[Περίληψη της Ομιλίας του κατά την Τελετή Αναγόρευσής του ως Επιτίμου Διδάκτορος του Τμήματος Κοινωνικής Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών
Αθήνα, 25 Σεπτεμβρίου 2008]
Αθήνα, 25 Σεπτεμβρίου 2008]
Αισθάνομαι ιδιαίτερη τιμή. Και επειδή με τον γραπτό και προφορικό λόγο προσπαθώ να εκφράζω την θεολογία, που είναι η φωνή της Εκκλησίας, γι' αυτό και θεωρώ ότι η τιμή ανάγεται στην ίδια την Εκκλησία και την Ιεραρχία, της οποίας είμαι μέλος.
Βαθειά μου πεποίθηση είναι ότι μέσα στην Εκκλησία δεν υπάρχουν αυτονομήσεις, αλλ' ο καθένας με το χάρισμά του υπηρετεί την ενότητά της. Και για να θυμηθώ την διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου Νύσσης, στο Σώμα της Εκκλησίας οι Επίσκοποι επέχουν θέση «οφθαλμών», που βλέπουν και ποιμαίνουν, οι μοναχοί, λόγω της νεκρώσεως, επέχουν θέση «τριχώματος»-κόμης που κοσμούν την Εκκλησία, και οι Καθηγητές θεολόγοι επέχουν θέση «οδόντων», οι οποίοι λιώνουν την τροφή και την προσφέρουν στον λαό. Έτσι θεωρώ και την θέση των Θεολογικών Σχολών στην Εκκλησία. Οφείλω να ομολογήσω αυτήν την εκκλησιολογική αλήθεια.
Επειδή στην παρούσα πανηγυρική τελετή πρέπει να καταθέσω λόγο κατάλληλο για την περίσταση, επέλεξα να παρουσιάσω περιληπτικά ως θέμα το έργο του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά που επιγράφεται «Κεφάλαια εκατόν πεντήκοντα», να εκθέσω μια άποψη που έχει διατυπωθή γι' αυτό και να καταθέσω μια υπόθεση, που, από ό,τι γνωρίζω, θα ακουσθή για πρώτη φορά στον επιστημονικό κόσμο. Άλλωστε με τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά ασχολούμαι πάνω από σαράντα χρόνια.
1. Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς και Αυγουστίνος
Το έργο του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά «Κεφάλαια εκατόν πεντήκοντα» είναι ένα συνοπτικό κείμενο, το οποίο ως προς τον τρόπο συγγραφής υπενθυμίζει έργα άλλων Πατέρων της Εκκλησίας, όπως του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού, του αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου κλπ. και θεωρείται ως μια σύνοψη της διδασκαλίας του Αγίου στα σημεία που είχε αναπτύξει προηγουμένως στον διάλογό του με τον Βαρλαάμ και τον Ακίνδυνο. Σε παρόμοιες περιπτώσεις όλοι οι συγγραφείς κάποτε, ύστερα από μερικά χρόνια, καταλήγουν στο να κάνουν μια ευσύνοπτη περίληψη της έως τότε διατυπωθείσης διδασκαλίας τους. Όμως, το έργο αυτό εσχάτως δημιούργησε έναν προβληματισμό.
Διατυπώθηκε η άποψη ότι ο άγιος Γρηγόριος για να συγγράψη το κείμενο αυτό χρησιμοποίησε το έργο του ιερού Αυγουστίνου De Trinitate, παρέλαβε αυτούσιες εκφράσεις από αυτό, ως προς τις αριστοτελικές κατηγορίες στον Θεό, χωρίς να αναφέρη την πηγή του, ακόμη δε παρέλαβε και την «αυγουστίνεια ψυχοθεολογική τριάδα "mens – notitia (η cognitio η scientia η verbum) – amor"», δηλαδή νους, λόγος, αγάπη-έρως. Μάλιστα δε παρατίθεται και ένα χαρακτηριστικό χωρίο.
Βεβαίως, ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς δεν γνώριζε την λατινική γλώσσα, αφού ήταν «μονόγλωσσος». Αυτό, όμως, δεν θεωρείται ιδιαίτερο πρόβλημα, γιατί το έργο του ιερού Αυγουστίνου De Trinitate είχε μεταφρασθή στα ελληνικά πριν το 1281 από τον Μάξιμο Πλανούδη. Κατά την άποψη αυτή ένα αντίγραφο και μάλιστα το παλαιότερο του κειμένου αυτού διασωζόταν στην Μονή Βατοπαιδίου, όπου και το βρήκε ο Παλαμάς την περίοδο από τον Σεπτέμβριο του 1347 και τους πρώτους μήνες του 1348, όταν μετέβη στο Άγιον Όρος μετά την άρνηση των Θεσσαλονικέων να τον δεχθούν ως Μητροπολίτη, μετά την εκλογή του.
