© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Τετάρτη 22 Ιουνίου 2011

Ο Λουμπαρδιάρης

Γράφει ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΦΛΕΜΟΤΟΜΟΣ

Ο Χριστιανισμός με την επικράτησή του θέλησε να δώσει την δικιά του θρησκευτική πίστη στην αρχή των τεσσάρων σημαντικών στιγμών του χρόνου, το ξεκίνημα της κάθε εποχής, να τις συνδυάσει με τα δικά του ιερά πρόσωπα και με τον τρόπο αυτό να εξαλείψει πανάρχαιες ειδωλολατρικές συνήθειες, οι οποίες, από φόβο περισσότερο στα φυσικά φαινόμενα και λιγότερο από πίστη, είχαν ριζώσει στο υποσυνείδητο των ανθρώπων. Έτσι, στην αρχή του Φθινόπωρου καθόρισε να γιορτάζεται η Σύλληψη του μεγαλύτερου Προφήτη, του Βαπτιστή Ιωάννη (23 Σεπτεμβρίου), συνδυάζοντάς την με την φθινοπωρινή ισημερία και στην εαρινή τοποθέτησε την αντίστοιχη γιορτή του ιδρυτή της, του Ιησού Χριστού, τον Ευαγγελισμό (25 Μαρτίου), δίνοντας στις βασικές αυτές τροπές του χρόνου την μορφή της σωτήριας υπόσχεσης. Τις γεννήσεις των ίδιων άγιων μορφών συνέδεσε με τα ηλιοστάσια. Στο μεν καλοκαιρινό αυτήν του Προδρόμου (24 Ιουνίου), στο δε χειμερινό τα Χριστούγεννα (25 Δεκεμβρίου), σαν επαλήθευση στο ταχθέν και σαν αρχή του καινούργιου.

Με την πάροδο του χρόνου, μάλιστα, και βλέποντας τον κόσμο να πιστεύει μεν στην νέα θρησκεία, αλλά συγχρόνως να κρατά τις παγανιστικές του συνήθειες, όπως η χαρακτηριστική γριά υπηρέτρια του νεαρού Κλείτου του Κωνσταντίνου Καβάφη, αναγκάστηκε να τις ενστερνιστεί και να τις προσαρμόσει στις διδασκαλίες της. Ιδίως το πρόβλημα υπήρχε με τις φωτιές, που άναβαν πάνω στη γη οι κάτοικοί της, θέλοντας να βοηθήσουν τον ήλιο να κινηθεί και πάλι, την περίοδο των δύο ηλιοστασίων και η ανάγκη της ζωής, τότε, όπως και τώρα, ξεπερνούσε και δόγματα και πιστεύω.

Ονόμασε, λοιπόν, «ήλιο της δικαιοσύνης» το νεογέννητο Χριστό και ανέχτηκε «δωδεκαμερίτες», που καίνε στο τζάκι και σκορπίζουν στις γωνίες του σπιτιού την στάχτη τους, φωτιές στις γειτονιές με γλέντι και ξεφάντωμα και τα δύο αναμμένα ξύλα στην εστία της δικής μας κουλούρας, το βράδυ της παραμονής της γιορτής, για ν’ αναφερθούμε σε λίγες μόνο, μα χαρακτηριστικές συνήθειες των ημερών της μεγάλης χειμωνιάτικης επετείου. Όσο για το θερινό ηλιοστάσιο έδωσε στην γέννηση του Ιωάννη του Προδρόμου πυρφόρα μορφή, αλλά και μαντικές ικανότητες. Έτσι ο Βαπτιστής και ισάγγελος της ερήμου έγινε «Κλύδωνας», «φωτιστής» και στο νησί μας «Λουμπαρδιάρης».

Σ’ αυτήν την τελευταία μεγάλη γιορτή, που σήμερα γιορτάζεται, θ’ αναφερθούμε στο κείμενό μας αυτό, δίνοντάς του εορταστικό κλίμα, σαν τον «Κοσμοκαλόγερο» των γραμμάτων μας, τον κυρ – Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, με τα επετειακά εκατόχρονα από τον θάνατό του.

