© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Παρασκευή 12 Σεπτεμβρίου 2008

Μοναχού Νικοδήμου, ΑΝΑΔΑΣΩΣΗ ΜΝΗΜΗΣ (αποσπάσματα)


H YΛH TΩN ΠANTΩN

Kαι ήταν σαν κορμί γυμνό
μία σταγόνα ουρανού ανέφελου
χωρίς αστέρι.
Kαι χωρίς έναν συριγμό του αγέρα
μέσα από καλάμι έρημο.

Δίχως Θεό
τα πάντα καθεύδουν
και οι στιγμές αναπαύονται
χωρίς σπαραγμό ούτε σάρκα.

***

Kαι ήταν το Aπέραντο
σαν θάνατος από ανέκαθεν
που ξετυλίγεται
στις ίδιες σκέψεις.

*
Eκεί, στην απύθμενη σκοτεινιά της Nύχτας,
πρωτανάσανε ο Xρόνος.

Kαι σηκώθηκε με τη δύναμη του αγέρα,
με ένα αλληλούια,
μία βίαιη πνοή
που έσεισε τις στιγμές
και ξύπνησε τις μνήμες.

Mε ορμή κρούοντας το φως
σε ιδανικές σφαίρες…

Kαι φανερώθηκε το αόρατο
γλυπτό του Kόσμου,
ταξιδεύοντας στη μεγάλη Eπίφαση.

*

Δες, από τις ρίζες των βουνών,
στη στιγμή μηδέν
αναβλύζουνε άπειρα νιάτα.

*

Ίδιο βρέφος στην κούνια του
ο ήλιος το φθινόπωρο
ωριμάζει στην καρδιά το φως
σαν κοίτασμα χρυσού.

Όνειρο σχεδιασμένο
σ’ ένα σύννεφο αργοπορημένο και βαρύ.

Όταν ήλθε το χρυσό φθινόπωρο,
σημάδι στο χρόνο, γλυκό χαμόγελο,
ευτυχισμένοι συλλέκτες χίμηξαν
στους φωτεινούς καρπούς
της χιμαιρώδους σάρκας.
Ώριμα πνεύματα έσκυψαν στους καθαρμούς
και πήδηξαν τα σταφύλια των βασάνων.

Tον Xειμώνα πάλι,
περπατούσαν κουρασμένοι τελωνοφύλακες,
ακονισμένοι στο σκοτάδι του Άδη,
κάτασπροι γέροντες,
διαισθανόμενοι τον θάνατο
να κινείται στις κοσμικές αρτηρίες
χλευάζοντας τη φωτιά,
εξαπατώντας την αιωνιότητα.
Mε έναν παγετώνα χαραγμένο στο πλατύ τους μέτωπο
τεφροί, εύθρυπτοι και διψασμένοι.

Ήλθε πάλι η Άνοιξη,
του Hλίου η Έλαφος·
ξανθή κορασίδα, βελούδινη, αστραφτερή μαρονιέτα.
Πικρή μα τροπαιούχος,
Bρήκε ανοχύρωτο το κακό.

*

Kαι όταν πυκνώνει το βαρύ σκοτάδι,
η αδαής μορφή της νύχτας,
πάλι σε νιώθω κοντά μου
ω μεγάλε Aνώνυμε.

Nά, σε βλέπω τώρα!
Kαθισμένος στο σύμπαν σου
σαν σε ωραίο ανάκλιντρο,
ρεύεσαι την ποίηση
και φτύνεις την ύπαρξη.

Kαπνίζεις ασταμάτητα το πούρο σου,
με το νου σου θροΐζοντας το μυστήριο,
με την πραγματικότητα διχασμένη,
με την ματιά σου τρυπημένη
από το φωτεινό σημείο της μνήμης σου.

Aν και υφαίνεις νέα μορφή
πάντα ο ίδιος είσαι,
ένας, αΐδιος και άπειρος.
Mέσα από το νοητό σου παράθυρο
περνάει το άκτιστο φως.

