα Χριστουγέννων 2013 του Αρχιεπισκόπου Τιράνων και πάσης Αλβανίας Αναστασίου [κείμενο + video ελληνικά και αλβανικά]


+ Αναστάσιος
Αρχιεπίσκοπος Τιράνων, Δυρραχίου και πάσης Αλβανίας
Προς τον ευλαβή κλήρο και λαό,

Τέκνα εν Κυρίω προσφιλέστατα, 
    Ο τονισμός της αξιοπρέπειας του ανθρώπου κυριαρχεί στην εποχή μας στις ποικίλες δημόσιες διακηρύξεις. Το γεγονός όμως που αναδεικνύει με μοναδική ένταση την αξία της ανθρώπινης ζωής είναι αυτό που δεσπόζει στη σημερινή μεγάλη εορτή: Ότι ο Υιός του Θεού του ζώντος, του απροσίτου και παντοδυνάμου, προσέλαβε την ανθρώπινη φύση, έγινε άνθρωπος. Αυτό παραμένει το εκπληκτικό κεντρικό μήνυμα των Χριστουγέννων. Για τη σωτηρία του κόσμου, ο Θεός δεν έστειλε αγγέλους, δεν έλαβε τη μορφή κάποιου άλλου δημιουργήματος, αλλά έγινε άνθρωπος. Έτσι τόνισε με σαφή τρόπο την αξία αυτής καθεαυτής της ανθρώπινης ζωής και φανέρωσε την ιερότητα της κάθε  ανθρώπινης υπάρξεως. Αλλά συγχρόνως το Ευαγγέλιο αποκαλύπτει ότι ο Χριστός ήλθε για να ανυψώσει την ανθρώπινη φύση, να μεταγγίσει σ’ αυτήν πλησμονή ζωής. Η σημερινή λοιπόν εορτή είναι η κατεξοχήν εορτή της ζωής, σε όλες τις διαστάσεις και την προοπτική της.
    Μέσα στην εορταστική χριστουγεννιάτικη ατμόσφαιρα μάς δίνεται η ευκαιρία να αναλογισθούμε βαθύτερα την ουσιαστική αξία του θεόσδοτου αυτού δώρου, που ήδη απολαμβάνουμε, και γενικότερα να αυξήσουμε τον σεβασμό μας προς την όπου γης ανθρώπινη ύπαρξη. 
    1. Αρχίζοντας πρώτα από τη δική μας ζωή, καιρός να προσέξουμε τα λεγόμενα αυτονόητα• όπως π.χ. είναι το χρέος μας να διατηρούμε άρτια τη βιολογική μας ζωή, αποφεύγοντας καταχρήσεις, πάθη και λάθη που την υποβιβάζουν και την υποσκάπτουν, φροντίζοντας να αναπτύξουμε όλες τις πνευματικές μας δυνατότητες. Ως ζωντανά κύτταρα του ανθρωπίνου γένους έχουμε ευθύνη και υποχρέωση να καλλιεργήσουμε όλα μας τα χαρίσματα, όλο το φάσμα της δημιουργικότητος μας και να  προσφέρουμε στην ανθρωπότητα ό,τι καλύτερο διαθέτουμε.
     Ακόμα και στις πιο σκοτεινές συνθήκες απογνώσεως ας αναλογιζόμαστε την ανυπέρβλητη αξία της ζωής και ότι δεν δικαιούμεθα, σε καμιά περίπτωση, να την καταστρέψουμε με τα ίδια μας τα χέρια. Οι πολυειδείς δοκιμασίες του ανθρωπίνου βίου, κάμψη υγείας, ανέχεια, κατατρεγμοί, συκοφαντίες, συχνά ανοίγουν νέους πνευματικούς, υπαρξιακούς ορίζοντες.
    Απορροφημένοι από τη φροντίδα για την καθημερινή βιοτή, αμελούμε συνήθως την άλλη διάσταση που άνοιξε με την έλευση Του ο Χριστός• ότι ήλθε για να μας οδηγήσει σε πνευματική άνθηση και καρποφορία, να μας προσφέρει «τό περισσόν αὐτῆς τῆς ζωῆς, τουτέστι τό πλέον ἤτοι τό τιμιώτερον, τήν τελειοτάτην τοῦ Πνεύματος μέθεξιν» (Άγ. Κύριλλος Αλεξανδρείας). Το «περισσόν» σημαίνει την ποιοτική πληρότητα που χαρίζει η παρουσία του ζωοποιούντος Πνεύματος σε εκείνους οι οποίοι «μένουν ἐν Χριστῷ».
    2. Η δεύτερη κατεύθυνση του Χριστουγεννιάτικου στοχασμού μας οφείλει να αποβλέπει στην τόνωση του σεβασμού της ζωής των συνανθρώπων μας. Ποικίλες απειλές κατά της ζωής, δολοφονικές ενέργειες, αιματηρές συγκρούσεις διαστίζουν την καθημερινότητα. Παρ’ όλα τα προσχήματα, οποιαδήποτε αφαίρεση ζωής αποτελεί έγκλημα όχι μόνο κατά του συγκεκριμένου θύματος αλλά γενικότερα κατά της ανθρωπότητος. 
    Αλλά η περιφρόνηση της ζωής δεν συντελείται μόνο με εγκληματικές πράξεις και την πολύμορφη βία. Αναρίθμητοι άνθρωποι απειλούνται από διάφορες μορφές αδικίας στην κοινωνική και ιδιωτική σφαίρα. Η αδικία οδηγεί πολλούς ανθρώπους σε στερήσεις, φτώχια, εξαθλίωση. Κάτι ακόμα που δρα, χωρίς να διακρίνεται σαφώς, κατά της ανθρώπινης ζωής είναι η αδιαφορία για την ποιότητα ζωής των συνανθρώπων μας. Δεν φαίνεται πάντοτε καθαρά, δεν διώκεται από τον νόμο, όμως δεν παύει να υπονομεύει αμέτρητες χιλιάδες ανθρώπινες ζωές. Σε εποχή μάλιστα κρίσεων, όπως η δική μας, η αδιαφορία γίνεται συχνά θανατηφόρα. Άμεσο χρέος όλων μας είναι να προστατεύουμε κάθε ανθρώπινη ζωή με έμπρακτη συμπαράσταση και άγρυπνη αλληλεγγύη, στηρίζοντας με λόγο και έργο, με άδολη αγάπη, όσους δοκιμάζονται, όσους πληγώνει η ανέχεια, η αρρώστια και η απελπισία.
    Συγχρόνως, χρέος των συνειδητών χριστιανών είναι η μαρτυρία ότι εκτός από την βιολογική ζωή υπάρχει μια άλλη ακόμα ανώτερη ποιότητα ζωής. Η πνευματική, την οποία χαρίζει και προάγει η πίστη, το άνοιγμα της καρδιάς μας στην περιοχή του Πνεύματος. Μια ζωή που κινείται διαρκώς σε μεταμορφωτική εσωτερική πορεία με την βεβαιότητα ότι ο Χριστός ήλθε «...ἵνα πᾶς ὁ θεωρῶν τὸν υἱὸν καὶ πιστεύων εἰς αὐτὸν ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον …»(Ιω. 6:40). 
*  *  *
     «Ἐγὼ ἦλθον ἵνα ζωὴν ἔχωσι καὶ περισσὸν ἔχωσιν» (Ιω. 10:10).
Το εκπληκτικό μήνυμα των Χριστουγέννων είναι ότι ο Υιός του Απροσίτου Θεού έγινε άνθρωπος. Η ενανθρώπηση του θείου Λόγου διατρανώνει, αδελφοί μου, την τεράστια αξία της ανθρώπινης ζωής. Αλλά συγχρόνως αποκαλύπτει ότι ο Χριστός ήλθε να μας μεταγγίσει μια ζωή ανώτερη «την τελειοτάτην του Πνεύματος μέθεξιν», που προεκτείνεται στην αιωνιότητα.
    Ας φροντίσουμε τις εορταστικές αυτές ημέρες να βιώσουμε βαθύτερα την ιερότητα και το μεγαλείο του θεόσδοτου δώρου της ζωής. Και ακόμη να εκφράσουμε την ευγνωμοσύνη μας με άοκνη προσπάθεια για την ανάπτυξη της πνευματικής ζωής. Ταυτόχρονα ας ενισχύσουμε τον σεβασμό μας για την ζωή των συνανθρώπων μας, καταπολεμώντας τη βία, την αδικία και την αδιαφορία που την υπονομεύουν. Ας την  στηρίζουμε με την αγαπητική αλληλεγγύη μας.
    Ευλογημένα Χριστούγεννα με συνειδητό αγώνα για μια πιο ανθρώπινη κοινωνία. Και με την έμπνευση του Χριστού, η νέα χρονιά περισσότερο ανθρώπινη,
Με ολόψυχη αγάπη εν Χριστώ,
+ Αναστάσιος
Αρχιεπίσκοπος Τιράνων, Δυρραχίου και πάσης Αλβανίας

Ελληνικά


Αλβανικά

Ο Αρχιεπίσκοπος Αμερικής Δημήτριος για τα Χριστούγεννα του 2013 [κείμενο και video]


Ἀριθ. Πρωτ.: 187 /13
25 Δεκεμβρίου 2013
Χριστούγεννα
Ὅτι παιδίον ἐγεννήθη ἡμῖν,
υἱός καί ἐδόθη ἡμῖν ...
(Ἠσαΐας 9:6)

Πρός τούς Σεβασμιωτάτους καί Θεοφιλεστάτους Ἀρχιερεῖς, τούς Εὐλαβεστάτους Ἱερεῖς καί Διακόνους, τούς Μοναχούς καί Μοναχές, τούς Προέδρους καί Μέλη τῶν Κοινοτικῶν Συμβουλίων, τά Ἡμερήσια καί Ἀπογευματινά Σχολεῖα, τίς Φιλοπτώχους Ἀδελφότητες, τήν Νεολαία, τίς Ἑλληνορθόδοξες Ὀργανώσεις καί ὁλόκληρο τό Χριστεπώνυμον πλήρωμα τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀμερικῆς.

