© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Πέμπτη 14 Φεβρουαρίου 2013

ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΤΟΥ ΕΚΤOΡ ΜΠΕΡΛΙΟΖ / ΚΟΝΤΣΕΡΤΟ ΓΙΑ ΒΙΟΛΟΝΤΣΕΛΟ ΚΑΙ ΟΡΧΗΣΤΡΑ ΤΟΥ ΑΝΡΙ ΝΤΥΤΙΓΙΕ / ΚΡΑΤΙΚΗ ΟΡΧΗΣΤΡΑ ΑΘΗΝΩΝ ΣΤΟ ΜΕΓΑΡΟ ΜΟΥΣΙΚΗΣ


ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΣΘΗΣΗ ΤΟΥ ΑΚΡΟΑΤΗ γράφει η  ΜΑΡΙΑ ΚΟΤΟΠΟΥΛΗ 

«ύδωρ πολύ ου δυνήσεται σβέσαι την αγάπην, και ποταμοί ου συγκλύσουσιν αυτήν»
ΑΣΜΑ ΑΣΜΑΤΩΝ


Στον κύκλο «Δεκαπενθήμερο Γαλλικής Μουσικής» της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών  παρακολουθήσαμε στις 8-2-2013 στην αίθουσα «Χρήστος Λαμπράκης» του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών το έργο δύο Γάλλων συνθετών που τους χωρίζουν 113 χρόνια. Το Κοντσέρτο για Βιολοντσέλο και Ορχήστρα «Ένας ολόκληρος κόσμος μακριά» του Ανρί Ντυτιγιέ [1916-] και τη «Φανταστική Συμφωνία» του Εκτόρ Μπερλιόζ [1803-1869]. Το Κοντσέρτο για Βιολοντσέλο και Ορχήστρα γράφτηκε με αφορμή μια παραγγελία που δέχτηκε ο Ανρί Ντυτιγιέ,  να συνθέσει ένα μπαλέτο πάνω στο αριστούργημα ενός από τους κλασικούς ποιητές της Γαλλίας και της παγκόσμιας λογοτεχνίας,  του Charles Baudelaire [1821-1867], «Τα Άνθη του Κακού». Το μπαλέτο ποτέ δεν ενσαρκώθηκε στη σκηνή, η έμπνευση όμως του συνθέτη δεν πήγε χαμένη. Την αξιοποίησε όταν ο θρύλος του βιολοντσέλου Μστισλάβ Ροστροπόβιτς και ο Μαέστρος Ιγκόρ Μαρκέβιτς του ζήτησαν να συνθέσει ένα κοντσέρτο για Βιολοντσέλο και Ορχήστρα. Η αριστουργηματική ποίηση του  Baudelaire, «Δάντη μιας παρηκμασμένης εποχής» τον ονόμασαν, θα ερεθίσει τη φαντασία του και θα δώσει ένα αριστούργημα συνθετικής, αρχιτεκτονικής γραφής.

Με τις πρώτες νότες το «Αίνιγμα» σαν ψίθυρος, θα τεθεί από τα κρουστά και το εκπληκτικό βιολοντσέλο, Mateo Gofriler [Βενετία 1711] του Marc  Coppey,  με τον αέρα του πρωταγωνιστή θα αναζητήσει και θα εκμαιεύσει ελεύθερα τη λύση,  χρησιμοποιώντας όλα τα μέσα που η φαντασία του Συνθέτη απαιτεί και το δεξιοτεχνικό δαιμόνιο του Σολίστ επιτρέπει. Η συνοδεία της Ορχήστρα, λαμπερή, θα επιτείνει την αναζήτηση και θα ενισχύσει τον Βιολοντσελίστα στη λύση του μυστηρίου, καθώς το δηλητήριο που κυλά από το βλέμμα  των πράσινων ματιών θα γίνει λίμνη για να αντέξει το ρίγος της ψυχής. Η αίσθηση της ακινησίας, της νωχέλειας  υφαίνονται  εξαίσια από το βιολοντσέλο που θα κάνει το μαγικό πέρασμά του στη θάλασσα. Πόσο εκτυφλωτικό μπορεί να γίνει ένα όνειρο μέσα σε μια  εβένινη θάλασσα όπου οι φλόγες καίνε τα πανιά, τους ναύτες, τα κατάρτια; Οι αέρινοι κυματισμοί του βιολοντσέλου οδηγούν στην εσωτερική  θάλασσα της ψυχής και στο συγκλονιστικό μονόλογό της, τόσο δυνατός που μόνο μια ευεργετική παύση, μια ανάσα θα ξαναφέρει τα πνεύματα ενώπιος ενωπίω και στους δίδυμους καθρέφτες θα αντικατοπτριστούν οι ερωτοτροπίες των πρώτων Βιολιών και του Βιολοντσέλου, αιώνιοι εραστές της ομορφιάς, υπνωτισμένοι και εκστατικοί έως θανάτου. Ο «Ύμνος» θα επαναφέρει όλη την προηγούμενη ποιητική διαδρομή του έργου για να κλείσει όπως περίπου άνοιξε με το τρέμολο του βιολοντσέλου. 

