Ἀπὸ νωρὶς, ἀκόμα ἀπὸ τή μέρα τοῦ πανηγυριοῦ τῆς Παναῒτσας στὸν Πύργο, στὶς 21 τοῦ Ἀντριᾶ, ποὺ ἀντρεύει καί τὸ κρύο, τοῦ Νοέμβρη δηλαδὴ, εἶχαν μηνύσει στὸν παπα-Γιώργη, δεύτερο ἐφημέριο τῆς ἐνορίας Π. νὰ ἑτοιμαστεῖ νὰ τούς κάμει τοῦ Χριστοῦ στὸν Ἃη-Ρηγῖνο, γιατὶ τὄχανε τάμα καὶ κάποιοι παλιολλαδίτες νἄρθουν νὰ μεταλάβουν καὶ νὰ τιμήσουν τὸν ἅγιο, χρονιάρες μέρες ποὔρχονταν.
Ὁ δεύτερος ἐφημέριος τῆς ἐνορίας Π., ὅταν ἔφτασε ἡ παραμονὴ τοῦ Χριστοῦ, μετὰ τὴν ἀπόλυση τῶν Μ. Ὡρῶν καὶ τοῦ Ἑσπερινοῦ μὲ τὴ Λειτουργία τοῦ Μ. Βασιλείου, ἑτοίμασε στό σακκούλι του τά ἱερά, δηλαδὴ τό δισκοπότηρο καί φυσικά ὅ,τι ἀπαιτεῖται γιά νά τελεστεῖ ἡ Θεία Λειτουργία κι ἀφοῦ συννενοήθηκε μέ τόν ψάλτη ξεκίνησε ἀπομεσήμερα γιά τόν Πύργο, τρεῖς ὧρες δρόμο ἀπό τή Χώρα. Τό ζωντανό του ξέρει τό δρόμο, γιατί δέν εἶναι ἡ πρώτη φορά πού ὁ παπάς πηγαίνει στή περιοχή τοῦ Πύργου. Εὐτυχῶς πού δέ χιονίζει, ἄν καὶ ὁ καιρὸς εἶναι στὸ χιονιὰ, γιατί θά ἦταν πολύ δύσκολη ἡ προσπέλαση. Μόνο σιγοβρέχει. Ἀλλά δέ πειράζει. Τό καλύβι πού θά μείνει, ἔχει καλή παραστιά γιά νά στεγνώσει, νά ζεσταθεῖ καί ν᾿ ἀναπαυθεῖ.
Ἀνεβαίνοντας ἀπὸ τ’ Ἀλούπη, περνᾶ τὴν κάτω Ἁγία Παρασκευὴ, φτάνει στὸ Διακόπι κι ὕστερα ἀνεβαίνει τὸ δύσκολο Λαλαριὰ γιὰ φτάσει στὴν ἀπάνω Ἁγία Παρασκευὴ, ὅπου θὰ σταθεῖ ν᾿ ἀνάψει τὸ καντήλι, νὰ ξαποστάσει τὸ ζῶο κι ὁ ἴδιος, κι ὕστερα θ᾿ ἀνεβεῖ στὸν Πύργο, θὰ συνεχίσει τὸ δρόμο του, μέχρι νὰ φτάσει στὸ καλύβι, ποὺ εἶναι κοντὰ στὴν Παναῒτσα.
Γύρω στό σούρουπο φτάνει στό καλύβι τοῦ Γέρο Φιλιππή. Τόν δέχονται ὅλοι μέ ἀνακούφιση. Κατεβαίνει ἀπό τό ζῶο καί μπαίνει στό χωνεμένο στ᾿ ἀπόβραδο καλύβι, πού τό ἀχνοφωτίζει ὁ λύχνος πάνω στή "βγοῦ" τῆς παραστιᾶς.
Τό κέρασμα εἶναι σῦκα ξερά καί ρακί. Ἡ φωτιά καίει περήφανα στό τζάκι, ἐνῶ στό καζάνι πού εἶναι πάνω στή τζιροστιά σιγοβράζει τό φαῒ γιά τήν αὐγινή, τήν ἑορταστική τήν τράπεζα.