Άνοιξε το παράθυρο
κι άλλο, κι άλλο, κ ι ά λ λ ο.

***

MYΘOΛOΓIA B΄


H σιωπή θα τρυγήσει
την επίγεια αλήθεια
μαζί με των λέξεων τον κάματο.

*

Γιατί η Γνώση
μένει πάντα χωρίς στεφάνη και ξίφος,

μ’ ένα έγκαυμα από φως,
άδεια, άδεια κι έρημη.

*

YMNOΣ TΩN MYΣTΩN ΣTHN KOPH

Σα να σε βλέπω τώρα!
Δες με και συ!
Bγαίνω από το Ένα και προχωρώ στο Tίποτα
μέσα από ένα θάμβος
που αγνοεί και αγνοεί και αγνοεί.

***

Ω ΨYXH!

Bλέπω την εικόνα μου
εκεί ψηλά στο μεσονύχτι της ψυχής,
τις φτερούγες μου πιο πέρα
από το ασήμι των πλανητών.

Bλέπω την κατασταλαγμένη μέσα μου
ιδιομορφία στον τετραδιάστατο χωροχρόνο,
σιμά στο τόξο του κόσμου.

Aνοίγω μια κόλλα χαρτί,
λευκή, άγραφη και άδεια.
Ένα σύμπαν στριμώχνεται εκεί,
που μου ανήκει.
Aναζητώ ιδεογράμματα μνήμης…
Πηγή: Από το Ardalion's Weblog.

Διονυσίας Μούσουρα-Τσουκαλά, ΤΟ ΒΑΖΟ (Διήγημα)

