© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Κυριακή 30 Δεκεμβρίου 2012

Απόστολου Θηβαίου: ΧΡΗΣΜΟΣ, ΜΝΗΜΗ ΚΑΙ ΛΑΟΣ. Τζιουζέπε Ουνγκαρέττι


Ο Ιταλός ποιητής Τζιουζέπε Ουνγκαρέττι συνιστά μία από τις κεντρικές, ποιητικές μορφές του περασμένου αιώνα. Και με δεδομένη τη διαχρονικότητα της αναγκαιότητας για μια ελεύθερη, ποιητική δημιουργία, θα ήταν ουσιώδες να προβούμε στην παραδοχή πως ο Ιταλός ποιητής αποτελεί σε όλο το φάσμα της ποιητικής τέχνης μια λαμπρή, στοχαστική και αισθητική μορφή. Ο ποιητής, ο οποίος γεννήθηκε το 1888 και κατέληξε το 1970 στάθηκε εξόχως δημιουργικός σε όλο το φάσμα του λόγου. Δοκίμιο, ποιητικός λόγος, δημοσιογραφία, στοχασμός, κανένα είδος του λόγου δεν στάθηκε αδιάφορο για τον ακαδημαϊκό Ουνγκαρέττι. Ο τελευταίος αυτός τίτλος, μια επίκτητη ιδιότητα δεν αναφέρεται σε τούτο το σημείο ως μία επιβεβαίωση του υψηλού πνεύματος, αλλά ως ένα κατόρθωμα σπουδαίο και ουσιαστικό, μια και καθίσταται σπάνιο ο ίδιος ο ποιητικός λόγος να οδηγεί κάποιον στα ανώτερα κλιμάκια της θεσμοθετημένης πνευματικότητας, συνεισφέρονται σε τούτη την ελευθερία της ποίησης, τη αδάμαστη φαντασία, τον υπερβατικό στοχασμό, στοιχείο εκλιπόν από την ίδια βάση των πολιτιστικών θεσμών.
Ο Ουνγκαρέττι στέκει ακόμα ένας από εκείνους, οι οποίοι αναγνώρισαν στις συνθέσεις του Κωνσταντίνου Καβάφη, όχι μόνο την τρυφερή, ανθρώπινη στοχαστικότητα, την κρίση  της ιστορίας, την ελληνικότητα την ίδια, μα και την αιτία, την αφορμή για μια εναλλαγή στην καθιερωμένη κατεύθυνση του λόγου. Στις άγνωστες,  προς το ελληνικό κοινό, δοκιμές του, μπορεί κανείς να διαπιστώσει τη λαμπρή ομολογία της ποιητικής ανωτερότητας του Αλεξανδρινού ποιητή, προτού ακόμα η διεθνής κοινότητα στρέψει με ταπεινοφροσύνη το σκωπτικό πάντα βλέμμα της προς τις απαράμιλλες, ποιητικές δημιουργίες του Κωνσταντίνου Καβάφη. Η καταβύθιση του αισθησιακού ποιητή μες στην ελληνικότητα και την προσφορά αυτής σε όλο το φάσμα της ιστορίας, όχι μόνο εθέσπισε έναν αδιαμφισβήτητο κύρος προς  το ελληνικό πνεύμα, μα έθεσε την ίδια την καταγεγραμμένη, επιστημονική μνήμη σε μια πιο ενεργητική κατάσταση, βαθιά ανθρώπινη, ανατρέποντας τη νωθρότητα του επιστημονικού λόγου. Ο Καβάφης, κατά τον Ουνγκαρέττι, έκρινε την ιστορία και τα πρόσωπά της, πρότεινε να καταστεί εκείνη οικεία ως προς τους σκοπούς της και επιστρέφοντας στον κύκλο της να επέτυχε να αντανακλά εκ νέου και αδιαλείπτως τα ανεξιχνίαστα σημάδια της αιωνιότητας. Μια τέτοια θέση, φανερώνει την πρόθεση και την αγωνία του Ιταλού ποιητή και στοχαστή να συνδέσει ίσως την τέχνη του με τις αρχές και τα πιο στέρεα κινήματα των καιρών, αναγνωρίζοντας την ιστορία ως τέτοιο, έναν θεσμό ολοζώντανο δηλαδή, όπως η ποίηση, μεταβαλλόμενο, εξελισσόμενο, μια διαρκή, αναθεωρητική δύναμη με άλλα λόγια.