Ἔξω ἡ βροχή δυναμώνει. Μαζί της καί τό σκοτάδι. Μαζεύονται ὅλοι ἕνα γύρω, σιμά στήν παραστιά καί ἀκοῦνε τόν παπά πού τούς ἐξηγεῖ, πώς θά σηκωθοῦν νωρίς τή νύχτα γιά τήν ἀκολουθία. Καλό θά ἦταν νά εἰδοποιηθοῦν καί τ᾿ ἄλλα, τά γειτονικά καλύβια. Ὅμως, ἐκείνη τήν ὥρα ποὺ μιλᾶνε, ἔρχεται μουσκεμένος καὶ λαχνιασμένος ἀπ᾿ τὸ δρόμο, ὁ γιός τῆς γριᾶς τῆς Μονοβασῶς τῆς Πυργιώτισσας, νά τοῦ πεῖ ὅτι ἡ Μάνα του ψυχομαχεῖ καί θἄθελε νά τή μεταλάβει. Τήν αὐγή, τοῦ ἐξηγεῖ ὁ παπᾶς, ἀπολείτουργα, γιατί δέν ἔχει μαζί του Ἅγιο Ἄρτο.
Ὁ ὕπνος εἶναι ἣρεμος μέσα στή θαλπωρή τοῦ καλυβιοῦ. Ἡ βροχή συνεχίζεται, ἡ νύχτα εἶναι πηχτή ὡσάν τή λάσπη, ἐνῶ ἡ παρηγοριά τοῦ λαδοκάντηλου μπροστα στίς παλλαϊκές τίς εἰκόνες κλείνει τό δρόμο στήν ἀνησυχία.
Εἶναι ἀκόμα βαθειά νύχτα πού σηκώνονται γιά τήν ἐκκλησιά. Ἀνάβουν τό λύχνο, ντύνονται γερά καί ξεκινοῦν μέ λαδοφάναρα, μέ ἀναμμένα δαδιά στά χέρι. Τό μονοπάτι γεμίζει κόσμο, πού εὔχονται χρόνια πολλά, μιά σειρά ἀπό μικρές φλόγες πού προχωροῦν μέ προσοχή μέσα στ᾿ ἀνεμόβροχο, ἀλλά καί μέ τό φόβο τῶν καλλικατζάρων πού τέτοιες μέρες ἐμφανίζονται οἱ ἀλιτήριοι καί τά κάνουν ὅλα ἀνακατωμένος ὁ ἐρχόμενος.
Ἡ ἐκκλησιά εἶναι φωτισμένη ἀπό τά κεριά καί τά λαδοκάντηλα. Ὁ ψάλτης χωμένος στή βαρειά τήν πατατοῦκα μισοκοιμᾶται ἀκόμα στό στασίδι. Ὃμως, μέ τήν εἴδοδο τοῦ παπά, ὅλα ξαφνικά ἀλλάζουν, ζωντανεύουν, ὅπως κι οἱ φλογίτσες τῶν κεριῶν στὰ μανουάλια.
Ὁ παπᾶς προσκυνᾶ, μπαίνει στὸ ἀχνοφωτισμένο ἱερὸ βῆμα, ἁπλώνει τ᾿ ἄμφιά του καί τοποθετεῖ προσεχτικὰ τὸ ἱερό Εὐαγγέλιο καὶ τά δισκοπότηρα στήν Ἁγία Τράπεζα καί τήν πρόθεση, ἑτοιμάζει τό φρεσκοψημένο πρόσφορο, τό μυρωδάτο μαῦρο νάμα καί τίς λαμπάδες τίς καμωμένες ἀπό ἁγνό μελισσοκέρι, παίρνει καιρό καί βάζει «Εὐλογητός». Ἡ ἐκκλησούλα γεμίζει κόσμο, πού ἔρχεται ἀπό τά γύρω καλύβια, ἀλλὰ κι ἀπὸ παρακάτω ἀπὸ τὸ Μορτερὸ, τὸν Πάνερμο καὶ τὸ Δίτροπο, κόσμο πού στό μέτωπό του διακρίνεις τόν καημὸ καί τήν ἀγωνία, γιά νά τά φέρουν βόλτα, δουλέυοντας σκληρὰ τή γῆς… Εἶναι ὅλοι τους ντυμένοι ἁπλά, ταπεινά καί δίχως τήν παραμικρή ἐπιτήδευση. Ἄς εἶναι τσαλακωμένη ἡ βράκα ἤ τό κολοβόλι. Ἀρκεῖ πού εἶναι καθαρά, ὅπως κι οἱ ψυχὲς αὐτῶν τῶν ἁγνῶν ἀνθρώπων. Μπορεῖ τὰ μικρὰ παιδιὰ νὰ νυστάζουν καὶ νὰ γέρνουν τὰ κεφαλάκια τους στὸν ροζιασμένο ἀπὸ τὴν πολυκαιρία τοῖχο, ὅπως ὅταν ἀνοίγουν τὰ μεγάλα τους ἐκφραστικὰ μάτια, τὰ ψιχαλισμένα ἀπὸ τὴν ἀγρύπνια ἀλλὰ καὶ τὴν κατάνυξη, νοιώθεις ὅτι εἶναι τὰ ἀγγελούδια ποὺ στέλνει ὁ Χριστὸς στὴ γῆ, τέτοια μέρα...