Διαβάζοντας την άποψη αυτή για την σχέση μεταξύ της θεολογίας του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά και του ιερού Αυγουστίνου, αισθάνθηκα βαθυτάτη έκπληξη, γιατί γνώριζα από τις πολυχρόνιες, πάνω από σαράντα χρόνια, μελέτες μου πάνω στην διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου ότι ο ίδιος αντιμετώπισε τον Βαρλαάμ, ο οποίος εξέφραζε τις δυτικές παραδόσεις της σχολαστικής θεολογίας και είχε επηρεασθή από τις απόψεις του ιερού Αυγουστίνου. Πως είναι δυνατόν, διερωτόμουν, να αντικρούη ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς τον Βαρλαάμ και, συγχρόνως, να αποδέχεται τις απόψεις του ιερού Αυγουστίνου, στις οποίες, κατά βάση, στηριζόταν ο Βαρλαάμ, ως νεοπλατωνιστής και ως εκφραστής του δυτικού σχολαστικισμού;
Θεωρώ όμως ότι δεν είναι δυνατόν να συμβαίνη κάτι τέτοιο για τους εξής λόγους:
Πρώτον, διότι τα έργα του Αυγουστίνου ήταν εν πολλοίς άγνωστα στους Ορθοδόξους Πατέρες της Εκκλησίας μέχρι του 13ου αιώνος «ότε ελάχιστα γραπτά δείγματα της θεολογικής του σκέψεως μετεφράσθησαν».
Δεύτερον, διότι ο Βαρλαάμ, τον οποίον αντέκρουσε ο άγιος Γρηγόριος, εξέφραζε την δυτική παράδοση, όπως είχε διαμορφωθή από τις απόψεις του Αυγουστίνου σε πολλά ζητήματα, ότι δηλαδή η αποκάλυψη του Τριαδικού Θεού γίνεται μέσω γινομένων και απογινομένων κτιστών συμβόλων της θεότητος, ώστε όταν ο Θεός δεν δίνη την ανώτερη αποκάλυψη αμέσως δια του νοός, την δίνει μέσα από τις ανθρώπινες αισθήσεις• ότι δεν υφίσταται διάκριση μεταξύ θείας ουσίας και ακτίστου ενεργείας• ότι η θεία Χάρη είναι μία κτιστή έξη που ενώνεται με την ψυχή και κατευθύνει το θέλημα του ανθρώπου από τα μεταβλητά στον αμετάβλητο Θεό, στον Οποίο ο άνθρωπος βρίσκει την ευδαιμονία με την ικανοποίηση των επιθυμιών του• ότι η Βασιλεία του Θεού είναι κτιστή• και γενικά οι απόψεις του Βαρλαάμ περί αποκαλύψεως, κολάσεως και Βασιλείας είχαν διαμορφωθή με την επίδραση της αυγουστίνειας θεολογίας.
Τρίτον, διότι ούτε ο Βαρλαάμ είχε κατανοήσει την γνήσια πατερική παράδοση, όπως εκφραζόταν από τους ησυχαστές Πατέρες, επειδή οι Φραγκολατίνοι είχαν καθυποτάξει ολόκληρη την πατερική παράδοση στα κατηγορήματα του Αυγουστίνου –γι αυτό και ο Βαρλαάμ άκουσε, όταν ήλθε στην Θεσσαλονίκη για πρώτη φορά ερμηνείες διαφορετικές από εκείνες που γνώριζε και προέρχονταν από τον Αυγουστίνο και εξεπλάγη– αλλά ούτε και «ο Παλαμάς και ο κύκλος του αντελήφθησαν την Αυγουστίνειον προέλευσιν των κακοδοξιών του Βαρλαάμ». Άλλωστε, οι ελληνόφωνοι Ρωμαίοι Πατέρες δεν λάμβαναν ποτέ υπ’ όψη τους τα έργα και την σκέψη του Αυγουστίνου «τα οποία, εξ άλλου, ουδέποτε απετέλεσαν βάσιν των οικουμενικών Συνόδων και της διδασκαλίας των Πατέρων».
Έτσι, η άποψη ότι ο Παλαμάς χρησιμοποίησε το κείμενο του ιερού Αυγουστίνου περί της Αγίας Τριάδος, κατά μετάφραση του Μαξίμου Πλανούδη, δύσκολα μπορεί να γίνη αποδεκτή, γιατί θεωρώ ότι ο οξυνούστατος και θεοπτικότατος Γρηγόριος Παλαμάς, που είχε έκτακτα διανοητικά χαρίσματα αλλά και προσωπική εμπειρία του Τριαδικού Θεού, όπως φαίνεται από την βιογραφία που συνέταξε ο συμμοναστής του Πατριάρχης Φιλόθεος Κόκκινος, αν είχε διαβάσει το συγκεκριμένο κείμενο του Αυγουστίνου, θα αντιλαμβανόταν την στοχαστική του υποδομή και τις αποκλίσεις του από την Ορθόδοξη Παράδοση. Δηλαδή, αυτός που έκανε λεπτότατη κριτική στον Βαρλαάμ για σοβαρά δογματικά θέματα θα ήταν αδύνατον να είχε διαβάσει το κείμενο του ιερού Αυγουστίνου και να μην είχε αντιληφθή την σχέση που υπήρχε μεταξύ των απόψεων του ιερού Αυγουστίνου και του Βαρλαάμ.
