© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Δευτέρα 28 Ιουνίου 2010

Ένας και πάλι χαρούμενος «Στρατολάτης»

Γράφει ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΦΛΕΜΟΤΟΜΟΣ


Φωτό: Π.Κ., 9.5.2008

Δεν ξέρω πότε έγινε, αλλά περνώντας πρόσφατα από τον δρόμο του Μπανάτου, εκεί κοντά στο τοπικό Γυμνάσιο, όπου, όπως είχα πρόσφατα γράψει, παρήγορη παρουσία είναι στην άκρη της ασφάλτου και το φρύδι του τράφου, το απέριττο, αλλά με σεβασμό στην ιστορία και την παράδοσή μας ιστορημένο, προσκυνητάρι του Αγίου Νικολάου, είδα πως το πλαστικό στεφάνι, που παράταιρα τόσο καιρό το συντρόφευε, είχε απομακρυνθεί, δίνοντας στην πάντα επιμελημένη αυτή «κολώνα» την παλιά της αίγλη και την πρέπουσα λιτή της μεγαλοπρέπεια.

Δεν θέλω να καυχηθώ πως αφορμή γι’ αυτήν την αισθητική «αποκατάσταση» του μικρού αυτού μνημείου - γιατί για μνημείο αληθινά πρόκειται - στάθηκε το άρθρο μου, που δημοσιεύθηκε, λίγο μετά την καλοκαιρινή, τοπική γιορτή του ιεράρχη των Μύρων, αυτήν της Παρόδου των Λειψάνων του από το νησί μας, στις 10 του Μάη. Το κείμενο, ίσως, απλά να βοήθησε. Η ευαισθησία αυτών που το συντηρούν και το φροντίζουν είναι η πραγματική αιτία της αληθινής επαναφοράς στην κλασσική του απλότητα και σε αυτούς αξίζουν ο έπαινος και οι φιλοφρονήσεις.

Τώρα πια ο «και στη γης και του πελάου» κυρίαρχος, ο επιλεγόμενος και «στρατολάτης» - και ταιριάζει άριστα αυτή η επωνυμία του Αγίου, σε σχέση με τη θέση της «κολώνας» του - χαιρετά από την επίγεια καθέδρα του τους διαβάτες, φιλεύει τζαντιώτικη ευαισθησία τους περαστικούς και πίσω από το πάντα καλογυαλισμένο του τζάμι ευλογεί τους ελάχιστους εναπομείναντες, τονίζοντας με την ικεσία του φιλεύσπλαχνου χεριού του, πως μπορεί ακόμα να ελπίζουμε και να καρτερούμε. Μέσα στην διαφάνεια του απόλυτα λευκού ασβέστη του κερδίζει την αληθινή αρχιεροσύνη του και περιμένει ξανά τα Νικολαβάρβαρα για το δοξαστικό από μερτίες στεφάνι του και την μαγιάτικη σχόλη του για την ευωδιά των αληθινών τριαντάφυλλων.

Και δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς. Ο «Πανάγιος» από το λαό και την εκκλησία Δεσπότης, ο πραγματικά «καλός ποιμήν» δε θ’ ανεχόταν άλλο τον κιτς εορτασμό και η απλή του εικόνα δεν θα γινόταν ν’ αντέξει τις δήθεν προσευχές μιας ανίερης πραγματικότητας.

Η γραφική και γεμάτη υποσχέσεις σκηνή των ιδιοκτητών και φροντιστών του, θα ξαναζωντανέψει τις παραμονές των δύο γιορτών του, να κρεμούν από τον καλλιτεχνημένο από τον τεχνίτη φάβρο σταυρό του προσκυνηταριού ένα ολόδροσο, γεμάτο ευλάβεια και ικεσίες, στεφάνι και θα προστεθεί και πάλι με υποσχέσεις προσδοκίας και διάσωσης στην κυκλική επανάληψη του λατρευτικού μας κύκλου και με την κίνησή τους αυτή θα θυμίζουν στους διερχόμενους το «τι μέρα ξημερώνει».

Είναι η παράδοση, που συνεχίζεται δίχως παρεμβολές και η προέκταση της ιστορίας, που επαναλαμβάνεται χωρίς προσαρμογή στην πτώση και δίχως υποδούλωση στην κακογουστιά. Οι λίγοι πιστοί, που το είχαμε αντέτι να περνάμε κάθε χρόνο στις 6 του Δεκέμβρη και στις 10 του Μάη από την, ως λίγο ακόμα, έδρα του Δήμου Αρκαδίων και να κάνουμε το σταυρό μας, αντικρίζοντας την λουλουδένια προσευχή των περιοίκων, θα έχουμε και πάλι την ευκαιρία να το ξανακάνουμε και θα μπορέσουμε, έτσι, να ξεχωρίσουμε την καθημερινότητα της ζωής μας σε απλές μέρες και σχόλες.

Θυμάμαι μια θεία μου, μακαρίτισσα πια εδώ και χρόνια, που αξιώθηκε να ζήσει έναν, τουλάχιστον, αιώνα, μια και ήταν απίθανο να την είχαν δηλώσει αμέσως μετά την γέννα της, να μου διηγείται το πώς στα νιάτα της όλες οι κοπέλες της περιοχής της με σπουδή ετοίμαζαν τα στεφάνια του πανηγυριού της ενορίας τους και το τι φροντίδα έδειχναν για το μεγάλο, της κεντρικής πόρτας, όπου το έντυναν όλο με τα καλύτερα λουλούδια της εποχής, όχι μόνο στον κύκλο του, αλλά και στο κέντρο του, που σχημάτιζαν έναν μεγάλο σταυρό, ίσως για να το κάνουν να ξεχωρίζει από τα άλλα της Πρωτομαγιάς, τα πιο κοσμικά.

Μαθημένος από τις άρτιες, γι’ αυτό και ψυχρές, κατασκευές των ανθοπωλείων, που συνήθως αντίκριζα στα πανηγύρια που γνώριζα, ήταν δύσκολο να καταλάβω το πώς ακριβώς ήταν το γιορταστικό αυτό κομψοτέχνημα. Κάποτε, όμως, κατεβαίνοντας από μια από τις σπάνιες, την εποχή εκείνη, επισκέψεις μας στα βουνά, εκεί πάνω από την πόρτα της εκκλησίας του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου των Χαρτάτων το είδα και κατάλαβα την ομορφιά του, παρότι όταν το πρωτογνώρισα ήταν κάτι περισσότερο από μαραμένο.

Για χρόνια μετά περνώντας από εκείνη την περιοχή το κοίταζα, έστω και ξερό και χαιρόμουν που ποτέ δεν ξεχνιόταν. Δεν ξέρω αν συνεχίζει να καλλιτεχνείται και σήμερα. Καιρό έχω να περάσω από τα Χαρτάτα αρχές Μαΐου, που είναι η γιορτή του «ηγαπημένου Αποστόλου» και η γιορτή του χωριού. Εύχομαι, όμως, να είναι πάντα εκεί και να συνεχίζει ν’ αντιστέκεται στις εμπορικές κραυγές και να επιμένει στην δική του παράδοση.

Λυπάμαι, επίσης, που κάθε Μεγάλη Βδομάδα γεμίζουν τα μαγαζιά της πόλης μας, κατά νεοελληνική απομίμηση και προέκταση, από χιλιάδες, κυριολεκτικά, πλαστικά κατασκευάσματα, τα οποία προορίζονται για τον Εσταυρωμένο, τον Επιτάφιο, αλλά και τους τάφους των δικών μας.