Για μια ακόμα φορά είχε φτάσει η πιο δύσκολη στιγμή κάθε προσωρινής επιστροφής. Η στιγμή του χωρισμού. Πόσο πιο εύκολα θα ήταν αυτά τα ταξίδια αν έλλειπε εκείνη η στιγμή που πρέπει να αποχαιρετήσεις αγαπημένα άτομα χωρίς να ξέρεις αν τους λες, γεια σου, ή αντίο.
Για κείνην όμως τούτη η φορά διέφερε λίγο από τις προηγούμενες. Τούτη τη φορά, δεν ήταν ανάγκη να νανουρίσει τη Μάνα με υποσχέσεις κι ελπίδες για μόνιμο γυρισμό.
Τα πρώτα χρόνια της μιλούσε στα γράμματα για την 'προκοπή' πούπρεπε να κάνουν πριν γυρίσει.
Πολύ αργότερα, στο πρώτο ταξίδι, ζούσε κι ο Πατέρας τότε, επικαλέσθηκε το σχολειό των παιδιών:
- Κάνε κουράγιο Μάνα, ο πολύς καιρός πέρασε, το πολύ-πολύ σε δυο χρόνια που τελειώνει κι η μικρή το σχολείο, θάμαστε πίσω, θα δεις.
Και κείνοι την πίστεψαν, κι ο Πατέρας έφυγε μετά από λίγες εβδομάδες, ευτυχισμένος που την είδε, ήσυχος πούξερε πως, όπου νάναι, φτάνει...
Τη δεύτερη φορά που γύρισε εκείνη, βρήκε άλλη δικαιολογία. Τα παιδιά ήταν σε ώρα γάμου, είχαν ήδη διαλέξει, οι μελλοντικοί τους σύντροφοι ήταν Ελληνόπουλα π’ αγαπούσαν κι αυτά την πατρίδα των γονιών και προορισμός όλων, μετά το γάμο, να ξαναγυρίσουν, αυτή τη φορά, "όπως βλέπεις Μάνα δεν υπάρχει πλέον εμπόδιο".
Την τρίτη φορά, τα πράγματα ήταν πιο δύσκολα για κείνην, δεν ήξερε πια τι πρόφαση να βρει, μα δεν χρειάστηκε να ψάξει πολύ, επικαλέσθηκε την ηλικία της: -"Ξέρεις Μάνα, έχω δουλέψει σκληρά τόσα χρόνια, έχω ένα καλό εφ άπαξ στη δουλειά, μα, πρέπει να γίνω 60 χρονών για να το δικαιούμαι, μπορώ όμως να το πάρω μειωμένο στα 55, κι όπως ξέρεις , δεν απέχω πολύ, 2-3 χρόνια μόνο, έτσι τώρα τα ψέματα στ’ αλήθεια τελειώσαν, σε παρακαλώ, υπομόνεψε λίγο ακόμα, τώρα όπως βλέπεις δεν υπάρχει πια λόγος που να με κρατά εκεί, κάνε κουράγιο, να δεις τι ωραία που θα περνάμε όλοι μαζί ξανά..." Αυτό της τόπε πριν 5-6 μήνες μόνο...
Τώρα, δεν χρειάζονται πια δικαιολογίες, η Μάνα, κουράστηκε να περιμένει, ίσως γιατί κατάλαβε την αλήθεια, και πήγε να βρει τον πατέρα.
Εκείνη, μόλις τόμαθε, γεμάτη ενοχές, μπήκε στο πρώτο αεροπλάνο και πήγε να την συνοδεύσει μαζί με τ’ αδέλφια στη στερνή της κατοικία.
Και τώρα, παραμονές που πρέπει να γυρίσει εκεί που την καλεί το καθήκον, έπεισε τ’ αδέλφια να της δώσουν το κλειδί να πάει μόνη της να αποχαιρετίσει το χώρο όπου έζησε η Μάνα, αυτό που μέχρι χθες αποκαλούσε κι εκείνη 'πατρικό της'. Στην αρχή, της έφεραν αντιρρήσεις, ιδιαίτερα, όταν επέμενε να πάει μόνη της, ήταν βλέπεις η "ευαίσθητη" και η "συναισθηματική" της οικογένειας, υποχώρησαν όμως μπρος στην αδιάλλακτη επιμονή της, αφού την έβαλαν να τους υποσχεθεί πως το αργότερο σε μισή ώρα, θα γυρίσει.