«Προσέξτε τα όνειρά σας/ οι σοφοί δεν έχουν τόσο όμορφα όνειρα όσο οι τρελοί!»
           
Ο Αρχιμουσικός Βασίλης Χριστόπουλος με την Κρατική Ορχήστρα  Αθηνών σε  μια ερμηνεία γεμάτη ποίηση και φαντασία, έδωσαν την ευκαιρία στον κορυφαίο Γάλλο βιολοντσελίστα Marc Coppey να αναπτύξει όλη του τη δεξιοτεχνία του και να εκφράσει απαράμιλλα το πλούσιο εσωτερικό σύμπαν της  μουσικής του Ανρί Ντυτιγιέ,   δίδοντα μορφή στο αόρατο της ποίησης   και της μουσικής! 

ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ

Ο Εκτόρ Μπερλιόζ, ιδιοφυής Γάλλος, ρομαντικός συνθέτης του 19ου αιώνα με επαναστατικές και πρωτότυπες ιδέες, δημιουργεί τη μεγάλη ορχήστρα και επιφέρει σημαντικές αλλαγές στην ενορχήστρωση. Γιος γιατρού γεννήθηκε στο La côte –Saint –André κοντά στη Grenoble. Παιδί θαύμα, αρχίζει τις μουσικές σπουδές του στα δώδεκα χρόνια του. Μαθαίνει φλάουτο, κιθάρα και συνθέτει τα πρώτα έργα του. Διαβάζει Βιργίλιο από τα Λατινικά και τον μεταφράζει στα Γαλλικά, επίσης διαβάζει Σαίξπηρ και ακούει Μπετόβεν. Μετά την αποφοίτησή του από σχολείο της Grenoble το1821 έρχεται στο Παρίσι να σπουδάσει την επιστήμη του Πατέρα του για την οποία δεν έχει κανένα ενδιαφέρον και γρήγορα την εγκαταλείπει. Παρακολουθεί την «Ιφιγένεια εν Ταύροις» του Γκλουκ στην Όπερα του Παρισιού, μελετά και αντιγράφει έργα του στη βιβλιοθήκη του Κονσερβατουάρ. Παράλληλα μαθαίνει Αγγλικά για να διαβάσει Σαίξπηρ στο πρωτότυπο. Στα 22 χρόνια εγγράφεται  στο Ωδείο του Παρισιού και συνθέτει σημαντικά έργα. Συγκλονίζεται από τον Φάουστ του Γκαίτε και από την 3η και 5η Συμφωνία του Μπετόβεν που ακούει σε συναυλία του Ωδείου και αρχίζει να γράφει κριτική μουσικής.