Μα είναι βλασφημία ένα παρόμοιο στεφάνι πάνω σ’ έναν ζακυνθινό Εσταυρωμένο, όπως δείχνει παντελή άγνοια αισθητικής η τοποθέτηση ακόμα και ελάχιστων φυσικών λουλουδιών επάνω σ’ έναν ολοσκάλιστο και επιχρυσωμένο Επιτάφιο, που δεν έχει τίποτα να κρύψει και να καλύψει μέσα στην μελετημένη του τελειότητα, ενώ, αντίθετα, θα έπρεπε να προσπαθούμε να τονίσουμε την αρτιότητα της τέχνης του και την τελειότητα της κατασκευής του, δίνοντας την ευκαιρία στον «Αμνό», τον «επί σανίδος ζωγραφισμένον εκατέρωθεν», να χαρεί την τριήμερη ευωδιών των νερατζανθών και την παρηγορία της πασχαλιάς, ελάχιστες πινελιές στο λευκό του σεντόνι και μόνο. Γιατί αποτελεί αιτία στέρησης της κοινωνίας το να παραποιείς την Αναγέννηση με ευκολίες καθημερινότητας.

Μα όλα αυτά για να σταθούν και να επιβιώσουν απαιτούν παιδεία και γνώση ιδιαίτερη. Πρέπει να ξέρουμε το πώς διαμορφώθηκαν και προπάντων το ποια σημασία έχουν. Παρασυρμένοι από την τηλεόραση και την επιβολή της εικόνας, διαγράφοντας, με αυτό τον τρόπο, τις αληθινές μας ρίζες και τις παιδικές μας αναμνήσεις, ακολουθούμε ξένες με την αισθητική μας συνήθειες και πιστεύουμε πως τηρούμε τα έθιμα και τις παραδόσεις μας, ενώ στην ουσία τα εξαφανίζουμε.

Να γιατί η απομάκρυνση της πλαστικής γιορτής από την «κολώνα» του Αγίου Νικολάου στο Μπανάτο είναι μια αληθινή, αισθητική και σωτήρια αντίσταση. Μεγαλύτερη χαρά θα μας δώσουν τα δύο στεφάνια των γιορτών του. Τα περιμένουμε.

Σάββατο 26 Ιουνίου 2010

Ο εφιάλτης του θωρηκτού «Αβέρωφ»

Γράφει ο Παύλος Φουρνογεράκης


Κάθιδρος και αποκαμωμένος, ανασηκωμένος και καθιστός στην άκρη του κρεβατιού, κρατώντας το κεφάλι με τα δυο μου χέρια, έπινα γουλιά-γουλιά το βάλσαμο από τις αυγινές φωνές χελιδονιών . Έτσι συνήλθα από τον πρωινό εφιάλτη. Ένιωθα τους οφθαλμούς κατάκοπους από τη θέαση του τρομακτικού ονείρου που πρόβαλε η νυχτερινή φαντασία στην οθόνη του εγκεφάλου. Τι τρομακτική ταινία, θεέ μου, πώς πυροβολούσε ο «Αβέρωφ» τα παιδιά του μες το στρατόπεδο του Πόρου !

Έβλεπα να καίγονται τα σύμβολα στο θρυλικό κατάστρωμα. Λυσσαλέες πύρινες φλόγες τύλιξαν γέφυρα και καμινάδες. Τρομακτικοί πυροβολισμοί από τρελαμένους βαθμοφόρους κανονιοβολούσαν σε αλλόκοτους ρυθμούς και στόχους σκοτώνοντας τα παιδιά τους. Άκουγα το ουρλιαχτό της γαλανόλευκης, ανάπηρης κι ανήμπορης, να συρρικνώνεται στο ιστίο. Έβλεπα τους κρεμασμένους χάρτες να εκτινάσσονται στα ύψη μήπως προλάβουν και γλυτώσουν την αλλαγή των συνόρων. Tους ιδιοκτήτες πυροσβεστικών, εφοπλιστές και βιομηχάνους, να εκβιάζουν προπληρωμή για την κατάσβεσή της. Tους ευρωπαίους εταίρους να σχεδιάζουν τα γραφεία με τα νέα σύμβολα. Την τουρκική διπλωματία να χαμογελάει ειρωνικά. Τα λευκά τραπεζομάντηλα να μοιράζουν σαμπάνιες και χαβιάρια σ' αφεντικά και τηλεπερσόνες .

Έβλεπα τους πολίτες αποχαυνωμένους στη σιγουριά του κρησφύγετού τους, θεωρώντας ότι «τα δρεπάνια θα θερίσουν σ' άλλο χωράφι»… Κι εγώ στη σκοπιά να φωνάζω συνθήματα που κανείς να μη ακούει…. Να καλώ τους πολίτες και τη δημοκρατία, την ισότητα και την ισονομία, την ιστορία και τη λογοτεχνία, την πολιτική και την ειρήνη, τον ηρωισμό και την αυτοθυσία, το συλλογικό όραμα και τους μύθους…. κι εκείνα να είναι παραδομένα στο αδηφάγο χρήμα, υποκλινόμενα και ταπεινωμένα στο χειροφίλημα της νέας εξουσίας…

Ήταν επιβλητικό και κομψό, συνάμα και τρομακτικό το θωρηκτό «Αβέρωφ» με τα τρία θεόρατα φουγάρα που γέμιζαν άλλοτε κι εκτίναζαν στους αιθέρες την κάπνα του καιόμενου κάρβουνου. Με καθήλωσε και απαίτησε το σεβασμό μου ευθύς μόλις το αντίκρυσα, νεαρός τότε στρατεύσιμος καθηγητής στη Σχολή Μονίμων Αξιωματικών του Ναυτικού (ΣΜΥΝ). Τα μεγάλα πυροβόλα σε δύο δίδυμους πύργους, στραμμένα προς την πλώρη, ένιωθες ότι σε προστάτευαν από κάθε εχθρό κι ας ήταν παροπλισμένα αρκετές δεκαετίες από τις τελευταίες του βολές, κατά το Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο.

«Το θωρηκτό “Αβέρωφ”  με εκτόπισμα 9.960 τόνους, συνολικό μήκος 140,81 m, μέγιστο πλάτος 21,03 m, και 7,53 m βύθισμα, ναυπηγήθηκε το 1910 στο Λιβόρνο της Ιταλίας. Είχε την ανάγκη 600 περίπου ανθρώπων που τροφοδοτούσαν με κάρβουνο ατμοκίνητες μηχανές για να αναπτύξει την ταχύτητα που προβλεπόταν από τους μελετητές και να χαρακτηριστεί έτσι “καταδρομικό” ή “βαρύ εύδρομο”. Ήταν το ταχύτερο ελληνικό πολεμικό πλοίο, η ναυαρχίδα του στόλου μας, ο φόβος και ο τρόμος των τουρκικών πλοίων κατά τις ναυμαχίες της “Έλλης” (3/16 Δεκεμβρίου 1912) και της Λήμνου (5/8 Ιανουαρίου 1913). Η πολεμική και η διπλωματική του προσφορά κατά τους βαλκανικούς πολέμους ήταν καθοριστική. Η Ελλάδα πληγωμένη από την ήττα του 1897 και τον ακολουθούμενο Διεθνή Οικονομικό Έλεγχο έπρεπε να πάρει τη ρεβάνς. Ζούσε το μύθο που χρόνια έπλεκε στην καρδιά της και συνέχισε ν΄ αγωνίζεται, να μεγεθύνει σύνορα και βαθμό ανεξαρτησίας. Οι ευρωπαίοι το γνώριζαν και υπολόγιζαν στη ναυτική υπεροχή μας στο Αιγαίο… Κατά το μικρασιατικό πόλεμο καμάρωσε αγκυροβολημένο, απέναντι από τον Ντολμά Μπαξέ στην Κων/πολη , αλλά ένιωσε τη θλίψη της ήττας και τον πόνο της μικρασιατικής καταστροφής. Η παρουσία του όμως εκεί, μαζί με την ελληνική στρατιά στο Έβρο, έπαιξαν σημαντικό ρόλο για την υπογραφή της συνθήκης της Λωζάνης.