Προσφιλεῖς Ἀδελφοί καί Ἀδελφές ἐν Χριστῷ,

Στήν κορύφωση τῆς εὐλογημένης αὐτῆς περιόδου μέ τόν λαμπρό ἑορτασμό τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ, εὐχαριστοῦμε καί δοξάζουμε τόν Θεό γιά τήν ἀπέραντη χάρη Του καί τό ἐξαίσιο δῶρο Του, τό δῶρο τῆς Σαρκώσεώς Του. Εἶναι ἑορτή χαρᾶς καί φωτός. Εἶναι πανηγυρισμός γιά τήν ἡμέρα καί τήν στιγμή κατά τήν ὁποία ὁ Θεός ἔλαβε ἀνθρώπινη ὑπόσταση λόγῳ τῆς μεγάλης ἀγάπης Του γιά μᾶς. Διά τῆς ὑπό τῆς Παρθένου Μαρίας συλλήψεως καί γεννήσεώς Του ὁ Κύριός μας εἰσῆλθε στήν ἀνθρώπινη κατάσταση. Ἔλαβε τό σῶμα καί τό αἷμα τό ὁποῖο δημιούργησε. Ἔγινε ἄνθρωπος γιά νά μᾶς χαρίσῃ τήν δύναμη ἐπί τοῦ κακοῦ καί ἐπί τοῦ θανάτου καί τό δῶρο τῆς ἀπόλυτης ἐλευθερίας ἀπό τήν ἁμαρτία.

Τήν ἡμέρα αὐτή ἑορτάζουμε τό δῶρο τοῦ Θεοῦ σέ μᾶς καί σέ ὁλόκληρη τήν ἀνθρωπότητα καί τό σύμπαν. Αὐτό τό δῶρο τό εἶχε προφητεύσει ὁ Προφήτης Ἠσαΐας ὅταν εἶπε: Ὅτι παιδίον ἐγεννήθη ἡμῖν, υἱός καί ἐδόθη ἡμῖν ...(Ἠσαΐας 9:6). Διά τοῦ δώρου Του, μᾶς χαρίζει ἐλπίδα. Στό σκοτάδι, τό λαμπερό φῶς τῆς ὑποσχέσεώς Του φωτίζει τήν ὁδό πρός τόν Θεό μέσῳ τοῦ Χριστοῦ. Στόν ἀγώνα μας ἐναντίον τῆς ἁμαρτίας καί τῶν πολλῶν προκλήσεων τῆς ζωῆς, μᾶς φανερώνει πῶς μποροῦμε νά ἀποκαταστήσουμε τήν κοινωνία μαζί Του καί μᾶς διαβεβαιώνει ὅτι θά ἔχουμε τήν δύναμη νά ὁλοκληρώσουμε τήν πορεία τῆς πίστεώς μας. Στό γεγονός τῆς Σαρκώσεως τοῦ Χριστοῦ ἀποκαλύπτεται ἡ ὀδός πρός τήν ἀληθινή καί αἰώνια ζωή καί γινόμεθα μάρτυρες τῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ νά λυτρώνῃ αὐτό πού Ἐκεῖνος δημιούργησε καί ἀγαπᾶ.

Ἑορτάζουμε αὐτή τήν Ἑορτή καί τό θαυμάσιο αὐτό δῶρο σέ μιά ἐποχή ὅπου πολλοί ἄνθρωποι ἀνά τόν κόσμο χρειάζονται συμπόνοια καί ἐλπίδα. Ἔχουμε παρατηρήσει μαζικές καταστροφές καί ἀπώλειες λόγῳ προσφάτων φυσικῶν φαινομένων. Γίναμε μάρτυρες τῆς τραγωδίας τῆς βίας τόσο ἐντός τῶν κοινοτήτων μας ὅσο καί σέ ὅλο τόν κόσμο. Συνειδητοποιοῦμε τούς ἀγῶνες τῶν ἀδελφῶν μας στήν Ἑλλάδα καί στήν Κύπρο καί σέ ἄλλες χῶρες ὅπου οἱ οἰκονομικές προκλήσεις ἔχουν δυσχεράνει τήν ζωή πολλῶν. Συνειδητοποιοῦμε τίς δοκιμασίες τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου μας ἐξ αἰτίας σοβαρῶν περιορισμῶν στήν ἄσκηση τῆς ἀληθινῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας. Συνειδητοποιοῦμε γύρω μας τίς συνέπειες τῆς ἀπαξιώσεως τῆς ἀνθρώπινης ἀξιοπρεπείας καί τῆς ἐκμεταλλεύσεως τῆς ζωῆς τῶν ἀνθρώπων.

Μέσα σ’ αὐτές ἀκριβῶς τίς κακουχίες τῆς ἀνθρωπότητος καί τῶν παραπάνω προκλήσεων μεταφέρουμε τό μήνυμα τῶν Χριστουγέννων: Ὅτι παιδίον ἐγεννήθη ἡμῖν, υἱός καί ἐδόθη ἡμῖν! Μοιραζόμεθα ἕνα Εὐαγγέλιο ἐλπίδος καί ἐπαγγελιῶν. Ὁ Χριστός ἔγινε ἄνθρωπος καί αὐτό τό μοναδικό δῶρο πρός ἐμᾶς ἔχει καταστεῖ ἡ πνευματική βάση τῆς προσφορᾶς μας σέ ἀναξιοπαθούντες συνανθρώπους μας. Ὡς μάρτυρες τοῦ μεγίστου τῶν δώρων, μέ αἰσθήματα εὐγνωμοσύνης πρός Ἐκεῖνον ἀλλά καί μέ εὐσπλαγχνία γιά τούς ἀδελφούς μας, κάνουμε τήν προσφορά μας σ’ἐκείνους πού ἔχασαν τά πάντα, πού εἶναι ἀπελπισμένοι, πού ὑποφέρουν κάτω ἀπό ἀνεξέλεγκτες ἤ ἀνεπίδεκτες ἀλλαγῆς συνθῆκες καί πού ἔχουν πέσει θύματα κακοποιήσεως. Αὐτοί ἔχουν ἀνάγκη νά συνειδητοποιήσουν ὅτι ὁ Θεός τούς ἐχάρισε τόν Ἑαυτόν Του, ὅτι ἡ χάρη Του ἀποκαλύπτεται διά τοῦ γεννηθέντος Χριστοῦ ὥστε νά μποροῦν νά ἔχουν ἐλπίδα καί ἀληθινή ζωή.

Στήν ἁγία καί εὐλογημένη Ἑορτή τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ, εἴθε ἡ καρδιά μας νά εἶναι γεμάτη μέ χαρά καθώς λαμβάνουμε καί χαιρόμαστε τό δῶρο τοῦ Θεοῦ καί τό δῶρο τῆς ἐλπίδος καί τῆς ζωῆς. Εἴθε, ἐπίσης, νά ἀνανεώσουμε τήν δέσμευσή μας νά μοιραζόμεθα αὐτό τό δῶρο μέ ὅλους. Ἄς δώσουμε ἀπό τό περίσσευμά μας ἔτσι ὥστε συνάνθρωποί μας νά βροῦν φροντίδα καί θεραπεία. Ἄς ἀνταποκριθοῦμε στίς ἀνάγκες τῶν ἀνθρώπων γύρω μας καί σ’ ὅλο τόν κόσμο, ἔτσι ὥστε ἡ μαρτυρία τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ νά φωτίζῃ παντοῦ. Εὔχομαι ὁ καλός καί ἐλεήμων Θεός μας νά εὐλογῇ ἐσᾶς καί τίς οἰκογένειές σας καθώς συγκεντρώνεσθε μέ ἀδελφοσύνη καί προσευχή αὐτή τήν ὡραία καί ἁγία ἡμέρα. Καλά καί εὐλογημένα Χριστούγεννα.