Πήρε μιαν αρμαθιά κλειδιά, τα ίδια κλειδιά που πριν λίγους μήνες της είχε δώσει η Μάνα για να μπορεί να μπαινοβγαίνει "σα νάναι σπίτι της". Άνοιξε πρώτα την είσοδο της πολυκατοικίας, ανέβηκε με ασταθή βήματα και μάτια θολά κι έβαλε το κλειδί στην πόρτα του διαμερίσματος, το κλειδί, μπήκε, μα δεν γύριζε, δοκίμασε ένα άλλο μπας κι έκανε λάθος, το ίδιο, το ίδιο σαν τότε που για λόγους ασφαλείας η Μάνα άφηνε από μέσα το δικό της κλειδί, κι όταν εκείνη πήγαινε ν’ ανοίξει, δεν μπορούσε και της άνοιγε η Μάνα.
Για μια απειροελάχιστη στιγμή, η καρδιά της φτερούγισε, μέσα είναι η Μάνα, κι έκαμε να της φωνάξει...μα αμέσως τρόμαξε...τη συνέφερε η πραγματικότητα... τάχασε τελείως, ιδιαίτερα όταν μετά από μιαν ακόμα αποτυχημένη προσπάθεια ν’ ανοίξει, η πόρτα άνοιξε διάπλατα μόνη της κι ένας άγνωστος, προφανώς ενοχλημένος, στάθηκε μπροστά της ρωτώντας την τι θέλει...
Αργότερα, όταν διηγήθηκε το επεισόδιο στ’ αδέλφια, δεν μπορούσε να πει ποίος είχε τρομάξει περισσότερο με το άνοιγμα της πόρτας, εκείνη, ή ο άγνωστος άνδρας, που όταν συνήλθε, της εξήγησε πως η γριούλα που πέθανε τις προάλλες έμενε ακριβώς από κάτω....
Ο άγνωστος, που κατάλαβε την ταραχή της, της πρόσφερε καρέκλα, νερό να συνέλθει, μα εκείνη δεν στάθηκε, κατρακύλησε τις σκάλες, μπήκε στης Μάνας το σπίτι, έβαλε το κλειδί στην κλειδαριά "για λόγους ασφαλείας" και ξέσπασε σε ένα βουβό κλάμα....
Κάθισε άκρη -άκρη στο ίδιο ντιβάνι που κοιμόταν πριν λίγους μήνες όταν ήταν εκεί, δεν βρήκε αλλού να καθίσει, είχε ήδη αρχίσει ο ξεσηκωμός... (Εκείνη αρνήθηκε να συμμετάσχει, δεν είχε το κουράγιο), κάποτε, σταμάτησαν τα δάκρυα και κοίταξε γύρω. Ορθάνοιχτες ντουλάπες, συρτάρια ανοιγμένα, ρούχα πεταμένα παντού, βιβλία του Πατέρα, (η Μάνα δεν είχε πειράξει το γραφείο του αφότου πέθανε), τα γυαλιά της, κουτιά, κουτάκια, μπουκάλια με φάρμακα, (η μεγάλη αδελφή πείραζε πάντα τη Μάνα πως από τα πολλά φάρμακα που παίρνει δεν θα λιώσει), άλλα προσωπικά της αντικείμενα, και σε μια γωνιά στην άκρη, ένα βάζο...
...... Παραμονές Χριστουγέννων 196... ώρα που θάπρεπε, κανονικά, νάχε χαράξει, μα σπλαχνική η νύχτα αρνείται να φύγει, καθυστερεί. Ξέρει, πως παραχωρώντας τη θέση της στη μέρα, φεύγει εκείνη. Η κάθε στιγμή, όσο μικρή και νάναι, είναι τόσο πολύτιμη. Ας γινόταν να μην ξημέρωνε ποτέ.. Η μέρα όμως διεκδικεί τη θέση της, η νύχτα υποχωρεί. Ο Πατέρας και η Μάνα κλαίνε, κλαίνε ασταμάτητα...κλαίει κι εκείνη, με απόγνωση, μ’ απελπισία, μαζί της κλαίνε και τα δυο μικρά της, όχι τόσο γιατί νιώθουν απόλυτα τι γίνεται, αλλά γιατί από μέρες τώρα βλέπουν τη Μαμά να κλαίει συνέχεια και φοβούνται πως κάτι φοβερό θα συμβεί...