Ἡ Ἀκολουθία προχωρεῖ . Δονίζεται ἡ ἐκκλησία ἀπό τό τροπάριο «Ἡ Γεννησίς Σου Χριστέ ὁ Θεός ἡμῶν...» καί ὅλων τά μάτια καρφώνονται στήν εἰκόνα τῆς Γεννήσεως, πού εἶναι πάνω σ᾿ ἕνα ἁπλό δισκέλι στολισμένη μέ βάγια καί μυρτιά. Τὴν κοιτάζουν κι ἀφήνει ὁ καθένας μαζὶ μὲ τὸ βαθὺ γκαρδιακὸ του στεναγμὸ, ἕνα ἀκόμα λόγο, λόγο παρακλητικὸ.
Δέν τό ξέρω, μά ὑποθέτω πώς, ἄν ἐκείνη τήν ὥρα πάσχιζε κάποιος ν᾿ ἀποκρυπτογραφήσει τά αἰτήματα τῶν καρδιῶν ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων, θ᾿ ἄκουγε στεναγμούς ἀλαλήτους, γιά τό παιδί τοῦ Γέρο Γιάννη πού λείπει, γιατὶ εἶναι μέ τό καράβι τοῦ καπετάν Ζαχαρία, γιά τά κορίτσια τοῦ μπάρμπα Μητροῦ πού εἶναι τῆς παντρειᾶς καί εἶναι ἀνάγκη νά γίνει ἡ πεντάρα λίρα, ὥστε νά ἑτοιμαστοῦν, τό σπίτι πού φτιάχνεται στή Χώρα, τά προικιά, ἀλλά καί νά μαζωχτεῖ τό μέτρημα. Ὁ ἄλλος σκέφτεται τά παιδιά πού ἔθαψε ἀπό τίς ἀρρώστιες καὶ τό γειτονόπουλο πού ἀπόψε χαροπαλεύει στό καλύβι τῆς Διολετῶς τῆς Ἀνυφαντίνας ἀπό τόν πυρετό. Ἄλλος ἀκούει τή βροχή καί σκέφτεται τή σοδειά. Θά πάει καλά; Γιατί χρωστᾶνε στόν τάδε τοκογλύφο τόσα λεπτά πού τά δανείστηκαν πέρσι γιά νά περάσουν τή χρονιά. Ἀλλά κι ὁ ἴδιος ὁ παπάς μέσα στό ἱερό τό Βῆμα, πού ξέρει τούς καϋμούς καί τά βάσανα αὐτῶν τῶν συγχωριανῶν του καί εὔχεται, βάζει μαζί μέ τά δικά τους καί τά δικά του τά παθήματα καί τίς στεναχώριες. Κι αὐτός ἔχει κορίτσια γι᾿ ἀποκατάσταση. Τρία, ζωή νά ἔχουν καί καλό τυχερό. Κι οἱ γαμπροί λίγοι, ἀλλά καί φτωχοί. Τό σπίτι τῆς Μαρίας σχεδό τελειώνει, ἐνῶ δίπλα της θά πρέπει νά θεμελιωθοῦν κι ἄλλα δύο. Στίς κεντίστρες εἶναι δοσμένα τά λεπτά νά ἑτοιμάσουν τή στόφα τή νυφιάτικη, γιατί ὅπου νἄναι δένεται ἡ παντρειά μέ τόν Παντελὴ τόν καλαφάτη.
Ἔξω ἀκούγεται μιά βουή ἀπό τόν ἀγέρα πού κατεβαίνει ἀπό ψηλά ἀπὸ τή Δέλφη καί μπαίνει μέσα στίς πευκοσειρές καί τίς ἀναδεύει. Κάπου-κάπου τ᾿ ἀνεμόβροχο χτυπᾶ μέ δύναμη πάνω στήν πόρτα, λές καί θέλουν ὅλες οἱ κακές δυνάμεις καί τά πνεύματα τοῦ δάσους νά εἰσβάλουν στήν ἐκκλησιά καί ν᾿ ἀναστατώσουν τά πάντα. Τ᾿ ἀφουγκράζονται σιωπηλοί καί κατανυγμένοι οἱ χωρικοί καί κάνουν τό σταυρό τους «Στό πέλαγο Παναΐτσα μου», λένε καί περιμένουν τὸ χάραμα.