Έντεκα Σεπτεμβρίου του 1927. Στο θέατρο Odéon του Παρισιού παίζεται ο Άμλετ του Σαίξπηρ από αγγλικό θίασο, με πρωταγωνιστή το μεγαλύτερο δραματικό ηθοποιό της Αγγλίας τον Τσαρλς Κεμπλ και Οφηλία την Ιρλανδή ηθοποιό Χάριετ Σμίθσον που γοήτευε το κοινό και μόνο με την αιθέρια παρουσία της. Μια βραδιά εκθαμβωτική όπου παράλληλα με τα αστέρια της σκηνής λάμπουν και τ’ αστέρια της πλατείας: Ευγένιος Ντελακρουά, Βικτώρ Ουγκώ, Αλφρέντ ντε Βινύ, Θεόφιλος Γκωτιέ, Αλέξανδρος Δουμάς, Σαιντ-Μπεβ, Ζεράρ ντε Νερβάλ, Εκτόρ Μπερλιόζ.  Και όπως αναφέρει ο Σαιντ-Μπεβ, «Η παράξενη εκείνη Ιρλανδέζα κεραυνοβόλησε από την πρώτη στιγμή τον Μπερλιόζ που έχασε τη  συνηθισμένη αυτοκυριαρχία του». Μέσα από αυτή τη συνάντηση γεννιέται η Φανταστική συμφωνία του, στην οποία αφηγείται τον παράφορο έρωτά του για τη Χάριετ Σμίθσον. Το 1830 κερδίζει το βραβείο της Ρώμης και του δίδεται η ευκαιρία να ζήσει στην Ιταλία για ένα χρόνο. Την ίδια αυτή χρονιά συνθέτει τη Φανταστική Συμφωνία, σε πέντε μέρη, έργο 14,με τον υπότιτλο «Επεισόδιο από τη ζωή ενός καλλιτέχνη». Σπουδαία, αντιπροσωπευτική σύνθεση προγραμματικής μουσικής που αγαπήθηκε ιδιαίτερα από το φιλόμουσο κοινό. Η πρεμιέρα της δόθηκε στο Ωδείο του Παρισιού το Δεκέμβριο του 1830. Η αίθουσα ασφυκτικά γεμάτη. Μουσικοί, γλύπτες, κριτικοί, ζωγράφοι, φιλόσοφοι, ποιητές, καλλιτέχνες, ανάμεσά τους η χαρακτηριστική μορφή του μεγάλου πιανίστα και συνθέτη Φραντς Λιστ. Το τέλος της συναυλίας προκάλεσε κραυγές ενθουσιασμού και επευφημίες του κοινού. Ο Λιστ θα πει: «Η Φανταστική συμφωνία υπήρξε για μένα μια πραγματική αποκάλυψη. Ο Μπερλιόζ είναι ο μεγαλύτερος συνθέτης της σύγχρονης Γαλλίας». Μια μεγάλη φιλία αρχίζει  ανάμεσά τους και ο Λιστ μεταγράφει ολόκληρη τη συμφωνία για πιάνο, για να την ακούσει περισσότερος κόσμος! «Πρόκειται για μια δαιμονική σύνθεση», θα γράψει ο μουσικοκριτικός της εφημερίδας «Φιγκαρό», ενώ άλλος κριτικός της εποχής θα πει: «Πρόκειται για εκπληκτική Συμφωνία. Ο δημιουργός της έχει σπρωχτεί από το πεπρωμένο του σε καινούργιους δρόμους». Ο Μπερλιόζ είχε θριαμβεύσει! 
           

