Γράφει ο Παύλος Φουρνογεράκης
Η Άνοιξη, μάλιστα, η Πασχαλιάτικη περίοδος είναι περίοδος γάμων. Ευχές τραγούδια και γλέντια αντηχούν και σμίγουν με τη γιορτή της αναγέννησης της φύσης σε ένα πανηγύρι χαράς και συγκίνησης.
Ο γάμος θεωρείται η σημαντικότερη, ίσως, στιγμή στη ζωή του ανθρώπου αφού αρχίζει μια νέα περίοδος της σχέσης μεταξύ δύο ανθρώπων που προσδοκούν ότι έτσι μπορούν να συνεχίσουν και να χαρούν τη ζωή βαδίζοντας προς την ολοκλήρωση. Στην χώρα μας η απαιτούμενη νομιμοποίηση της συμβίωσης ετερόφυλων γίνεται με τρεις τρόπους: με τον παραδοσιακό θρησκευτικό γάμο, με τον πολιτικό γάμο και με το συμβόλαιο ελεύθερης συμβίωσης. Δεν υπάρχει πρόβλεψη για τους ομοφυλόφιλους, γεγονός που αποτελεί ηχηρό αίτημα αυτής της ομάδας της κοινωνίας που απελευθερώνεται από τα κοινωνικά ταμπού, αποβάλλει το μανδύα της ντροπής και διεκδικεί ισονομία και ισοτιμία
Οι περισσότεροι γάμοι είναι θρησκευτικοί και η ολιγαρχία που διοικεί την Εκκλησία της Ελλάδας αποφάσισε ότι η ελεύθερη συμβίωση είναι πορνεία και ότι μόνο το μυστήριο του γάμου εγγυάται την ευτυχία. Η απόφαση στηρίχτηκε στους νόμους του Χριστιανισμού που αφορούσαν όμως μια άλλη εποχή. Στα χρόνια του Χριστού η νομιμοποίηση των σχέσεων γινόταν μόνο με το θρησκευτικό γάμο και οποιαδήποτε άλλη σεξουαλική σχέση γινόταν «επί πληρωμή», ήταν δηλαδή πορνεία. Ο συντηρητισμός και τα οικονομικά συμφέροντα της βιομηχανίας της θρησκείας εθελοτυφλούν στο γεγονός ότι η κοινωνία μας είναι πολυπολιτισμική, ότι υπάρχουν άνθρωποι αλλόθρησκοι και φτωχοί που έχουν όμως την ανάγκη να είναι συνεπείς στις υποχρεώσεις τους στην πολιτεία και στα παιδιά τους. Ο θρησκευτικός γάμος αφορά και πρέπει να αφορά σ΄ εκείνους που πιστεύουν και ελπίζουν ότι η ευλογία του Θεού θα στηρίξει τη ζωή τους και την οικογένεια που πρόκειται να δημιουργήσουν.
Ο χριστιανισμός κατατάσσει το γάμο ανάμεσα στα άλλα μυστήρια, μάλιστα στο παρελθόν ήταν ενσωματωμένος στη θεία λειτουργία και κοινωνούσαν όλοι οι παρευρισκόμενοι. Ο γάμος όμως για να γίνει μυστήριο χρειάζεται τους μύστες, εκείνους δηλαδή που θα συμμετέχουν πνευματικά, θα συμπροσεύχονται και θα επικαλούνται την παρουσία του Θεού σε μια σχέση κοινωνίας. Αυτά προϋποθέτουν συγκεκριμένη πνευματική προετοιμασία από το ζευγάρι, τον παπά, τους κουμπάρους και τους καλεσμένους. Αυτό που συμβαίνει σήμερα, σε πολλές μάλιστα περιπτώσεις, δεν έχει σχέση με μυστήριο. Είναι μέρος της βιομηχανίας της κατανάλωσης που συμμετέχουν πολλοί: η εκκλησία, οι φωτογράφοι-σκηνοθέτες, τα κέντρα διασκέδασης, η μόδα κλπ. Η εκκλησία παρέχει την απαιτούμενη λαμπρότητα (που είναι ασυναγώνιστη σε σχέση με το λιτό δημαρχείο), οι φωτογράφοι σκηνοθετούν κατά βούληση και το κέντρο διασκέδασης καθορίζει την ποιότητα της μεταγαμήλιας «τέρψης». Μεγάλο μερίδιο κατέχει και το κοινό, οι καλεσμένοι. Η αισθητική τους παρουσία στην εμφάνιση, στο λόγο, στο φαγητό και στο χορό, καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό την επιτυχία της τελετής. Ο εντυπωσιασμός είναι τις περισσότερες φορές ο μοναδικός στόχος. Η νυφιάτικη ενδυμασία, τα μέσα μεταφοράς, ο αριθμός των καλεσμένων, η κατοικία, η επίπλωση κλπ εξαντλούν την προετοιμασία σε βάρος της ποιότητας της σχέσης.