Βεβαίως στο έργο «Κεφάλαια εκατόν πεντήκοντα» αναφέρονται και ερμηνεύονται οι δέκα αριστοτελικές κατηγορίες ήτοι, ουσία, ποσόν, ποιόν, προς τι, που, ποτέ, ποιείν, πάσχειν, έχειν, κείσθαι. Είναι ακόμη γνωστόν ότι ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς εγνώριζε από τις σπουδές του στην Κωνσταντινούπολη την αριστοτελική φιλοσοφία και δεν θα περίμενε κανείς να μάθη τις αριστοτελικές κατηγορίες του Αριστοτέλη από το σχετικό έργο του Αυγουστίνου. Από τον άγιο Φιλόθεο Κόκκινο γνωρίζουμε ότι ο άγιος Γρηγόριος υπήρξε μελετητής του Αριστοτέλους. Μάλιστα γράφεται γι' αυτό το θέμα ότι ο Γρηγόριος περάτωσε άριστα την μελέτη της γραμματικής και την ρητορική, ώστε από όλους «και αυτών φημί των τηνικαύτα καθηγητών τε και κορυφαίων του λόγου καθ’ υπερβολήν εν λόγοις τε και συγγράμμασι θαυμασθήναι, τοιούτος εν γε τοις φυσικοίς τε και λογικοίς, και απλώς πάσι τοις Αριστοτελικοίς ώφθη, ως και τον επί σοφία παντοδαπή και μαθήμασι μάλιστα θαυμαζόμενον υπό πάντων το τηνικαύτα….». Μάλιστα γράφεται ότι ο λογοθέτης και διαπρεπής λόγιος Θεόδωρος Μετοχίτης, διαλεγόμενος με τον Γρηγόριο ενώπιον του Βασιλέως για τα λογικά συγγράμματα του Αριστοτέλους, εξεπλάγη για όσα ανέλυσε ο Γρηγόριος και είπε στον Βασιλέα: «Ει παρών ακροατής (εν. ο Αριστοτέλης) καθίστατο τούτου, επήνεσεν αν ου μετρίως, ως εγώ νομίζω. Εγώ δ’ εκείνο», φησί «λέγω τέως, ότι τοιαύτας έδει τας ψυχάς και τας φύσεις είναι των μετιόντων τους λόγους, και μάλιστα τα τω Αριστοτέλει τουτωί δια πολλών φιλοσοφηθέντα και συγγραφέντα».
Ωστόσο υπάρχουν δύο ιδιαίτερα σημεία που χρήζουν ιδιαίτερης μελέτης.
Το ένα σημείο είναι ότι στο συγκεκριμένο έργο του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά υπάρχει ένα απόσπασμα από το De Trinitate έργο του ιερού Αυγουστίνου, ήτοι «θέσεις και έξεις και τόποι και χρόνοι και ει τι τοιούτον, ου κυρίως επί θεού λέγονται, αλλά μεταφορικώς…». Νομίζω ότι αυτό μπορεί να ελεγχθή ως παρέμβλητο, γιατί δεν έχει και μεγάλη εξάρτηση με το κείμενο. Το μεγαλύτερο επιχείρημα το οποίο δείχνει ότι ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς δεν εγνώριζε το συγκεκριμένο έργο του ιερού Αυγουστίνου, κατά την μετάφραση του Μαξίμου Πλανούδη, είναι ότι δεν θα δεχόταν να λάβη μερικές ανώδυνες φράσεις από το έργο αυτό, όταν θα διαπίστωνε ότι αμέσως λίγο κάτω υπήρχαν χωρία του ιερού Αυγοστίνου που υποστήριζαν το Filioque.
