Μιὰ
πρώτη προσέγγιση από τον π.
Κων. Ν. Καλλιανό
Στὸν
Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Φιλαδελφείας
κύριον Μελίτωνα, ταπεινὴ εὐχὴ γιὰ
εὐλογημένο Τριώδιο
«Εἶπε
δὲ καὶ πρὸς τινας τοὺς πεποιθότας
ἐφ' ἑαυτοῖς ὅτι εἰσί δίκαιοι...»
(Λκ. 18, 9)
Ἐκεῖ
ποὺ ἡ παραβολὴ τοῦ Χριστοῦ γιὰ τὸν
Τελώνη καὶ τὸν Φαρισαῖο βρίσκει τὴν
σχεδὸν ἀπόλυτη ἀνταπόκρισή της καὶ
τὸ εὔκρατο κλίμα της νὰ καλλιεργηθεῖ,
πιστεύω ὅτι εἶναι τὸ ἐξομολογητήριο.
Γιατὶ μέσα ἐκεῖ διαπιστώνεται ἡ
προσπάθεια τοῦ ἐξομολογούμενου, ποὺ
ἴσως δὲ συναισθάνεται τό τί μυστηριακῶς
τελεσιουργεῖται, νὰ αὐτοδικαιωθεῖ.
Νὰ μιλήσει, δηλαδή, κατὰ τρόπο καθαρὰ
ἐγωπαθῆ, ὥστε νὰ ἐξυψώσει τὸν ἑαυτό
του, ἐπαινώντας τον μάλιστα, καί, κάποτε,
τεχνηέντως ἀποθέωνοντάς τον, πρὸς
ἔκπληξιν τοῦ πνευματικοῦ, ποὺ
πραγματικά, αὐτὲς τὶς στιγμὲς δὲν
ξέρει τί νὰ ἀπαντήσει ἤ νὰ συμβουλέψει.
Ἐπειδὴ ἐμφανίζεται καὶ τοῦτο τὸ
γεγονὸς κατὰ τὴν ἐξομολόγηση καί
μάλιστα σὲ μεγάλη ἔκταση, καθὼς ὑπάρχουν
καὶ περιπτώσεις, κατὰ τὶς ὁποῖες ὁ
ἐξομολογούμενος δὲν προσέρχεται γιὰ
νὰ λάβει ἄφεση, ἀλλὰ γιὰ νὰ στερεώσει
μέσα του τὴν ἰδέα ὅτι εἶναι καλὸς
ἄνθρωπος, δίκαιος, πιστός, φιλακόλουθος,
νηστευτής, φιλάνθρωπος καὶ φιλότιμος,
κ. ἄ. Πολλά. Κι ἔτσι, μὲ γνώμονα τὰ
παραπάνω ἀρχίζει νὰ ἐκφράζεται μόνο
γιὰ τὸν ἑαυτό του καὶ τὶς ἀρετές του,
τὶς ὁποῖες ὡστόσο μπορεῖ νὰ «γαρνίρει»
μὲ τὸ στερεότυπο: «ἄνθρωπος εἶμαι·
ἔ, δὲ θὰ κάνω κι ἕνα λάθος;». Κι ὄχι,
«ἄνθρωπος εἶμαι μὲ πολλὰ καὶ ποικίλα
πάθη, ποὺ μὲ ὁδηγοῦν σὲ λάθη μεγάλα
καὶ μερικὲς φορὲς ἀθεράπευτα». Ὄχι,
αὐτὸ σπανίζει. Κι ὅλοι καταλαβαίνουμε
γιατί. Ἐπειδὴ προέχει τὸ ἐγώ, τὸ ὁποῖο
τοῦτες τὶς στιγμὲς λειτουργεῖ
ψυχοφθόρα, ἀρνητικὰ καὶ ἀπαξιωτικὰ
ἀπέναντι στὸ ζητούμενο τῆς θεραπείας
τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὴν ἁμαρτία.
Φυσικὰ
εἶναι εὐνόητο τὸ τί συζητεῖται μεταξὺ
τοῦ πνευματικοῦ καὶ τοῦ ἐξομολογούμενου
σ᾿ αὐτὲς τὶς ὄντως κοπιαστικὲς
στιγμὲς γιὰ τὸν πνευματικό. Κι εἶναι
κοπιαστικὲς αὐτὲς οἱ ὧρες, ἐπειδὴ
ὁ πνευματικὸς ἔχει ν᾿ ἀντιμετωπίσει
μιὰ κατάσταση φανερῆς ἀνειλικρίνειας
τοῦ ἐξομολογουμένου καὶ παράλληλα
ἑνὸς τρόπου μὲ τὸν ὁποῖο προσπαθεῖ
νὰ στηρίξει τὴν αὐτοδικάιωσή του
πιστεύοντας ὅτι ὁ ἀπεναντί του
εὑρισκόμενος κληρικός, συγκαταβαίνει
στὰ ὅσα λέει καὶ φρονεῖ.