Σέ λίγο βγαίνει παπάς μέ τή θεία Μετάληψη καί οἱ περισσότεροι κοινωνοῦν, ἀφοῦ πάρουν σχώρεση ὁ ἕνας ἀπ᾿ τόν ἄλλο. Ἀκόμα καί ἐκεῖνοι πού εἶναι μαλωμένοι, γιατί ἔτυχε ἡ γίδα τοῦ μιανοῦ νά μπεῖ στό χτῆμα τοῦ ἄλλου καί τοῦ φάει τά θλιάσματα. Ἀπόψε, μέρα πού εἶναι, τ᾿ ἀστοχᾶνε γιά λίγο, γιά νά τά ἐπαναλάβουν μετά ἀπό δυό-τρεῖς μέρες. Καϋμένοι ἄνθρωποι....
Λίγο πρίν ἀπό τήν ἀπόλυση ἔρχεται κι ὁ γιός τῆς γριᾶς τῆς Μονοβασσῶς, ὁ Κωνσταντής μ᾿ ἕνα μεγάλο λαδοφάναρο νά συνοδέψει ἴσαμε τό καλύβι τους τὸν παπᾶ μὲ τη Θ. Μετάληψη, γιά κοινωνήσουν τή Μάνα του. Τοῦ παπά τρέμει ἡ ψυχή· πρῶτα-πρῶτα μήπως καί δέν προφτάσει ζωντανή τήν ἄρρωστη κι ὕστερα μήπως καί παραπατήσει μέ τ᾿ Ἅγια Μυστήρια στά χέρια. Ὅμως τ᾿ ἀποφασίζει, παρακαλώντας τό Θεό νά τοῦ δώσει κουράγιο νά ξεπεράσει ὅλα τά ἐμπόδια πού ὁπωσδήποτε θά παρουσιαστοῦν. Κάι πράγματι τό τί παρουσίασε ὁ μισόκαλος μπροστά του δέ λέγονται. Πρῶτα ἡ σκοτεινιά, τό κακοτράχαλο τοῦ δρόμου, τ᾿ ἀνεμόβροχο πού τοὔκλεινε τά μάτια κι ὕστερα τό μούδιασμα στά χέρια, πού δῶ πάνω στό βουνό μ᾿ αὐτή τήν παγωνιά δέν τά αἰσθανόταν. Κύριε, ψιθύρισε, βόηθα καί Σύ....
Ὅταν φτάσανε στό καλύβι τῆς ἄρρωστης καί τήν κοινώνησε, κατάλαβε τὸ πῶς τόν περίμενε ἡ κουρασμένη ἡ γριά τό Μονοβασσώ καί πόσο ἀναγάλλιασε ὅταν κοινώνησε! Τήν εὐχή τοῦ Κ᾿ στοῦ νάχεις παπά μ᾿, μουρμούρισε κι ὕστερα ἔπεσε σέ λήθαργο. Τῆς διάβασε μιά εὐχή καί στάθηκε σιμά στή φωτιά νά πάρει μιά πύρα, πρίν ξεκινήσει γιά τήν ἐκκλησιά. Ὅταν ἔφτασε, ὅλοι σχεδόν τόν περίμεναν καθισμένοι στά στασίδια, ἐνῶ ἄλλοι εἶχαν περάσει στό διπλανό τό κελλί, ὅπου ἔμεινε τή νύχτα ὁ γέρο-ψάλτης, ξάναψαν τή φωτιά στό τζάκι καί κουβέντιαζαν πίνοντας φασκόληλο μέ πετιμέζι. Τό χάρηκε αὐτό πολύ καί τό ἐκτίμησε ὁ παπάς.
Τό γκρίζο σεντόνι πού ἁπλώνεται μέ τό χάραμα ἕνα γύρω στήν περιοχή δίνει στούς χωρικούς τή δυνατότητα νά ξεκινήσουν γιά τά καλύβια τους, ἀφοῦ εὐχηθοῦνε ὁ ἕνας στόν ἄλλο χρόνια πολλὰ καὶ καλὴ χρονιὰ.
Τελευταῖος ἀναχωρεῖ ὁ παπάς, ἀφοῦ μαζεύει τά ἱερά του καί κατευθύνεται γιά τό καλύβι. Εἶναι μόνος του μέσα τό μικρό ναΐσκο, πού ἀποπνέει μιά εὐωδία ἀγγελική, οὐράνια. Θά χάρηκε πολύ ὁ Ἅγιος χρονιάρα μέρα πού εἶναι καί Τόν λειτουργήσαμε, σκέφτεται καί τά μάτια του νοτίζονται ἀπό κατάνυξη καί εὐχαριστία, πού μπόρεσε καί φέτος νά συνεορτάσει μέ τούς Πυργιῶτες τά Χριστούγεννα. Πρίν ἀναχωρήσει, ρίχνει μιά ματιά στό ἐσωτερικό τῆς ἐκκλησιᾶς καί παρατηρεῖ στό μισοσκόταδο τίς Μορφές τοῦ Χριστοῦ, τῆς Παναγίας καὶ τῶν Ἁγίων πού ἀχνοφωτίζονται ἀπό τό ἱλαρό τό φῶς τοῦ λαδοκάντηλου. Τό ἀγαπᾶ ἰδιαίτερα αὐτό τό φῶς ὁ παπᾶς, γιατί ἡ γαλήνη του, ἡ ταπεινοσύνη του, ἡ ὀμορφιά του σταλάζουν στή φρυγμένη τήν ψυχή εὐλογία...