Ένας καλλιτέχνης αντικρίζει για πρώτη φορά τη γυναίκα των ονείρων του. Η χάρη της τον γοητεύει και η σκέψη της τού γίνεται έμμονη ιδέα. Την ερωτεύεται παράφορα! Η μορφή της τον ακολουθεί παντού. Γίνεται Μελωδία, ένα allegro που πλανιέται σε όλα τα μέρη της Συμφωνίας. Την αναζητά απελπισμένα, απογοητεύεται και να, η ελπίδα, αχτίδα φωτεινή, αναπηδά από τα σκότη και του δίδει ξανά ζωή. Ευτυχισμένος περπατά στην εξοχή και ακούει ένα  ποιμενικό διάλογο. Βυθίζεται στο όνειρο. Μια γιορτή γύρω του, ένας χορός αλλά δε συμμετέχει. Η έμμονη ιδέα της Νέας Γυναίκας τον βασανίζει και η οπτασία της μελοποιείται σε ένα εκπληκτικό βαλς που κάνει την ψυχή του να πάλλεται! Σε μια κρίση ερωτικής απελπισίας και απογοήτευσης αποφασίζει να πεθάνει. Παίρνει όπιο αλλά το δηλητήριο δεν τον σκοτώνει, του δημιουργεί παραισθήσεις και ζει ένα εφιαλτικό όραμα. Νομίζει ότι σκότωσε την αγαπημένη του, ότι καταδικάζεται σε θάνατο και ότι παρακολουθεί την ίδια την εκτέλεσή του. Καθώς πορεύεται  στην οδό του μαρτυρίου τον ακολουθούν δήμιοι, στρατιώτες, όχλος. Η «Οπτασία-Μελωδία» ακούγεται για μια ακόμα φορά πριν το τελικό χτύπημα της μοίρας. Μάγοι, δαίμονες φρικτοί, επιδίδονται σε οργιαστικούς  χορούς μιας  νύχτας  του Σαββάτου και τον κυκλώνουν, ενώ η «Οπτασία-Μελωδία» επανέρχεται για να συνοδεύσει κι εκείνη τον  ήρωα στη νεκρική πομπή. Οι καμπάνες ηχούν, τα ξωτικά ξυπνούν και ο χορός ψάλλει τον ύμνο των νεκρών. Μια παρωδία εύθυμη, αντηχεί παράξενα ενώ εκείνος, ο χορός του Σαββάτου, δαιμόνων και μάγων απλώνεται παντού καθώς στην κορύφωση του γλεντιού ο Λατινικός ύμνος «Dies irae», Ημέρα Οργής, κυριαρχεί και σημαίνει το τέλος του οράματος για τον καλλιτέχνη.

Ενδεικτική η σιωπή στην αίθουσα. Νοιώθεις τη μύηση των ανθρώπων στα Μουσικά «Ελευσίνια» Μυστήρια, που τίποτα δεν έκαναν γνωστό παρ’ εκτός τα δρώμενα, τα λεγόμενα, τα δεικνύμενα. Ο «Ιεροφάντης» όμως Αρχιμουσικός Βασίλης Χριστόπουλος, παραβάτης της βασικής αυτής αρχής των «Ελευσινίων», δε θα αφήσει απορία στους ακροατές του  αφού με την μπαγκέτα του, τούς  αποκαλύπτει  όλο το μεγαλείο του έργου, κάνοντάς τους να το βιώσουν με την ίδια, όπως και ο Συνθέτης, ένταση!  Σολίστες μοναδικοί τα μέλη της Ορχήστρα του θα θέλαμε έναν-ένας να τους συγχαρούμε και να τους αναφέρουμε. Ενδεικτικά θα τους τιμήσουμε στο πρόσωπο  των δύο Σολίστ, της Χριστίνας Παντελίδου και του Γιάννη Οικονόμου. Η Χριστίνα Παντελίδου θαυματούργησε με το «μαγικό», Αγγλικό της Κόρνο στο σόλο και στον  εκπληκτικό Ποιμενικό  διάλογό της  με τον εκτός σκηνής δεξιοτέχνη του Όμποε Γιάννη Οικονόμου. 

Και ήταν ο απόλυτος συντονισμός των δύο Μουσικών που μας έδιναν  την αίσθηση ότι η απάντηση ερχόταν από την πανέμορφη Νύμφη  Ηχώ, με τη μελωδική φωνή που διδάχτηκε από τις Μούσες το Άσμα για να αντιλαλήσει, θαρρείς, στον κόσμο τη μαγεία της Φανταστικής Συμφωνία του Εκτόρ Μπερλιόζ.   

