Γράφει ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΦΛΕΜΟΤΟΜΟΣ
Δεν ξέρω γιατί, αλλά ένας στίχος από τους «Σπουργίτες» του
Γιάννη Τσακασιάνου έχει μείνει έντονος στην μνήμη μου, από τον καιρό που τον
πρωτοδιάβασα, στα άγουρα, παιδικά μου χρόνια. Είναι αυτός που ο ποιητής των
ζακυνθινών αντετιών αναπολεί τις πρώτες, ανοιξιάτικες μέρες και τα δειλινά της
Σαρακοστής το αργό χτύπημα της καμπάνας, για τις προπαρασκευαστικές, εσπερινές
ακολουθίες του Πάσχα και την προετοιμασία των πιστών για το μεγάλο πέρασμα. Τον
έχω απομνημονεύσει και συχνά τον επαναλαμβάνω:
«… Και πού θ’ ακούσουν
το στερνό τ’ απόγευμα τ’ αυτιά μου
το θλιβερό καμπάνισμα
αφ’ τη Μερτιώτισσά μου…».
Βέβαια εκκλησία της
Μερτιώτισσας δεν υπάρχει ούτε στην πόλη, ούτε στην ύπαιθρο του νησιού μας, αλλά
πολλοί, προσεισμικά, όταν έγραφε ο ποιητής – μπαρμπέρης και εκδότης, έτσι
ονόμαζαν τους Αγίους Πάντες, τον περίφημο αυτό ναό, λόγω του ότι εκεί βρισκόταν
η παμπάλαιη και ιστορική εικόνα της προστάτισσας του ακριτικού νησιού των
Επτανήσων, των Κυθήρων.
Η εικόνα αυτή είχε
μεταφερθεί στις αρχές του 16ου αιώνα στη Ζάκυνθο από τον ιερομόναχο
Παλλάδιο Χρυσοπλεύρη, ο οποίος ήταν εφημέριος και ανακαινιστής του Αγίου
Νικολάου Νικολάου του Ρεμούνδου, στο γραφικό προάστιο του Μπόχαλη, την
εκκλησία, που μετά την συνένωσή της με την Χρυσοπηγή του Κάστρου, έχει το όνομα
της δεύτερης κι έτσι έχει μείνει γνωστή ως σήμερα, με μόνο την εικόνα του
Ιεράρχη των Μύρων στην προσπετίβα της να θυμίζει τον πρωταρχικό της έφορο.
Η Μερτιώτισσα ή
Μυρτιδιώτισσα έμεινε στην κατοχή της οικογένειας των Χρυσοπλεύρη για πολλά
χρόνια και μετά τον θάνατο του ιερομονάχου. Έγινε, μάλιστα, σημείο λατρείας και
αναφοράς για τον πιστό λαό της πόλης, που πολλές φορές κατέφευγε σ’ αυτήν,
ζητώντας προστασία και σωτηρία από τις αρρώστιες και τις δύσκολες περιστάσεις.
Μ’ άλλα λόγια ήταν ένα κειμήλιο της ιστορικής αυτή φαμίλιας.
Στις αρχές, όμως,
του 19ου αιώνα η απόγονος της οικογένειας, Αικατερίνη, μαζί με τον
σύζυγό της Μπατίστα, αφιερώνουν την εικόνα στην εκκλησία των Αγίων Πάντων, για
δημόσια λατρεία. Αυτό το επιβεβαιώνει επιγραφή, η οποία βρίσκεται στο κάτω
μέρος του πλαισίου της εικόνας και ενδεικτικά σημειώνει: «Μνήσθητι Κύριε του
δούλου σου Μπατίστα Χρυσοπλεύρη και της συμβίας αυτού Αικατερίνης, αωιε΄μηνί
Ιουνίω ια΄».
