© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Παρασκευή 12 Ιουλίου 2013

Μαρίας Κοτοπούλη: ΩΔΗ ΣΤΟΝ ΠΟΙΗΤΗ (νέο διήγημα)

[Κολάζ Ελύτη]
Οι  πρώτοι ψαλμοί του όρθρου, με τα τζιτζίκια να κρατούν το ίσο, ήταν ένα γλυκό ξύπνημα για τον Άνεμο, τον Αέρα - Αήρ, αναγραμματισμός της Ήρας,  όπως λένε, της θεϊκής συζύγου του Διός- τον Λιλ των Σουμερίων, των Ελλήνων το Νοτιά, το νεαρό αμούστακο αγόρι, που αδειάζει ένα δοχείο με νερό ψηλά από τον Πύργο των Ανέμων.
Άκουγε το γέλιο της, προκλητικό, ερωτικό, μα εκείνη δεν ήταν πουθενά. Έτρεχε ανάμεσα στις θολωτές καμάρες να δει που κρύβεται. Της σφύριζε, της ψιθύριζε λόγια τρυφερά, κρυβόταν, μα τίποτα. Μικρό ζιζάνιο ο Νοτιάς, έκανε τις τρέλες του, να την παραπλανήσει και μόλις φανεί, να την αρπάξει ξαφνικά στην ερωτική αγκαλιά του, έτσι, σαν μια μπουκιά, καθώς θα την ονειρευόταν με μονοκοντυλιά στον καμβά του ο Σαλβατόρ Νταλί. Το τρελό γέλιο της συνέχιζε να τον προκαλεί, ρίχνοντας  όλα τα αρώματα και τις ευωδιές μπροστά του κι ακόμα μες στα χέρια του, απίθωνε τα μεταξένια φύλλα της, μα εκείνη, έμενε αόρατη. Έπλαθε με τη φαντασία του τη μελαγχολική, αριστοκρατική μορφή της. Αχ, πόσο ζηλεύει τον αδερφό του που αγκαλιάζει τη Νύμφη! Έτσι θέλει κι εκείνος να την έχει αγκαλιά. Γιατί, γιατί ο Σάντρο επέλεξε να ζωγραφίσει τον Εύρο πλάι στη Θεά; Αν έκλεβε τους κέλητες του Αχιλλέα, τους γιους του αδερφού του Ζέφυρου, θα την απήγαγε και θα καλπάζανε μαζί στον αστερόεντα ουρανό!
Ο ήχος από τη μυσταγωγία των ψαλμών δυνάμωνε και τον συνέπαιρνε. Η σκέψη του τρελάθηκε και τον έσπρωξε σε άλλα μονοπάτια. Αχ, αν την παρέσερνε στο Ναό για να  της δείξει την Παναγιά με το ρόδι στο χέρι, δε θα τη συγκινούσε που είχε γίνει σύμβολο θεϊκό, σύμβολο της Ανάστασης; Θα την έσφιγγε τότε στην αγκαλιά του στο κέντρο του Ναού. Ένιωσε  δέος.  Όχι, όχι, ο χώρος ήταν ιερός κι εκείνος δεν γνώριζε, αν ο δικός του «ιερός έρωτας» ήταν αγνός ή βέβηλος. Αν, μόνο, το ήξερε, θα έπαιρνε την ευλογία του Θεού και θα την κρατούσε αιώνια στην αγκαλιά του. Ίσως, αν της έδειχνε τις αναγεννησιακές Μαντόνες με τα ρόδια στα Μουσεία του κόσμου, να λύγιζε τις αντιστάσεις της; Αν πάλι έκλεβε το μήλο από το χέρι του Πάρη και έβαζε στη θέση του  το ρόδι, μπορεί να προκαλούσε μια αναταραχή, μια ζήλια από τη Μηλιά, που, πάνω στο θυμό της θα ξετρύπωνε τη μικρή Ροδιά από την κρυψώνα της για να την επιπλήξει και τότε εκείνος θα εύρισκε την ευκαιρία να κάμει μια άλλη «Αρπαγή Ωραίας» και να τη φέρει στον λαμπερό ανεμώδη κοιτώνα του, τον στρωμένο με το τέλειο σχήμα των φύλλων της και των καρπών της, αυτό, το μικρό-μικρό σύμπαν της ζωής, όπου ο Δημιουργός έκρυψε το μεγαλείο του.