Ὡστόσο
τὸ ἐρώτημα ποὺ προκύπτει αὐτὲς τὶς
ὄντως κορυφαῖες στιγμὲς εἶναι τὸ
ἑξῆς: Πῶς μπορεῖ ὁ πνευματικὸς νὰ
ἀλλάξει τὸ κλίμα, νὰ ἀποφορτίσει τὸν
ἐξομολογουμενο ἀπὸ τὴ φαρισαϊκὴ
συνείδηση ποὺ τὸν διακατέχει καί, τὸ
κυριώτερο, πῶς θὰ τοῦ δώσει νὰ καταλάβει
ὅτι πρέπει νὰ ἀναστραφοῦν τὰ πράγματα
μέσα του; Μὲ λίγα λόγια, πῶς θὰ τοῦ
δώσει τὴν εὐκαιρία νὰ κατανοήσει πὼς
στὸ ἐξομολογητήριο δὲν ἦρθε νὰ
προμηθευτεῖ νέο προσωπεῖο, ἀλλὰ νὰ
ἀποβάλει κι αὐτὸ ἤ αὐτὰ ποὺ φορεῖ;
Γιατὶ εἶναι σίγουρο πῶς ἡ φαρισαϊκή
συνείδηση δίχως προσωπεῖο δὲν ἐπιβιώνει,
ἐπειδὴ τὸ φῶς τῆς ἀλήθειας καὶ τῆς
εἰλίκρίνειας κατακαίει ὅλα τὰ φρυγανώδη
καὶ ἄχρηστα ἤ ἐπίπλαστα ποὺ φορτώνεται
κάθε ἄτομο, «ἵνα φανῆ τοῖς ἀνθρώποις»
(Μτθ.6, 5).
Συνήθως
αὐτὲς οἱ περιπτώσεις δὲν τελειώνουν
μὲ μιᾶς. Ἀπαιτεῖται ἐργασία καὶ
μάλιστα ἀρκετὰ κοπιαστική, γιατὶ εἶναι
ἀναγκασμένος ὁ πνευματικὸς στὴν ἀρχὴ
νὰ συμπλέει μὲ τὸν ἐξομολογούμενο,
διότι τὸν βλέπει ὅτι βρίσκεται σὲ ὕψος
ἐπικίνδυνο καὶ προσπαθεῖ σιγά-σιγά
νὰ τὸν προσγειώσει, χρησιμοποιώντας
τρόπους ποιμαντικῆς διπλωματίας,
δηλαδή, ὑπομονή, σιωπὴ καὶ ψυχραιμία,
ὥστε νὰ καταφέρει νὰ ὁδηγήσει τὸν
ὄντως ἀσθενῆ ψυχικὰ ἐξομολογούμενο,
στὴ θεραπεία. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ
προσπαθεῖ μὲ προσεχτικὸ διάλογο στὴν
ἀρχή νὰ τοῦ κατεδαφίσει σιγά-σιγά τὴν
ἰδεατὴ εἰκόνα ποὺ ἔχει γιὰ τὸν ἑαυτό
του ( πρβλ. τό, «οὐκ εἰμὶ ὥσπερ οἱ
λοιποὶ τῶν ἀνθρώπων» [Λκ. 18, 11]), εἰκόνα
ποὺ τὸν κάνει νὰ νοιώθει ὅτι εἶναι
τέλειος, ὅτι ἔχει δηλαδή, ἥσυχη τὴ
συνειδήσή του καὶ στὴ ζωή του ὅλα πᾶνε
καλά.
Ὅπως
καταλαβαίνει ὁ καθἐνας, ὁ κάθε πιστὸς
ποὺ ἐμφορεῖται ἀπὸ φαρισαϊκὴ
συνέιδηση, διακατέχεται κι ἀπὸ ἕνα
αἴσθημα ὑπεροχῆς (βλ. τό, «οὐκ εἰμί
κ.λ.π.»), ποὺ τὸν καθιστᾶ, σὲ κάποιες
περιπτώσεις, ἐγωπαθῆ καὶ μισάνθρωπο.Διότι
μὲ τὴν σύγκριση ποὺ ἐπιχειρεῖ μὲ
τοὺς συνανθρώπους του, συμπεραίνει ὅτι
αὐτὸς ὑπερέχει, ὡς «καλός», «εὐσεβής»,
τηρητὴς τῶν θρησκευτικῶν του καθηκόντων,
τὰ ὁποῖα καὶ προβάλλει μετ᾿ ἐπιφάσεως
καὶ μάλιστα μὲ τρόπο προκλητικό:
«Νηστεύω... ἀποδεκατῶ... κ.λ.π». Κι αὐτὰ
ὅλα τὰ προβάλλει καὶ στὴν ἐξομολόγηση,
ὅπως προαναφέρθηκε.