Η Αικατερίνη
Χρυσοπλεύρη είναι αυτή, που μαζί με τον ευγενή Γαβριήλο Μακρή ντύνουν το
θαυματουργό κόνισμα, πριν την παράδοσή του στην δημόσια λατρεία, με περίτεχνο
ασημένιο πουκάμισο και του δίνουν, έτσι, κατά την αντίληψη της εποχής,
μεγαλύτερη αξία και τιμή. Επιλέγουν, μάλιστα, ό,τι καλύτερο είχε τότε το νησί,
σ’ αυτόν τον τομέα, τον περίφημο Μπάφα, αυτόν που ιστόρισε και την λάρνακα του
Αγίου μας και σ’ αυτόν αναθέτουν την δωρεά τους. Η απόδειξη πως η πολύτιμη
επένδυση είναι έργο του μεγάλου Καλαρυτινού αργυροχόου βρίσκεται χαραγμένη πάνω
στην ίδια, όπου χαρακτηριστικά σημειώνεται: «Αναλώμασι της Αικατερίνης /
Χρυσοπλεύρη και συνεργείας Γαβριήλου Μακρή /δια χειρός Γεωργίου Διαμαντή Μπάφα
Καλαρ- / ρυότου 1816 Ιουνίου 3».
Η Μερτιώτισσα μένει
για χρόνια στους Αγίους Πάντες και γίνεται επίκεντρο λατρείας των κατοίκων της
πόλης της Ζακύνθου. Η γιορτή της, στις 24 του Σεπτέμβρη, είναι μια από τις
μεγαλύτερες και πιο αγαπημένες της Χώρας και κάθε χρόνο συγκεντρώνει πλήθη
προσκυνητών. Σιγά - σιγά, δε, γίνεται η Παναγία της Μέσα Μερίας και το
επίκεντρο της ευσέβειας της περιοχής. Δένεται τόσο πολύ με την ιστορική
εκκλησία, που την φιλοξενεί, έτσι ώστε οι γαστάλδοι του ναού, στις 16 / 28
Απριλίου του 1843, παραγγέλλουν στον παραπάνω χρυσικό της πολύτιμης επένδυσης,
εκτός από έναν ασημένιο δίσκο, με την απεικόνιση των Αγίων Πάντων στο κέντρο του κι έναν άλλον, με
την μορφή της Μερτιώτισσας.
Η εικόνα μένει εκεί
έως την καταστροφή του 1953. Τότε, κατά έναν παράδοξο και ανεξήγητο τρόπο,
καίγεται η ίδια, αλλά παραμένει άθικτο το ασημένιο της πουκάμισο. Μια από τις
πρώτες, μετά το σεισμό, ενάργειες των τότε επιτρόπων ήταν να παραγγελθεί στον
ζωγράφο Χρήστο Ρουσέα αντίγραφό της και να προστεθεί πάνω του το πολύτιμο έργο
του Μπάφα, έτσι ώστε να υπάρχει συνέχεια.
Η «Κυρά η
Μερτιώτισσα» τοποθετήθηκε αρχικά στον Άγιο Νικολαο του Μόλου, όπου εκεί γινόταν
πάνδημο το πανηγύρι της και αργότερα, όταν αποπερατώθηκε, μεταφέρθηκε στο νέο μητροπολιτικό
ναό του Αγίου Νικολάου των Ξένων, όπου βρίσκεται ως σήμερα και γιορτάζεται.
Η ύπαρξή της, από
πολύ παλιά στο νησί μας και η λατρεία της, επιβεβαιώνουν τους δεσμούς των
Επτανήσων και το ενιαίο του ιστορικά δεμένου αυτού γεωγραφικού χώρου. Είναι μια
ακόμα απόδειξη πως και τα μακρινά Κύθηρα ανήκουν αναπόσπαστα στο δικό μας
σύμπλεγμα.
Η χάρη της, που την
ερχόμενη Τετάρτη γιορτάζει, να κάνει να μην μας ενώσουν ποτέ, οι ανιστόρητοι,
με τις απέναντι στεριές, όπως λαθεμένα σκέφτονται.
Μακάρι, έτσι, να
αποδείξει, για μια ακόμα φορά, την θαυματουργική της ικανότητα.