Ο Μπαμπάς προσπαθεί να τα ηρεμήσει όσο μπορεί, με μεγάλο πόνο και σε μια τελευταία προσπάθεια να μην παραταθεί άλλο το μαρτύριο, αποσπούν εκείνην από την αγκαλιά του Πατέρα και της Μάνας και την σπρώχνουν μαλακά μέσα στο ταξί που περιμένει... Εκείνη δεν θέλησε να πάει κανένας στο Λιμάνι, φοβόταν πώς θα γυρίσουν πίσω ο Πατέρας κι η Μάνα. Ψηλά, στο Λόφο, στον καταπράσινο Λόφο της Πόχαλης που κάθεται η μεγάλη αδελφή, αναβοσβήνουν το φως σε αποχαιρετισμό, κι εκείνη σπαράζει, την αγαπάει τόσο μα τόσο πολύ τη μεγάλη αδελφή...σε βάθρο την είχε πάντα, ήταν το πρότυπο και το ίνδαλμά της, πόσο θα λείψουν η μια στην άλλη....
Έχει ήδη αρχίσει να χαράζει, φυσάει δυνατός αέρας και βρέχει. Καθώς το ταξί απομακρύνεται, η Μάνα πάει να τρέξει από πίσω, κάνει δυο βήματα, κάτι φωνάζει, μα η βροχή κι ο αέρας παίρνουν τα λόγια της, κι ο ταξιτζής που έκοψε λίγο, ανοίγοντας το παράθυρο, πρόλαβε μόνο ν’ ακούσει τη λέξη "βάζο". Με τη λεπτή αίσθηση χιούμορ που χαρακτηρίζει τους περισσότερους νησιώτες και για ν’ αποσπάσει εκείνην από τις θλιβερές της σκέψεις, της λέει: - κάτι για ένα βάζο φώναξε η Μάνα, λες νάθελε να σου δώσει κάνα βάζο με κυδωνόπαστο ή ελιές να πάρεις μαζί σου;
Μέσα στο θόλωμα του μυαλού της όμως εκείνη, ξέρει τι θέλει η Μάνα. Προφανώς, θέλει να την διαβεβαιώσει πως θα της κρατήσει το βάζο, το ανθογυάλι, μέχρι να γυρίσει...
Το βάζο, ήταν το μόνο που μπόρεσε εκείνη να κρατήσει πριν διαλύσουν το μαγαζί. Το μαγαζί, είχε πολλά και ωραία πράγματα που εκείνη ζήλευε και τάθελε για το σπιτικό της. Μα δεν γινόταν, έπρεπε να πουλιόνται για να πληρώνεται το νοίκι, τα γραμμάτια, το γάλα των παιδιών, τα ρουχαλάκια τους, γιατροί, φάρμακα και τόσα άλλα που έχει ανάγκη μια νέα οικογένεια.
Σφιγγόταν η καρδιά της κάθε φορά που τύλιγε κι έδινε κάτι στους πελάτες, μα έπρεπε, δεν γινόταν αλλιώς. Ανάμεσα στα πράγματα του μαγαζιού, ήταν κι ένα βάζο που της άρεσε πολύ. Έτσι, κάθε ευκαιρία που έβρισκε, τόσπρωχνε πίσω-πίσω, μακριά από τα ερευνητικά και αδιάκριτα μάτια των πελατών για να μπορεί να το καμαρώνει, έστω και στο μαγαζί, μια κι ούτε συζήτηση να το πάρει σπίτι.
Όταν πάρθηκε η απόφαση του ξενιτεμού, το πήρε και το πήγε στη Μάνα και την παρακάλεσε να της το προσέξει τα δύο-τρία, άντε στη χειρότερη περίπτωση, πέντε χρόνια που θα λείπανε. Δεν μπορούσε να το πάρει μαζί της ήταν τόσο εύθραυστο, το ταξίδι τόσο μακρινό κι εκείνη δεν ήξερε τι θα βρει εκεί που πάει..... Μπελάς κι αυτός για τη Μάνα.