Κατά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο ο “Αβέρωφ” ήταν πάλι η ναυαρχίδα. Αλλά οι τότε συνθήκες δεν του επέτρεπαν δράση κι έμεινε αγκυροβολημένος στην Ελευσίνα. Μετά τη γερμανική εισβολή γλύτωσε την αυτοβύθισή του και με απόφαση του πληρώματός του, τον Απρίλιο 1941, κατέφυγε σώο στην Ανατολή (Αλεξάνδρεια, Βομβάη, Πορτ Σάιντ). Το Σεπτέμβρη του 1944 μεθορμίστηκε στην Αλεξάνδρεια προκειμένου να συμμετάσχει στην επιχείρηση απελευθέρωσης της Ελλάδας. Προσέγγισε τον Πόρο και παρέλαβε τον τότε πρόεδρο της κυβέρνησης Γ. Παπανδρέου και τους υπουργούς, και στις 17 Οκτωβρίου αγκυροβόλησε στο Φαληρικό όρμο… Ο ειρηνικός επίλογος της ένδοξης ιστορίας του γράφτηκε το 1946 με το επίσημο ταξίδι στη Ρόδο όταν με τη συνοδεία αντιτορπιλικών, μετέφερε τον αντιβασιλέα αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνό που έφερνε το χαιρετισμό της μητέρας Ελλάδας στα Δωδεκάνησα εν όψει της προσάρτησής τους. Επανέπλευσε στον Πόρο όπου και παραμένει μέχρι σήμερα».

Κάπως έτσι πληροφορούσαμε τους κυριακάτικους επισκέπτες του αλυσοδεμένου θωρηκτού στη ναυτική σχολή του Πόρου στις αρχές της δεκαετίας του 1980. Και πολλές φορές η ξενάγηση μάκραινε ακόμη περισσότερο, πέραν εκείνης που είχε να κάνει με το θαυμασμό του μεγέθους, των όπλων και των οργάνων του. Περιδιαβαίναμε τους δρόμους της ιστορίας και των γεγονότων ακόμη και των προσώπων που πρωτοστάτησαν. Στον Γ. Αβέρωφ από τον οποίο πήρε και το όνομά του, στην προσωπικότητα και τις ριψοκίνδυνες αλλά τόσο νικηφόρες αποφάσεις του ναύαρχου Π. Κουντουργιώτη. Στον Ελευθέριο Βενιζέλο που τον Οκτώβρη του 1912 ζητούσε από τα πληρώματα όχι να πέσουν υπέρ πατρίδος , αλλά να νικήσουν: «Η πατρίς αξιοί από υμάς όχι απλώς ν’ αποθάνητε υπέρ αυτής. Αυτό θα ήτο το ολιγώτερον. Αξιοί να νικήσετε.»

Και φωτογραφιζόμαστε μαζί με τους επισκέπτες, ρίχναμε εικονικές βολές σε κάθε λογής εχθρούς, δίναμε και παίρναμε μηνύματα πάνω στη γέφυρα, σεργιανούσαμε κρυφά στα επικίνδυνα σκοτεινά αμπάρια, πλάθαμε τους δικούς μας μύθους την ώρα της σκοπιάς για μια ελεύθερη Ελλάδα που στηνόταν μέσα από τα βαρύγδουπα, αλλά δυστυχώς απατηλά παπανδρεΐκά λόγια, της υποτιθέμενης στροφής προς τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της Ελλάδας που θα έβγαινε από την ΕΟΚ και το ΝΑΤΟ γιατί ήταν το ίδιο συνδικάτο…

Το «Αβέρωφ», αποφασίστηκε, το 1983 να επισκευαστεί και να αποτελέσει μουσείο-σύμβολο της ιστορίας, από εκείνα τα ανεκτίμητα που διδάσκουν με την εμπειρία του χρόνου και τροφοδοτούν τη φαντασία για νέα ελληνικά οράματα… Από τότε κοσμεί το Φαληρικό Δέλτα και αποτελεί εκπαιδευτικό προορισμό για τη γνώση της ιστορίας, τη σοφία και τον παραδειγματισμό από τις εμπειρίες δύσκολων περιόδων αλλά και της εποχής των συλλογικών στόχων.

Πώς ν' αντέξει κανείς και να μη βλέπει εφιάλτες, μετά από μια τέτοια σημαντική εμπειρική κι επιστημονική σχέση που καλλιεργήθηκε στα χρόνια της προσφοράς προς την πατρίδα με πολύμηνη στράτευση, όταν φιλοξενεί και σηματοδοτεί σήμερα ο ¨Αβέρωφ¨ αυτή τη νέα εποχή της κενότητας και της ματαιοδοξίας, της επιδειξιομανίας και του νεοπλουτισμού της εθνικής υποτέλειας μες στη δίνη του καπιταλισμού;

Τρελάθηκαν τα κανόνια του «Αβέρωφ», σαν τη ζωή του νεοέλληνα, που φαίνεται να έχει απολέσει τη συλλογική μνήμη και σκοτώνει τα παιδιά του. Εγκαταλείψαμε την κλασσική παιδεία, παραγκωνίσαμε την ιστορία και σβήσαμε παλιούς και νέους μύθους και ιστορικά σύμβολα. Εμπιστευτήκαμε και παραδώσαμε την ασφάλειά μας στους άλλους, ως κράτος και ως μονάδες, με πολύ σκληρό τίμημα. Κι εκείνοι το εκμεταλλεύτηκαν για να εξυπηρετήσουν δικά τους συμφέροντα σαν το σύγχρονο θλιβερό «αρχηγό» του «Αβέρωφ» που το παραχώρησε για χλιδάτες δεξιώσεις καταστροφής της μνήμης και του πολιτισμού.

Τούτο το καλοκαίρι, πριν από τις εκλογές, είναι ώρα προετοιμασίας και περισυλλογής για καινούργιους στόχους και νέα οράματα που θα φύονται από τις ρίζες του ιστορικού παρελθόντος, μπολιασμένα όμως από τις μελλοντικές απαιτήσεις. Δεν μπορεί να υπάρξει έθνος και πατρίδα δίχως την πλοκή του δικού του μύθου, δίχως να στραφούν τα κανόνια προς τη διαφύλαξη του εθνικού στόχου. Η σύγχρονη παγκοσμιοποίηση δεν εγγυάται την κατάργηση των συνόρων για τη βελτίωση της ποιότητας του συνόλου της ανθρωπότητας. Ο «Αβέρωφ» θα πρέπει να κοιτάζει τη γραμμή του ορίζοντα παρόλο που εκείνη όλο θα απομακρύνεται, θα μένει όμως η γραμμή πάντα μπροστά του σαν ο τόπος της ουτοπίας του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού της κοινωνίας, όχι του σύγχρονου σοσιαλφιλελευθερισμού της υποταγής στο καπιταλιστικό δόγμα.