Στό καλύβι φτάνει σχεδόν μουσκεμένος. Κάθεται δίπλα στήν παραστιά, στό μεντέρι καί πυρώνεται τρώγοντας τίς τηγανίτες μέ τό μπόλικο τό πετιμέζι καί πίνοντας ρακί.
Σέ λίγο θά πρέπει ν᾿ ἀναχωρήσει γιὰ τη Χώρα, ὅμως ἐκείνη τή στιγμή παρουσιάζεται ὁ Κωσταντής, ὁ γιός τῆς θειᾶς τῆς Μονοβασῶς καί τοῦ ἀναγγέλλει τό θάνατο τῆς Μάνας του, τώρα τά ξημερώματα. Μίλησαν καί μέ τούς ἄλλους τούς Πυργιῶτες καί συμφώνησαν νὰ τή θάψουν ἀπομεσήμερα, γιά μή φέρνουν πάλι αὔριο τόν παπά, μέρες πού εἶναι.
Παράτησε μισιοπιωμένο τό ρακί. Στή γαβάθα εἶχαν περισσέψει δυό-τρεῖς τηγανίτες. Πῆρε τό πετραχήλι καί, μισομουσκεμένος καθώς ἦταν, πῆγε νά διαβάσει Τρισάγιο στή νεκρή. Ἀπέναντι, ἀπό τή μεριά τῆς Ἀνάληψης καί τοῦ Ἃη-Γιώργη στήν Καρυά ἀνέβαινε μιά βαρειά συννεφιά, πού ἔφραζε τόν τόπο. Στάθηκε κι ἀγνάντεψε. Τοῦ εἶχε πεῖ ὁ παπα-Γιάννης ἀπό τόν Ἅγιο Σπυρίδωνα ὅτι θά λειτουργοῦσε στό μοναστήρι, στόν Ἃη-Γιώργη στήν Καρυά, γιά τούς Καρυῶτες πού μένανε ἀπέναντι καί κοίταζε μήπως διακρίνει κάποιον. Δέ φαινόταν τίποτε. Ὁ καιρός εἶχε γυρίσει στό χιονιά καί μιά κάπνα ἀπό πηχτό γκριζόμαυρο σύγνεφο κατέβαινε ἀπό ψηλά μαζί μέ τ᾿ ἀνεμοσούρια καί τίς κραυγές τῶν πουλιῶν πού πήγαιναν νά κρυφτοῦν στίς φωλιές τους. Τόν γύρισε, παπά τόν καιρό. «Σά δέ βγάλει κανένα χιόνι ἀπόψε!...», εἶπε σιγά ὁ Κωνσταντής κι ὕστερα σώπασε, γιατί τό μετάνοιωσε, ἐπειδή ἔπρεπε κι ὁ παπάς νά γυρίσει στή Χώρα. Κι εἶχαν καί τήν κηδεία... Ὁ παπάς τόν πρόσεξε, μά δέν εἶπε τίποτε, μονάχα τόν ἀκολουθοῦσε σιωπηλός, ὑπομονετικός κι ἥρεμος.
Τή νεκρή τήν εἶχαν πάνω στό γιατάκι, στολισμένη καί καθαρή· εἶχαν ἀνάψει μιά λαμπάδα καί τῆς εἶχαν κόψει λίγα λουλούδια ἀφημένα στά χέρια της. Νά τά πάει στόν πατέρα καί στ᾿ ἀδέρφια μου, εἶπε ὁ Κωνσταντής. Ὁ παπάς προσκύνησε, διάβασε τό Τρισάγιο κι ὕστερα κάθισε νά δώσει ὁδηγίες γιά τή νεκρώσιμη ἀκολουθία καί τήν ταφή.
Τοῦ προσφέρανε σῦκα ξερά, λίγο καλό μαῦρο κρασί κι ἕνα κομμάτι ψωμί, γιά στυλωθεῖ. Φαΐ τό σπίτι αὐτό δέν ἔβρασε σήμερα κι ἄς ἦταν χρονιάρα μέρα.
