«’Επέστρεφε...» Κ. Π. Καβάφης
Στὸ κάθε ἔτος, στὶς
τριακόσιες τόσες μέρες δηλαδὴ ποὺ τὸ ὁρίζουν, ὁ κάθε συνειδητὸς θνητὸς ἔχει
καταθέσει τὶς ὁριακὲς καὶ κορυφαῖες στιγμὲς τοῦ παρελθόντος βίου του, τὶς ὁποῖες
καὶ τιμᾶ, ἀλλὰ καὶ τὶς θεωρεῖ ἱερές, καθαρὰ προσωπικὲς καὶ φορτισμένες μὲ τὴν ἀξεπέραστη
συγκίνηση τῆς δωρεᾶς τους: Μιᾶς δωρεᾶς ποὺ ἀπομένει γιὰ δεκαετίες ὁλάκερες ἀμείωτη
καὶ σταθερή.
Γιὰ τέσσερις
δεκαετίες, λοιπόν, ἀμείωτα ζωηρὴ ἀπομένει ἐκείνη ἡ βροχερὴ βραδυὰ τῆς 25ης
Νοεμβρίου τοῦ σωτηρίου ἔτους 1975, τότε δηλαδὴ ποὺ ἔλαβες ἕνα δημόσιο ἔγγραφο,
ποὺ τὸ ὀνόμαζαν «Ἀπολυτήριον Στρατοῦ».
Ἀπολυτήριον... Περίεργη
λέξη, μὲ τὴν χαρμολυπική χροιὰ της νὰ τὴν περιβάλλει, λέξη ποὺ κλείνει ἕνα
σημαντικὸ χρονικὸ διαστημα μαθητείας καὶ ταμίευσης ἐμπειριῶν, κι ὕστερα σὲ ὁδηγεῖ
σὲ μιὰ θύρα ἐξόδου στὸν «ὑπόλοιπον χρόνον
τῆς ζωῆς» σου. Γιατὶ εἶναι ἀλήθεια: χαίρεσαι ποὺ ἔλαβε τέλος ἡ παρένθεση αὐτὴ τῶν
στρατιωτικῶν σου ὑποχρεώσεων, μὲ τὰ ὅσα τὴν ἀκολουθοῦν. Ὅμως ὅλ᾿ αὐτὰ εἶναι μιὰ
ἁπλῆ παρατήρηση, ἕνα βλέμμα ποὺ γρήγορα τὸ ἀλλάζεις, γιατὶ στὸ βάθος τοῦ χρόνου
ὑπάρχει μιὰν ἄλλη στράτευση, ἕνας ἄλλος, πιὸ κορυφαῖος ἀγώνας, δίχως σκοπιὲς καὶ
ἐκπαιδευτικὲς ἀσκήσεις. Κι ἄς ἦταν δύσκολες οἱ συνθῆκες, μέσα σὲ βροχὲς ἤ
χιόνια. Αὐτὸ δὲν πείραζε, γιατὶ πάντα ὑπῆρχε κρυμμένη ἡ φιλοτιμία, τὸ χαμόγελο,
ἀλλὰ καὶ μιὰ φιλικὴ κι ἔντιμη συζήτηση, εἴτε μὲ τοὺς συστρατευμένους, εἴτε καὶ
μὲ τοὺς ἀξιωματικούς. Ἄνθρωποι, βλέπεις, ἦταν κι ἐκεῖνοι... Καὶ κάτω ἀπὸ τὴν αὐστηρότητα
ποὺ ἔδειχναν, τὴν πειθαρχία ποὺ ἀπαιτοῦσαν, ἐμφανίζονταν μιὰ ἀνθρωπιὰ καὶ μιὰ
συναντίληψη ποὺ σὲ ὑποχρέωνε, σὲ ἐνδυνάμωνε, σὲ χαροποιοῦσε.
Μάθημα μέγιστο ἡ
θητεία αὐτή. Μάθημα ἱκανὸ, γιὰ νὰ διδαχτεῖς ἐμπειρικὰ τὴν ἀνθρωπογνωσία, ἀφοῦ συναυλιζόμενος μὲ
ποικίλους χαρακτῆρες τοὺς μελετᾶς καὶ μὲ σιωπὴ τοὺς ἀξιολογεῖς ἀνάλογα μὲ τὴ
συμπεριφορά τους. Ὄχι ἀπέναντί σου -αὐτὸ δὲ λέει τίποτε- ὅσο ἀπέναντι στὴν ἴδια
τὴν κοινότητα τοῦ Λόχου ἤ τῆς ὁμάδας στὰ φυλάκια..
Σαράντα χρόνια ἀπὸ
τότε κι ἀκόμα ἀπομένουν χλωρὰ καὶ ἀλησμόνητα τὰ βαθειὰ καὶ κρύα πρωϊνὰ στὴ Σῦρο
ἤ στὸ Χαϊδάρι, ὁ ἀσίγαστος ἄνεμος τῆς θερινῆς τῆς Σάμου, ὁ τρύγος ἤ τὸ
«δέσιμο»τῶν καπνῶν στὸ Καρλόβασι, ἀλλὰ καὶ ἡ ἀγρυπνία τῆς παραμονῆς τῶν
Χριστουγέννων στὴ σκοπιά, ὁ Ἐπιτάφιος κ’ ἡ Ἀνάσταση στοὺς Μυτιληνιούς, ὁ Δεκαπενταύγουστος
τῆς ἄδειας... Κι ὅλ᾿ αὐτὰ διανθισμένα μὲ πρόσωπα φίλων, ποὺ συντρόφευαν ἐξόδους,
συζητήσεις, ἀγωνίες, στενοχώριες, προβληματισμούς.
Κι ὅταν ἦρθε ἡ ὥρα
νὰ ἀποχαιρετίσεις ὅλους αὐτοὺς κρατώντας στὰ χέρια σου τὸ ἀπολυτήριο καὶ τὸ
σακκίδιο τῆς ἀναχώρησης, τότε ἔνοιωσες πὼς ἄφηνες ἕναν κόσμο γνώριμο καὶ
πήγαινες γιὰ ἕναν ἄλλο κόσμο. Αὐτὴ τὴ φορὰ ἄγνωστο καὶ στὴ συνέχεια σκληρὸ κι ἀδυσώπητο.
Εὐτυχῶς τὰ ἀντισώματα
ἐκείνης τῆς παρένθεσης τῆς στρατιωτικῆς θητείας κατάφεραν νὰ ἐπουλώσουν πολλὲς
πληγὲς, ἴσαμε σήμερα. Καὶ δοξάξεις τὸ Θεὸ
γιὰ τὴν εὐκαιρία κι ἐμπειρὶα ποὺ σοῦ χάρισε.