Μετά πατρικῆς ἐν Χριστῷ ἀγάπης,

Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀμερικῆς Δημήτριος


Δευτέρα 23 Δεκεμβρίου 2013

Η Πατριαρχική Απόδειξη για τα Χριστούγεννα 2013 [στα ελληνικά, γερμανικά, αγγλικά, γαλλικά, πορτογαλικά, ισπανικά]

Ἀριθμ. Πρωτ. 1109

ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΗ ΑΠΟΔΕΙΞΙΣ 
ΕΠΙ ΤΟΙΣ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΟΙΣ

+ Β Α Ρ Θ Ο Λ Ο Μ Α Ι Ο Σ
ΕΛΕῼ ΘΕΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ,
ΝΕΑΣ ΡΩΜΗΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ
ΠΑΝΤΙ Τῼ ΠΛΗΡΩΜΑΤΙ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
ΧΑΡΙΝ, ΕΛΕΟΣ ΚΑΙ ΕΙΡΗΝΗΝ ΠΑΡΑ ΤΟΥ ΕΝ ΒΗΘΛΕΕΜ ΓΕΝΝΗΘΕΝΤΟΣ ΣΩΤΗΡΟΣ ΧΡΙΣΤΟΥ

* * *

Ἀδελφοὶ καὶ Τέκνα ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά, 

«Παιδίον ἐγεννήθη ἡμῖν, υἱὸς καὶ ἐδόθη ἡμῖν»! 
(Ἡσ. θ΄ 5)

Ἐνθουσιωδῶς καὶ χαρμοσύνως ὁ Προφήτης μᾶς γνωστοποιεῖ προορατικῶς πρὸ αἰώνων πολλῶν τὴν ἐκ τῆς Ἀειπαρθένου Γέννησιν τοῦ Παιδίου Ἰησοῦ. Βεβαίως, δὲν εὑρέθη καὶ τότε, περίοδον ἀπογραφῆς ἐπὶ Καίσαρος Αὐγούστου, τόπος ἐν τῷ καταλύματι διὰ τὴν στέγασιν τῆς κυοφορούσης ἐκ Πνεύματος Ἁγίου Παρθένου καὶ οὕτως ἠναγκάσθη ὁ μνήστωρ καὶ φύλαξ αὐτῆς ἅγιος Ἰωσὴφ νὰ τὴν ὁδηγήσῃ εἰς σπήλαιον, εἰς τὴν φάτνην τῶν ἀλόγων, «τοῦ τεκεῖν τὸ Παιδίον».

Ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ ὑποδέχονται, προσφέροντες τὴν εὐχαριστίαν εἰς τὸν Δημιουργόν: «οἱ Ἄγγελοι τὸν ὕμνον˙ οἱ οὐρανοὶ τὸν ἀστέρα˙ οἱ Μάγοι τὰ δῶρα˙ οἱ ποιμένες τὸ θαῦμα˙ ἡ γῆ τὸ σπήλαιον˙ ἡ ἔρημος τὴν φάτνην˙ ἡμεῖς δὲ Μητέρα Παρθένον»˙ οἱ ποιμένες ἀγραυλοῦν ἐπί «τὴν ποίμνην αὐτῶν» καὶ φυλάσσουν «φυλακάς νυκτός», καὶ ἄγγελοι θεωροῦντες ἐκστατικοὶ τὸ Μυστήριον ὑμνολογοῦν (Ἑσπέρια Ἑορτῆς Χριστουγέννων). 

Ἡ γλυκύτης τῆς Ἁγίας Νυκτὸς τῶν Χριστουγέννων περιβάλλει καὶ πάλιν τὸν κόσμον. Καὶ ἐν μέσῳ τῶν ἀνθρωπίνων καμάτων καὶ πόνων, τῆς κρίσεως καὶ τῶν κρίσεων, τῶν παθῶν καὶ τῶν ἐχθροτήτων, τῶν ἀνησυχιῶν καὶ τῶν ἀπογοητεύσεων, προβάλλει πραγματικὸν καὶ ἐπίκαιρον ὅσον ποτὲ τὸ μυστήριον τῆς Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου, Ὅστις κατῆλθεν ὡς ὑετὸς ἐπὶ πόκον εἰς τὴν κοιλίαν τῆς ἀειπαρθένου Μαρίας ἵνα ἀνατείλῃ δικαιοσύνην καὶ πλῆθος εἰρήνης (πρβλ. Ψαλμ. οα΄ 7).

Ὑπὸ τὴν σιωπὴν καὶ τὴν εἰρήνην τῆς ἱερᾶς Νυκτὸς τῶν Χριστουγέννων, Ἰησοῦς Χριστός, ὁ ἄναρχος, ὁ ἀόρατος, ὁ ἀκατάληπτος, ὁ ἄϋλος, ὁ ἀεὶ ὤν, ὁ ὡσαύτως ὤν, εἰσέρχεται σαρκοφόρος, ἄσημος, ἁπλοῦς, πτωχός, ἄγνωστος, εἰς τό δρᾶμα τῆς ἱστορίας. Εἰσέρχεται συγχρόνως ὡς «μεγάλης βουλῆς ἄγγελος, θαυμαστὸς σύμβουλος, [...] ἐξουσιαστής, ἄρχων εἰρήνης, πατὴρ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος» (Ἡσ. θ΄ 6). Ναί, ἐρχεται ὡς ἄνθρωπος ὑπὸ Μητρὸς Παρθένου καὶ λύει τὴν περιπλοκὴν τῆς ἀνομίας καὶ δίδει μὲ τὴν Χάριν καὶ τὸ Ἔλεός Του διέξοδον εἰς τὰς ἀπορίας τῆς ζωῆς, προορισμὸν καὶ ἀξίαν καὶ περιεχόμενον καὶ ὑποδειγματικὸν ἦθος καὶ πρότυπον εἰς τὴν ἀνθρωπίνην περιπέτειαν. 

Ὁ Κύριος προσελάβετο ἅπασαν τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν καὶ ἡγίασεν αὐτήν. Ὁ προαιώνιος Θεὸς κατεδέχθη νὰ γίνῃ δι᾿ ἡμᾶς ἔμβρυον καὶ νὰ κυοφορηθῇ εἰς τὴν γαστέρα τῆς Θεοτόκου. Οὕτως ἐτίμησε καὶ τὴν ἀνθρωπίνην ζωὴν ἐκ τοῦ πρωταρχικοῦ σταδίου αὐτῆς καὶ ἐδίδαξε τὸν σεβασμὸν εἰς τὸν ἄνθρωπον ἀπὸ τῆς ἀρχῆς τῆς κυήσεως αὐτοῦ. Ὁ τὰ πάντα Δημιουργήσας συγκατέβη νὰ γεννηθῇ ὡς Βρέφος καὶ νὰ γαλακτοτροφηθῇ ὑπὸ τῆς Παρθένου. Οὕτως ἐτίμησε τὴν παρθενίαν καὶ τὴν μητρότητα, τὴν πνευματικὴν καὶ τὴν φυσικήν. Διὰ τοῦτο ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος προτρέπει: «γυναῖκες παρθενεύετε, ἵνα Χριστοῦ γένησθε μητέρες» (Λόγος ΛΗ', Εἰς τὰ Θεοφάνεια, PG 36, 313A).

Καὶ ὥρισεν ὁ Κύριος τὴν συζυγίαν τοῦ ἄρρενος καὶ τοῦ θήλεος ἐν τῇ εὐλογημένῃ οἰκογενείᾳ. Αὐτὸς ὁ θεσμὸς τῆς χριστιανικῆς οἰκογενείας ἀποτελεῖ τὸ κύτταρον τῆς ζωῆς καὶ τὴν θερμοκοιτίδα τῆς ὑγιοῦς ψυχικῶς καὶ σωματικῶς ἀναπτύξεως τῶν τέκνων. Ὡς ἐκ τούτου, ἀποτελεῖ ὀφειλὴν τῆς Ἐκκλησίας ἀλλὰ καὶ καθῆκον τῆς ἡγεσίας ἑκάστου λαοῦ ἡ διὰ ποικίλων τρόπων ἐνίσχυσις τοῦ θεσμοῦ τῆς οἰκογενείας. 

Διὰ νὰ ἀναπτυχθῆ ἓν παιδίον ὑγιῶς καὶ ὁμαλῶς ἀπαιτεῖται μία οἰκογένεια ὅπου ὁ ἀνὴρ καὶ ἡ γυνὴ ζοῦν ἁρμονικῶς, ὡς ἓν σῶμα, μία σάρξ, μία ψυχή, ὑποτασσόμενοι ὁ ἕνας πρὸς τὸν ἄλλον. 