Γιώργου Ανδρειωμένου: ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ στο βιβλίο του «Αναζητώντας τον "άλλο" Κάλβο: Επιστημονικές ενασχολήσεις του στην Κέρκυρα (1826-1852)»


ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ

ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΟΝ «ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΑ» ΚΑΛΒΟ ΣΤΗΝ ΚΕΡΚΥΡΑ


Ειναι αλήθεια πως ἡ κερκυραϊκὴ περίοδος τῆς ζωῆς τοῦ Ἀνδρέα Κάλβου (1792-1869) δὲν ἔχει µελετηθεῖ στὸν ἴδιο βαθµὸ µὲ ἐκείνην ποὺ προηγεῖται αὐτῆς. Μολονότι διήρκεσε εἴκοσι ἕξι ὁλόκληρα χρόνια (1826-1852), ἤτοι τὸ µεγαλύτερο διάστηµα ποὺ ξόδεψε ὁ ποιητὴς γιὰ τὴ διαµονή του σὲ ἕναν τόπο, καὶ εἶναι γεµάτη ἀπὸ πλούσια δραστηριότητα καὶ περιστατικὰ ποὺ σχετίζονται µὲ αὐτόν, πολλοὶ καλβιστὲς δείχνουν νὰ τὴν ἔχουν ὑποβαθµίσει, ἐνδεχοµένως διότι θεωροῦν πὼς ἐνδιαφέρει σχεδὸν ἀποκλειστικὰ τὸν βιογράφο του καὶ τὸν ἱστορικὸ τῆς ἐποχῆς. Καὶ ὅµως: µιὰ πρόχειρη, ἔστω, µατιὰ στὰ πνευµατικὰ δηµιουργήµατα, τὶς ἀκαδηµαϊκὲς καὶ διδακτικὲς ἐνασχολήσεις καὶ τὴν κοινωνικὴ παρουσία τοῦ Κάλβου αὐτῶν τῶν ἐτῶν, δὲν βοηθᾶ ἁπλῶς νὰ συµπληρωθεῖ ἡ εἰκόνα τῶν προγενέστερων χρόνων του, ἀλλὰ καὶ νὰ διαφανεῖ µιὰ ἀπὸ τὶς κυρίαρχες ὄψεις τῆς προσωπικότητάς του, αὐτὴ τοῦ ἐγκυκλοπαιδιστῆ λογίου, µὲ ποικίλα ἐπιστηµονικὰ ἐνδιαφέροντα.
Βέβαια, δὲν χρειάζεται νὰ φτάσει κανεὶς στὴν ἐν Κερκύρᾳ διαµονή του, προκειµένου νὰ διαπιστώσει τὴν πολυµέρεια τῶν πνευµατικῶν δραστηριοτήτων του. Ἀπὸ τὰ νεανικά του χρόνια στὴ Φλωρεντία, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὶς περιόδους ποὺ βρέθηκε στὸ Λονδίνο, στὴ Γενεύη καὶ στὸ Παρίσι, καταδεικνύονται ἡ εὐρύτητα τῶν διανοητικῶν του ἐπιδόσεων καὶ ἡ θαυµαστὴ πολυµάθειά του, παράγοντες ποὺ τοῦ ἐξασφάλισαν µιὰν ἱκανοποιητικὴ ἀναγνωρισιµότητα καὶ τὶς ἀπαραίτητες κοινωνικὲς διασυνδέσεις. Ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ποὺ βρισκόταν δίπλα στὸν Ugo Foscolo (1778-1827), τὸν διάσηµο µέντορά του, εἶχε δείξει τὴ µεγάλη του ἔφεση γιὰ µελέτη καὶ µάθηση. Τὸ κύριο ἐπάγγελµα ποὺ ἐξάσκησε στὸ µεγαλύτερο διάστηµα τοῦ πολυτάραχου βίου του ἦταν ἐκεῖνο τοῦ δασκάλου, ἐνῶ, ἀπὸ πολὺ ἐνωρίς, ἐπιδόθηκε µὲ ζῆλο σὲ µιὰ σειρὰ ἀπὸ συγγραφικὲς καὶ πνευµατικὲς ἐνασχολήσεις: σύνθεση τραγωδιῶν, αἰσθητικῶν, γραµµατολογικῶν καὶ φιλοσοφικῶν δοκιµίων, ἐκπόνηση λογοτεχνικῶν καὶ θρησκευτικῶν µεταφράσεων, ἀνάµειξη σὲ θεολογικὲς συζητήσεις, γραµµατικὴ διδασκαλία, γλωσσικὲς µελέτες καὶ διαλέξεις, λεξικογραφικὰ καὶ φιλολογικοεκδοτικὰ ἐνδιαφέροντα, κριτικογραφία καὶ ἄλλη ἀρθρογραφία, σὲ τρεῖς κύριες εὐρωπαϊκὲς γλῶσσες (ἰταλικά, ἀγγλικὰ καὶ γαλλικά), προϋπάρχουν ἢ συµβαδίζουν χρονικὰ µὲ τὴν ἑλληνόφωνη ποιητικὴ δηµιουργία («Ἀπόσπασµα ἄτιτλου ποιήµατος», Ἐλπὶς πατρίδος [1819], Λύρα [1824], Λυρικὰ [1826]), ποὺ τοῦ προσπόρισε, τελικά, τὴ µεγαλύτερη δόξα.
Λίγο πρὶν φτάσει στὴν Κέρκυρα τὸ 1826, µπορεῖ νὰ ἔχει ἤδη γνωρίσει µιὰν πρώτη ποιητικὴ καταξίωση στοὺς φιλελληνικοὺς φιλολογικοὺς κύκλους τῆς Γενεύης, τῶν Παρισίων, ἀλλὰ καὶ τοῦ Λονδίνου, µπορεῖ νὰ τοῦ ἔχουν ἀναγνωριστεῖ, σὲ ἕναν βαθµό, οἱ διδακτικὲς καὶ πνευµατικές του ἱκανότητες, ἴσως νὰ ἔχει πληγεῖ ἀπὸ τοὺς διαδοχικοὺς χαµοὺς µάνας, πρώτης συζύγου καὶ κόρης, νὰ ἔχει πληγωθεῖ ἀπὸ τὸν χωρισµὸ µὲ τὸν Foscolo καὶ νὰ µὴν ἔχουν εὐοδωθεῖ οἱ καρµποναρικές του ἐπιδιώξεις, ἀλλὰ ἡ Ἑλληνικὴ Ἐπανάσταση δείχνει νὰ ἔχει στεριώσει καὶ ἡ στόχευση τῶν στρατευµένων ὠδῶν του νὰ ἔχει ἐκπληρωθεῖ, καὶ ἑποµένως στὸ µυαλό του τριγυρίζει τὸ (ἀπὸ τὰ 1813) νεανικό του ὄνειρο: νὰ διδάξει τὴ µαθητιῶσα καὶ σπουδάζουσα νεολαία τῆς πατρίδας του. Μὲ τὸν λόρδο Guilford (1766-1827) γνωρίζεται ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῆς διαµονῆς του στὸ Λονδίνο (µάλιστα τοῦ ἔχει ἀφιερώσει στὰ 1819 καὶ τὴν προµνηµονευθεῖσα ὠδή του µὲ τὸν σηµαδιακὸ τίτλο: Ἐλπὶς πατρίδος)· ἔτσι, ἡ ἵδρυση τῆς Ἰονίου Ἀκαδηµίας ἀπὸ τὸν φίλο καὶ συµπαραστάτη του τοῦ παρέχει τὴ µοναδικὴ εὐκαιρία νὰ ξαναγυρίσει στὰ πάτρια ἐδάφη καὶ νὰ δοκιµάσει τὴν ἐπαγγελµατικὴ τύχη του· ἐνῶ ἐπεξεργάζεται τὰ Λυρικά, γράφει (στὶς 7 Ἀπριλίου τοῦ 1825) δύο