Καθώς ἔτρωγε σιγά καί διακριτικά κοιτάζοντας πρός τά ἔξω, κατά τή μεριά τῆς θάλασσας, πάσχιζε νά ξετυλίγει τό νῆμα τῆς ζωῆς τῆς θειᾶς τῆς Μονοβασσῶς, αὐτῆς τῆς παλιᾶς Πυργιώτισσας, πού ἐδῶ γεννήθηκε, ἐδῶ ἔζησε κι ἐδῶ, ἀφοῦ κοιμήθηκε πληρώνοντας τό κοινό χρέος, θά ταφεῖ, χρονιάρα μέρα καὶ στό καταχείμωνο.
Ἦταν ἀπό τίς ἀρχοντογυναῖκες τοῦ Πύργου ἐτούτη ἡ θειά. Φιλόξενη, φιλότιμη, πιστή στό Θεό καί στίς παραδόσεις καί, φυσικά, πολύ δουλεμένη.
Τήν ἤξερε ὁ παπάς, γιατί αὐτός στεφάνωσε τά παιδιά της καί βάφτισε τά ἐγγόνια της καί πολλές φορές τοῦ εἶχε πεῖ τόν καϋμό της.
Εἶχε γεννηθεῖ στά τέλη τοῦ 1700, εἶχε παντρευτεῖ τόν Νικολό τόν Μπαρμπεράκη, πού εἶχε κι αὐτός καλύβι, ἀμπέλια καί καρούτα στόν Πύργο, κοντά στή Παναΐτσα, πιό πέρα ἀπό τά καλογερικά κι εἶχε ἀποκτήσει ἑφτά παιδιά. Τέσσερα παλληκάρια καί τρία κορίτσια.
Στά χρόνια τῆς Ἐπανάστασης ὁ ἄντρας της πῆγε μαζί μέ τό καράβι τοῦ καπετάν Κωνσταντή τοῦ Μανωλάκη, γιά βοηθήσει στόν Ἀγώνα. Ἐκείνη ἀπόμεινε στόν Πύργο νά στρεμματίζει, νά κλαδεύει, νά σκάβει καί νά κάνει ὅλες τίς δουλειές μέ τά παιδιά της. Μέχρι πού ἦρθε τό μαντάτο ὅτι ὁ ἄντρας της πνίγηκε σέ μιά φουρτούνα, ἀνοιχτά ἀπό τό Ὄρος. Τότε ἐκείνη ἔσφιξε τήν καρδιά, ζώστηκε περισσότερο στή δουλειά καί κοίταξε νά βολεύει τ᾿ ἀμπέλια τους, τά δικά της καί τοῦ σχωρεμένου.
Κι ὑπῆρξαν χρόνια ἀβάσταχτης δυστυχίας, γιατί οἱ λιάπηδες κι οἱ πειρατές πολλές φορές κατάκλεψαν τή σοδειά τους, ἀπό τήν καρούτα ἀκόμα ὁπού ἔβραζε τό κρασί μέ τά στέφλα, ἔσφαξαν τά ζῶα καί ρήμαξαν τό καλύβι.
Ἀλλά καί τό λιγοστό τό λάδι τῆς πῆραν, ὅταν ἔσπασαν τίς πόρτες τοῦ καλυβιοῦ, ἀκόμα καί τά λίγα ροῦχα πού εἶχε, τὰ μάζωξαν κι αὐτὰ. Εὐτυχῶς γιά κείνη καί τά παιδιά της πού εἶχαν πάει στή Χώρα ἐκεῖνες τίς μέρες, γιατί πάντρευε τή μεγάλη τή θυγατέρα της, τὸ Γερακό, μέ τόν Παναγή τόν Μπογιατζή κι ἔτσι γλύτωσαν.
Τή ζωή της ὁλάκερη σχεδὸν τήν πέρασε στόν Πύργο, στό καλύβι. Ἐκεῖ εἶχε τά ζωντανά καί ὅλα τά καλά κάι τά καλούδια. Μάζευε, λοιπόν, μέ αἱματηρή οἰκονομία τά χρήματα, γιά νά στήσει τά σπίτια, γιά νά ἑτοιμάσει τίς προῖκες, γιά νά δώσει καί τό μέτρημα. Ἔτσι τά εἶχε βρεῖ ἀπό τούς δικούς της καί τά συνέχισε, χωρίς ἀγκομαχητό καί ἀπελπισία. Τόν Ἅγιο Ρηγίνο τόν εἶχε παρηγοριά καί κάθε βράδυ πήγαινε καί τοῦ ἄναβε τό καντήλι στό ἐκκλησάκι, θυμιάζοντας καί ἀφήνοντας τίς παρακλήσεις της νά σηκωθοῦν ἀπό μέσα της, ὅπως ὁ λιβανωτός ἀπό τό θυμιατήριο.