Ας ψάξουμε για νέους αξιωματικούς και ναυάρχους που θα θελήσουν και θα τολμήσουν να αυτονομηθούν από την ευρωπαϊκή αρμάδα και τις εντολές τους για να περισώσουν το κοινωνικό κράτος και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Τα πυροβόλα του «Αβέρωφ» όμως ζητάνε την πολιτική συμμετοχή κι ενεργητικότητα, όχι μόνο εκείνη που περιορίζεται στο συνδικαλισμό και την ψηφοφορία. Απαιτούν καθημερινή ενεργή παρουσία και πράξη σαν τις ατμομηχανές που αναζητούν το κάρβουνο για να κινήσουν τις προπέλες. Τώρα, στην περίοδο της κρίσης του καπιταλισμού, στην εποχή της τρίτης τεχνολογικής επανάστασης, άνεργοι, υποαπασχολούμενοι, εργάτες και μισθωτή διανόηση πρέπει να ψάξουμε να βρούμε και να αναδείξουμε μόνο εκείνους τους νέους ηγέτες που θα έχουν δυναμισμό κι αισιοδοξία, εκείνους που θα πάρουν τις δύσκολες αποφάσεις της ρήξης με το πεισματικά και δυναμικά φρουρούμενο, καταστροφικό για τον πλανήτη καπιταλιστικό σύστημα κι ελληνικό κατεστημένο. Ο άλλος δρόμος της υπακοής χαρακτηρίζει ανελεύθερα όντα που πληρώνουν βαριά το τίμημα της αβουλίας σαν το διασυρμό των πυροβόλων του «Αβέρωφ», που αλυσοδεμένο κι ανήμπορο δημιουργεί εφιάλτες.

Ζάκυνθος 20-6-2010

Παρασκευή 18 Ιουνίου 2010

Ένας Καρρέρ, ανάμεσα σε «ψαροκάικα» και «καβουράκια»

Γράφει ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΦΛΕΜΟΤΟΜΟΣ

Στο κείμενο της περασμένης εβδομάδας είχαμε ασχοληθεί, μεταξύ άλλων, και με κάποιο έργο του Παύλου Καρρέρ (Καρρέρη, επί το ζακυνθινότερον), όπου ήταν βασισμένο σε ποίηση του «χαμωλόγου» τοπικού τεχνίτη του λόγου Κανδιάνου Ρώμα και μας δόθηκε η αφορμή και πάλι να θυμηθούμε την ριζική κατακρεούργηση της λαθεμένης ονοματοδοσίας των οδών της πόλης μας, η οποία προερχόμενη από την ανικανότητα των υπευθύνων και την δικής μας θανατηφόρα ανεκτικότητα, εξακολουθεί να υπάρχει και να ντροπιάζει, αποτελώντας ένα επί πλέον δείγμα της πτώσης και της κατάντιας μας.

Δεν θα επανέλθουμε στα ιστορικά λάθη, που επικρέμονται στους περισσότερους δρόμους της πόλης μας, το δείγμα αυτό μιας επιπλέον άγνοιας και προχειρότητας, αλλά μια και επαναφέραμε στην μνήμη μας τον μεγάλο ζακυνθινό μουσουργό, που η ερημιά του αγάλματός του γίνεται, λόγω άγνοιας και περί άλλων τυρβασμού, όσο περνά ο καιρός, όλο και πιο επίφοβη, θα θυμηθούμε, όσοι το είδαμε, κάτι πολύ χαρακτηριστικό και λυπητερό, στην ουσία του, το οποίο και πάλι αφορά ένα από τα πιο γνωστά του έργα.

Ήταν, λοιπόν, αν δεν κάνω λάθος τις αρχές της περασμένης άνοιξης, όταν στην γνωστή τηλεοπτική εκπομπή «Στην υγειά μας» της ΝΕΤ, η οποία μεταδίδεται κάθε σαββατόβραδο και ομολογώ πως σπάνια την βλέπω, μια και ουδόλως μου ταιριάζει, παρ’ ότι πολλοί την θεωρούν σημαντική, είχαν κληθεί αρκετοί μαθητές κάποιου μουσικού σχολείου της χώρας μας και με αξιοζήλευτη ευαισθησία παρουσίαζαν τους καρπούς των σπουδών τους και το αναμφισβήτητο ταλέντο τους.

Και εδώ συνέβαινε ό,τι και στα υπόλοιπα μουσικά μας τεκταινόμενα. Σημαντικά, μέτρια και απλοϊκά τραγουδάκια παρουσιάζονταν τουλάχιστον σαν γνωστές άριες και όλα αυτά που κάποτε συντρόφευαν τις καλοκαιρινές μας βραδιές των υπαίθριων κινηματογράφων, μαζί με τις μυρωδιές του τζαντζαμινιού και του αιγοκλήματος, αποδίδονταν λες και οι ερμηνευτές τους τραγουδούσαν το Casta Diva, αποδεικνύοντας για μιαν ακόμα φορά το πόσο ακριβά πληρώνουμε τον λαϊκισμό και την επιπολαιότητά μας.

Δεν θέλω να προχωρήσω περισσότερο και να κρίνω την, για μένα τουλάχιστον, ισοπεδωτική μας αυτή αντίληψη. Θα σταθώ μόνο σ’ έναν αληθινά χαριτωμένο μαθητή, με μια εκ των έσωθεν ψυχική ευγένεια, ο οποίος πήρε το μικρόφωνο και δειλά - δειλά δήλωσε, ομολογουμένως με κάποια συστολή και ένα ίχνος φόβου, πως αυτός θα πει κάτι διαφορετικό, το οποίο δεν είναι γνωστό, όσο όλα τα άλλα που ακούστηκαν. Και αυτό το «άγνωστο» και όχι «σουξέ» ήταν ο «Μάρκος Μπότσαρης» του μεγάλου ζακυνθινού συνθέτη, που κάποτε τα έργα του παίχτηκαν στην Σκάλα του Μιλάνου!

Το να ντρέπεται, πιστεύω, ένας μαθητής μουσικού σχολείου να τραγουδά Παύλο Καρρέρ, παρ’ ότι όπως αποδείχτηκε με την ερμηνεία του, τον αγαπούσε και τον γνώριζε άριστα, αν δεν είναι πολιτιστική κατάντια, είναι τουλάχιστον επίφοβη και επιζήμια πτώση και το γεγονός αυτό υπογραμμίζει και την φτώχεια μας και την εμμονή μας στην ανησυχητικά αρνητική πραγματικότητα.

Μου είχαν πει και ευτυχώς ο Άγιός μας με αξίωσε να μην το δω και το βιώσω, πως μουσικός μάθαινε σε παιδιά σχολείου το τραγούδι της Παπαρίζου, για να το αποδώσουν μάλιστα και σε μεγάλη τους γιορτή. Το ίδιο συμβαίνει και σε πολλές άλλες περιπτώσεις. Είναι που «όσα δεν φτάνει η αλεπού, τα κάνει κρεμαστάρια». Καταντήσαμε καθαρόαιμοι ιθαγενείς, που είναι υπερευχαριστημένοι με καθρεφτάκια και όλων των άλλων ειδών μαϊμουδίστικες απολαύσεις.

Δυστυχώς από όλο αυτό το κλίμα δεν ξεφεύγει και το νησί μας, που κάποτε είχε μια μεγάλη μουσική παράδοση και ευαισθησία, αλλά τώρα ακολουθεί, δυστυχώς, δίχως καμιά σκέψη και αιδώ πιστά την νεοελληνική πραγματικότητα.

Θυμάμαι που πέρυσι το βράδυ της «Μαλλιαρής» η λεγόμενη μπάντα μας έπαιζε «Τα παιδιά του Πειραιά» και πολλά άλλα παρόμοια, κάνοντας «πλατεία» (;) δίπλα από την εκκλησία του Πολιούχου μας, όπου ευτυχώς μέχρι και σήμερα εξακολουθεί να επαναλαμβάνεται το πανάρχαιο αυτό και γραφικό έθιμο. Του ίδιου κλίματος πρόγραμμα είχε και στο πρόσφατο πανηγύρι της Ανάληψης, όπου κατά παλιά συνήθεια έπαιζε μπρος από το ιερό της και στον κεντρικό της δρόμο, την ιστορική Πλατεία Ρούγα, που άγνοια της ιστορίας και της ταυτότητάς μας έχει κάνει «Αλεξάνδρου Ρώμα».