Εἴμεθα βέβαιοι ὅτι πάντες οἱ πνευματικοὶ καὶ ἐκκλησιαστικοὶ ἡγέται, ὡς ἄλλοι ἀγραυλοῦντες ποιμένες, ἀλλὰ καὶ οἱ ἰθύνοντες τὰ τοῦ κόσμου, γνωρίζουν καὶ ἀποδέχονται τὴν θείαν ἀλήθειαν καὶ πραγματικότητα ταύτην, τὴν ὁποίαν διακηρύττομεν ἀπὸ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καὶ κατὰ τὰ ἐφετεινὰ Χριστούγεννα. Πάντες ὀφείλομεν νὰ ἐνθαρρύνωμεν τὴν δημιουργίαν καὶ τὴν λειτουργίαν τῶν φυσιολογικῶν οἰκογενειῶν διὰ νὰ ἀναπαράγουν ὑγιεῖς ψυχικῶς καὶ χαρούμενους πολίτας, πλήρεις αἰσθημάτων ἀσφαλείας, στηριζομένους εἰς τὸ αἴσθημα τῆς προστασίας τοῦ ἰσχυροῦ καὶ προστατεύοντος πατρὸς καὶ τῆς στοργικῆς καὶ ἀγαπώσης μητρός. Οἰκογενείας, εἰς τὰς ὁποίας θὰ ἀναπαύεται ὁ Θεός. Προσκαλοῦμεν καὶ προτρεπόμεθα ἅπαν τὸ πλήρωμα τῆς Ἁγίας Ὀρθοδόξου ἡμῶν Ἐκκλησίας ὅπως πολιτευόμενον ἀξίως τῆς ἧς ἐκλήθη κλήσεως πράττῃ πᾶν τὸ δυνατὸν διὰ τὴν στήριξιν τοῦ θεσμοῦ τῆς οἰκογενείας. 

Ἀδελφοί, «ἡ νύξ προέκοψεν, ἡ δὲ ἥμερα ἤγγικεν» (Ρωμ. ιγ΄ 12). Ἤδη οἱ ποιμένες πορεύονται πρὸς τὴν Βηθλεέμ τὸ θαῦμα ἀνακηρύττοντες καὶ προσκαλοῦν ἡμᾶς νὰ τοὺς ἀκολουθήσωμεν, ὡς ἄλλοι «ἀστεροσκόποι μάγοι χαρᾶς πληρούμενοι» (τροπάριον δ΄ ᾠδῆς Ὄρθρου Ἑορτῆς Χριστουγέννων), «δῶρα τίμια» προσάγοντες Αὐτῷ «χρυσὸν δόκιμον, ὡς Βασιλεῖ τῶν αἰώνων, καὶ λίβανον ὡς Θεῷ τῶν ὅλων, ὡς τριημέρῳ δὲ νεκρῷ σμύρναν τῷ ἀθανάτῳ» (Ἀνατολίου, Στιχηρὸν ἰδιόμελον Ἑσπερινοῦ Ἑορτῆς Χριστουγέννων). Δηλαδὴ τὰ δῶρα τῆς ἀγάπης καὶ τῆς πίστεώς μας καὶ τῆς δοκιμῆς μας ὡς χριστιανῶν καὶ μάλιστα ὀρθοδόξων εἰς τὸ ἦθος καὶ τὴν παράδοσιν, τὴν οἰκογενειακήν, τὴν πατερικήν, τὴν ἐκκλησιαστικήν, τὴν ὀρθοπράττουσαν πάντοτε ἀνὰ τοὺς αἰῶνας καὶ συνέχουσαν μέχρι σήμερον τὴν εὐλογημένην κοινωνίαν μας, τῆς ὁποίας κύτταρον κατὰ Θεὸν βιοτῆς καὶ αὐξήσεως εἶναι, ἐπαναλαμβάνομεν, ἡ οἰκογένεια. 

Ἀδελφοὶ καὶ τέκνα, 

-2013 χρόνια συνεπληρώθησαν ἀπὸ τῆς κατὰ σάρκα Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ˙
-2013 χρόνια καὶ ὁ Χριστός, ὅπως τότε, δὲν παύει νὰ καταδιώκεται ἐν τῷ προσώπῳ τῶν ἀδυνάτων ἀπὸ τὸν Ἡρώδην καὶ τοὺς παντοειδεῖς συγχρόνους Ἡρώδας˙
-2013 χρόνια καὶ ὁ Ἰησοῦς διώκεται εἰς τὰ πρόσωπα τῶν χριστιανῶν ἐν Συρίᾳ      -καὶ ὄχι μόνον˙
-2013 χρόνια καὶ ὁ Χριστὸς φεύγει, ὡς πρόσφυξ μετ᾿ αὐτῶν, ὄχι εἰς τὴν Αἴγυπτον, ἀλλὰ εἰς τὸν Λίβανον, εἰς τὴν Εὐρώπην, εἰς τὴν Ἀμερικὴν καὶ ἀλλαχοῦ δι᾿ ἀσφάλειαν ἐν τῇ ἀνασφαλείᾳ τοῦ κόσμου˙
-2013 χρόνια καὶ τὸ Παιδίον Ἰησοῦς εἶναι ἀκόμη φυλακισμένον μὲ τοὺς δύο Ἱεράρχας τῆς Συρίας Παῦλον καὶ Ἰωάννην, μὲ τὰς Ὀρθοδόξους μοναχὰς καὶ πολλοὺς ἀκόμη ἀνωνύμους καὶ ἐπωνύμους χριστιανούς˙
-2013 χρόνια καὶ ὁ Χριστὸς σταυρώνεται μαζὶ μὲ αὐτοὺς ποὺ βασανίζονται καὶ φονεύονται διὰ νὰ μὴ προδώσουν τὴν πίστιν των εἰς Αὐτόν˙
-2013 χρόνια καὶ ὁ Ἰησοῦς φονεύεται καθ᾿ ἡμέραν εἰς τὸ πρόσωπον τῶν χιλιάδων ἐμβρύων, τὰ ὁποῖα οἱ γονεῖς των δὲν ἀφήνουν νὰ γεννηθοῦν˙
-2013 χρόνια καὶ ὁ Χριστὸς ἐμπαίζεται καὶ ὀνειδίζεται εἰς τὸ πρόσωπον τῶν δυστυχισμένων παιδίων, τὰ ὁποῖα ζοῦν ὑπὸ τὴν κρίσιν τῆς οἰκογενείας, τῆς ἀνεχείας, τῆς πτωχείας.

Τὸν πόνον, τὴν θλῖψιν καὶ τὰ παθήματα τῶν ἀνθρώπων ἦλθε καὶ ἔρχεται καὶ κατὰ τὰ ἐφετεινὰ Χριστούγεννα νὰ ἀναλάβῃ ὁ Κύριος, ὁ εἰπών «ἐφ᾿ ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε» (Ματθ. κε΄ 40-41). Δι᾿ αὐτοὺς ἦλθεν ἐκ Παρθένου, δι᾿ αὐτοὺς ἐγένετο ἄνθρωπος, δι᾿ αὐτοὺς ἔπαθεν, ἐσταυρώθη, ἀνέστη. Δι᾿ ἡμᾶς ὅλους, δηλαδή. Ἂς ἄρωμεν, λοιπόν, ἕκαστος ἡμῶν τὸν προσωπικὸν αὐτοῦ σταυρὸν διὰ νὰ εὕρωμεν χάριν καὶ ἔλεον εἰς εὔκαιρον βοήθειαν˙ διὰ νὰ εἶναι «μεθ᾿ ἡμῶν ὁ Θεός», ὁ τεχθεὶς Ἐμμανουήλ,  Σωτὴρ καὶ Κύριος. Ἀμήν.  

Χριστούγεννα ,βιγ΄
+ Ὁ Κωνσταντινουπόλεως
διάπυρος πρὸς Θεόν εὐχέτης πάντων ὑμῶν.


ΓΕΡΜΑΝΙΚΑ

Protokollnummer: 1109

Weihnachtsbotschaft des Ökumenischen Patriarchen
+  B A R T H O L O M A I O S
durch Gottes Erbarmen Erzbischof von Konstantinopel, dem Neuen Rom,
und Ökumenischer Patriarch
allem Volk der Kirche Gnade, Friede und Erbarmen
von Christus, unserem in Bethlehem geborenen Erlöser

Im Herrn geliebte Brüder und Kinder,

„Ein Kind ist uns geboren, ein Sohn ist uns geschenkt.“
(Jes 9,5)

Begeistert und freudig kündigt uns der Prophet vorausschauend vor vielen Jahrhunderten die Geburt des Kindes Jesus aus der immerwährenden Jungfrau an. Gewiss, damals, zur Zeit der Volkszählung des Kaisers Augustus, fand sich kein Ort in der Herberge, die Jungfrau aufzunehmen, die empfangen hatte vom Heiligen Geist, und so war ihr Verlobter und Beschützer, der heilige Josef, genötigt, sie in eine Höhle zu führen, zur Krippe der Tiere, damit sie das Kind gebären könne.

Himmel und Erde willigen ein, indem sie dem Schöpfer Dank sagen: „ … ein jegliches Deiner Geschöpfe bringt Dir den Dank dar:
Die Engel den Lobpreis,
die Himmel den Stern,
die Weisen die Gaben,
die Hirten das Staunen,
die Erde die Höhle,
die Wüste die Krippe,
doch wir als Mutter die Jungfrau.“
Die Hirten wachen bei ihrer Herde und halten Nachtwache, und Engel schauen staunend das Mysterium und lobpreisen (Vesper von Christi Geburt).