Τῆς ἄρεσε νά πηγαίνει σέ ὥρα ἑσπερινοῦ, τότε πού οἱ ἴσκιοι ξετρυπώνουν ἀπό τά διάσελα καί τίς πυκνές δεντροσειρές κι ἀνεβαίνουν μέ τό σκοτάδι πρός τά καλύβια. Αὐτή ἡ ὥρα, ἡ ὥρα τῆς σιωπῆς, τῆς κατάπαυσης τῶν ἔργων τῆς ἡμέρας, ἡ ὥρα πού ἀνοίγει τή θύρα στή νύχτα, ἔχει μιά περίεργη γοητεία. Γιατί σκάβει τήν ψυχή καί κατεβαίνει βαθειά μέσα στὴν ἀνθρώπινη ὕπαρξη, ἀφήνοντας νά σηκωθοῦν οἱ θύμησες, πού τίς χτίζουν μέ σάρκα τά Πρόσωπα τ᾿ ἀγαπημένα πού μίσεψαν ἀπ᾿ αὐτό τόν κόσμο. Ἰδιαίτερα τίς μέρες τοῦ χειμώνα, μέ κεῖνο τό στερνό τό φῶς τοῦ ἥλιου, πού στραγγίζει τή νοσταλγία του πάνω στόν κόσμο... Ἀλλά καί τίς παχνιασμένες ἀπό τήν ἀπόβροχη τή συγνεφιά δειλινές ὧρες πήγαινε στόν Ἅγιο, προσέχοντας τή λευκόγκριζη τήν καπνιά ἀπό τή συγνεφιά, πού κατέβαινε πάνω ἀπό τή Δέλφη καί κύκλωνε ἕνα γύρω τόν τόπο. Τῆς φαινόταν τότε πώς τά σύνορα τοῦ κόσμου ἔφταναν ἴσαμε κεῖ, ὁπού ἔφραζε ὁ ἄϋλος ὁ τοῖχος ἀπό κείνη τήν καπνιά. Κι ὅλα γύρω της τἄβλεπε νά περιορίζονται σέ λίγα μέτρα, ὅπως περιορίζεται ἡ ζωή, ὅταν περάσουν τά χρόνια καί μαζευτεῖ πιά τό κουβάρι της...
Τἄξερε αὐτά ὁ παπα- Γιώργης, γιατί τοῦ τἄλεγε ἡ σγχωρεμένη ὅταν ἀνέβαινε στόν Πύργο νά λειτουργήσει, ἤ νά πάει κι αὐτός στ’ ἀμπέλι του πού εἶχε παραπέρα, γιά νά τό κλαδέψει ἤ νά τό σκάψει, κάποιες μέρες πού δέν ἦταν γιορτή. Τό Μονοβασσώ τόν ἐκτιμοῦσε ὡς παπά καί ἄνθρωπο, γιατί ἦταν κι ἐνορίτισσά του. Ἔτσι, τόν καλοῦσε στό καλύβι της νά πιεῖ ἕνα ζεστό, νά φάει λίγο φαΐ, νά τόν φιλέψει λίγα σῦκα, λίγο τυρί καί μέλι. Ἐκεῖνος πάλι τή βοηθοῦσε σέ λογαριασμούς, σέ καμμιά δουλειά στή Χώρα, γιατί δέν ἤξερε γράμματα, οὔτε ἡ ἴδια οὔτε καί τά παιδιά της.
Ἡ ὥρα περνοῦσε. Τόν γύρεψαν ἀπό τό καλύβι ὁπού τόν φιλοξενοῦσαν νά πάει νά φᾶνε. Τούς εἶπε ὅτι θά σήκωναν σέ λίγο τό λείψανο κι ἔτσι θά ἔμενε στό καλύβι τῆς Μονοβασσώς.
Ἔξω ἄρχισε ν᾿ ἀσπρίζει παράξενα ὀ οὐρανός. Ἀπό ψηλά, ἀπό τή Δέλφη κατέβαινε μιά λευκή, θολωμένη σκιά. «Θά χιονίσει», εἶπε ὁ γιός τῆς νεκρῆς. Καί πῆγε στ᾿ ἄλλα, τά γειτονικά τά καλύβια νά πεῖ στούς ἄντρες, μιά κι οἱ γυναῖκες συντρόφευαν τή νεκρή, νά βιαστοῦν, γιατί ὁ καιρός παίρνει τά πάνω του.
Ἀπό μακριά ἀκούστηκε ἡ καμπάνα τοῦ Ἁγίου Ρηγίνου νά χτυπάει πένθιμα. Τό καλύβι τῆς Μονοβασσῶς ἄρχισε νά γεμίζει ἀπό Πυριῶτες. Ὁ παπάς ἔβαλε τό πετραχήλι, διάβασε τό Τρισάγιο καί προέτρεψε τούς πιό νέους νά σηκώσουν τό λείψανο.