Εκεί, τις μέρες του Μαγιού, ονειρευόταν ότι μπορούσε να της δώσει το χάδι, το φιλί του. Το ήξερε, ότι επίτηδες χανόταν για να την επιθυμήσει ακόμα πιο πολύ. Αλίμονο, αόρατη, πεισματικά κρυμμένη, τον μεθούσα με το άρωμα  που επίμονα σκορπούσε ολόγυρα του και μαρτυρούσε την αιθέρια παρουσία της. Κι ύστερα τα κελαϊδίσματα των πουλιών, να  τρέμουν πάνω στα φυλλώματα και να τραγουδούν τ’ όνομά της, περνώντας μέσα από τις συννεφιές του ουρανού, για να φτάσουν στους δαιδαλώδεις διαδρόμους της ημέρας, να τη δουν να στολίζεται με επτά λογιών φτερά, με όλα τα χρώματα της Ίριδας, της φτερωτής θεότητας, που σαν τους Αρχαγγέλους ακολουθεί κι εκείνη τους Θεούς κρατώντας το κηρύκειο, προνόμιο δικό της και του Ερμή, προκαλώντας του ήλιου τα αμέτρητα κρυστάλλινα πρίσματα να αντιφεγγίζουν τους πλανήτες.
Και ξαφνικά βλέπει μια οπτασία μυστηριακή, ολόγυμνη, με όλες τις χάρες της Αφροδίτης, αιώνιο σύμβολο ομορφιάς, να τρέχει μαζί  με τα διάφανα, γυμνά κορίτσια, που τραγουδούσαν τα όνειρά τους, στους κίτρινους κάμπους, να τα συντρέχει με τα αστραφτερά κλαδιά της στο μάζεμα των τριφυλλιών, για να γεμίσουν τα χλωρά πανέρια τους με ανθούς και τα ξανθά τους χέρια με την ομορφιά του φωτός των τριφυλλιών. Αμαζόνα αγέρωχη κάλπαζε με το χρυσό της Άτι, ανεμίζοντας προκλητικά τη χαίτη της στον Ουρανό, επίκληση στην ελπίδα της ανατολής του Ήλιου και δεν μπορούσε να ξεχωρίσει ποια χαίτη ήταν ομορφότερη, η δική της ή του περήφανου  Αλόγου της;
Καθώς χαιρετούσε από μακριά τη θάλασσα, κουνώντας το μαντήλι της γεμάτο από φωνές πουλιών, του φάνηκε, όχι, όχι, το μάτι του Ανέμου δεν ξεγελιέται, την αναγνώρισε. Από το τραγουδιστό της γέλιο, από τους ευωδιαστούς  καρπούς στο στόμα της, που άφηναν το ρίγος τους στις φυλλωσιές του όρθρου των πουλιών και σε όλο το κορμί του. Ήταν η τρελή Ροδιά, γεμάτη από τη φλόγα του ανοιχτού καρπού της, να πλέκει με τα φύλλα της μαντίλια από φωτιές όχι εκείνα της καταστροφής μα τα άλλα της προμηθεϊκής ευεργεσίας, στους Ανθρώπους και στη Μάνα Γη. Να αντιπαλεύει στα κύματα σαν τη μικρή Παπαρούνα ανάμεσα στις πέτρες τις σκληρές που ορθώνει το επαναστατικό, κόκκινο, σαν αίμα κεφαλάκι της, να ξορκίσει το κακό για να μπορέσει το απροστάτευτο Γεράνι τις θύελλες να νικήσει και να ανθίσει. Ήταν η τρελή Ροδιά κι εκείνος έτρεχε πίσω της να δει τη θάλασσα. Ποια θάλασσα; Του πολυμήχανου Οδυσσέα,  του Μικρού Ναυτίλου,  ή εκείνη του Ποιητή των Ποιητών;