Die Süße der Heiligen Nacht der Geburt Christi umfängt wiederum die ganze Welt. Und inmitten der menschlichen Mühsale und Qualen, der Krise und der Krisen, der Leiden und der Feindschaften, der Beunruhigungen und der Enttäuschungen vergegenwärtigt sie so realistisch und aktuell wie nie zuvor das Mysterium der Menschwerdung des göttlichen Wortes, das wie Regen auf das Vlies in den Schoß der immerwährenden Jungfrau Maria herabkam, um Gerechtigkeit und Fülle des Friedens sprossen zu lassen (s. Psalm 71,7).

Im Schweigen und im Frieden der Heiligen Nacht der Geburt Christi tritt der Anfanglose, der Unsichtbare, der Unbegreifliche, der Stofflose, der Immerseiende, Jesus Christus, im Fleisch, unkenntlich, unverstellt, arm und unerkannt in das Drama der Geschichte ein. Zugleich kommt er als „Bote des großen Ratschlusses, Ratgeber, (…) Machthaber, Friedensfürst, Vater des kommenden Äons (Jes 9,6).

Ja, er geht als Mensch aus der jungfräulichen Mutter hervor, löst die Verstrickung der Sünde und schenkt durch seine Gnade und sein Erbarmen einen Ausweg aus der Ausweglosigkeit des Lebens, und ein Ziel, Würde, Inhalt, exemplarisches Ethos und Vorbild in den Wirren  des menschlichen Lebens.

Der Herr hat die ganze menschliche Natur angenommen und geheiligt. Der vorewige Gott hat es auf sich genommen, als Embryo im Schoß der Gottesgebärerin getragen zu werden. So hat er das menschliche Leben von seinem allerersten Stadium an geehrt und uns gelehrt, den Menschen vom Beginn seines Daseins an zu respektieren. Der Schöpfer des Alls ist herabgekommen, als Kindlein geboren und von der Jungfrau gestillt zu werden. So hat er die Jungfräulichkeit und die Mutterschaft geehrt, im geistlichen und im leiblichen Sinn. Darum mahnt der hl. Gregor d. Theologe: „Ihr Frauen, bleibt Jungfrauen, um Christi Mütter zu werden!“ (38. Rede zum Fest der Erscheinung, PG 36, 313 A)

Und der Herr verfügte die eheliche Gemeinschaft von Mann und Frau in der Familie. Die Institution der christlichen Familie ist die Keimzelle des Lebens und der Brutkasten einer seelisch und körperlich gesunden Entwicklung der Kinder. Darum ist es die Schuldigkeit der Kirche, aber auch die Pflicht der Regierung jedes Volkes, die Institution der Familie auf vielfältige Weise zu stärken.

Damit ein Kind gesund und normal heranwächst, bedarf es einer Familie, in der Mann und Frau wie ein Leib, ein Fleisch und eine Seele harmonisch zusammenleben und sich einander unterordnen.

Wir sind uns dessen sicher, dass alle geistlichen und kirchlichen Oberhäupter wie einst die Hirten auf dem Feld, aber auch die Mächtigen der Welt diese göttliche Wahrheit und Wirklichkeit, die wir auch am diesjährigen Weihnachtsfest vom Ökumenischen Patriarchat aus verkünden, kennen und anerkennen. Wir alle müssen die Gründung und den Bestand natürlicher Familien unterstützen, damit sie seelisch gesunde und glückliche Bürger hervorbringen, die vom Gefühl der Sicherheit erfüllt sind und sich auf das Empfinden des Schutzes durch einen starken und schützenden Vater und eine liebende und sorgende Mutter stützen. Das sind Familien, wie sie Gott gefallen.
Wir laden das ganze Volk unserer heiligen orthodoxen Kirche dazu ein und rufen es dazu auf, dass es in einem seiner Berufung würdigen Wandel dafür Sorge trage, alles Mögliche zu tun, um die Institution der Familie zu stützen.

Brüder, „die Nacht ist vorgerückt, der Tag hat sich genaht“ (Röm 13,12). Schon eilen die Hirten nach Betlehem, verkünden das Wunder und laden uns ein, ihnen zu folgen wie andere „von Freude erfüllte Sterndeuter“ (Troparion der 4. Ode des Orthros des Festes von Christi Geburt) und ihm kostbare Gaben darzubringen:
„Lauteres Gold dem König der Äonen,
Weihrauch dem Gott über alle,
Myrrhe dem Unsterblichen
und doch drei Tage Toten.“
(Stichiron idiomelon der Vesper des Festes der Geburt des Herrn)
Gemeint sind die Gaben unserer Liebe, unseres Glaubens und unserer Bewährung als orthodoxe Christen in unserem Lebenswandel und nach der Überlieferung unserer Familien, der Kirchenväter und der Kirche, die über Jahrhunderte hinweg in Geltung stand und unsere gesegnete Gesellschaft erhalten hat. Die Keimzelle ihres gottgefälligen Lebens und Wachstums ist, wir wiederholen es, die Familie.
Brüder und Kinder,

2013 Jahre sind seit der Geburt Christi im Fleisch vergangen.
2013 Jahre lang wird Christus in der Person der Ohnmächtigen unablässig von Herodes und seinen zeitgenössischen Nachahmern jeder Art verfolgt.
2013 Jahre sind vergangen, und Jesus wird verfolgt in der Person der Christen in Syrien – und nicht nur dort.
2013 Jahre sind vergangen, und Christus flieht als Flüchtling mit ihnen – nicht nach Ägypten, sondern in den Libanon, nach Europa, nach Amerika und anderswohin, um in der Unsicherheit der Welt Sicherheit zu finden.
2013 Jahre sind vergangen, und das Kind Jesus ist noch immer gefangen mit den beiden Bischöfen Paulus und Johannes aus Syrien, mit den orthodoxen Nonnen und vielen namenlosen und namhaften Christen.
2013 Jahre sind vergangen, und Christus wird zusammen mit denen gekreuzigt, die gequält und ermordet werden, weil sie den Glauben an IHN nicht verraten wollen.
2013 Jahre sind vergangen, und Jesus wird täglich getötet in der Person von tausenden ungeborener Kinder, deren Eltern nicht zulassen, dass sie geboren werden.
2013 Jahre sind vergangen, und Christus wird verhöhnt und geschmäht in der Person jener unglücklichen Kinder, die unter der Krise der Familie, unter Not und Armut leiden.

Der Herr, der gesagt hat: „Was ihr dem Geringsten meiner Brüder getan habt, habt ihr mir getan“ (Mt 25,40), kam und kommt auch an diesem Fest seiner Geburt, um den Schmerz, die Trauer und die Leiden der Menschen aufzuheben. Für sie ist er aus der Jungfrau hervorgegangen. Für sie ist er Mensch geworden. Für sie hat er gelitten, ist er gekreuzigt worden und auferstanden. Also für uns alle. Also mag ein jeder von uns sein persönliches Kreuz auf sich nehmen, damit wir Gnade und Erbarmen finden zur rechten Zeit. Damit „Gott mit uns“ sei, der geborene Emmanuel, der Erlöser und Herr. Amen.

Phanar, Weihnachten 2013

+ Bartholomaios von Konstantinopel,
euer aller inständiger Fürbitter bei Gott



ΑΓΓΛΙΚΑ

Prot. No. 1109

Patriarchal Encyclical for Christmas

+ BARTHOLOMEW
By God’s Mercy Archbishop of Constantinople-New Rome
and Ecumenical Patriarch
To the Plenitude of the Church:
Grace, mercy, and peace from the Savior Christ, born in Bethlehem

Beloved brothers and sisters, children in the Lord,
“For to us a child is born, to us a son is given.”
(Isaiah 9.5)

Many centuries ago, the Prophet foresaw and announced with enthusiasm and joy the birth of the child Jesus from the ever-Virgin Mary. Naturally, even then, there was no period of census by Augustus Caesar, no place to stay for the safety of the Holy Virgin who was carrying a child by the Holy Spirit. So the holy Joseph as her betrothed and protector was obliged to lead her to a cave, a manger with animals, “in order to give birth to a child.”

Heaven and earth received them, offering thanks to their Creator: “The angels offered the hymn; the heavens a star; the wise men gifts; the shepherds a miracle; the earth a cave; the desert a manger; and we the Mother Virgin.” The shepherds were keeping watch over their flock, protecting them throughout the night, while the angels were witnessing the Mystery in ecstasy, singing hymns to God. (From Vespers of the Nativity)

The sweetness of the Holy Night of Christmas once again embraces the world. And in the midst of human trial and pain, of unending crises, of passion and enmity, of concern and despair, it presents the mystery of the Incarnation of the Divine Word as a genuine and timely solution. For He descended as dew in a field of cotton inside the womb of the ever-Virgin Mary in order to give rise to righteousness and much peace. (See Ps. 71.7)

In the silence and peace of that sacred night of Christmas, Jesus Christ – being without beginning, invisible, incomprehensible, immaterial, ever existing and the same – enters the drama of history bearing flesh, being insignificant, simple, poor and unknown. At the same time, he comes as a “wonderful, counselor, almighty, prince of peace, everlasting father.” (Is. 9.6) Indeed, he comes as a human being, born of a Virgin Mother, to solve the complexity of sin and grant resolution to the impasse of life’s anxiety through His grace and mercy, while providing destiny, value, content, as well as an exemplary ethos and model for the human adventure.