Εἶναι,
λοιπόν, ἀπαραίτητο νὰ προσεχθεῖ ἀπὸ
μέρους τοῦ πνευματικοῦ αὐτὴ ἡ
συμπεριφορὰ τοῦ έξομολογούμενου, γιὰ
νὰ διαπιστωθεῖ ἡ ψυχική του διαταραχή,
ἀλλὰ καὶ γιὰ ἕναν
ἄλλο ἀκόμη λόγο: στὸ νὰ μὴν παρασυρθεῖ
ὁ ἴδιος ἀπὸ τὴν ψευδόσχημη εὐσεβολογία
τοῦ ἀνθρώπου ποὺ ἔχει ἀπέναντί του.
Γιατὶ ὑπάρχει κι αὐτὸ τὸ ἐνδεχόμενο.
Μόνο ποὺ χρειάζεται νὰ ἐντοπιστεῖ
ἔγκαιρα καὶ ν᾿ ἀρχίσει μιὰ διαδικασία
γιὰ θεραπεία. Ἔστω κι ἄν αὐτὴ ἡ
θεραπεία μακροχρονίσει ἤ καὶ συναντήσει
ἐμπόδια τοῦ τύπου, «μά, γιατὶ δὲν μοῦ
ἔχετε ἐμπιστοσύνη στὰ ὅσα σας λέω;»,
ἤ, «Προσπαθῶ νὰ εἶμαι εἰλικρινὴς
ἀπεναντί σας...». κ. ἄ., τὰ ὁποῖα ὅμως,
ἄν προσεχτοῦν σὲ βάθος, ἐνέχουν τὴν
προπατορικὴ ἀπάτη μέσα τους βλ. «Ὁ δὲ
ὄφις ἦν φρονιμώτατος πάντων τῶν θηρίων
τῶν ἐπὶ τῆς γῆς, ὧν ἐποίησε Κύριος
ὁ Θεός» (Γεν 3, 1). Ἀπάτη ποὺ καθίσταται
ἐπιζήμια τόσο γιὰ τὸν πνευματικό, ὅσο
καὶ τὸν ἐξομολογούμενο.
Ἡ
παραβολὴ τοῦ Τελώνη καὶ τοῦ Φαρισαίου
μὲ τὴν τυπολογία της εἶναι ἀναμφισβήτητα
ἕνα μέγιστο μάθημα γιὰ τὸν κάθε
πνευματικὸ ποὺ ὀφείλει νὰ τὴν
ἐμπεδώσει, ὥστε νὰ ἀποφεύγει τὶς
παγίδες ποὺ τοῦ στήνονται μέσω τῶν
ἐξομολογουμένων, ποὺ θὰ ἔχουν αὐτὰ
τὰ χαρακτηριστικά. Ἰδίως τοῦ Φαρισαίου,
ποὺ εἶναι πολὺ ἐπικίνδυνο γιὰ τὴν
ψυχοσωματικὴ ὑγεία τοῦ ἐξομολογουμένου,
ἐπειδὴ ἡ φαρισαϊκὴ συνείδηση τοῦ
κάθε πιστοῦ εἶναι μιὰ ἐπικίνδυνη ἴωση
ποὺ ἀσφαλῶς τὸν ὁδηγεῖ κάποτε, ἄν
δὲν προβλεφτεῖ ἐγκαίρως γιὰ νὰ
θεραπευτεῖ, στὸν πνευματικὸ θάνατο.
Κι
ἐδῶ εἶναι τὸ κέντρο τοῦ ἐνδιαφέροντος
πάνω στὸ ὁποῖο θὰ χρειαστεῖ νὰ σταθεῖ
ὁ πνευματικὸς μὲ βασικὸ ἐργαλεῖο
τὴν προσευχὴ καὶ τὴν ἐμπιστοσύνη στὸ
θέλημα τοῦ Θεοῦ. Γιατὶ ἄν δὲν κατανοήσει
ἐκεῖνο τό, «ἄνευ ἐμοῦ οὐ δύνασθε
ποιεῖν οὐδὲν» (Ἰω. 15, 5), τότε ἀσφαλῶς
δὲν θὰ λειτουργεῖ ὡς ποιμένας/πνευματικὸς
πατέρας, ἀλλ᾿ ὡς ἕνας ἐπαγγελματίας
ποὺ κάνει ἁπλᾶ, πολὺ καλὰ τὴ δουλιά
του, καὶ τίποτε παραπάνω.