Και όμως στην τριγωνική πλατεία του Αγίου Μάρκου, τον κάποτε Φόρο, αλλά παλιότερα μπροστά και από την ενοριακή μου εκκλησία, από μια αξιοζήλευτη τότε φιλαρμονική είχαν ακουστεί, κυρίως τα πρωινά της Κυριακάτικης αργίας ή στα διάφορα αστικά πανηγύρια, τα πιο γνωστά και μεγάλα μουσικά κομμάτια και ο λαός μας τα είχε κάνει, έτσι, βίωμά του, κτήμα του και καθημερινότητά του. Τα πρόλαβα ευτυχώς και εγώ, στα πρώτα εφηβικά μου χρόνια, όπου ακόμα το νησί μας ζούσε τον απόηχο της πολιτιστικής του άνθισης και νοιώθω τον εαυτό μου τυχερό γι’ αυτό. Γυρίζοντας τα γύρω στενά με το ποδήλατό μου, έφταναν στ’ αυτιά μου οι ήχοι από τις πιο γνωστές και σημαντικές όπερες και έγιναν γνώση και συνήθειά μου. Έτσι συνήθισα στην ποιότητα και τώρα μπορώ ν’ αντισταθώ στην μετριότητα και να κλείνω υπεύθυνα και ραδιόφωνο και τηλεόραση.

Αυτό πιστεύω πως είναι η γνήσια και σωστή λαϊκή παιδεία. Το ότι κάποιος απλός, μα καθόλου απλοϊκός, Τζαντιώτης, διόρθωσε, όπως διηγιόνταν με περηφάνια οι παλιότεροι, κάποτε μια ντίβα της λυρικής, αυτό είναι, αναμφίβολα, απόδειξη πολιτισμού και δείγμα πως η υψηλή τέχνη κατέβηκε στο λαό. Το ίδιο συνέβαινε και με τους αχθοφόρους, που μεταφέροντας στο λιμάνι τις αποσκευές, τραγουδούσαν, όπως έχουμε διαβάσει, τα πιο σημαντικά μουσικά δημιουργήματα.

Πολλές φορές έχω επαναφέρει με αγάπη στην μνήμη μου τον νεαρό εκείνο μαθητή του μουσικού γυμνασίου, που μέσα σε «ψαροκάικα», «καβουράκια», «λουλάδες» και «ροζ κουρτίνες», τόλμησε και ξανάφερε στην επικαιρότητα και την μνήμη μας τον μεγάλο Παύλο Καρρέρ, ερμηνεύοντας τον «Γέρο Δήμο» του.

Είναι το αντίβαρο όλης αυτής της αμάθειας και του εξευτελισμού της ισοπέδωσης.

Δεν θυμάμαι τον σοβαροφανή παραγωγό της εκπομπής, ούτε κανέναν άλλον από τους παράγοντες, που ευτυχώς κάτι τους κράτησε προστατευτικά και διασωστικά και δεν συνόδευσαν το κομμάτι με τα οικεία τους παλαμάκια, να σχολίασαν ή να επαίνεσαν το παρηγορητικό ατζάρντο. Ίσως και αυτοί να αισθάνθηκαν αμήχανα, όπως και η πλειοψηφία των παθητικών τηλεθεατών, που αποχαυνωμένοι, ως συνήθως, στον νωθρό καναπέ τους και την απόλυτη μακαριότητά τους, περίμεναν να τελειώσει το περίεργο και να απολαύσουν αυτό που τους επέβαλαν και στην ουσία τους αρμόζει.

Απορώ πως η στάτουα του μουσουργού μας κάθεται ακόμα στην άκρη της μεγάλης μας πλατείας. Ίσως στέκει εκεί επειδή το μόνο που αντικρίζει είναι ο Άγιος Νικόλας του Μόλου.

Διαφορετικά πώς να γνωρίσει την πόλη του; Το χόρτο που κοροϊδεύαμε φύτρωσε και στην αυλή της.

Πέμπτη 17 Ιουνίου 2010

Μητροπολίτου Προικοννήσου Ιωσήφ: Ι. ΚΟΜΠΟΣΧΟΙΝΙΑ, ΙΙ. ΣΤΕΝΗ ΚΑΙ ΤΕΘΛΙΜΜΕΝΗ ΟΔΟΣ ΤΟΥ ΚΑ΄ ΑΙΩΝΑ [2 νέα ποιήματα]


ΚΟΜΠΟΣΧΟΙΝΙΑ

Ὄχι, Κύριε!
Δὲν πάσχουμε ἀπὸ ἔλλειψη κομποσχοινιῶν!
Ἡ συλλογή μας εἶναι πλουσιώτατη!
Ἄλλο φορᾶμε στὸν καρπό,
ἄλλο κρεμᾶμε στὸν καθρέφτη τοῦ αὐτοκινήτου μας
(γιὰ τὸ κακὸ τὸ μάτι! Φτοὺ... φτοὺ... φτού!...),
ἄλλο τὸ παίζουμε σὰν κομπολόϊ
καὶ ἄλλα τὰ στολίζομε ὁλοτρίγυρα στὸ σπίτι μας,
νὰ διαλαλοῦν τὴ νηπτικὴ ἀρετὴ
καὶ ὑψηλὴ πνευματικότητά μας!
Οὔτε ἀπὸ χρόνο πάσχουμε,
ὅσο κι ἄν καμωνόμαστε
πὼς συνεχῶς πνιγόμαστε!
Καὶ ἡσυχία ὅποτε θὰ θέλαμε
θὰ βρίσκαμε γιὰ νὰ προσευχηθοῦμε!
Ἀπὸ θέληση νὰ Σ’ ἀντικρύσουμε κατάματα
καὶ ἀπὸ ὄρεξη νὰ Σὲ ἀκούσουμε
καὶ νὰ Σοῦ μιλήσουμε πάσχουμε!
Ἄλλωστε ἔχουμε τόσους Γεροντάδες καὶ Γερόντισσες
ἐπιστρατεύσει νὰ προσεύχωνται γιὰ μᾶς
- o sancta simplicitas! -
ποὺ εἴμαστε πολὺ ὡραὶα βολεμένοι
στὸ χουζούρι μας καὶ στὴν αὐτάρκη βεβαιότητά μας!
Αὐτὸ εἶναι τὸ μυστικό,
αὐτὰ εἶναι τὰ κουμπιὰ τς Ἀλέξαινας!

Πειραιάς, 16-6-2010


ΣΤΕΝΗ ΚΑΙ ΤΕΘΛΙΜΜΕΝΗ ΟΔΟΣ ΤΟΥ ΚΑ΄ ΑΙΩΝΑ

Ἀστακομακαροναδονηστεύουμε,
Χριστέ μου,
ἀραχτοξαπλοπροσευχόμαστε.
ἐργοτεχνοθαυμάζουμε τὸ κάλλος
τῆς εἰκόνος Σου,
τουριστομοναστηροπροσκυνοῦμε,
ἀνοιχτοσφιξοχέρικα πενταροδεκαροελεοῦμε,
τσιγαροφραπεδοθεολογοῦμε,
πονηροματοκλεινοηθικολογοῦμε,
μεταξορασοασκητεύουμε,
σοουμπιζιερατεύουμε,
σατραποπασαδαρχιερατεύουμε,
ἱεροεξεταστικοκηρύττουμε,
κινητοτηλεφωνοδιαποιμαίνουμε,
ἐν διαδικτύῳ θαλαττεύομε,
ἐν τηλοψίᾳ ἄρρητα κάλλη
μυδριοφθάλμως ἐξετάζοντες
τὸν νοῦν μας νεονηπτικώτατα τηροῦμε!
Ὅλα, ὅλα τὰ κάνουμε d’ accord,
μεταπατερικῶς, κατὰ πὼς πρέπει!
Γιατί καθυστερεῖς, λοιπόν,
τὸν ἀποκείμενον τῆς δόξης στέφανον,
τὸν ἀμαράντινον,
σ’ ἐμᾶς τοὺς στενοδίτας Σου
ἀγωνιστὰς νὰ ἀποδώσῃς;;;
Pourquoi???