The Lord assumed and sanctified all of human nature. The pre-eternal God condescended to become for us an embryo and be borne inside the womb of the Theotokos. In so doing, He both honored human life from its earliest stage and taught us respect toward humankind from its earliest conception. The Creator of all accepted to be born as an infant and be nurtured by a Virgin. In so doing, He honored both virginity and motherhood, spiritual and natural. This is why St. Gregory the Theologian exhorts: “O women, be as virgins, so that you may become mothers of Christ.” (Homily XXXVIII on Epiphany, PG36.313A)

So the Lord appointed the marriage of male and female in the blessed family. The institution of Christian family constitutes the cell of life and an incubator for the spiritual and physical health and development of children. Therefore, the manifold support of the institution of the family comprises the obligation of the Church and responsibility of leadership in every country.

In order for a child to be raised in a healthy and natural way, there needs to be a family where man and woman live in harmony as one body, one flesh, and one soul, submitting to one another.

We are certain that all spiritual and ecclesiastical, much like the vigilant shepherds of old, but also the leaders of our world, know and accept this divine truth and reality, which we once again proclaim from the Ecumenical Patriarchate during this Christmas period. We must all encourage the creation and function of natural families, which can produce citizens that are spiritually healthy and joyful, filled with sentiments of security, based on the feeling of safety provided by a strong and protective father as well as a nurturing and loving mother. We need families where God might find rest. We invite and urge the entire plenitude of our holy Orthodox Church to live in a manner that is worthy of their calling and do everything that is possible to support the institution of marriage.

Brothers and sisters, “the night is far gone; the day is at hand.” (Rom. 6.12) The shepherds are already headed toward Bethlehem in order to proclaim the miracle. They are inviting us to follow them “like other star-gazing wise men filled with joy” (From the Christmas Troparion of the 4th Ode), bringing “worthy gifts” “such as fine gold to the King of ages, incense to the God of all, and myrrh to the immortal that lay dead for three days.” (Anatolios, Vesperal Hymn at Christmas) That is to say, the gifts of love and our faith, which test us as Christians, especially as Orthodox Christians, in the ethos and tradition of the family, the Fathers, and the Church, which has always practiced the Orthodox way through the centuries and to this day holds together our blessed society, whose cell for sacred life and growth is the family.

Beloved brothers and sisters, children in Christ,
2013 years have passed since the birth of Christ in the flesh
2013 years have passed and, like then, Christ continues to be persecuted in the person of the weak by Herod and all kinds of contemporary Herods
2013 years have passed and Jesus is persecuted in the person of Christians in Syria and elsewhere
2013 years have passed and Christ still flees like a refuge not only in Egypt, but also in the Lebanon, Europe, America and elsewhere, seeking security in an insecure world
2013 years have passed and the child Jesus remains imprisoned with the two hierarchs in Syria, Paul (Yazigi) and Youhanna (Ibrahim), as well as the Orthodox nuns and many other known and unknown Christians
2013 years have passed and Christ is crucified with those who are tortured and killed in order not to betray their faith in Him
2013 years have passed and Jesus is daily put to death in the person of thousands of embryos, whose parents prevent from being born
2013 years have passed and Christ is mocked and ridiculed in the person of unfortunate children, who experience the crisis of the family, destitution and poverty.

It is this human pain, sorrow and affliction that our Lord came and once more comes to assume during this Christmas season. After all, He said: “As you have done to one of these, the least of my brothers and sisters,” you have done to me.” (Matt. 25.40-41) It is for these that He was born of a Virgin, for these that He became human, for these that He suffered, was crucified and arose from the dead. That is to say: for all of us. Thus, let each of us lift up our personal cross in order to find grace and mercy when we seek His assistance. Then, the born Emmanuel, our Savior and Lord, will “be with us.” Amen.

Christmas 2013
+ Bartholomew of Constantinople
Your fervent supplicant before God


ΓΑΛΛΙΚΑ

No de protocole 1109

Message patriarcal
diffusé à l’occasion de Noël
*

† BARTHOLOMAIOS
PAR LA GRÂCE DE DIEU ARCHEVÊQUE DE CONSTANTINOPLE,
NOUVELLE ROME ET PATRIARCHE ŒCUMÉNIQUE,
À TOUT LE PLÉRÔME DE L’ÉGLISE
GRÂCE, MISÉRICORDE ET PAIX DU CHRIST SAUVEUR NÉ À BETHLÉEM
* * *

Frères et Enfants bien-aimés dans le Seigneur,
« Un enfant nous est né, un fils nous a été donné » ! (Es 9, 5.)
Enthousiaste et joyeux, de nombreux siècles à l’avance, le Prophète nous annonce de façon prémonitoire la Naissance de l’Enfant Jésus, enfanté par Marie toujours-Vierge. Certes, du temps du recensement décrété par César Auguste, il n’y avait pas de place dans l’hôtellerie pour héberger la sainte Vierge enceinte par l’œuvre de l’Esprit Saint. C’est pourquoi, saint Joseph, son fiancé et protecteur, est contraint à la conduire dans une grotte, à la crèche, pour « mettre au monde l’Enfant ».

Le ciel et la terre l’accueillent en exprimant leur action de grâce au Créateur : « Les Anges, leur chant ; le Ciel, une étoile ; les Mages, leurs cadeaux ; les Bergers, l’émerveillement ; la terre, une grotte ; les Prés, une crèche ; et nous-mêmes une Mère vierge ». Les bergers montent la garde auprès de « leur troupeau pendant la nuit » et, contemplant le Mystère des anges, chantent des louanges (Vêpres de Noël).

Une fois de plus, la douceur de la sainte Nuit de Noël comble le monde. Et au milieu des labeurs et des souffrances, de la crise et des crises, des passions et des hostilités, des inquiétudes et des déceptions, se produit, réel et actuel plus que jamais, le mystère de l’Incarnation du Verbe de Dieu, descendu « comme la pluie sur un pré fauché » dans le sein de Marie toujours-Vierge, pour que paraissent justice et abondance de paix (cf. Ps 71, 6-7).

Dans le silence et la paix de la Nuit de Noël, Jésus Christ, sans commencement, éternel, invisible, incompréhensible, immatériel, celui qui est toujours, qui est aussi, entre dans le drame de l’histoire, porteur de notre chair, discret, pauvre, inconnu. Il entre, en même temps, comme «l’Admirable, le Conseiller, le Dieu fort, le Puissant, le Père à jamais, le Prince de la paix » (Es 9, 6-7).

Oui, il vient comme un homme né d’une Mère Vierge et il abolit l’emprise de l’iniquité. Par sa Grâce et sa Miséricorde, il fournit une issue aux dilemmes de la vie. Il donne à l’aventure humaine, une fin, une valeur, une substance, un ethos exemplaire et un modèle.

Le Seigneur a assumé toute la nature humaine et l’a sanctifiée. Le Dieu éternel a daigné devenir embryon pour nous et être porté dans le sein de la Théotokos. De la sorte, il a aussi honoré la vie humaine dès ses prémices. Il a enseigné le respect dû à l’être humain dès le début de la gestation. Le Créateur de l’univers a condescendu à naître comme Nourrisson et être allaité par la Vierge. De la sorte, il a honoré la virginité et la maternité spirituelle et naturelle. C’est pourquoi saint Grégoire le Théologien exhorte : « femmes, pratiquez la virginité, si vous voulez être mères du Christ » (Discours 38, Pour la Théophanie, PG 36, 313A, SC 358).

Et le Seigneur a établi l’homme et la femme comme conjoints dans la famille bénie. Cette institution de la famille chrétienne constitue la cellule de la vie et la couveuse du développement sain psychique et corporel des enfants. Dès lors, tant l’Église que les dirigeants de chaque nation ont l’obligation et le devoir de renforcer de diverses manières l’institution de la famille.

Le développement sain et normal d’un enfant requiert une famille où l’homme et la femme vivent harmonieusement, comme un seul corps, une chair, une âme, se soumettant l’un à l’autre.

Nous sommes certains que les dirigeants spirituels et ecclésiastiques, à l’instar des bergers vigilants, mais aussi les décideurs des affaires du monde connaissent et acceptent cette réalité et cette vérité divine, qu’à l’occasion de Noël nous proclamons cette année aussi de la part de notre Patriarcat œcuménique. Nous devons tous encourager la création et le fonctionnement des familles normales pour procréer des citoyens psychiquement sains et heureux, se sentant en pleine sécurité, soutenus par le sentiment d’être protégés et défendus par la force du père, l’affection et l’amour de la mère. Des familles dans lesquelles Dieu se reposera. Nous invitons et exhortons le plérôme de notre sainte Église orthodoxe, œuvrant de façon digne de l’appel reçu, à faire tout ce qui est possible pour soutenir l’institution de la famille.