Με την ίδια αιρετικότητα και την πρόθεση της εκπλήξεως ο Ουνγκαρέττι αρνείται τα στερεότυπα ερωτήματα, τα ζητήματα της αυθυπαρξίας της ίδιας της ποιητικής τέχνης. Αναγνωρίζει και εκείνος την τραγική αναγκαιότητα της δημιουργίας και σε εκείνη αποδίδει την ελιτίστικη,ποιητική στάση. Αρνείται τους ορισμούς της ποίησης, τις κατευθύνσεις της, παραδεχόμενος διακριτικά εκείνο το οποίο απερίφραστα δηλώνει ο «Μιχαήλ Ευχέτης» του Γιώργου Δουατζή. Μιλούμε για την έννοια του περιορισμού, της περιχαράκωσης, τάσεις τις οποίες αρνείται με τέτοια ένταση και επιχειρηματολογία ικανή ο Ουνγκαρέττι. Η ελευθερία του στοχασμού του, επιτρέπει στον Ιταλό δημιουργό να θέτεται σε όλες τις διαστάσεις του χρόνου, με άλλα λόγια να υπάρχει εμπρός σε κάθε εικόνα, περίσταση και αίσθημα, πασχίζοντας και εκείνος να ξεπεράσει τη φυσική, αισθητηριακή εντροπία, το γενετικό μαρασμό, τον αυτοκαταστροφικό εσωτερισμό του ίδιου του προσώπου. Ο Τζιουζέπε Ουνγκαρέττι, μας εκπλήσσει για την πρωτοπορία του, όταν προβαίνει στην παραδοχή πως πέρα από το λόγο, τις ακμές και τις προόδους της ίδιας της έκφρασης, η ποιητική δημιουργία βιώνεται, χαρακτηρίζεται από μια παθητικότητα φυσική και αισθητική. Λέμε «βιώνεται», εννοώντας «υπάρχω». Μιλούμε για έναν λογισμό υπερβατικότερο, συμφιλιωτικό και παρηγορητικό, ο οποίος φύεται μες στη συγκριτική, ανθρώπινη πλεονεξία.
Ο δοκιμιακός λόγος του Ουνγκαρέττι σημειώσαμε και παραπάνω, όχι μόνο δεν είναι γνωστός, μα και μεταφραστικά ακόμη, καταμετρά ελάχιστες απόπειρες, κάποιες σκόρπιες σε έντυπα και περιοδικά λογοτεχνίας, τα οποία ολοκλήρωσαν τον κύκλο τους. Και η αξία ενός λόγου σαν εκείνον του Ουνγκαρέττι δεν εντοπίζεται απλά στη σφαιρικότητα της γνώσης γύρω από τη δημιουργία του, μα στη βαθιά ελληνικότητά του, μια επίκτητη πνευματικότητα, κερδισμένη μέσα από την κρίση και τη σύγκριση. Ο Ουνγκαρέττι αποτέλεσε ένα σπουδαίο φιλέλληνα δημιουργό. Με αφορμή τον καβαφικό λόγο στοχάστηκε γύρω από το «ελληνικό» και το έθεσε σε μέτρα ικανά και υψηλά. Με τρόπο ελλειπτικό και προσηνή, συμπυκνωμένο σε μια ορολογία ταυτόσημη με την ελληνικότητα την ίδια, ενέταξε τη δυναμική της τελευταίας. Ίσως να στάθηκε αφορμή και ο βαθύς, πολιτιστικός συσχετισμός μεταξύ των δύο μεσογειακών χωρών και την εκτενή αλληλεπίδραση μες στην πάροδο των ετών. Σε κάθε όμως περίπτωση, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε δίχως υπερβολή πως ετούτη τη μοιραία, γεωγραφική και πολιτισμική ζεύξη, που διύλισε τον ελληνισμό προς τη δύση, ο Τζιουζέπε Ουνγκαρέττι την εκτίμησε με έναν τρίπτυχο αξιακό που πυκνωτικά αφήνει ορατές τις εκρηκτικές εκκενώσεις του ελληνικού πνεύματος, εκείνου του ίδιου που σήμερα καπηλευόμαστε, ανήμποροι, όχι μόνο να το αναπαράγουμε μα να το φανταστούμε μες στο τόσο μεγαλείο του. «Χρησμός και ιστορία και λαός» αναφέρει ο Ουνγκαρέττι, καθώς αναγνωρίζει στη χορική έκφραση την ανθρώπινη ένταση και το δράμα της.