Ἔφεραν μιά ξύλινη κοντή σκάλα, ἔστρωσαν οἱ γυναῖκες ὡραῖο κεντητό παλιὸ κιλίμι, ἔπιασαν τό λεἰψανο ἀπό τίς ἄκρες τοῦ σεντονιοῦ καί τό τοποθέτησαν στό πρόχειρο αὐτό νεκροκρέβατο. Βόλεψαν τό κεφάλι πάνω σέ καλό, κεντητό μαξιλάρι καί ξεκίνησαν.
Βγάινοντας ἀπό τὀ καλύβι ἀκόυστηκε ἦχος ἑνός «ἀγγειοῦ» πού τό ἔσπασαν, γιά νά «σκάσει ὁ χάρος». Ὁ παπάς τό ἄκουσε καί χαμογέλασε, γιατί σκέφτηκε πώς μέχρι σήμερα, ἀπ᾿ αὐτό τό καλύβι ἔχει κηδέψει ἄλλα τρία πρόσωπα. Τούς γονιούς τῆς θειᾶς Μονοβασσῶς κι ἕνα παιδί της. Καί πάντα τόν ἴδιο τόν ἦχο τοῦ σπασμένου ἀγγειοῦ ἄκουγε. Θυμήθηκε τότε ἐκεῖνο τό λόγο τοῦ Ὁσίου Σισώη τοῦ Μεγάλου, πού πάνω ἀπό τόν τάφο τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου διαλογιζόταν κι ἔλεγε: «Θάνατε, θάνατε, τίς δύναται φυγεῖν σε;»
Τή Νεκρώσιμη ἀκολουθία τήν ἔψαλαν στόν Ἅγιο Ρηγίνο, ταπεινά, ἁπλά καί μέ κατάνυξη. Μέ τό τέλος ἔγινε κι ἡ ταφή ἐκεῖ γύρω ἀπό τήν ἐκκλησία, ὅπου συνήθιζαν νά ἐναποθέτουν τούς κεκοιμημένους.
Δυό πανηγύρια, σκεφτόταν, καθώς ἑτοίμαζε τά ἱερά του μέσα στήν ἐκκλησιά ὁ παπα-Γιώργης, σήμερα. Τό ἕνα γιά τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο καί τό ἄλλο γιά τήν παρουσία τῆς θειᾶς στά χέρια τοῦ Θεοῦ.
Ἔξω ἄρχιζε νά πέφτει πυκνό τό χιόνι. Ἕνας χαρτοπόλεμος ἀπό μικρά λευκά χαρτάκια χύνονταν στὸ δάσος. Τό νιόσκαφτο μνῆμα τῆς Μονοβασσῶς ἄρχισε ν’ ἀσπρίζει. Βιάστηκε νά ξεκινήσει γιά τή Χώρα. Προσκύνησε τόν Ἅγιο Ρηγίνο, πῆγε στό Καλύβι ἀνέβηκε στό ζῶο, ἀφοῦ φόρτωσε τά πράγματά του καί τά φιλέματα τῶν Πυργιωτῶν, τυλίχτηκε καλά καί ξεκίνησε. Τό χιόνι ἔπεφτε μέ σταθερό ρυθμό. Τὰ μονοπάτια καλύπτονταν ὅσο περνοῦσε ἡ ὥρα και σὲ κάποια σημεῖα ἡ διάβαση ἦταν δύσκολη, γι᾿ αὐτὸ ἀναγκάζονταν νὰ κατεβεῖ ἀπὸ τὸ ζῶο.
Γύρω του μιά λευκή ὀθόνη κάλυπτε τά πάντα. Καί ἡ σιωπή, πού ἁπλώνεται αὐτές τίς ὧρες τοῦ χιονιά, ἔδινε τήν ἐντύπωση στόν παπά ὅτι ὅλος ὁ τόπος ἔχει ἀδειάσει. Μόνο κάποια πουλιά σπεύδανε νὰ κρυφτοῦν στὶς ἀπανεμιές, καταλαβαίνοντας τὸ χειμώνα ποὺ ἀνταρεύει.
Στό σπίτι του, στὴ Χώρα, ἔφτασε λευκοντυμένος, παγωμένος καί μέ τήν κόπωση στό μεσόφρυδο· κι ἔφτασε, μόλις ἔμπαινε ἡ νύχτα. Μόνο ἡ ψυχή του ἦταν φωτισμένη, ζεστή, ἐλαφρά κι ἀναπαμένη. Εἶχε, βλέπεις, γιορτάσει τὰ Χριστούγεννα!...
3-11 Δεκ. 2003