Frères et enfants bien-aimés, « la nuit est avancée, le jour est tout proche » (Rm 13, 12). Déjà, les bergers cheminent vers Bethléem proclamant le prodige et nous invitent à les suivre, à l’instar des « mages observateurs des étoiles remplis de joie (tropaire 4 de l’ode des Matines de Noël). Ils Lui présentent des dons très précieux : « comme au Roi des siècles, de l’or, de l’encens, comme au Dieu de l’univers, et de la myrrhe à l’Immortel » (Vêpres de Noël, Apostiches). C’est-à-dire les dons de l’amour, de notre foi et de notre probation en tant que chrétiens, notamment chrétiens orthodoxes, dans l’ethos et la tradition familiale, patristique, ecclésiastique, qui agit toujours avec justesse à travers les siècles et qui, jusqu’à nos jours, assure la cohésion de notre société bénie, dont une cellule de la vie et du développement selon Dieu est, répétons-le, la famille.
Frères et enfants,

2013 ans depuis la Naissance dans la chair du Christ ;
2013 ans que le Christ, comme en ce temps-là, ne cesse d’être persécuté par Hérode dans la personne des faibles, les Hérode contemporains de toute sorte ;
2013 ans que Christ part, réfugié avec les réfugiés, non pas en Égypte, mais au Liban, en Europe, en Amérique et ailleurs pour trouver la sécurité dans l’insécurité du monde ;
2013 ans que l’Enfant Jésus est encore prisonnier avec les deux hiérarques de Syrie, Paul et Jean, avec les moniales orthodoxes et plusieurs autres chrétiens, anonymes et connus ;
2013 ans que Christ est crucifié avec ceux qui sont torturés et assassinés pour ne pas renier leur foi ;
2013 ans que Jésus est quotidiennement tué en la personne d’embryons que leurs parents ne laissent pas naître ;
2013 ans que Christ est victime de moqueries et d’injures dans la personne des enfants malheureux vivant dans la crise de la famille, de la misère et du dénuement.

Le Seigneur est venu, il vient ce Noël encore, assumer la douleur, l’affliction et les souffrances des êtres humains, Lui qui a dit : « [...] toutes les fois que vous avez fait ces choses à l’un de ces plus petits de mes frères, c’est à moi que vous les avez faites » (Mt 25, 40). C’est pour eux qu’il est né de la Vierge, c’est pour eux qu’il est devenu homme, c’est pour eux qu’il a souffert la passion, a été crucifié et est ressuscité. C’est-à-dire, pour nous tous. Prenons donc chacun sa croix « afin que nous obtenions miséricorde et que nous trouvions grâce, pour un secours opportun » (He 4, 16) pour que « Dieu soit avec nous », Emmanuel, Sauveur et Seigneur. Amen.

Noël 2013

† Bartholomaios de Constantinople
fervent intercesseur de vous tous en Dieu


ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΚΑ

Prot. No. 1109


Encíclica Partiarcal
para o Natal

BARTOLOMEU
pela Misericórdia de Deus, Arcebispo de Constantinopla – Nova Roma e Patriarca Ecumênico
a toda a plenitude da Igreja,
Graça, Misericórdia e Paz
do Salvador Cristo nascido em Belém


*  *  *

Irmãos e filhos amados no Senhor,


“Uma criança nasceu para nós, um filho nos foi dado”!
(Is. 9:5)

Com entusiasmo e gozosamente, o Profeta informoum, de maneira preditiva, muitos séculos antes o nascimento do Menino Jesus, do ventre da Sempre-Virgem Maria. Certamente, não havia, então, durante o período de ressenciamento sob César Augusto, nenhum lugar de hospedagem para abrigar a Virgem que, pelo Espírito Santo, gestava, e, dessa maneira, seu noivo e guardião, São José, teve de conduzi-la a uma gruta, à manjedoura de animais, “para que ela desse à luz o Menino”.

O céu e a terra o recebem, oferecendo gestos de gratidão ao Criador, como oferecem “os Anjos, os hinos; o céu, a estrela; os Magos, os presentes; a terra, a gruta; o deserto, a manjedoura, e nós, por nossa vez, a Mãe Virgem”. Os pastores apascentam “seu rebanho” e guardam “as sentinelas da noite”, e os Anjos, contemplando em êstase o Mistério, entoam hinos (Vésperas da Festa de Natal).

A doçura da Santa Noite de Natal envolve novamente o mundo todo. E, em meio às fadigas e dores humanas da crise e das crises, das paixões e das inimizades, das intranquilidades e das decepções, projeta-se, como nunca antes, verdadeiro e atual, o Mistério da encarnação do Deus Verbo, que desceu tal qual a chuva sobre o tosão , ao Ventre da Sempre-Virgem, para que dissemine a justiça e a pletora de paz (Sal.72,7).

Sob o silêncio e a paz da Noite Santa do Natal, Jesus Cristo, o sem-princípio, o invisível, o inapreensível, o imaterial, o que sempre é, o que é tal qual é, advém corporalmente, insignificante, simples, pobre e desconhecido, ao drama da história humana. Advém, ao mesmo tempo, como o “anjo do grande conselho, conselheiro admirável, (…) poderoso, senhor da paz, pai do século futuro” (Is. 9,6).

Se vem como homem, de uma Mãe Virgem, e assim desata o laço da iniquidade e dá, com sua Graça e com sua Misericórdia, a saída para as dúvidas da vida, a determinação, o valor, o conteúdo, o caráter distintivo e exemplar, o modelo para a aventura humana.

O Senhor tomou toda a natureza humana e a santificou. Deus eterno aceitou fazer-se, por nós, um embrião, e ser fecundado no útero da Theotókos. Dessa maneira, honrou a vida humana desde sua fase mais prematura e ensinou o respeito ao ser humano desde o princípio mesmo de sua vida. Tendo criado todas as coisas, condescendeu nascer criancinha e ser amamentado pela Virgem. Dessa forma, honrou a virgindade e a maternidade, espiritual e física. Por isso, São Gregório, o Teológo, exorta: “mulheres, sêde virgens, para que sejais mães de Cristo” (Discurso 58, Sobre a Epifania, PG 36,313 A).

Instituiu o Senhor a convivência conjugal do homem e da mulher, na abençoada família. Essa instituição da família cristã é a célula da vida e a incubadora do desenvolvimento saudável dos filhos de corpo e alma. Portanto, é dever da Igreja e obrigação da liderança de cada povo o fortalecimento de várias maneiras da instituição da família.

Para que um menino se desenvolva saudável e normalmente, é necessária uma família na qual o homem e a mulher vivam harmoniosamente, como um só corpo, uma só carne, uma só alma, subjugando-se um ao outro.

Estamos seguros de que todos os líderes espirituais e eclesiásticos, como outros pastores apascentadores, bem como as lideranças do mundo, conhecem e aceitam essa divina verdade e realidade, a qual proclamamos no Patriarcado Ecumênico também neste Natal. Todos devemos encorajar a criação e o funcionamento de famílias normais, para que reproduzam cidadãos felizes e saudáveis de alma, cheios de sentimentos de segurança, baseados na percepção do resguardo de um pai forte e protetor e de uma mãe afetuosa e amorosa. Enfim, famílias nas quais Deus repousará. Convidamos e exortamos toda a plenitude da nossa Santa Igreja Ortodoxa a fazer todo o possível para sustentar a instituição da família, vivendo dignamente sua própria vocação.

Irmãos, “a noite está muito avançada e se aproxima o dia” (Rom.13,12). Os pastores já se dirigem para Belém, proclamando o milagre, e nos convidam a segui-los, como outros “magos observadores de estrelas cheios de alegria” (Tropário da IV Ode das Matinas da Festa de Natal), oferecendo-Lhe “presentes preciosos”: “ouro verificado, como Rei dos Séculos; Incenso, como Deus de todos, e Mirra, como o eterno ressucitado dentre os mortos aos terceiro dia” (Anatolio, Stichirion idiomélon das Vésperas da Festa de Natal). O seja, são os presentes de nosso amor e de nossa fé, e de nossos teste como Cristãos e, especialmente, como Ortodoxos, no espírito e na tradição familiar, patrística, eclesiástica, que sempre atua retamente através dos séculos, e que congrega até hoje nossa abençoada sociedade, cuja célula de vida e incremento, de acordo com Deus, é, reafirmamos, a família.