Συγκεκριμένα το χωρίο αυτό βρίσκεται στο πέμπτο βιβλίο De Trinitate του ιερού Αυγουστίνου. Όμως το θεωρώ απίθανον, έως αδύνατον, να διάβασε το συγκεκριμένο έργο ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς και να μη αντιλήφθηκε ότι η σκέψη του ιερού Αυγουστίνου είναι προβληματική από ορθοδόξου προοπτικής. Και αυτό γιατί στην επόμενη ακριβώς παράγραφο ο ιερός Αυγουστίνος φαίνεται ότι δεν μπορεί να κάνη την διάκριση μεταξύ ουσίας και υποστάσεως, όταν γράφη: «Ουσίαν δε λέγω, ως οι Γραικοί λέγουσιν, ην ημείς οι Λατίνοι συνηθέστερον υπόστασιν ονομάζομεν. Λέγουσιν μεν γαρ κακείνοι υπόστασιν, αλλ' ουκ οίδα τι βούλονται είναι το μεταξύ ουσίας και υποστάσεως…». Επίσης, είναι απίθανον να μην αντιλήφθηκε ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς ότι ευθύς αμέσως η σκέψη του ιερού Αυγουστίνου καταλήγει στο Filioque, όταν γράφη ότι το Άγιον Πνεύμα είναι δώρο του Πατρός και του Υιού που δίδεται στους ανθρώπους και ότι «το Πνεύμα το άγιον και του Πατρός και του Υιού πνεύμα εστιν». Και βεβαίως εδώ δεν εννοείται η εκ μόνου του Πατρός εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος και η εκ του Πατρός δια και εκ του Υιού εν χρόνω πέμψη, όπως διδάσκει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς. Στο συγκεκριμένο χωρίο του ιερού Αυγουστίνου αντιστρέφονται τα πράγματα, αφού λέγεται ότι «ομολογητέον τον Πατέρα και τον Υιόν αρχήν είναι του αγίου Πνεύματος, ου δύο αρχάς», δηλαδή αναφορικώς προς το Άγιον Πνεύμα είναι μία αρχή (Πατήρ-Υιός), αναφορικώς δε προς την κτίση ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιον Πνεύμα είναι μία αρχή. Αυτό σημαίνει ότι ενώ ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς κάνει διάκριση μεταξύ αϊδίου εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος εκ μόνου του Πατρός και πέμψεώς του εν χρόνω δια και εκ του Υιού, ο ιερός Αυγουστίνος αντιθέτως ομιλεί για εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος και εκ του Υιού, καθώς επίσης για ενέργεια του Τριαδικού Θεού στην κτίση. Η αίρεση του Filioque φαίνεται και σε άλλα βιβλία του ιερού Αυγουστίνου.
Και το ερώτημα που τίθεται είναι: Γιατί ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς προσέλαβε από το συγκεκριμένο έργο του Αυγουστίνου ένα χωρίο που δεν έχει και τόση σημασία και αμνήστευσε την αίρεση του Filioque που υπάρχει στις αμέσως επόμενες σελίδες;
Το άλλο σημείο είναι ότι υπάρχουν μερικές κοινές εννοιολογικές ομοιότητες μεταξύ του έργου του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά και του συγκεκριμένου έργου του ιερού Αυγουστίνου, κυρίως το σχετικό με την αυγουστίνεια ψυχολογική θεώρηση περί της Αγίας Τριάδος, και ιδίως ότι το Άγιον Πνεύμα είναι έρως του Πατρός προς τον Λόγο, από την οποία προέρχεται η αίρεση του Filioque. Και αυτό ελέγχεται, γιατί πρόκειται για μια εικόνα που την χρησιμοποιεί ο άγιος Γρηγόριος, αλλά καταλήγει σε αντίθετα συμπεράσματα από ο,τι ο Αυγουστίνος και βεβαίως δεν μπορεί να είναι κανείς βέβαιος ότι ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς την διανείσθηκε από τον Αυγουστίνο.
Κατά συνέπειαν υπάρχουν τρεις θέσεις σχετικά με την πατρότητα του έργου «Κεφάλαια εκατόν πεντήκοντα». Η πρώτη ότι είναι έργο του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά που χρησιμοποίησε χωρία του Αυγουστίνου. Δεν μπορώ να αποδεχθώ αυτήν την υπόθεση. Η δεύτερη πιθανή θέση ότι είναι έργο του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, στο κύριο μέρος του, αλλά κάποιος μεταγενέστερος θεολόγος έκανε σχετικές παρεμβάσεις. Και η τρίτη θέση, η οποία κατά την άποψή μου είναι η πιθανότερη, είναι ότι το έργο με τίτλο «Κεφάλαια εκατόν πεντήκοντα» δεν είναι έργο του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, αλλά μεταγενεστέρου συγγραφέα.
Μια τέτοια υπόθεση μπορεί κανείς να εντοπίση και στα όσα λέγει ο Καθηγητής Παναγιώτης Χρήστου, ότι δηλαδή τα «Κεφάλαια εκατόν πεντήκοντα» δεν «αποτελούν οριστικήν διατύπωσιν της συνολικής θεολογικής και πνευματικής διδασκαλίας του Γρηγορίου του Παλαμά, ως συνήθως λέγεται» και ότι η χειρόγραφη παράδοση δεν είναι πλούσια. Επίσης, αν διαβάση κανείς το κείμενο αυτό, διαπιστώνει μια διαφορετική φρασεολογία και σκέψη που δεν παρατηρεί στα άλλα κείμενα του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, ιδίως στα θέματα της κοσμολογίας.
