Στὸν
κ. Δημ. Νόλλα, εὐχετήριο
Ὁ
δρόμος ἀνηφόριζε ἥσυχος μέσα στὸ ὑγρὸ
τ᾿ ἀπόβραδο, ποὺ τὸ κένταγε μιὰ ψιλή,
ἀθόρυβη καὶ μονότονη βροχή. Τὰ φωτισμένα
παράθυρα τῶν σπιτιῶν ἦταν ἡ παρηγοριά
του τοῦτες τὶς χρονιάρες μέρες. Γιατὶ
ἦταν μέρες ἀκριβὲς γιὰ κεῖνον, μέρες
τῆς Ἀποκριᾶς, ποὺ ἔσταζαν νοσταγλία
μέσα του, καθὼς μετὰ τὸ ἀπογευματινὸ
τὸ μάθημα ἀνηφόριζε γιὰ τὴ μοναξιά
του, γιὰ τὸ ἀπόμερο τὸ δωμάτιο, τὸ
καταφύγιό του στὴ μεγαλη τὴν πολιτεία.
Κι ἦταν ὄντως καταφύγιο, ἀφοῦ ἐκεῖ
ξεκούκιζε τὸ κομποσκοίνι τῶν στεναγμῶν
του, ἐκεῖ μετροῦσε, μαζὶ μὲ τὰ λίγα
χρήματα καὶ τὸ Χρόνο ποὺ δὲν ἔλεγε
νὰ στραγγίξει ἀπὸ μέσα του κὰι ν᾿
ἀφήσει τόπο στὸ Νόστο νὰ σεργιανίσει
μαζί του, μέρες ποὺ ἦταν, σὲ περιούσια
τοπία, ποὺ εὐωδίαζαν πρώιμη ἄνοιξη κι
ἀνάσα καμμένου πεύκου καὶ ἐλιᾶς.
Σαββατόβραδο,
λοιπόν. Τῆς Ἀποκριᾶς τὸ γελαστὸ τὸ
Σαββατόβραδο μὲ τὶς μυρωδιὲς ἀπὸ τὰ
μαγειρεμένα φαγητὰ νὰ ἁπλώνονται στὴν
μεγάλη τὴν πόλη, λὲς κι ὅλοι, ἤ σχεδὸν
ὅλοι, ἀπόψε ἕνα μεγαλο τραπέζι θὰ
στρώσουν καὶ θὰ εὐφρανθοῦν, θὰ
γλεντήσουν.
Ἀπὸ
μακρυὰ σὰ νὰ διακρίνονται ἥχοι
μουσικῆς. Μουσικῆς φορτωμένης ἐλπίδες
γλεντιοῦ καὶ ξεφαντώματος. Μέχρι νὰ
χαθοῦν ἀπὸ σιμά του, ὅταν ξεκλειδώνει
τὴ θύρα τοῦ δωματίου καὶ νοίωθει τὸν
παγωμένο ἀέρα νὰ τὸν ὑποδέχεται μαζὺ
μὲ τὸ χλωμὸ τὸ φὼς τοῦ ἠλεκτρικοῦ
ποὺ ἁπλώνει γύρω του ὀ σκονισμένος
λαμπτήρας. Κι ὕστερα, ἐκείνη ἡ εὐωδιὰ
ἀπὸ τὰ «δακράκια», τὰ λουλούδια τοὺ
ἀγροῦ, ποὺ ἔλαβε ἀπὸ τὸ χωριὸ μαζὶ
μὲ ἐκείνη τὴν πλουμιστὴ κολοκυθόπιττα.
Τὸ ἔδεσμα τῶν ἠμερῶν τῆς Ἀποκριᾶς,
ποὺ τὸ παρασκεύαζαν στὸ χωριό του μὲ
τὀση χάρη καὶ γιορταστικὴ διάθεση.
Άπὸ κολοκύθι καλοκαιρινό, ξερό τὸ
λέγανε, μὲ τὸ ρύζι, τὸ γίδινο γάλα, τὴν
κανέλα καὶ τὴ ζάχαρη βρασμένο, κι ὕστερα
πασαλισμένο μὲ τριμμένο ἀμύγδαλο, γιὰ
νὰ ψηθεῖ μετὰ μέσα στὸ φοῦρνο, νὰ
γίνει τὸ γλύκισμα τῆς Ἀποκριᾶς γιὰ
τὸ καλὸ τοῦ χρόνου.
Παγωμένο
ἀπὸ τὴ χειμωνιάτικη νύχτα τὸ δωματιο
ἄφηνε τὴν ὑγρή του ἄχνα νὰ σταλαζει
πάνω στοὺς τοίχους, τὰ ροῦχα καὶ τὰ
βιβλία. Τί νὰ σοῦ κάνει, βλέπεις, ἕνα
μικρὸ ἠλεκτρικὸ καλοριφέρ, ποὺ
μάλιστα τὸ πρόσεχε μὴν καὶ κάψει πολύ,
γιατὶ ἐξοικονομοῦσε καὶ τὴ στερνὴ
τὴ δεκάρα νὰ περάσει.