Μια σχέση που στηρίζεται μόνο στην ύλη με τις διάφορες μορφές της είναι ευάλωτη και αδυνατεί να διαρκέσει στο χρόνο και να ολοκληρωθεί. Η πρόσκαιρη σεξουαλική έλξη, τα περιουσιακά στοιχεία, η οικονομική ή η κοινωνική επιφάνεια δεν είναι θεμέλια που αντέχουν σε κλυδωνισμούς. Η ουσιαστική σχέση σφυρηλατείται στους αγώνες της παλαίστρας του γάμου με τα δεσμά της αγάπης. Είναι δεσμά για την αλληλοσυμπλήρωση αλλά και τη διατήρηση της διαφορετικότητας σε καθεστώς αμοιβαίας προσαρμογής, αυτοαπώλειας αλλά και ανάπτυξης της προσωπικότητας των συζύγων. Όσοι πιστεύουν στο Θεό έχουν την ανάγκη υπερβατικής διάστασης στο γάμο και επικαλούνται τη Θεία Χάρη για την πραγμάτωση του γάμου. Ο αρραβώνας και ο γάμος γίνονται «στο όνομα της Αγίας Τριάδος» και η σχέση του ζευγαριού γίνεται τριαδική γιατί συνδέεται με το υπερβατό με τη θεϊκή παρουσία. Όσοι δεν πιστεύουν ή είναι αλλόθρησκοι, έχουν άλλα πρότυπα, άλλες προτάσεις ζωής που δεν αποκλείουν την ουσιαστική σχέση, όπως ισχυρίζονται οι υποκριτές φονταμενταλιστές ιεράρχες μας που θεολογούν στα λόγια και πορνεύουν στα έργα.
Η πορνεία ενδημεί σε όλες τις σχέσεις που στηρίζονται στην πρόσκαιρη ηδονική βίωση είτε αφορά στις σεξουαλικές σχέσεις, είτε στα αξιώματα και τις τιμές, είτε στην οικονομική δύναμη. Απαντάται δηλαδή εκεί όπου η αξιακή κλίμακα δεν έχει απελευθερωθεί από τα αρχέγονα ένστικτα και κυριαρχεί ο εγωισμός και ο υπολογισμός. Πορνεία μπορεί να υπάρχει μέσα στο γάμο, ανάμεσα στο ζευγάρι, όταν η συμβίωση είναι προϊόν συναλλαγής (π.χ. σύγχρονοι γάμοι γερόντων με νεότατες αλλοδαπές) ή όταν υπάρχουν εξωσυζυγικές σχέσεις. Πορνεία όμως υπάρχει και στους κόλπους των έγγαμων και άγαμων κληρικών με ποικίλους τρόπους: εκτός από τις σεξουαλικές είναι και οι οικονομικές συνθήκες που διαμορφώνονται σε ορισμένες εκκλησίες και μοναστήρια. Η αυτοκρατορική παρουσία-ενδυμασία των ιεραρχών και ορισμένων ιερέων, οι οικονομικές απολαβές των κληρικών όταν τελούν τα μυστήρια και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την ιεροσύνη τους και η απαίτηση αυθεντίας είναι σκοτεινοί διάδρομοι της ύπαρξης στην εκτυφλωτική επιφάνεια της ευμάρειας και της χλιδής.