Αν αυτό έχη μια βάση, τότε απομένει η άποψη ότι το έργο «Κεφάλαια εκατόν πεντήκοντα» είναι γραμμένο από μεταγενέστερο θεολόγο που γνώριζε την διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά και την θεολογία του ιερού Αυγουστίνου και έκανε την σύνοψη μεταξύ αυτών των δύο, καθώς επίσης γνώριζε και την λατινική γλώσσα. Μια τέτοια υπόθεση μπορεί να αποκαθάρη και τα όσα αποδίδονται στον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, δεδομένου ότι σε άλλα κείμενά του καταδικάζει με ορθόδοξα επιχειρήματα την αιρετική διδασκαλία περί εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος εκ του Πατρός και του Υιού.
Το ερώτημα, όμως, που δημιουργείται είναι, ότι αν ευσταθή μια τέτοια υπόθεση, τότε ποιός θα μπορούσε να είναι ο συνθέτης του έργου «Κεφάλαια εκατόν πεντήκοντα» που γνώριζε και την διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά και τις απόψεις του ιερού Αυγουστίνου, αλλά και την λατινική γλώσσα;
Μελετώντας το θέμα αυτό και συζητώντας με διαφόρους εντόπισα δύο τέτοια πιθανά πρόσωπα.
Ο πρώτος μπορεί να είναι ο Μητροπολίτης Νικαίας Θεοφάνης, ο οποίος είναι σύγχρονος του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, και κατά πάσαν πιθανότητα γεννήθηκε μεταξύ 1315 και 1320, έγινε Μητροπολίτης Νικαίας τουλάχιστον το 1366 και απέθανε το 1380 η 1381. Συνδεόταν προσωπικά με τον Αυτοκράτορα Ιωάννην Στ’ τον Καντακουζηνό, φίλο του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, και έλαβε μέρος στην διένεξη υπέρ του ησυχασμού. Ο Γεννάδιος Σχολάριος τον θεωρούσε ως τον καλύτερο αντιρρητικό του Βυζαντίου. Τα περισσότερα από τα έργα του παραμένουν ανέκδοτα. Μπορεί εδώ να σημειώση κανείς τα έργα του «Κατά βαρλααμιτών και ακινδυνιστών, περί θαβωρείου φωτός» και «κατά Λατίνων, ειδικώς περί του Αγ. Πνεύματος».
Ο Σπύρος Λάμπρου, που συνέταξε κατάλογο των χειρογράφων του Αγίου Όρους, απέδωσε στον Νικαίας Θεοφάνη την πατρότητα των έργων που αποδίδονται στον άγιο Γρηγόριο Παλαμά «Διάλεξις ορθοδόξου μετά Βαρλααμίτου κατά μέρος ανασκευάζουσα την βαρλααμίτιδα πλάνην» και «του αυτού ορθοδόξου Θεοφάνους διάλεξις προς τον από Βαρλααμιτών επιστρέψαντα Θεότιμον». Όμως, ο Καθηγητής Παναγιώτης Χρήστου με επιχειρήματα καταλήγει, χωρίς καμμιά αμφιβολία, ότι και τα δύο αυτά έργα, καίτοι στους κώδικες παραμένουν με ανωνυμία συγγραφέως, πλην του κώδικος της Μονής Διονυσίου που δίνει το όνομα του Γρηγορίου του Παλαμά, εν τούτοις ανήκουν στον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά. Η χρησιμοποίηση του ονόματος Θεοφάνης αναφέρεται στον συγγραφέα, επειδή κηρύσσει την Θεοφάνεια, την θέα του ακτίστου Φωτός.
Ο δεύτερος που μπορεί να είναι, καθ’ υπόθεσιν, ο συνθέτης του σημαντικού αυτού έργου είναι ο Γεννάδιος Σχολάριος που γεννήθηκε μεταξύ των ετών 1398-1405 και απέθανε μετά το 1472. Πρόκειται για έναν αξιόλογο θεολόγο, που υπήρξε και ο πρώτος Πατριάρχης μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως, ο οποίος εγνώριζε την λατινική γλώσσα και μετέφρασε κείμενα του Θωμά του Ακινάτου στην ελληνική γλώσσα. Ως έργα του Γενναδίου Σχολαρίου φέρονται τα: «Μετάφρασις του "περί του είναι και της ουσίας" του Θωμά», «Υπόμνημα εις το "Περί του είναι και της ουσίας" του Θωμά», «Μετάφρασις του υπομνήματος του Θωμά εις το περί ψυχής έργον του Αριστοτέλους».
Μπορεί κανείς να μελετήση επισταμένως τα έργα του Γενναδίου Σχολαρίου, για να επιχειρήση να εντοπίση εσωτερικές μαρτυρίες, δηλαδή σημεία τα οποία ενδεχομένως συμπίπτουν με φράσεις που υπάρχουν στο έργο «Κεφάλαια εκατόν πεντήκοντα». Έχω κατά νουν να κάνω αυτό το έργο, κατά τον ελεύθερο χρόνο που μου επιτρέπουν τα αρχιερατικά μου καθήκοντα και άλλες πειρασμικές καταστάσεις.