Παράλληλη
μὲ τὴ φαρισαϊκὴ τίθεται στὸ προσκήνιο
καὶ ἡ ἄλλη συνείδηση. Ἐκείνη τοῦ
Τελώνη, ἡ ταπεινόφρων καὶ συνειδητοποιημένη
ὅσον ἀφορᾶ τὴ γνώση «τῶν ἐμῶν
πταισμάτων». Φυσικὰ ἐδῶ τὰ πράγματα
μπορεῖ ἐκ πρώτης ὄψεως νὰ φαίνονται
ὅτι εἶναι συντονισμένα πλήρως μὲ τὸν
νόμο τοῦ Θεοῦ, δηλαδή ὅτι ὁ ἐξομολογούμενος
ἔχει τὴν ταπεινόφρονα συνείδηση, ἄρα
καὶ τὴν εἰλικρίνεια στὴν ἐξομολόγηση,
ὅμως γιὰ νὰ διαπιστωθοῦν αὐτὰ
ἀπαιτεῖται χρόνος καὶ ὑπομονὴ μεγάλη,
ὥστε νὰ πιστοποιηθεῖ ὅτι, ὄντως,
δικαιωμένος ἀνέβηκε στὸ ἱερὸ νὰ
προσευχηθεῖ (πρβλ. Λκ. 18, 10), ἀλλὰ καὶ
νὰ ἐξομολογηθεῖ. Γιατὶ κάποτε συμβαίνει
ὁ ἐξομολογούμενος νὰ προσέρχεται στὸν
πνευματικὸ καὶ νὰ φέρει μέσα του
μπερδεμένα τὰ πρόσωπα τοῦ Τελώνη καὶ
τοῦ Φαρισαίου. Δηλαδή, νὰ δείχνει
μετανοιωμένος γιὰ τὰ ὅσα ἔπραξε, ἀλλὰ
ξαφνικὰ νὰ προβάλλει καὶ τὴν ἄποψη:
«κοιτάξτε, Γέροντα, πόσο καλὸς κι
εἰλικρινὴς εἶμαι» κ. ἄ. ἀκόμη. Βλέπεις,
δὲν εἶναι χωρὶς θεμελιο αὐτὸ ποὺ
ἀναφέρει ὁ ὅσιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος,
ὅτι δηλαδή, ὁ κενόδοξος, ποὺ εἶναι
ἴδιον τῆς φαρισαϊκῆς συνείδησης,
«δείχνει ὅτι εἶναι πιστός, ἐνῷ εἶναι
εἰδωλολάτρης. Φαινομενικὰ μὲν σέβεται
τὸν Θεόν, ἀλλὰ στὴν πραγματικότητα
ἐπιζητεῖ νὰ ἀρέση στοὺς ἀνθρώπους
καὶ ὄχι στὸν Θεόν. Κενόδοξος εἶναι
κάθε ἐπιδεικτικὸς ἄνθρωπος» (πρβλ.
Λόγος 21, § 6).
Ἀκροτελεύτιος
λόγος: Ἡ χρησιμότητα τῶν Παραβολῶν
τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἀναμφίβολα μεγάλη
καὶ βαθύτατα χρήσιμη γιὰ τὸν κάθε
πνευματικό, ἀλλὰ καὶ τὸν ἐξομολογούμενο.
Γιατὶ μιὰ συνεργασία καὶ τῶν δύο μὲ
ἄξονα τὴν ὅποια παραβολὴ (πρβλ. π. χ.
τὴν Παραβολὴ τοῦ Μ. Δείπνου ἤ τοῦ
Καλοῦ Σαμαρειτη) μπορεῖ νὰ χρησιμέψει
ὡς τὀ ἐφαλτήριο ἐκεῖνο ποὺ θὰ
συνδράμει τὸν πνευματικὸ νὰ ὑπερβεῖ
τὶς ὅποιες δυσκολίες προσέγγισης τοῦ
ψυχισμοῦ τοῦ ἐξομολογουμένου. Ὅπως
ἐπίσης νὰ συνδράμει καὶ τὸν ἐξομολογούμενο
στὸ νὰ ἀποτινάξει ἀπὸ πάνω του τὴ
στάχτη τῶν ὅποιων δισταγμῶν καὶ νὰ
καταστεῖ ὅσο γίνεται πιὸ εἰλικρινής,
τίμιος καὶ γνήσιος. Φίλος τοῦ Θεοῦ
δηλαδή καὶ μιμητὴς τῶν Ἁγίων.