Πρώτα ήταν τα δύο κοριτσόπουλα της μεγάλης κόρης που με τα χαρούμενα ξεφωνητά και τρεχαλητά τους, με τα παιχνίδια τους, έκαναν να κουνιέται το τραπέζι και να κινδυνεύει να πέσει το βάζο,( η Μάνα τόβαλε επάνω στο τραπέζι για νάχει την ψευδαίσθηση πως τάχα βλέπει εκείνη...). Κι αυτά, που ήξεραν πόσο το πρόσεχε η Μάνα, - εδώ πια τόχε πάρει είδηση όλη η γειτονιά, κι εκείνα; - λες και τόκαναν επίτηδες κι όλο γύρω στο τραπέζι παίζαν κυνηγητό και κρυφτούλι, και δώστου η Μάνα να τους "αγριεύει", και δώστου αυτά με τις φωνές και τα γέλια τους να κάνουν να τρίζουν ακόμα και τα τζάμια.
Μα ήταν κι η μεγάλη κόρη που μια φορά τόλμησε να το ζητήσει, τόκανε επίτηδες για να την πειράξει - εκεί να δεις φασαρία η Μάνα.
Κι αργότερα, όταν ο γιος μεγάλωσε κι έκανε οικογένεια, ησύχασε η καημένη η Μάνα από τα κοριτσόπουλα της μεγάλης που ήταν πια της παντρειάς, κι άρχισαν άλλοι μπελάδες με τα μικρά του γιου.
Οι υπόλοιποι φρόντισαν να ενημερώσουν και τη νύφη για την σπουδαιότητα του βάζου, κι εκείνη τη δόλια την έπιανε δέος κάθε φορά που έπρεπε να ξεσκονίσει.
Όλοι, μα όλοι πια, συγγενείς, φίλοι, γνωστοί, γείτονες, ήξεραν για το περιβόητο βάζο. Μερικοί την πείραζαν: - Έλα κι εσύ τώρα, σιγά μη θυμηθεί και μην καταδεχτεί εκείνη μετά από τόσα χρόνια και τόσα που θάχουν δει τα μάτια της, αυτό το βάζο. Κι η Μάνα, λίγο πεισματικά, λίγο με καμάρι, τους απαντούσε: Εκείνην, εγώ την ξέρω καλύτερα απ’ όλους σας, να μου το θυμηθείτε, με το που θα πατήσει το πόδι της μέσα, όσα χρόνια κι αν έχουν περάσει, το βάζο θα γυρέψει, τούχε τόση αδυναμία. Δεν την ξέρετε εσείς καλά, είναι τόσο ευαίσθητη.
Εκείνην, την παρέσυρε η δίνη κι ο εφιάλτης της επιβίωσης στην ξένη γη.
Έτρεχε, έτρεχε, όλο έτρεχε.. Να τα προλάβει όλα, και την οικογένεια, και τα παιδιά να μην αφήσει σε ξένα χέρια, και την πρωινή δουλειά, και το Κοινοτικό Σχολείο στο οποίο δίδασκε Ελληνικά τα απογεύματα, κι ο άνδρας νάβρει καθαρό πουκάμισο, φαΐ μαγειρεμένο, να κάνει τα ψώνια, να διαβάσει τα παιδιά, νάναι το σπίτι καθαρό, να... να... να... Και τα τετράδια των μαθητών της διορθωμένα, αυτά τάπαιρνε στο σπίτι, δυο ώρες μάθημα και 30-40 παιδιά μες στην τάξη τι να πρωτοκάνει στο σχολείο; Και στη Μάνα να γράφει, και την επαφή να μη χάσει με όλους που μείνανε πίσω, κι όλο να τρέχει.... Το φρουτάδικο της γειτονιάς τόχαν οι γονείς μιας μαθήτριάς της κι από κει περνούσε συχνά εκείνη, όχι μόνο για να πάρει φρούτα αλλά γιατί ήταν και πέρασμά της για να κάνει κι άλλα ψώνια, ταχυδρομείο, κ.λ.π. Κάθε φορά, η Μητέρα της μαθήτριάς της την καλούσε για καφέ ή έστω να σταματήσει να μιλήσουν λίγο, κι εκείνη, ευγενικά της εξηγούσε πως δεν γίνεται, βιάζεται. Μια μέρα, η Μητέρα, την έπιασε απ’ το χέρι και της λέει:
-Δεν μ’ ενδιαφέρει πόσο βιαστικιά είσαι, θα ακούσεις αυτό που θα σου πω, αν είμαι στην κηδεία σου όταν πεθάνεις, θα τους πω να μην την πηγαίνετε σιγά, αυτή στη ζωή πάντα έτρεχε, πηγαίνετέ την τρεχαλητή, αν μπορούσε να μιλήσει θα της κακοφαινόταν πολύ έτσι που την πάτε.
Εκείνη, την άκουσε, γέλασε πικραμένα, και συνέχισε το δρόμο της.
Πού καιρός να θυμηθεί το βάζο...
Απ’ όλα αυτά, τσιμουδιά στη Μάνα, και νάταν μόνο αυτά...
Τι να της έγραφε;
Εδώ η Μάνα νόμιζε πως η ζωή της είναι παράδεισος και πάλι κόντευε να τους τρελάνει όλους. Μέχρι που η μεγάλη κόρη κι ο γιος, παρόλο που εκείνην την αγαπούσαν πάρα πολύ, καμιά φορά παραπονιόταν - "Λες κι εμείς δεν είμαστε παιδιά σου, όλο εκείνη κι εκείνη"
Κι η Μάνα προσπαθούσε να τους εξηγήσει πως δεν τα ξεχώριζε τα παιδιά της, αλλά, να, εκείνη της λείπει, εκείνην δεν την χάρηκε, είναι λίγο το αδικημένο της παιδί. Κι όταν πάλι γέμιζε το σπίτι φωτογραφίες της κι από το βλέμμα τους καταλάβαινε πως τα πείραζε αυτό, δώστου ξανά να τους εξηγεί, εσάς σας έχω ζωντανούς κοντά μου, δεν είναι ανάγκη να βάλω φωτογραφίες, ενώ εκείνη, μόνο στον τοίχο και στο βάζο της..
.....Κάποτε, μετά από πολλά χρόνια, εκείνη αξιώθηκε να πάει να τους δει. Εκεί να δεις χαρές κι ετοιμασίες όλοι, η Μάνα, ο Πατέρας, τα αδέλφια, τ’ ανίψια που την ήξεραν μόνο από το...βάζο. Κι η νύφη η καημένη που σκοτώθηκε να τρίβει και να γυαλίζει, είχε ακούσει τόσα από τη Μάνα για κείνην, δεν ήθελε να φανεί κατώτερή της. Άσε πια που αναρωτιόταν μόνη της πολλές φορές αν είναι δυνατόν να συγκεντρώνει ένας άνθρωπος τόσα χαρίσματα όσα η Μάνα ισχυριζόταν για κείνην.
Όταν μετά τις πρώτες συγκινήσεις και δάκρυα χαράς κάθισαν όλοι γύρω στο τραπέζι, όπου η Μάνα είχε το γενικό πρόσταγμα, κοιτάζονταν όλοι σαν κάτι να περίμεναν που δεν έλεγε να γίνει, μετά από μια ατέλειωτη στιγμή, η Μάνα παίρνοντας το μισοπονηρό, μισοκρυφό της ύφος και κοιτάζοντας εκείνην με προσδοκία στα μάτια, τη ρώτησε αν της άρεσαν τα λουλούδια στο βάζο του τραπεζιού, τονίζοντας τη λέξη "βάζο". Εκείνη, έριξε μια ματιά και μόνο τότε είδε πως στο βάζο υπήρχαν ανεμώνες, συγκινήθηκε πολύ που μετά τόσα χρόνια η Μάνα θυμόταν ακόμα το αγαπημένο της λουλούδι και την υποδέχτηκε μ’ αυτό. Την ευχαρίστησε δακρυσμένη, και δεν μπόρεσε να εξηγήσει γιατί τόση ξαφνική θλίψη και σαν απογοήτευση στη ματιά της, ούτε γιατί ο Πατέρας κοίταξε τη Μάνα σαν να της λέει, μη μιλήσεις και την πληγώσεις, δεν πειράζει ούτε γιατί οι υπόλοιποι είχαν μια μικρή δόση...θριάμβου στα μάτια τους.
Αργότερα, πολύ αργότερα, κατάλαβε, κι έκλαψαν κι οι δυο.
Μα όχι μαζί, η μια κρύφτηκε απ’ την άλλη για να μην την πληγώσει. Όπως παλιά, που καμιά δεν ομολόγησε στην άλλη πως πέρασαν πολλά χρόνια για να μπορέσουν να γιορτάσουν και πάλι τα Χριστούγεννα...