Από όσα παρετέθησαν προηγουμένως εξάγονται τρία συμπεράσματα.
Πρώτον, ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς δεν εγνώριζε το κείμενο του Αυγουστίνου De Trinitate ούτε δανείσθηκε αποσπάσματα και ιδέες από αυτό και, βεβαίως, η θεολογία του αγίου Γρηγορίου διαφέρει σαφέστατα από την θεολογία του ιερού Αυγουστίνου.
Δεύτερον, τα «Κεφάλαια εκατόν πεντήκοντα», κατά την πιθανότερη εκδοχή, είναι έργο μεταγενεστέρου συγγραφέως, που γνώριζε την διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά και του Αυγουστίνου και επεχείρησε αυτήν την σύνθεση. Έλαβε δηλαδή ολόκληρα χωρία από κείμενα του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, χρησιμοποίησε και του ιερού Αυγουστίνου, και όλο το έργο το απέδωσε στον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά. Μεταξύ των συγγραφέων που πιθανόν επεχείρησαν αυτό το έργο συγκαταλέγονται ο Νικαίας Θεοφάνης και ο Γεννάδιος Σχολάριος, με πιθανότερον τον δεύτερο. Χρειάζεται, όμως, περαιτέρω έρευνα.
Τρίτον, κανείς δεν μπορεί να αρνηθή ότι το σημαντικό αυτό έργο, στα βασικά του σημεία, εκφράζει την διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, που είναι διδασκαλία της Εκκλησίας, αφού άλλωστε παρατίθενται ολόκληρα κείμενά του. Στην πραγματικότητα, εκτός από μια εικόνα που χρησιμοποιείται ορθόδοξα για να δηλώση τις σχέσεις των Προσώπων της Αγίας Τριάδος, και την παράθεση ενός κειμένου του ιερού Αυγουστίνου που αναφέραμε πιο πάνω, πρόκειται για ένα παλαμικό έργο, που είναι ορθόδοξο και πατερικό. Δεν παύει από του να έχη μεγάλη αξία, αφού παρατίθενται κείμενα και θεολογικά σημεία της διδασκαλίας του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά και εκφράζει την δογματική και ησυχαστική παράδοση της Εκκλησίας, που διαφέρει σαφέστατα από την διδασκαλία του ιερού Αυγουστίνου.
Θα πρέπει να δεχθούμε τον ησυχασμό που διαφέρει από τον σχολαστικισμό του Βαρλαάμ, ο οποίος στηρίζεται στον Θωμά τον Ακινάτη, και αυτός στον νεοπλατωνιστή Αυγουστίνο και τον Αριστοτέλη, όπως σαφέστατα φαίνεται στο έργο του Θωμά Suma theologika.
3. Θεολογία και ποιμαντική
Ας μου επιτραπή στο τέλος της ομιλίας μου να αναφερθώ σε ένα άλλο σημείο, που είναι κατά την γνώμη μου αξιοσημείωτο.
Τα «Κεφάλαια εκατόν πεντήκοντα» είναι σημαντικά και συνιστούν μια ορθόδοξη δογματική διδασκαλία, που συνδέει κατά τρόπο θαυμαστό την θεολογία, δηλαδή τα περί Θεού, την κοσμολογία, την ανθρωπολογία, την οικονομία, δηλαδή τα της ενανθρωπήσεως του Υιού και Λόγου του Θεού, και την σωτηριολογία η οποία βιώνεται όταν ο άνθρωπος μετέχη της ακτίστου θεοποιού ενεργείας του Θεού. Έτσι, το περιεχόμενο του σημαντικού αυτού κειμένου προσδιορίζει το έργο της ορθοδόξου ποιμαντικής.
Πράγματι, η ορθόδοξη θεολογία δεν είναι σχολαστική και ιδεολογική, δεν είναι ηθικιστική και ουμανιστική, αλλά είναι κατ' εξοχήν ποιμαντική, που εξασκείται στον «χώρο» της Εκκλησίας.
Ο σύγχρονος θεολόγος, πρέπει να κάνη έρευνα στα κείμενα των Προφητών, Αποστόλων και Πατέρων της Εκκλησίας, γιατί αυτά είναι τα κτιστά ρητά, νοήματα και εικονίσματα της αρρήτου και ακτίστου πραγματικότητος. Παράλληλα, όμως, πρέπει να κάνη έρευνα σε ζωντανούς οργανισμούς, που βιώνουν και μετέχουν της αποκαλυπτικής εμπειρίας της θεώσεως, και είναι οι μάρτυρες του Θεού σε κάθε συγκεκριμένη εποχή. Στην συνέχεια πρέπει να εισέλθη στον άδη της ανθρώπινης αποτυχίας, δηλαδή να μεταφέρη τα πορίσματα της θεολογικής έρευνας και εμπειρίας στους ανθρώπους που είναι τραυματισμένοι και πληγωμένοι.