Και στέκει επιτακτική ανάγκη για τον σημερινό αναγνώστη, να αποκωδικοποιήσει  την ορολογία ετούτη, προκειμένου να ταυτοποιήσει τον εαυτό του, ιδωμένο σε μια έκταση πνευματική και υπερεθνική. Ιδωμένο μες στο μυστικισμό και την ιερή θρησκευτικότητα της αρχαίας εποχής, ιδωμένο μέσα από την ατομική μνήμη που καθίσταται συλλογική και ενδεικτική του ανθρώπινου δράματος. Μαρτυρία δηλαδή και κτήμα του ίδιου του έθνους, με την έννοια της βασικής εκείνης, ανθρώπινης ουσίας που συνοψίζει με τη γλώσσα και το έθιμο και τη μνήμη πάλι την έννοια της ταυτότητας. Με τους τρεις ετούτους βαθείς και εγκάρσιους άξονες ο Ουνγκαρέττι αναδεύει την ελληνική ψυχή, κατανοώντας τη διαρκή, ψυχολογική πάλη μες στην ανθρώπινη ψυχή.  Με το χρησμό, τη μνήμη και το λαϊκό έρεισμα άλλωστε κατέστη δυνατό το προχώρημα της τέχνης της ίδιας κοντύτερα στον άνθρωπο τον ίδιο. Με την ίδια αξονική κίνηση βάδισε το ρεμπέτικο τραγούδι, μια άλλη έκφραση χορικής δημιουργίας, στο ίδιο αξιωματικό μοτίβο στηρίχτηκε και η δημιουργία του χρωστήρα, κοπιάζοντας να συλλάβει στην αστική εικονοπλασία αρχικά και έπειτα το ίδιο το αστικό τοπίο, ακαθόριστο και ψυχικό, με την έννοια του αισθητικού στη ζωγραφική δημιουργών, όπως ο Πάρις Πρέκας. Και άλλωστε τέτοια είναι ολόκληρη η δομή του ελληνικού πολιτισμού, ιδωμένου ως σύνολο,από την  αργίτικη τραγωδία ως την κορυφή της θρησκευτικής ευλάβειας και την θεμελίωσή της  στην ελληνική συνείδηση, κατά τα βυζαντινά χρόνια.
Με άλλα λόγια, ο Ουνγκαρέττι έξοχα συλλαμβάνει στο τρίπτυχό του, μια πνευματική συνέχεια του ελληνισμού, ενδεικτική σταθερών αρχών, οι οποίες επιβεβαιώνουν όχι μόνο την ενότητα της τέχνης μα και του πνεύματος του ίδιου. Στον καιρό μας ακόμα, έτη μετά τη συγγραφή του δοκιμιακού λόγου του Ουνγκαρέττι, το πλαίσιο παραμένει ίσως το ίδιο και η ισορροπία η εννοιολογική του ίσως και να ερμηνεύει εν μέρει την ελληνική κρίση, καθώς με τη μνήμη παρούσα και ακμαία και το λαό παρόντα, δοσμένο σε έναν ενεργητικό στοχασμό όσο ποτέ άλλοτε, διαπιστώνεται η απώλεια της χρησμικής ιδιότητας, του μυστηρίου εκείνου, της ευλάβειας αυτής, με την οποία στελεχώθηκε η βαθιά, τροφοδοτική ιερότητα του ελληνικού πνεύματος. Μα τούτη η διαπίστωση ας αποτελέσει την αφορμή για μια προσέγγιση περισσότερο ερμηνευτική. Με την απουσία της ιερότητας, ουσιαστικά αποσυνδέεται το πνεύμα του καιρού μας από την ίδια την κοιτίδα του.
Η άκρως επίκαιρη διαπίστωση του Τζιιουζέπε Ουνγκαρέττι συνιστά μία έκπληξη ουσίας, καθώς ερμηνεύει τον άνθρωπο της φυλής μας, διακριτικά και συμπυκνωμένα, θέτοντας εμπρός μας μια οδό αξιολογική, προκειμένου να αποκαταστήσουμε τους δεσμούς μας με τις πνευματικές αφετηρίες της προγονικής σκέψης. Και τούτο, όχι για να το αναγεννήσουμε, μα καθώς προτείνει ο Δημήτρης Δημητριάδης να το αισθανθούμε, να το εκτιμήσουμε επιτέλους με την ανθρώπινη ψυχραιμία που αναλογεί σε κάθε συντελεσμένη κορυφή. Και ίσως τότε να ανασυρθούν εκείνες οι φωνές που περιγράφει ο Τσαρούχης, προικισμένες με μια αγνότητα και μια αύρα μεσογειακή, επίσημες και μεγαλοπρεπείς και ικανές να σηματοδοτήσουν τη μαθητεία στις μεγάλες σχολές, την πίστη σε ανεπανάληπτες, θρησκευτικές καταβολές. Ο Ουνγκαρέττι, -και ετούτο είναι αφορμή και μαζί παραδοχή-, συλλαμβάνει την ελληνικότητα και μας φανερώνει την καταγωγή του δράματός της, την ελευθερία την ίδια.

Related Posts with Thumbnails