Πώς να εξηγήσει η Μάνα σε κείνην τον αγώνα της όλα αυτά τα χρόνια να διαφυλάξει το πολύτιμο βάζο για να το βρει εκείνη στο γυρισμό;
Μα η Μάνα δεν έκλαιγε γι αυτό, έκλαιγε γιατί μόνο τότε μπόρεσε να διαπιστώσει πόση πικρία έκρυβε η ζωή εκείνης, όλα αυτά που εκείνη ποτέ δεν έγραψε για τη ζωή της, κι αυτή με τη διαίσθηση της Μάνας τα υποψιαζόταν μα δεν τολμούσε να τα πει ούτε στον εαυτό της και ξόρκιζε τις κακές σκέψεις προσέχοντας το βάζο.
Τώρα πια κατάλαβε. Ποιος ξέρει τι πέρασε το παιδί της τόσα χρόνια μακριά της, το παιδί της με την τρυφερή ψυχή και τις φοβερές ευαισθησίες για να φτάσει στο σημείο να ξεχάσει το βάζο......
Φτωχό μου παιδί! Φτωχή μου Μάνα, έκλαιγε εκείνη...
Από πού ν’ αρχίσω και τι να σου πω; Έχω, άραγε, το δικαίωμα να σε πληγώσω τόσο; Καλύτερα να μην μάθεις...
Τι να πρωτοκλάψει; Για το μικρό αδελφό που τον άφησε παιδόπουλο και τον βρήκε ώριμο άνδρα πατέρα δύο παιδιών;
Για τη μεγάλη αδελφή που το χωρισμό της δεν τον ξεπέρασε ποτέ; τα κοριτσάκια που άφησε και τα βρήκε γυναίκες; το χιονάτο κεφάλι του Πατέρα; Για τη Μάνα....για τη χαμένη της νιότη, τη χαμένη της ζωή...γι αυτά που στερήθηκε, γι αυτά που στέρησε...γι αυτούς που φύγαν...
Σε κάθε της επιστροφή όλο και πλήθαιναν οι φευγάτοι, κι εκείνη πήγαινε από τάφο σε τάφο κι άναβε καντήλια....η μεγάλη αδελφή την πείραζε γι αυτό...
Τώρα, έφυγε κι η Μάνα....
Χαϊδεύει με το βλέμμα τα απομεινάρια της ζωής της Μάνας και πονάει...
Πριν λίγους μήνες που ήταν εδώ, παρόλο που ήταν καλοκαίρι, κάθε που γύριζε απ’ έξω η Μάνα την περίμενε με δυο μάλλινα πατάκια να τα βάλει στα πόδια να μη λερώσει το παρκέ....
Τώρα, όλα κείτονται σωρό...απ’ το σβηστό ψυγείο έτρεξαν νερά στο πάτωμα, με τις πατημασιές γίναν λάσπη...στο λουτρό κάποιος φαίνεται είχε ανοίξει απότομα τη βρύση και πιτσιλίστηκαν τα πλακάκια...στην κουζίνα έχασκαν ορθάνοιχτα τα ντουλάπια και τα συρτάρια...στο νεροχύτη βρισκόταν ακόμα το ποτήρι της άπλυτο...κι ανάμεσα σε όλα αυτά...σε μια γωνιά, το βάζο....
Από τις θλιβερές της σκέψεις την απόσπασε η φωνή του αδελφού στο θυρόφωνο που την παρακαλούσε να κατέβει, φτάνει πια...
Έρριξε μια τελευταία ματιά γύρω, έκαμε να σκύψει να πάρει το βάζο, μα στην ταραχή και συγκίνησή της, της φάνηκε πως την κοίταξε λυπημένα, σαν να της λέει, πως δεν έχει το δικαίωμα να το πάρει και να το χωρίσει από της Μάνας τα πράγματα, όπως χώρισαν εκείνη από τη Μάνα και όλα της τα αγαπημένα άτομα......
Αύριο, θάρθουν οι κυρίες της Φιλοπτώχου από την ενορία της γειτονιάς να πάρουν τα απομεινάρια της Μάνας...μαζί τους, θα πάει και το βάζο....
Related Posts with Thumbnails