Πειραιάς, 16-6-2010

Δευτέρα 14 Ιουνίου 2010

Περί Ρώμα, Ρώτα και ζακυνθινών οδών

Γράφει ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΦΛΕΜΟΤΟΜΟΣ


Εδώ και καιρό έχω σταθερά γυρίσει το ραδιόφωνό μου στο Τρίτο Πρόγραμμα και μόνο αυτό παρακολουθώ. Είναι και αυτό μια αυτοάμυνα και ένας τρόπος διάσωσης από τον επίφοβο βομβαρδισμό της τηλεοπτικής μας παρακμής και μια διαφυγή από την επικίνδυνη πραγματικότητα της με ημερομηνία λήξης ψυχαγωγίας μας.

Συχνά βέβαια αγανακτώ, εντοπίζοντας την εθνική μας καταρράκωση, όταν και αυτός, ο κατεξοχήν ποιοτικός σταθμός, προσαρμόζεται στην φθίνουσα καθημερινά νεοελληνική μας πραγματικότητα και -θυσιαζόμενος στον βωμό της ακροαματικότητας- μπερδεύει το λαϊκό με το λαϊκίστικο και όλο ρίχνει και καμιά πενιά ή ό,τι μπορεί ν’ ακούσεις οπουδήποτε αλλού, νομίζοντας, πιθανόν, πως πρωτοτυπεί και ακολουθεί την ποθητή, αλλά τόσο δυσκολόπιαστη, δίχως αληθινή παιδεία, πρωτοπορία.

Μα για να μην παρεξηγηθώ, θέλω να γίνω πιο σαφής. Πιστεύω πως η μεγάλη τέχνη πρέπει να φτάσει στο λαό, που θα την κάνει κτήμα του και καθημερινότητά του και όχι πως πρέπει το μέτριο και το απλό να το βαφτίζουμε μεγάλο, όπως ακριβώς οι καλόγεροι του Μεσαίωνα ονομάτιζαν το κοτόπουλο «φακές» και … κρατούσαν νηστεία. Διαφορετικά μοιάζουμε σαν τον ελληνικό ήρωα Καραγκιόζη, όπου μη γνωρίζοντας πως υπάρχουν και άλλα πεντανόστιμα φαγητά, ήταν τρισευτυχισμένος όταν είχε την παραδοσιακή του φασολάδα, που μόνο αυτήν γνώριζε.

Δεν είμαι στείρα προσαρμοσμένος πουθενά, μα κυριολεκτικά τσαντίζομαι κάθε φορά που η αρνητική ισοπέδωση εφαρμόζει το νόμο των συγκοινωνούντων δοχείων και δίπλα στις διάνοιες τοποθετούμε -και μάλιστα με κομπορρημοσύνη- τα απλά ταλέντα. Χρειάζονται και αυτά, δεν αμφιβάλω, αλλά δεν είναι ποτέ πρωτοπόροι. Διασκεδάζουν, μα δεν ψυχαγωγούν, με την αρχαιοελληνική σημασία της λέξης. Περνούν ευχάριστα -και πιθανόν ποιοτικά- την ώρα μας, μα δεν αλλάζουν την ζωή μας, ούτε μας καλλιεργούν και μας καλυτερεύουν. Είναι το μακρόπνοο εφήμερο, που φλερτάρει, δίχως τα απαραίτητα φόντα, την πραγματικότητα και το «από τους στραβούς το μονόφθαλμο», το οποίο από μόνο του δεν είναι επικίνδυνο, αλλά προωθούμενο από μετριότητες, που κάνουν «την τρίχα τριχιά», μπορεί να καταστεί επιζήμιο.

Μια από τις πιο σημαντικές και σοβαρές εκπομπές του Τρίτου που μου αρέσει και πάντα παρακολουθώ, μια και βοηθά ο χρόνος που ακούγεται, είναι αυτή του Γιώργου Μιχαηλίδη, η οποία με τον πολύ χαρακτηριστικό τίτλο «Γιόχαν, Σεμπάστιαν, Φλόιντ», μεταδίδεται κάθε πρωί, εκτός Σαββάτου και Κυριακής, λίγο μετά τις 8 το πρωί. Αυτή είναι μάλιστα σωστή λαϊκή εκδοχή -μια και παρέχει παιδεία στο λαό, δίχως να τον κολακεύει- και πολλά παρέχει. Όλα τα άλλα καταντούν απέλπιδες προσπάθειες, σαν αυτές των «Τρώων», του ανεπανάληπτου Καβάφη.

Κάθε πρωί, λοιπόν, από Δευτέρα έως και Παρασκευή, πίνοντας τον καφέ μου και απολαμβάνοντας την ηρεμία, που μου παρέχει η θέα που κορνιζάρεται στο παράθυρό μου, βιώνω, αληθινά, την ποιοτική και ποιητική αυτή παραγωγή και με τον τρόπο αυτό παίρνω κουράγιο και δύναμη, για ν’ αντέξω την γεμάτη ρουτίνα καθημερινότητα, που θα ακολουθήσει και ν’ αποκτήσω αντισώματα για την προέκταση της τηλεοπτικής μας αθλιότητας, που από καιρό έχει αρχίσει να περιφέρεται ανάγωγα στους δρόμους μας και την ζωή μας, κακή φωτοτυπία και στείρα μίμηση, ενός αναμφίβολα περιστασιακού έργου και μιας ιμιτασιόν επιβολής.

Είναι πολλές οι φορές, μάλιστα, που παρακολουθώντας την συνέχεια της εκπομπής, από το ραδιόφωνο του αυτοκινήτου μου, πηγαίνοντας στην δουλειά μου, έχω αναγκαστεί να μην παρκάρω την ώρα που πρέπει και ν’ ανέβω στο γραφείο μου, αλλά να πάω συχνά έως και το Κρυονέρι και κάποτε μακρύτερα, για να μην στερηθώ την χαρά και την ηδονή του κομματιού που παίζει, αφήνοντάς το στην μέση και να μην δωρίσω στον εαυτό μου τον πλουτισμό που άπλετα και ανάργυρα μου παρέχεται.

Την προηγούμενη βδομάδα, στις αρχές του Ιουνίου, με αφορμή μιαν επέτειο, από τον θάνατο ή την γέννηση -δεν θυμάμαι, αλλά ούτε έχει σημασία- του μεγάλου, δικού μας, καθαρόαιμα Επτανήσιου και Ζακυνθινού, μουσουργού Παύλου Καρρέρ, μεταδόθηκε ένα μικρό αφιέρωμα, τριών, αν δεν κάνω λάθος, δημιουργημάτων του, για να τιμηθεί έτσι η μνήμη του και η προσφορά του. Όποιος μπορεί να καταλάβει την τιμή που έγινε με την ενέργεια αυτή στο νησί μας, αλλά και την μεγάλη ευθύνη που μας κληροδοτεί, έχει πολλά να κερδίσει.

Κάποιο από τα έργα αυτά ήταν τονισμένο σε ποίηση του ελάσσονος, μπρος σε τόσα μεγάλα αναστήματα, ντόπιου ποιητή Κανδιάνου Ρώμα, η οδός του οποίου, δίπλα στην πλατεία του Αγίου Λουκά, συνεχίζει, όπως και οι περισσότερες άλλες, να αποτελεί μια ύβρη, μια και τοποθετήθηκε ανίδεα λαθεμένη η επιγραφή της ονοματοδοσίας της, πριν χρόνια και έτσι ιστορικά ανορθόγραφα εξακολουθεί να παραμένει, στερώντας την τιμή στον τιμώμενο και αποδίδοντας υστεροφημία σε πρόσωπο ουσιαστικά ανύπαρκτο.

