Γράφει ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΦΛΕΜΟΤΟΜΟΣ
Γράφαμε στο προηγούμενο κείμενό μας, της
περασμένης βδομάδας πως, για να κάνεις πολιτισμό, απαιτείται πολλαπλή παιδεία
και σωστή γνώση. Με λίγα λόγια, είναι ακριβώς όπως και στον χώρο της υγείας, που
αν αρρωστήσεις – χτυπάω ξύλο – δεν θα πας στην μαμή του χωριού, αλλά στον πιο
καλό γιατρό, γιατί διαφορετικά κινδυνεύεις.
Επανερχόμαστε, λοιπόν, στο καυτό αυτό θέμα,
μια και ο πολιτισμός είναι τόσο πολύτιμος, όσο και η ζωή, μ’ ένα θέμα, που
επιβεβαιώνει τα όσα πριν μέρες ισχυριστήκαμε.
Κυκλοφόρησε πριν από καιρό δελτίο τύπου – δεν έχει πια σημασία το πού
και το από ποιους – που έλεγε πως στα πλαίσια της καλυτέρευσης της ζωής των
κατοίκων μιας περιοχής, θα ξαναγίνονταν τα παραδοσιακά … καλντερίμια. Καλή η
πρωτοβουλία, αλλά να που χρειάζεται και η ιστορική γνώση.
Καλντερίμια στη Ζάκυνθο και μάλιστα … παραδοσιακά είναι αδύνατον να
υπάρξουν. Και αυτό γιατί η λέξη, όπως τα λεξικά σημειώνουν, είναι τούρκικης
προέλευσης και στο νησί μας δεν είχε ποτέ, για ευνόητους λόγους,
χρησιμοποιηθεί. Για του λόγου το αληθές, μάλιστα, ανοίγουμε το γνωστό λεξικό
των εκδόσεων Τεγόπουλος – Φυτράκης και από τις σελίδες του αντιγράφουμε το
σχετικό λήμμα: «καλντερίμι (το) ουσ. [τουρκ. Kaldirim] λιθόστρωτο με ανώμαλη
επιφάνεια: κι ήτανε σαν ξωτάρικο ξόμπλι και σαν κιλίμι, Σιδερή, στην αυλόπορτα
μπροστά το καλντερίμι (Κ. Βελμύρας)».
Και
επειδή ο άγνωστος στους περισσότερους Κωστής Βελμύρας, που χωρίο τού έργου του
χρησιμοποιεί, ως συνήθως, το παραπάνω λεξικό, για να τεκμηριώσει τα γραφόμενά
του, είναι μάλλον ξένος προς τη νοοτροπία των ιόνιων δημιουργών, εμείς σας
θυμίζουμε την ντόπια λέξη και ομολογούμε πως αυτήν θα προτιμούσαμε να
χρησιμοποιούμε στο νησί μας, αν θέλουμε να μιλάμε για παράδοση και να
καυχιόμαστε ότι συνεχίζουμε την ιστορία μας.
Η
λέξη η δική μας για το «λιθόστρωτο» είναι η «σαρτζάδα» και αυτήν
χρησιμοποιούσαν, όπως θα διαπιστώσουμε παρακάτω, στην καθημερινότητά τους και
οι πρόγονοί μας. Για επιβεβαίωση ανοίξτε το περίφημο «Λεξικόν» του Λεωνίδα Χ.
Ζώη, τον Β΄ τόμο (Λαογραφικά), στην σελίδα 420 και θα το επιβεβαιώσετε.
Εμείς σήμερα, για να τεκμηριώσουμε τα γραφόμενά μας, θα καταφύγουμε στον
κώδικα της εκκλησίας του Αγίου Αντωνίου του Ανδρίτση –«Αντρίτζη», είναι
γραμμένο σ’ αυτόν– και θα δούμε μια συνάθροιση των μελών του «αδελφάτου», όπου
επιβεβαιώνει τα γραφόμενά μας. Το απόσπασμα αυτό είναι άγνωστο και δημοσιεύεται
για πρώτη φορά εδώ.
Στις 16 Απριλίου 1755, κατά τα σημειούμενα, στον παραπάνω ιστορικό ναό,
«εσηνάχθισαν μέρος αρκετόν της συναδελφότητας», ανταποκρινόμενοι στο κάλεσμα
των «προκουρατόρων» ή «γαστάλδων» (επιτρόπων) Αναστασίου Κουρούμαλου και Σάββα
Καραβουσιάνου, «κατά την συνήθειαν», όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται, «για να
απεράσομεν ταις κάτοθεν πάρταις». Το κάλεσμα έγινε με το γνωστό τρόπο, με την
καμπάνα δηλαδή της εκκλησίας, που χτύπησε αποβραδίς, μετά τον εσπερινό και το
πρωί, πριν την λειτουργία και οι επίτροποι της οργανωμένης αδελφότητας του ναού
έθεσαν για ψήφιση, όπως η γνήσια δημοκρατία απαιτεί, τα διαφόρων θεμάτων, που
την αφορούσαν.
Ανάμεσα
στ’ άλλα διαβάζουμε, με την ορθογραφία, βέβαια, του γραμματικού και τα εξής,
που αφορούν το θέμα μας: «Είταν πολλά χριαζόμενον να φτιασθή η sαλτζάδα από το σπήτη του τζώρτζη Sκούρτα εος κάτου εις σπήτη του λικαρδόπουλου
όντας παντελός χαλασμενοι δια το κόμοδον των χριστιανών όπου έρχονται εις την
εκκλησίαν την οποίαν φτιανοντάς την εξοδιάσαμε ριάλια δοδεκα και άσπρα 58 ος
φένεται εις το λ[ίμπρ]ο ΓΓιορνάλε στην πρ[ώ]τη οκτωβρίου και 10 δικεμβρίου 1754
και λυπόν το προσφέρομεν εις την σηναδελφότητα ανίσος και αΓρικά να μας
απρομπάρουν την αυτήν σπέτζα οπού εκάμαμεν».
Συνεχίζοντας την ανάγνωση του φθαρμένου από τον καρό κώδικα,
διαπιστώνουμε πως οι συναδελφοί του ναού εκτίμησαν την ανάγκη του έργου και το
ενέκριναν με ζηλευτή πλειοψηφία: «υπήγεν ο μπούσουλας Γύρωθεν δια την
απρομπατζιόν της σπέζας της σαλτζάδας και επίρε εις το δεσί (το ναι) μπάλαις
190, και εις το δενό (το όχι) 2».
Έτσι το έργο και τα έξοδά του εγκρίθηκαν και προς τον Άγιο Αντώνη
υπήρχε, για την εξυπηρέτηση των πιστών, σαρτζάδα και όχι καλντερίμι.
Ίσως κάποιοι ισχυριστούν πως όλα αυτά είναι λεπτομέρειες. Μα σε αυτές βασίζεται
η επιτυχία. Διαφορετικά θα παραπαίουμε σαν λαός με «παραδοσιακές» βασιλόπιτες
στη Ζάκυνθο, «πατροπαράδοτους» οβελίες την Λαμπρή και καψουροτράγουδα στις
ταβέρνες της καντάδας.
Τότε θα είμαστε σαν το παιδί που μπερδεύει τον πατέρα του με τον εραστή
της μητέρας του.
Την
συνέχεια μπορείτε μόνοι σας να την καταλάβετε.