Ο άνθρωπος είναι από τη φύση του προορισμένος να ζει σε κοινωνία με τους συνανθρώπους του, «κοινωνικόν ον ο άνθρωπος και συζήν πεφυκώς», έλεγε ο Αριστοτέλης. Και η Βίβλος αναφέρει: «ου καλόν είναι τον άνθρωπον μόνον». Δεν έχουν όμως όλοι τις πνευματικές, ψυχολογικές, συναισθηματικές, ηλικιακές και κάποτε τις οικονομικές προϋποθέσεις που απαιτούνται για το γάμο. Στη λαογραφική μας παράδοση, βλέπουμε πως η κοινότητα έλεγχε μεταξύ άλλων και τις απαραίτητες οικονομικές προϋποθέσεις για τη δημιουργία ενός καινούργιου σπιτικού. Με την έκθεση των προικιών και τη δημόσια υπογραφή του προικοσυμφώνου, η κοινότητα εκαλείτο να κρίνει αν υπήρχε η απαραίτητη υλική βάση για το ξεκίνημα του νέου σπιτικού. Αλλά υπάρχουν και άλλες, σοβαρότερες ίσως, ψυχολογικές, συναισθηματικές, ακόμη και ανατομικές αναπηρίες που αποκλείουν για ένα άτομο τη δυνατότητα του γάμου. Οι ψυχολογικές αναπηρίες, μάλιστα αποτελούν ένα οξύτατο πρόβλημα για τις σύγχρονες κοινωνίες και διαπράττουν μεγάλο σφάλμα εκείνοι που συμβουλεύουν γάμο όσους πάσχουν από ψυχοπάθειες προκειμένου να λύσουν τα προβλήματά τους. Όλες αυτές οι προβληματικές περιπτώσεις δεν βλάπτουν μόνο τους ίδιους αλλά και όλα τα μέλη της οικογένειας που θα προκύψει.
Είναι φανερό ότι ο γάμος είναι η πιο δύσκολη σχέση. Σε καμιά άλλη ανθρώπινη σχέση δεν υπάρχει τόση ένταση αλλά και τόση μακαριότητα. Ο γάμος έχει τη δυνατότητα να είναι η ωραιότερη και η φρικτότερη εμπειρία και ο σωστός γάμος-συμβίωση είναι η προϋπόθεση για την επιτυχία όλων των άλλων προσωπικών και συλλογικών επιδιώξεων. Στις μέρες μας, η φιλοδοξία της επαγγελματικής καριέρας και το απάνθρωπο καπιταλιστικό σύστημα αποπροσανατολίζουν, αποθαρρύνουν και απομακρύνουν τον άνθρωπο από την προσπάθεια να ικανοποιήσει τη φυσική του ανάγκη για σωστή κοινωνικοποίηση και συμβίωση. Γίνεται και αυτή καταναλωτική εμπειρία, διαρκεί λίγο, ευτελίζεται και χάνει την αξία της πριν ακόμα την αποκτήσει. Η παραδοσιακή ευχή «Να ζήσετε και καλούς απογόνους», που λέγεται στους γάμους αποκτά σήμερα διαφορετικό περιεχόμενο. Άλλοτε, που η θνησιμότητα ήταν σε μεγάλα ποσοστά, εννοούσαν την επιμήκυνση της ζωής για να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες της πολυμελούς οικογένειας. Τώρα, που τα διαζύγια, επίσημα και ανεπίσημα, αυξάνονται με γεωμετρική πρόοδο και η τεκνοποίηση μειώνεται δραματικά, η ευχή εμπεριέχει τη δυνατότητα ουσιαστικής σχέσης σε βάθος χρόνου καθώς και τη δυνατότητα απόκτησης υγιών παιδιών που θα εξελιχθούν σε «χρηστούς» ανθρώπους. Οι καλοί απόγονοι προκύπτουν συνήθως από πετυχημένους γάμους. Ο αυτοσεβασμός, η αυθεντικότητα, ο σεβασμός στη διαφορετικότητα του άλλου, ενισχύουν το αίσθημα της αγάπης, δημιουργούν συνθήκες συναισθηματικής ασφάλειας και ελευθερίας και αποτελούν τους δρομοδείκτες για την ολοκλήρωση. Αυτή η στάση ζωής είναι συνεχής αγώνας ατομικός και συλλογικός και η στέψη του γάμου φαίνεται από το αποτέλεσμα στο τέλος της διαδρομής.
«Να ζήσετε και καλούς απογόνους!» ας ευχηθούμε από την καρδιά μας σε όλους εκείνους που αποφασίζουν να ενώσουν τη ζωή τους και να διαιωνίσουν το είδος τους, ανεξάρτητα από τον τρόπο που έχουν επιλέξει.