Ἔξω,
σὰ νὰ τοῦ φάνηκε πὼς ἄρχισε νὰ βρέχει
πάλι. Σφάλισε μὲ προσοχὴ τὰ παραθυρα
καὶ τὴν πόρτα, καὶ ντυμένος ὅπως ἦταν
κάθισε στὸ τραπέζι, ποὺ τὸ εἶχε καὶ
γιὰ γραφεῖο, νὰ ξετυλίξει τὰ χαρτιά
του ἀπὸ τὸ ἀπογευματινὸ τὸ μάθημα.
Πρόσεξε τότε ἕνα σημείωμα ποὺ εἶχε
προσθέσει στὰ τόσα ποὺ ἔσερνε μαζύ
του. «Νὰ θυμηθῶ νὰ τηλεφωνήσω στὸ
χωριό», ἔγραφε.
Ναί,
τὸ εἶχε ἀνάγκη αὐτό. Νόμιζε πὼς τὰ
δυό, τρία λεφτὰ συνομιλίας μὲ κάποιον
ἀπὸ τοὺς δικούς του παραμέριζαν τὰ
βαρειὰ τὰ χνῶτα τῆς μοναξιᾶς κι
ἄνοιγαν ἕνα παράθυρο στὸ φῶς, ἀναδύοντας
συνάμα καὶ τὴν πολύτιμη τὴ συντροφιά
τῆς μνήμης.
Δὲν
εἶχε τηλέφωνο στὸ σπίτι κι ἀναγκάστηκε
νὰ φορτωθεῖ πάλι τὴ σπιτονοικοκυρά
του, ποὺ τὴ σεβόταν καὶ βοηθοῦσε ὅποτε
τοῦ ἦταν βολετό, ἀφοῦ τοῦ θύμιζε τὴ
μητέρα του.
Μετὰ
τὸ τηλεφώνημα σὰ νὰ χάρηκε, ἀφοῦ ἔμαθε
πὼς ὄλοι εἶναι γεροί καὶ πὼς κι ἐκεῖ
χειμώνας εἶναι, γερὸς μάλιστα...
-Νὰ
προσέχεις, μὴν ἀρρωστήσεις. Σέρνεται
γρίππη, τοῦ εἶπε ἡ ἀδερφή του ἀπὸ τὸ
χωριό, ἐνῶ ὑποσχέθηκε πὼς θὰ τοῦ
στείλουν κι ἄλλη κολοκυθόπιττα καὶ
μπακαλιάρο μὲ τὸ ρύζι ποὺ τοῦ ἄρεσε,
μόλις βροῦν εὐκαιρία.
Καθὼς
ἀνέβαινε ἡ νύχτα ἔξω οἱ φωνὲς πληθαιναν
ἀπὸ τὸν κόσμο ποὺ πήγαινε νὰ γλεντήσει.
Ἀπὸ ἀπέναντι, μάλιστα, ἄκουσε τὰ
παιδιά -κορίτσια κι ἀγόρια-, ποὺ ξένοιαστα
θορυβοῦσαν. Φαίνεται πὼς εἶχαν κάποιο
πάρτυ. Μέρες ποὺ ἦταν ἄλλωστε.
Τοὺς
ἤξερε ὅλους... Κι αὐτοὶ τὸν γνώριζαν
καὶ κάποιες φορὲς τὸν καλοῦσαν, ὅμως
ἐκεῖνος ντρεπόταν... Ἦταν, βλέπεις, μεγάλη ἡ φτώχεια του καὶ κοιταζε νὰ
τὰ βολέψει μὲ τὰ λίγα χρἠματα ποὺ
διέθεταν οἱ δικοί του, γιὰ νὰ σπουδάσει.
Καὶ τώρα τὸν εἶχαν καλέσει, ὅμως
προτίμησε νὰ μείνει μέσα, συντροφιὰ
μὲ τὰ γραφτά, τὰ βιβλια καὶ τὸ μικρό
τὸ ραδιόφωνο, ποὺ τὸν συντρόφευε. Ὅπως
τοῦ ἔγινε, καὶ τούτη τὴ βραδυὰ
συντροφιὰ περισσή. Γιατὶ κάποια στιγμή,
ἀπὸ τὴ μικρή, ἀπέριττη καὶ φτωχικὴ
συσκευὴ ἄνοιξε ἔνα παράθυρο στὴν
αἰσιοδοξία, ἀλλὰ καὶ στὴ νοσταλγία,
ποὺ τὴ χρειαζόμαστε τόσο, γιατὶ μᾶς
παραμερίζει τὸ παραπέτασμα καὶ μᾶς
συνορεύει μὲ κόσμους καὶ ἀνθρώπους
ἀγαπημένους. Κι ἡ μουσικὴ ποὺ ἀπόψε
ἄκουσε, μουσικὴ ἀπὸ τὸν τόπο του
γιορταστικὴ μουσικὴ γιὰ τὶς μέρες
αὐτές, τοῦ ἔδωσε τὴν εὐκαιρία νὰ
ρεμβάσει γιὰ λίγο, νὰ θυμηθεῖ πὼς
ἐκεῖ, στὸ μικρὸ καὶ φτωχικό του τὸ
χωριὸ οἱ ἄνθρωποι αὐτὲς τὶς μέρες
τὶς χαίρονται ξεχωριστά. Ἀνταμώνουν,
γλεντοῦν, τραγουδάνε, χορεύουν, γεύονται
τοὺς καρποὺς τῶν ἔργων τους, τὰ
εὐωδιαστὰ ρυζόγαλα, τὶς τραγανὲς καὶ
μυρωμένες κολοκυθόππιτες, τὸν καπαμᾶ,
τὰ στριφταρια μὲ τὸ τυρί, τὰ μακαρόνια
μὲ τὴ μυζήθρα καὶ τόσα ἄλλα, ποὺ τὰ
ποτίζει τὸ κεχριμπαρένιο τὸ κρασί...