Κάπως έτσι εργάζεται και ο επιστήμονας ιατρός ερευνητής. Ερευνά τα δεδομένα της κτιστής πραγματικότητας, προσπαθεί να αντιληφθή τον τρόπο και την συμπεριφορά μιας αρρώστιας, ερευνά το γονιδίωμα μέσα στο επιστημονικό εργαστήριο, αγωνίζεται να ανακαλύψη το κατάλληλο φάρμακο, κάνει δοκιμές και κλινικές εφαρμογές και στην συνέχεια διοχετεύει το φάρμακο στην αγορά προκειμένου να αντιμετωπισθή ο ανθρώπινος πόνος. Το ίδιο πρέπει να συμβαίνη και με την πνευματκή ασθένεια και τους θεολόγους που ασχολούνται με την θεραπεία του ανθρώπου. Πέρα από την έρευνα σε μνημειακές και βιβλικές και ζωντανές πηγές, τον απασχολεί ο ανθρώπινος πόνος.
Σήμερα επικρατεί βαθύτατος πόνος, υπαρξιακός και κοινωνικός. Ο σύγχρονος άνθρωπος είναι πληγωμένος και τραυματισμένος και γι’ αυτό και οι Κληρικοί και θεολόγοι πρέπει να βοηθήσουμε, με τους τρόπους που υποδεικνύουν τα κείμενα των πεπειραμένων, αλλά και η ζωή των συγχρόνων μεγάλων ζωντανών θεολόγων της εποχής μας. Έτσι συνδυάζεται η θεολογία με την ποιμαντική της Εκκλησίας και σε αυτό το θέμα βλέπω τον σύνδεσμο μεταξύ των Θεολογικών Σχολών και της Διοικήσεως και ποιμαντικής της Εκκλησίας. Με αυτόν τον τρόπο γνώρισα και τους Καθηγητές μου στην Θεολογική Σχολή, οι οποίοι είχαν ορθόδοξο εκκλησιαστικό φρόνημα και με διαφόρους τρόπους μας οδηγούσαν στο Άγιον Όρος και έτσι σπουδάσαμε την θεολογική επιστήμη, με τις αναλύσεις των πατερικών κειμένων, σε συνδυασμό με την ζωντανή παράδοση που βρίσκαμε στο Άγιον Όρος.
Δεν είναι δυνατόν σήμερα να αντιμετωπίζουμε τα εκκλησιαστικά θέματα αποκεκομμένα από τα κτιστά ρήματα και νοήματα των θεουμένων, αλλά και αποξενωμένα από την εμπειρία των αγίων που βίωσαν τα άρρητα-άκτιστα ρήματα. Αλλά και δεν είναι δυνατόν να εξασκήται μια ηθικολογική και αθεολόγητη ποιμαντική στον άνθρωπο που είναι ψυχικά και υπαρξιακά τραυματισμένος και πληγωμένος.
Αυτήν την αγωνία του συγχρόνου ανθρώπου την διάβασα γραμμένη με ρεαλιστικό τρόπο στο γνωστό μυθιστόρημα του Νοστογέφσκι με τίτλο: «Το υπόγειο». Στο στόμα του ήρωά του η μάλλον του αντί-ήρωά του ο Νοστογιέφσκι βάζει τα εξής καταπληκτικά λόγια:
«Γιατί κάνουμε τόσες ανοησίες; Τι ζητάμε; ούτε κι οι ίδιοι ξέρουμε! Θα υποφέραμε περισσότερο αν οι τρελλοί μας πόθοι πραγματοποιούνταν. Σταθείτε, προσπαθήστε, για παράδειγμα, να μας δώσετε περισσότερη ανεξαρτησία• βγάλτε από τη μέση τα εμπόδια, μεγαλώστε τον κύκλο της δράσης σας• χαλαρώστε την κηδεμονία, ε λοιπόν ναι σας διαβεβαιώνω, εμείς όλοι…. θα ξαναζητήσουμε αμέσως την κηδεμονία….
Αφήστε μας μόνους, χωρίς βιβλία, κι αμέσως θα πελαγώσουμε, θα τα μπερδέψουμε• δεν θα ξέρουμε που να στηριχθούμε και σε τι να αφοσιωθούμε, δε θα ξέρουμε τι πρέπει να αγαπήσουμε η να μισήσουμε, τι πρέπει να εκτιμήσουμε η να περιφρονήσουμε. Βαριόμαστε ακόμη και που είμαστε άνθρωποι, άνθρωποι με σάρκα και οστά αληθινά, ντρεπόμαστε γι’ αυτό και το θεωρούμε ατιμία μας. Γυρεύουμε να γίνουμε ένας τύπος γενικού ανθρώπου που δεν υπήρξε ποτέ. Είμαστε πεθαμένοι μόλις γεννηθούμε και χρόνια και χρόνια μας γεννούν πατέρες που δεν είναι ζωντανοί, μια κατάσταση που μας ευχαριστεί όλο και πιο πολύ. Μας αρέσει. Σε λίγο, θα επινοήσουμε κάποιο τρόπο να γεννιόμαστε από μια ιδέα. Μα δε θέλω πια να γράφω μέσα απ' το "υπόγειο"».