Για την παραποίηση αυτή δεν μπορούμε να έχουμε, βέβαια, απαιτήσεις, από τον μη μυημένο στον Ιόνιο πολιτισμό και την Επτανησιακή νοοτροπία τεχνίτη της, της Πάτρας ή της Αθήνας, αλλά σίγουρα καταλογίζουμε την πρέπουσα ενοχή σ’ αυτούς που την παρέλαβαν, την τοποθέτησαν και την ανέχονται. Η εκεί παρουσία της και η παραμονή της δείχνει αφενός τη ανικανότητά τους και αφετέρου την δική μας νωθρότητα και επιζήμια ανεκτικότητα. Εδώ θα μου πείτε ο Δανιάς έγινε χώρα και μάλιστα Ευρωπαϊκή κάτω στην Αγία Τριάδα και εσύ με την μετατροπή του βαφτιστικού ονόματος σε οικογενειακό επίθετο ασχολείσαι; Ίσως έχετε δίκιο, αλλά το ευαγγέλιο λέει πως μωραίνει ο Θεός αυτούς που θέλει να καταστρέψει!

Μα το λάθος αυτό δεν είναι το μόνο. Ο παραγωγός της παραπάνω εκπομπής, ο Γιώργος Μιχαηλίδης, ο γνώστης, όπως φαίνεται και έχει πολλές φορές αποδείξει, της μουσικής μας δημιουργίας, αναφερόμενος στο όνομα του «χαμωλόγου» ποιητή, μα σημαντικού για την παρουσία του και τον καιρό του, έκανε και αυτός ατόπημα, ονομάζοντας το γνωστό σε όλους τους Ιόνιους Καντιάνο Ρώμα, της κατακρεουργημένης οδού, «Ρώτα». Αυτό, μάλιστα, έγινε πολλές φορές και αποδεικνύει πως δεν ήταν ολίσθημα στιγμής ή γλωσσικό μπέρδεμα, αλλά ανάγνωση της τζαντιώτικης γλώσσας και κουλτούρας με … νεοελληνική προφορά και αισθητική.

Το ίδιο, συχνά, συμβαίνει και με το δικό μου επώνυμο, που πολλές φορές το ακούω και περισσότερες το διαβάζω με «β» αντί με «μ», εκτός Ιονίου, βέβαια, ενώ τα υπόλοιπα Επτάνησα και το ορθογραφούν και το γνωρίζουν, γράφοντάς το και προφέροντάς το σωστά.

Ίσως όλα αυτά θεωρηθούν ασήμαντες λεπτομέρειες. Μπορεί και εγώ να θεωρηθώ προσκολλημένος και παράξενος. Όμως όπως η καλή νοικοκυρά δείχνει την ικανότητά της από την κρυμμένη κάτω από τα έπιπλα καθαριότητα και όχι από την φαινομενική, έτσι και η προσέγγιση του πολιτισμού μας πρέπει να γίνεται με ιόνια γνώση και προσοχή στην λεπτομέρεια, αυτήν που είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της πραγματικότητας. Διαφορετικά η ερμηνεία του θα είναι αν όχι άτοπη, τουλάχιστον άπιστη.

Να γιατί στα Πανιόνια Συνέδρια πρέπει να κυριαρχούν οι Επτανήσιοι.

Αυτοί είναι οι σημαντικότεροι γνώστες. Γιατί διαφορετικά σε καταλαβαίνει και σε ερμηνεύει ο ξένος.

Τρίτη 8 Ιουνίου 2010

Από την πλατεία της Sulmona στον Λόφο του Στράνη

Γράφει ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΦΛΕΜΟΤΟΜΟΣ



Σαν πρόεδρος του Δ. Σ. της Αστικής μη Κερδοσκοπικής Εταιρείας “Giostra di Zante” και εκπροσωπώντας το Σωματείο, βρέθηκα την προηγούμενη βδομάδα στην ιταλική πόλη Sulmona, συνοδεύοντας μια ομάδα μαθητών του 1ου Δημοτικού Σχολείου της πόλης μας, του ιστορικού και φημισμένου «Καραμπίνειου», η οποία, με την συνοδεία των γονέων τους, πήρε μέρος, για πρώτη φορά, ακολουθώντας το παράδειγμα των μεγαλύτερων, στην εκεί διεξαγόμενη παιδική Γκιόστρα, αντιπροσωπεύοντας το νησί μας σε μια εκτός συνόρων εκδήλωση, η οποία πολλά και σε διαφορετικά επίπεδα είχε να τους προσφέρει.

Για τους δεσμούς μας με την όμορφη και ιστορική αυτή πόλη, την γενέτειρα του μεγάλου και φημισμένου ποιητή Οβίδιου και την διοργανώτρια της Ευρωπαϊκής Γκιόστρας, σίγουρα γνωρίζετε αρκετά, μια και πολλές φορές έχει επισκεφθεί το νησί μας αντιπροσωπεία της, για να λάβει μέρος στην ιππική Γκιόστρα της Ζακύνθου, αλλά και ανάλογες φορές μέλη του Σωματείου “Giostra di Zante” έχουν πάει ως εκεί για να λάβουν μέρος και να εκπροσωπήσουν την χώρα μας στην μεγάλη τους και διεθνή εκδήλωση, η οποία πραγματοποιείται πάντα την πρώτη Κυριακή κάθε Αυγούστου.

Σίγουρα επίσης γνωρίζετε για την αδελφοποίηση των δύο Σωματείων, η οποία έχει ήδη πραγματοποιηθεί, καθώς και αυτήν των δύο πόλεων, η οποία ήδη έχει ξεκινήσει και σταθεροποιήθηκε τον περασμένο Φεβρουάριο, στα πλαίσια της δικής μας Γκιόστρας, όταν ο ίδιος ο Δήμαρχος της πόλης, μαζί με εκπροσώπους του Δημοτικού του Συμβουλίου επισκέφθηκε τον τόπο μας. Η ζεστή αυτή τελετή, η οποία πραγματοποιήθηκε στην αίθουσα του Δημοτικού Συμβουλίου του Μητροπολιτικού μας Δήμου, κάτω από το άγρυπνο βλέμμα του κοινού μας ποιητή, του Ούγου Φώσκολου, το πορτραίτο του οποίου, φιλοτεχνημένο από την ταλαντούχο ζωγράφο μας Λένα Γούναρη, εδέσποζε του χώρου, παρουσία μάλιστα των αντιπροσωπειών των δύο άλλων χωρών, οι οποίες συμμετέχουν στην Γκιόστρα της Ζακύνθου, της Σλοβακίας και του Σαν Μαρίνο, έθεσε τα θεμέλια μιας μεγάλης φιλίας, η οποία πολλά έχει να προσφέρει στο νησί μας.

Τώρα η σκυτάλη παραδόθηκε στην νεώτερη γενιά, για να συνεχίσει την παράδοση και να γνωρίσει τις ρίζες της, σε μιαν εποχή μάλιστα, που η ισοπέδωση έχει πάρει μορφή επίφοβη και η άγνοια της ταυτότητάς μας ή πιο σωστά η παραποίηση και πλαστογράφησή της καταντά την ζωή μας επικίνδυνη.