Κι
ὕστερα ὀ χορός, μὲ τὸ τραγούδι νὰ τὸν
συνοδευει, σὰν κι αὐτὸ ποὺ ἄκουσε
ἀπόψε στὴν ἐκπομπὴ «Ἀποκριὰ στὴν
Ἑλλάδα»... Τραγούδι παλιό, τοῦ τόπυ του
τραγούδι, φορτισμένο μὲ μνῆμες, νόστο,
συγκίνηση καὶ πολιτισμό. Καὶ τότε
θυμήθηκε κάτι ποὺ ἀπὸ τὰ παιδικά του
τὰ χρόνια κράτησε ἱερὸ κειμήλιο στὴν
ψυχή του, ὅταν ἄκουσε ἔνα ἀρχαῖο χορὸ
ἀνδρῶν νὰ χορεύουν στὴν πλατεία μὲ
κορυφαῖο τοῦ χοροῦ ἕναν παπποῦ-μακαρίτη
σήμερα, τὸν μπάρμπα-Σταμάτη, νὰ λέει
ἕνα ξεχωριστὸ τραγούδι, ποὺ στὴ
συνέχεια ἐπαναλάμβαναν ὅλοι οἱ ἄλλοι
ἄντρες τοῦ χοροῦ. Ἤταν μιὰ κορυφαία
τοῦ βίου του στιγμή, γιατὶ τοῦ φάνηκε
τότε, καὶ μέχρι σήμερα τὸ κρατεῖ
άνόθευτο, πὼς αὐτὲς οἱ φωνές, ποὺ
σκορπίζονταν μέσα στὸ συννεφιασμένο
ἀπόβραδο, ἔρχονταν ἀπὸ πολὺ μακρυά.
Ἀπὸ τὰ πλέον μακρυνὰ κι ἄγνωστα τοπια
τῆς Παράδοσης καὶ τῆς Βιοτῆς ἐκείνων
τῶν ἀνθρώπων, ποὺ τὰ σεβάστηκαν, τὰ
κράτησαν μέσα τους καὶ κάθε χρόνο,
τετοιες μέρες, τὰ ξαναφέρνουν σιμά
μας, Ὅπως οἱ νοικοκυρὲς σηκώνουν ἀπὸ
τὰ σεντούκια τους ὅ,τι τὸ ὡραῖο,
«πτίδιο» καὶ πολύτιμο, γιὰ νὰ στολίσουν
τὸ σπίτι τους στὶς γιορτάδες ἤ στὶς
σημαδιακὲς τὶς μέρες.
Ἔξω
ἀκούγονταν φωνὲς καὶ θόρυβοι ἀπὸ
αὐτοκίνητα, μηχανὲς καὶ ἀκατανόητες
μουσικές. Ἡ βροχὴ δυνάμωσε καὶ ράντιζε
μὲ δύναμη τὰ κλειστὰ παράθυρα. Εὐτυχῶς
τὸν συντρόφευε κι ἀπόψε. Γιατὶ πάντα
αὐτὸς ὁ καιρός, ὁ μουντὸς καὶ βροχερὸς
καιρός, τοῦ χάριζε εὐκαιρίες στοχασμοῦ
καὶ ἀναπόλησης. Καὶ δὲν εἶχε ἄδικο...
Τοῦ παραγέμιζαν τὰ μοναχικὰ του
Σαββατόβραδα, αὐτὲς οἱ γιορτινὲς τοῦ
χωριοῦ του οἱ μνῆμες καὶ τῶν συγχωριανῶν
του οἱ πηγαῖες κι ἄφθορες συνήθειες.
Καὶ τὸν συντρόφευαν... Ὅπως κι ἀπόψε.
Κι αὐτὸ τοῦ ἔφτανε. Μέχρι νἄρθει κι
ὁ ζωοδότης ὕπνος νὰ συνεχιστεῖ τὸ
ὄνειρο καὶ τὸ ταξιδι...
π.
κ.ν. κ Τσικνοπέμπτη 2017