Πολύ ενδιαφέρουσα η άποψη του Ντοστογιέφσκι που βιώνεται τόσο ανάγλυφα στην εποχή μας ότι «θα υποφέραμε περισσότερο αν οι τρελλοί μας πόθοι πραγματοποιούνταν». Εντυπωσιακή ακόμη η άποψή του ότι, αν μείνουμε μόνοι μας, χωρίς τα βιβλία θα πελαγώναμε. Και πολύ αξιοπρόσεκτη η άποψή του ότι «είμαστε πεθαμένοι μόλις γεννηθούμε και χρόνια και χρόνια μας γεννούν πατέρες που δεν είναι ζωντανοί».
Νομίζω ότι αυτό που πρέπει να εκπέμψη σήμερα η Εκκλησία με την θεολογία της και η θεολογία της Εκκλησίας με τους ορθοδόξους θεολόγους είναι ο λόγος της ορθοδόξου θεολογίας και ο τρόπος του ησυχασμού. Ομιλώ σε Πανεπιστημιακούς Δασκάλους που γνωρίζουν επαρκώς τα θέματα αυτά, και γνωρίζουν ασφαλώς ότι η θεολογία ως χαρισματική κατάσταση είναι η γνώση του Θεού και η ησυχία είναι ο τρόπος και η μέθοδος δια της οποίας ο άνθρωπος απαλλάσσεται από τις ποικίλες εξαρτήσεις, γίνεται ελεύθερος και πορεύεται προς την εμπειρία της γνώσης του Θεού. Βεβαίως, υπάρχουν και σήμερα μερικοί (Κληρικοί και λαϊκοί) που ζουν στην Ορθόδοξη Εκκλησία, αλλά έχουν σαφέστατα επηρεασθή από τον σχολαστικισμό και τον ηθικισμό της Δύσεως και δεν μπορούν να εννοήσουν την ορθόδοξη πατερική θεολογία που κινείται πέρα από σχολαστικά και ηθικιστικά πρότυπα, γι' αυτό σκανδαλίζονται από το κάθε τι ορθόδοξο που ακούν και διαβάζουν.
Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς ορίζει την ησυχία ως «την νου και κόσμου στάσιν, την λήθη των κάτω, την μύησιν των άνω, την των νοημάτων επί το κρείττον απόθεσιν• αύτη πράξις ως αληθώς, επίβασις της ως αληθώς θεωρίας η θεοπτίας, ειπείν οικειότερον η μόνη δείγμα της ως αληθώς ευεκτούσης ψυχής».
Αυτή είναι η θεολογική μέθοδος γνώσεως του Θεού και ταυτόχρονα επιλύσεως των υπαρξιακών, πνευματικών και κοινωνικών προβλημάτων. Και αυτήν την ουσιαστική πλευρά της Εκκλησίας αναζητά ο σύγχρονος άνθρωπος.
Προσπαθώ να πορεύομαι «κατά τας των αγίων θεοπνεύστους θεολογίας και το της Εκκλησίας ευσεβές φρόνημα» και να συντονίζομαι στα όσα μου έχουν προσφέρει οι αείμνηστοι Καθηγητές μου στην Θεολογική Σχολή και οι σύγχρονοι Καθηγητές των Θεολογικών Σχολών, εκ των οποίων πολλοί είναι παρόντες και των οποίων τα έργα διαβάζω, αλλά και οι Πνευματικοί Πατέρες μου, Επίσκοποι, Ιερομόναχοι και Μοναχοί, οι οποίοι γνώριζαν και βίωναν εμπειρικά την Ορθόδοξη Παράδοση. Μέσα στην ύπαρξή μου είναι στενά συνδεδεμένα τα Σπουδαστήρια της Θεολογικής Σχολής, με τα ιερά Φροντιστήρια της ερήμου του Αγίου Όρους και τα «υπόγεια» του ανθρώπινου πόνου, με τον οποίο ασχολούνται οι Πνευματικοί Πατέρες.
Πάντως, η τιμή που μου προσφέρατε σήμερα με την αναγόρευσή μου εις επίτιμο διδάκτορα του Τμήματος Κοινωνικής Θεολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών με ενδυναμώνει και με ενθαρρύνει τόσο στην ερευνητική μου προσπάθεια όσο και στην ποιμαντική διακονία και γι’ αυτό σας ευχαριστώ θερμά.