Πώς θα την ξεγεννήσει, αναρωτιόταν, πώς, με τόσους τριγμούς, θα καταφέρουν τα παιδιά της να πετάξουν με τα ξύλινα πόδια τους, πάνω από τις θαλάσσιες ανεμώνες, πάνω από τις ρυτίδες των κυμάτων σ’ ακρογιαλιές απάτητες,  αμύριστες, ερωτικές, με τις πλανεύτρες Σειρήνες, τις Γοργόνες και τις Νύμφες, να τα προσκαλούν, σε «λιμένας πρωτοϊδωμένους»; Πώς, άραγε, θα φτάσουν στους αιθέρες,  άρμενα για πουλιά, για σύννεφα και για κορίτσια αερικά; Θαμπωμένος από τη θηλυκότητα και τον ερωτισμό της, διέκρινε τη μεγαλόπρεπη Μητρική της Φύση. Ένιωσε δέος, ίδιο με εκείνο στο κέντρο του Ναού. Πόσο έχει λοξοδρομήσει, σκεφτόταν. Θα χαθεί μες το σκοτάδι και φοβάται. Αναζήτησε το μονοπάτι του Θεού και άπλωσε το χέρι του να αρπάξει το Δικό του. Όμως το φως γύρω από το Πρόσωπό του, άλω, το λέει ο Ποιητής, τον θάμπωσε, αλλά το θαλασσί του Ουρανού και της «Θαλάσσης τα κύματα», τον συνέφεραν. Γονάτισε μετανοιωμένος.
Όχι, όχι, θα τρέξει στις άσπρες αυλές και θα την περιμένει εκεί καρτερικά, ως την ώρα της απόγειας αύρας, ποτέ δε θα την πάρει με τη βία. Κι όταν θα φτάσει, θα την κρατήσει τρυφερά στην αγκαλιά του, θ’  απλώσει τα δάχτυλά του στης κόμμωσής της τα κλαδιά, μ’ ένα χάδι κόμπο στο λαιμό, χάδι χαράς, πόνου και λύτρωσης. Ίσως ο Ερμής με το κηρύκειο να έρθει από πάνω τους, να τους σκεπάσει με το μανδύα του και να απομακρύνει τα σύννεφα όπως έκανε για της Αφροδίτης τη χάρη κι ίσως ο μικρός Έρωτας με τα βέλη του να διώξει τους μνηστήρες. 
Οι ώρες σταματούν κι ο χρόνος τρέχει στης Άνοιξης τα μέρη και στις γειτονιές του Καλοκαιριού και του Αυγούστου. Η Ροδιά, στην ιερότητα του βίου της, αφήνεται στην αιώνια, θεϊκή αγκαλιά και στην πνοή του Ανέμου την ώρα του μεσημεριού, την ώρα που ο Ήλιος ξελογιάζει τη Γη κι ο Ουρανός τη Θάλασσα αγκαλιάζει, εκεί, που οι Ναοί των Σουμερίων χάνονται μέσα στο ιερό θόλο, εκεί ψηλά,  από τον Πύργο των Ανέμων ο «μικρός» Νοτιάς, θα αδειάσει το πολύτιμο δοχείο που κρατά  για την ευεργεσία της Γης και της Ροδιάς.

[Σημείωση: Πολλά στοιχεία είναι παρμένα από το βιβλίο της Dr Ανθούλας Δανιήλ, Προσεγγίσεις Ποιημάτων, Εκδόσεις Τομές].   

Ιούνιος 2013
Related Posts with Thumbnails