Δεν θα κάνουμε συνολική αναφορά σε όλη την πλούσια λαογραφία τις ημέρας, με τις πολλές μορφές και την πολύμορφη έκφρασή της, αλλά θα σταθούμε σε μια παγκόσμια (του χριστιανικού κόσμου) συνήθεια, που τελευταία έχει εξασθενήσει, αν δεν έχει κοπεί τελείως και σχετίζεται με τις «φουγκαρίες» ή «φωτίες», που κάποτε άναβαν σ’ όλες ανεξαίρετα τις γειτονιές, της πόλης και των χωριών και του νησιού μας, δικαιολογώντας την επωνυμία «Λουμπαρδιάρης», την οποία ο λαός μας έδωσε στον παλιό, πριν από τον Άγιο Διονύσιο, Προστάτη της Ζακύνθου.

Σήμερα οι φωτιές αυτές είναι δυσθεώρητες – εγώ ακόμα συνεχίζω να τις ανάβω – και σπάνια θα τις δεις, όχι μόνο στο τουριστικό μας αστικό κέντρο, αλλά και στα πιο απόμακρα, διπλά σεισμόπληκτα, χωριά. Κάποτε, όμως, ήταν χαρακτηριστικό δείγμα της ημέρας και άναβαν παντού με τρόπο εθιμοτυπικό και θρησκευτική προσήλωση. Τις θυμάμαι ακόμα και στο κέντρο της Χώρας, την οδό Φωσκόλου, που μεγάλωσα.

Από μέρες μαζεύαμε τις «χερίες» από τα ρεβίθια που πουλούσαν οι πλανόδιοι μικροπωλητές και τις ξεραίναμε στην ήλιο για την περίπτωση. Παράλληλα μαζεύαμε από την γειτονιά όλα τα άχρηστα και εύφλεκτα αντικείμενα, που με χαρά ξεφορτώνονταν οι έμποροι και οι νοικοκυρές, και τα συγκεντρώναμε σε μια γωνιά, με μορφή ιεροτελεστίας.

Σαν βράδιαζε και έπεφτε το φως του ήλιου, που αυτήν την μέρα αργούσε περισσότερα από κάθε άλλη φορά, μαζεύονταν όλοι και ανάβαμε την φωτιά. Υπήρχε και συναγωνισμός για το ποια θα είναι μεγαλύτερη και το ποια θα κρατήσει περισσότερο.

Παίρναμε φόρα και πηδούσαμε από πάνω της, όχι μόνο τρεις φορές, όπως ήθελε η παράδοση, αλλά περισσότερες, για συναγωνισμό και διασκέδαση. Φέρναμε και καίγαμε και τα στεφάνια της Πρωτομαγιάς στις φλόγες της και οι γριές ό,τι είχε ξεραθεί στο εικονοστάσι και έτριβε, ρυπαίνοντας το χώρο. Κάποιες, μάλιστα, κοπέλες, οι λίγο μεγαλύτερες, έβαζαν στα κάρβουνα και μια αγκινάρα, θέλοντας να δουν αν θα παντρευτούν, εάν αυτή άνθιζε.

Η γιορτή τελείωνε αργά και το άλλο πρωί η μαύρη κηλίδα στην γωνία θύμιζε το γιορτάσι και υπογράμμιζε το Καλοκαίρι, που ουσιαστικά τότε άρχιζε.

Οι φωτιές αυτές απότομα σταμάτησαν, όχι γιατί από την 1η του Μάη τις απαγορεύει η Πυροσβεστική Υπηρεσία, αλλά επειδή εμείς δεν επιδιώκουμε πια την ζεστασιά και την θαλπωρή τους. Κάποιοι πολιτιστικοί Σύλλογοι προσπαθούν στημένα και ομαδικά να τις αναβιώσουν, μα αυτό είναι φαί ξαναζεσταμένο και προτηγανισμένο, σαν αυτά που προτιμάμε στις νυχτερινές μας εξόδους. Εξάλλου, δεν υπάρχει πια η γειτονιά με την παλιά της έννοια. Κι όμως οι φωτιές αυτές ήταν οι μόνες οικολογικές.

Σήμερα, το καλοκαίρι δεν τιμάμε το Πρόδρομο την μέρα της Γέννας του, αλλά καίμε τα δάση. Τσιμεντοποιούμε τα πάντα.

Να, γιατί πρέπει να φέρουμε ξανά στην ζωή μας τον «Λουμπαρδιάρη». Οι φλόγες της γιορτής του μπορεί και πάλι να δώσουν θαλπωρή στην φτώχεια μας.

Όσοι αύριο το βράδυ δεν τις ανάψετε, θα χάσετε. Οι λάμψεις τους απομακρύνουν κάθε κακό.
Related Posts with Thumbnails