Θα μπορούσα να γράψω αρκετά για την πολλά υποσχόμενη αυτή προσπάθεια και ν’ ασχοληθώ διεξοδικά με την μεγάλη αξία και την πολυσήμαντη σημασία της. Και η παρουσία των παιδιών μας ήταν άριστη και η φιλοξενία που μας παραχωρήθηκε ήταν υποδειγματική. Αυτά, όμως, τα διαβάσατε από άλλα κείμενα του τοπικού τύπου και πολλοί τα πληροφορηθήκατε, σίγουρα, απ’ όσους είχαν λάβει μέρος στην αποστολή και επέστρεψαν ενθουσιασμένοι.

Γι’ αυτό το λόγο και μόνο θα ξεπεράσω όλα τα άλλα που έγιναν και θα σταθώ σε μια στιγμή, η οποία αν δεν ήταν η μεγαλύτερη του ταξιδιού της αντιπροσωπείας, ήταν σίγουρα η πιο συγκινητική και η πιο συναισθηματικά φορτισμένη.

Το πρωί της Δευτέρας, λοιπόν, 31 Μαΐου και στα πλαίσια της θερμής υποδοχής, που επιφύλαξαν οι μαθητές του εκεί Σχολείου, που φέρει το όνομα της δασκάλας, η οποία έσωσε τα παιδιά από έναν μεγάλο κίνδυνο πυρκαγιάς, χάνοντας την ζωή της, της Lola di Stefano, η μπαντίνα του Σχολείου έπαιξε - και μάλιστα μουσικά άριστα - τον Εθνικό μας Ύμνο, αμέσως μετά την διεθνή «Ωδή στη Χαρά» και πριν τον δικό τους.

Ακούγοντας σε μια ξένη χώρα οι δικοί μας μαθητές τους γνώριμούς τους ήχους, αλλά και το δείγμα του δικού τους πολιτισμού, του καθαρόαιμα Επτανησιακού, μια και οι στίχοι του γράφτηκαν στο νησί τους και η μελοποίησή τους έγινε στην συγγενική Κέρκυρα -να γιατί η Ιόνια Περιφέρεια είναι κρίμα να ακολουθήσει την επικίνδυνη τύχη του «διεμερίσαντο…»- άρχισαν να τραγουδούν τα λόγια και παραδόξως σε μερικά σημεία τα συνόδευσαν και τα ενθουσιασμένα ιταλάκια, τα οποία πολύ πιθανόν είχαν δει παρόμοιες σκηνές σε νίκες εθνικών μας ομάδων από τα τηλεοπτικά τους κανάλια.

Ομολογώ πως το μόνο που δεν μου ταιριάζει είναι η πανηγυρικού ρυθμού εθνικοφροσύνη και πως σαν γνήσιος Επτανήσιος και τίποτα άλλο αισθάνομαι πολίτης του κόσμου και φορέας πολλών πολιτισμών και νοοτροπιών. Αυτή τη φορά, όμως, δάκρυσα και περήφανος για τον τόπο μου, το μικρό νησί μου, αισθάνθηκα πως πατώ με το ένα πόδι στην κεντρική πλατεία της Sulmona και με το άλλο στον πολύκροτο - από πολλές απόψεις, ουσιαστικά και μεταφορικά - Λόφο του Στράνη, όπου ο μεγάλος γενάρχης της επτανησιακής ποίησης και ο σημαιοφόρος της ιόνιας αισθητικής οραματιζόταν την γαλήνη της ιστορίας και έκανε την ευαισθησία και την αγάπη του στίχους και ακρογωνιαίους λίθους της νεοελληνικής - για εκείνον και μόνο, δυστυχώς - πραγματικότητας.

Πολλές φορές έχω επισκεφθεί τη Sulmona και ακόμα περισσότερες την Ιταλία. Η εκεί διαμονή μου ήταν πάντα κάτι ξεχωριστό και ο χώρος της ανέκαθεν μου φαινόταν οικείος μια και σε επηρεασμένο από αυτήν μέρος μεγάλωσα. Αυτή την φορά, όμως, η ευαισθησία και η στα πλαίσια της σωστής φιλοξενίας και ουσιαστικής φιλίας γεμάτη αβροφροσύνη κίνηση των ιταλών φίλων μας μ’ έκανε να νοιώσω περισσότερο δικό μου τον τόπο τους και να καταλάβω το πόσο παγκόσμιο είναι το καθαρά δικό μας.

Μέχρι τώρα στην γειτονική μας χώρα αντιλαμβανόμουνα παντού την διακριτική και στηριχτική παρουσία του παλιού μου γείτονα και συντοπίτη, του Ούγου Φώσκολου. Τους τόπους και τα έργα του μου έδειχναν οι φίλοι ιταλοί, τους στίχους του μου απάγγελλαν, την κοινή μας αγάπη γι’ αυτόν μου έδειχναν και την λατρεία τους για το πρόσωπό του, που αντανακλούσε στο νησί του και νησί μου με κάθε ευκαιρία εκδήλωναν.

Αυτή τη φορά ήρθε και μας συνάντησε και ο ουσιαστικός μιμητής του και μαθητής του, ο μικρός, όταν πέθανε, σε ηλικία θαυμαστής του και μεγάλος μετέπειτα Ποιητής, ο Διονύσιος Σολωμός και μας υποδέχτηκε στον τόπο του δημιουργού των «Μεταμορφώσεων», συμφωνώντας με τον δάσκαλό του για την αδελφοποίηση και χαιρόμενος για το τόλμημα των νεαρών συμπατριωτών του, του αύριο της πατρίδας του, που τους άνοιγε ψυχή και ορίζοντες.

Με ρώτησε σε κάποιο διάλειμμα της εκδήλωσης ο δάσκαλος της μουσικής του σχολείου για την απόδοση του Ύμνου μας και μου εμπιστεύθηκε τον φόβο του για την σωστή του αντιμετώπιση και την αγωνία των μαθητών του για όσο γινόταν πιο σωστή εκτέλεση. Τον διαβεβαιώνω και από αυτήν εδώ την στήλη πως ήταν πράγματι άρτια και πως η κίνησή του αυτή μας χάρισε το πιο πολύτιμο δώρο, ισάξια γλυκό με τα φημισμένα κουφέτα, που κατά παράδοση φτιάχνει η πόλη του και ουσιαστικό, όσο το βλέμμα του Οβίδιου, ο οποίος μας κοιτούσε χαμογελώντας από το μαρμάρινο βάθρο της ομώνυμης πλατείας του, καλωσορίζοντας τον γιο του Ταμπακιέρη, που σίγουρα είχε αγρυπνήσει πάνω στους στίχους και την σκέψη του, όταν ετοίμαζε με σπουδή την θεμελίωση της γλώσσας και της τέχνης του τόπου του.

Σκέφτηκα, επίσης, πως στο νησί μας, την πατρίδα της ποίησης και της μουσικής, ευχής έργο θα ήταν το να αποκτήσει το κάθε σχολείο ή έστω τα περισσότερα την δική του μπάντα, για να συνεχιστεί, έτσι, η παράδοση, να καλλιεργηθεί η μουσική ευαισθησία των νεώτερων Zακυνθινών, που κατακρεουργείται από κακόγουστα εμπορεύματα φτηνής δημιουργίας και να μπορέσει έτσι να δημιουργηθεί το φυτώριο για μια αυριανή φιλαρμονική, η οποία θα εκπροσωπεί επάξια το νησί μας, την ιστορία του και την παράδοσή του.

Μακάρι όταν τον επόμενο Μάρτη θα έρθουν στην Ζάκυνθο τα ιταλόπουλα, για την δική μας ιππική Γκιόστρα, μια παιδική μπάντα να υπάρχει για να τους αποδώσει την φιλοφρόνηση και την αγάπη τους.

Τότε σίγουρα θα πατούμε σε στέρεες βάσεις. Γιατί είναι ντροπή να μην έχει μπάντα η Ζάκυνθος.
Related Posts with Thumbnails