Irmãos e filhos,

2013 anos se passaram desde o nascimento segundo a carne de Cristo;
2013 anos, e Cristo, como então, não para de ser persequido no rosto dos débeis Herodes e pelos reinantes Herodes que hoje tomam diferentes formas;
2013 anos, e Cristo é perseguido nas pessoas doas cristãos da Síria, mas no somente lá;
2013 anos, e Cristo se vai, como refugiado, com eles, agora não no Egito, mas no Líbano, na Europa, na América e em outras partes por segurança em meio a insegurança do mundo;
2013 anos, e o Menino Jesus está, contudo, prisioneiro com os hierarcas da Síria, Paulo e João, com as monjas ortodoxas e com outros cristãos conhecidos e desconhecidos;
2013 anos, e Cristo é crucificado novamente com todos aqueles que são torturados e massacrados para trairem a sua fé Nele;
2013 anos, e Cristo é assassinado todos os dias nas pessoas de milhares de embriões, cujos pais não desejam que vejam a luz;
2013 anos, e Cristo é burlado e escarnecio no rosto de todas as crianças infelizes que vivem sob circunstâncias das crises familiares, da carência e da pobreza.

A dor, o sofrimento e os padecimentos dos homens vieram e vem neste Natal a assumir o Senhor que diz: “tudo que fizestes a um desses, o menor dos meus irmãos, é a mim que fizestes” (Mt. 25,40-41). Por esses Ele veio da Virgem; por esses esses se fez homem; por esses sofreu, foi crucificado, ressuascitou: isto é: por todos nós! Tomemos, pois, cada um de nós, sua cruz pessoal, para encontrarmos graça e misericórdia como oportuno auxílio, a fim de que “Deus esteja conosco”, o Emmanuel nascido, o Salvador e Soberano. Amém.

Natal de 2013
+ B(artolomeu) de Constantinopla
Vosso fervoroso suplicante diante de Deus


ΙΣΠΑΝΙΚΑ


Prot. No. 1109

ENCICLICA PATRIARCAL
PARA LA NAVIDAD


+ BARTOLOME
por la misericordia de Dios Arzobispo de Constantinpla-Nueva Roma y Patriarca Ecuménico
a toda la plenitud de la Iglesia:
Gracia, Misericordia y Paz
del Salvador Cristo nacido en Belén

*  *  *

Hermanos e hijos amados en el Señor,

“Un niño ha nacido para nosotros, un hijo, y se nos ha dado!”
(Is. 9:5)

Con entusiasmo y gozosamente el Profeta nos informa de manera predictiva desde muchos siglos atrás el nacimiento del Niño Jesús de la siempre-virgen María. Ciertamente, no había entonces, período de inscripción en tiempos de Cesar Augusto, lugar en hospedaje alguno para el alojamiento de la Virgen fecundada a través del Espíritu Santo y, de esta manera, su prometido y protector San José fue obligado a conducirla a una cueva, al pesebre de los animales “para dar a luz al Niño”.

El cielo y la tierra lo reciben ofreciendo agradecimientos al Creador: “los ángeles la alabanza; el cielo la estrella; los magos los obsequios; los pastores el milagro; la tierra la cueva; el desierto el pesebre; nosotros, pues, la madre virgen”. Los pastores pastorean “sobre su rebaño” y guardan “las guardias de la noche”, mientras los ángeles contemplando extáticos alaban el Misterio. (Vísperas de la Fiesta de las Navidades)

La dulzura de la noche santa de las Navidades envuelve a todo el mundo. Y en medio de las tristezas y dolores humanos, de la crisis y de las crisis, de las pasiones y de las enemistades, de las intranquilidades y de las decepciones, se proyecta como nunca verdadero y actual el misterio de la encarnación del Dios Verbo, quien descendió como “precipitación sobre vellón” (Sal. 72, 7).

Bajo el silencio y la paz de la santa noche de las Navidades, Jesucristo, el-sin-principio, el Invisible, el Inaprehensible, el Incorpóreo, el-que-siempre-es, el-que-es-tal-como-es, adviene en el drama de la historia humana asumiendo carne, de modo insignificante, simple, pobre, desconocido. Adviene al mismo tiempo como el “ángel del gran consejo, consejero admirable, (…) poderoso, señor de la paz, padre del siglo venidero.” (Is. 9:6).

Sí, viene como hombre de una Madre Virgen, y así desata el lazo de la iniquidad y da, con su Gracia y con su Misericordia, la salida a las dudas de la vida, la determinación, y el valor, y el contenido, y el carácter distintivo y ejemplificador, y el modelo a la aventura humana.

El Señor tomó toda la naturaleza humana y la santificó. El Dios eterno aceptó hacerse por nosotros un embrión y ser fecundado en el útero de la Theotokos. De esta manera honró a la vida humana desde su fase más prematura y enseñó el respeto al hombre desde el principio mismo de su vida. El que creó todas las cosas se condescendió a nacer como un niño y a ser alimentado con la leche de la Virgen. De esta manera honró la virginidad y la maternidad espiritual y física. Por ello San Gregorio el Teólogo exhorta: “mujeres sed vírgenes, a fin de que seais madres de Cristo” (Discurso 58, En la Teofanía, PG 36, 313A).

E instituyó el Señor la convivencia conyugal del hombre y de la mujer en la santa familia. Esta institución de la familia cristiana es la célula de la vida y la incubadora del desarrollo saludable de los hijos en cuerpo y alma. Por lo tanto, es deber de la Iglesia, como así también obligación del liderazgo de cada pueblo, el fortalecimiento de la institución de la familia a través de diferentes medios.

Para que se desarrolle un niño saludable y normalmente es necesaria una familia en la cual el hombre y la mujer vivan armoniosamente, como un solo cuerpo, una sola carne, una sola alma, subyugándose el uno hacia el otro.

Estamos seguros de que todos los líderes espirituales y eclesiásticos, como pastores que pastorean, como así también los que lideran las cosas del mundo, conocen y aceptan esta divina verdad y realidad, que proclamamos desde el Patriarcado Ecuménico también en esta presente Navidad. Todos debemos estimular la creación y el funcionamiento de familias normales para que reproduzcan ciudadanos felices y saludables anímicamente, llenos de sentimientos de seguridad, basados en la percepción del resguardo de un padre fuerte y protector y de una madre afectuosa y amorosa, en fin, familias en las cuales ha de descansar Dios. Invitamos y exhortamos a toda la plenitud de nuestra Santa Iglesia Ortodoxa a que, viviendo dignamente la vocación a la cual ha sido llamado, haga todo lo posible para el sostén de la institución de la familia.

Hermanos, “la noche está muy avanzada y se acerca el día” (Rom. 13:12). Ya los pastores se dirigen hacia Belén proclamando el milagro y nos invitan a que los sigamos, como otros “magos observadores de estrellas llenos de alegría” (Troparion de la IV Oda del Matutino de la Fiesta de las Navidades), ofreciéndole a Él “regalos honorables”: “oro probado, como Rey de los siglos, e incienso como Dios de todos y mirra como el eterno resucitado de entre los muertos a los tres días” (Anatolio, Stichirón idiómelon de las Vísperas de la Fiesta de las Navidades). Es decir, los presentes de nuestro amor y de nuestra fe, y de nuestras pruebas como cristianos y, especialmente, como ortodoxos, en el espíritu y la tradición, familiar, patrística, eclesiástica, que siempre actúa rectamente a través de los siglos, y que continúa hasta hoy nuestra bendita sociedad, de la cual célula y vida e incremento de acuerdo a Dios es, refrendamos, la familia.

Hermanos e hijos,

2013 años se cumplieron desde el nacimiento según la carne de Cristo;
2013 años y Cristo, como entonces, no cesa de ser perseguido en el rostro de los débiles por Herodes y por los reinantes Herodes que hoy toman diferentes formas;
2013 años y Cristo es perseguido en las personas de los cristianos de Siria, y no solamente;
2013 años y Cristo se va, como refugiado con ellos, ahora no a Egipto, sinó al Líbano, a Europa, a América y a otras partes por seguridad en la inseguridad del mundo;
2013 años y el Niño Jesús está todavía prisionero con los dos jerarcas de Siria, Pablo y Juan, con las monjas ortodoxas y con otros cristianos conocidos y desconocidos;
2013 años y Cristo es cruficicado nuevamente con todos aquellos que son torturados y masacrados por no traicionar su fe en Aquel;
2013 años y Cristo es asesinado todos los días en las personas de miles de embriones, cuyos padres no dejan nacer;
2013 años y Cristo es burlado y escarnecido en el rostro de todos los niños infelices que viven bajo las circunstancias de las crisis familiares, de la carencia y de la pobreza.

El dolor, el sufrimiento y los padecimientos de los hombres vino -y viene- en estas Navidades a asumir el Señor, quien dice “ya que lo hicisteis a uno de estos de mis hermanos menores, a mí me lo hicisteis” (Mt. 25: 40-41). Por ellos vino de la Virgen; por ellos se hizo hombre; por ellos sufrió, fue crucificado, resucitó: es decir, por todos nosotros! Tomemos, pues, cada uno de nosotros, su cruz personal a fin de que encontremos gracia y misericordia como oportuno auxilio; a fin de que “esté Dios con nosotros”, el Emanuel nacido, el Salvador y Soberano. Amén.

Navidad de 2013
+ B(artolomé) de Constantinopla
Vuestro ferviente suplicante ante Dios
Related Posts with Thumbnails