γράµµατα, ἕνα στὸν Guilford καὶ ἕνα στὸν συµπατριώτη του κόµη Δηµήτριο Φωσκάρδη, ποὺ χρηµάτισε καὶ πρόεδρος τῆς Ἰονίου Γερουσίας (1828-1830), ἀπὸ τὰ ὁποῖα προκύπτουν ἡ ἔµµεση πρόσκληση τοῦ πρώτου πρὸς τὸν Κάλβο γιὰ νὰ διδάξει στὴν Ἀκαδηµία, ἀλλὰ καὶ ἡ παράκληση τοῦ ποιητῆ πρὸς τὸν δεύτερο νὰ µεσολαβήσει ὥστε νὰ βρεθεῖ µιὰ δουλειὰ γι’ αὐτὸν σὲ κάποιο ἀπὸ τὰ Δηµόσια Σχολεῖα τῆς Κέρκυρας. (Τὰ δύο αὐτὰ γράµµατα ἔχουν δηµοσιευτεῖ ἀπὸ τὴ Βασιλικὴ Μπόµπου-Σταµάτη, «Ἀπὸ τὴν ἀλληλογραφία τοῦ Γκύλφορντ µὲ τὸν Κάλβο καὶ τὸν Σολωµὸ» [στό:] Δελτίον τῆς Ἰονίου Ἀκαδηµίας, τ. Β΄, Κέρκυρα 1986 [Ἀφιέρωµα στὴ µνήµη Λίνου Πολίτη. Κέντρον Ἐρεύνης καὶ Διεθνοῦς Ἐπικοινωνίας «Ἰόνιος Ἀκαδηµία»], σσ. 203-204, καὶ τοὺς Φ. Α. Δηµητρακόπουλο - Γ. Ἀνδρειωµένο, «Ἕνα ἀνέκδοτο γράµµα τοῦ  Ἀνδρέα Κάλβου καὶ ἡ διασκέδαση µιᾶς πλάνης», περ. Ἡ λέξη, τχ. 138, Μάρτης-Ἀπρίλης 1997, σσ. 124-130.)
Καὶ πραγµατικά: σχεδὸν µὲ τὴν ἄφιξη τοῦ ποιητῆ στὸ νησὶ τῶν Φαιάκων, ὅλα δείχνουν νὰ παίρνουν τὸν δρόµο τους· µὲ τὴ βοήθεια τοῦ Guilford, ὁ Κάλβος ξεκινᾶ ἰδιωτικὰ µαθήµατα, ἐντάσσεται στὸ καθηγητικὸ προσωπικὸ τῆς  Ἰονίου Ἀκαδηµίας ὡς καθηγητὴς τῆς γενικῆς καὶ ἐν συνεχείᾳ τῆς συγκριτικῆς φιλολογίας, ἀναγορεύεται διδάκτωρ τῆς Φιλοσοφίας καὶ ὁρίζεται ὑπεύθυνος γιὰ τὴν ταξινόµηση καὶ ἀξιοποίηση τῶν χειρογράφων τῆς συλλογῆς τοῦ «Ἄρχοντος τῆς Ἀκαδηµίας», µεταφράζοντας ταυτόχρονα στὰ γαλλικὰ τὴ µαθηµατικὴ πραγµατεία: Ἔρευνα περὶ τῆς φύσεως τοῦ Διαφορικοῦ Ὑπολογισµοῦ, τοῦ Ἰωάννη Καραντηνοῦ (1784-1834), Ἐφόρου τοῦ ἱδρύµατος καὶ Κοσµήτορα τῆς Φιλοσοφικῆς Σχολῆς του. Ὁ θάνατος, ὅµως, τοῦ Ἄγγλου φιλέλληνα καὶ προστάτη του τὸ φθινόπωρο τοῦ 1827 καὶ οἱ οἰκονοµικὲς περικοπὲς στὴ λειτουργία τοῦ πανεπιστηµιακοῦ ἱδρύµατος τοῦ νησιοῦ, κατ’ οὐσίαν ἐξώθησαν τὸν Κάλβο σὲ παραίτηση ἀπὸ τὴν καθηγητική του θέση. Στὴν Ἰόνιο Ἀκαδηµία ἐπρόκειτο ὁ ποιητὴς νὰ διδάξει δύο ἀκόµη περιόδους (1836-1837 καὶ 1840, στὴν ἕδρα τῆς Φιλοσοφίας), ἐνῶ χρηµάτισε καὶ διευθυντὴς στὸ Κερκυραϊκὸ Γυµνάσιο (Collegio Ionio) κατὰ τὸ 1841, παραιτούµενος ἀπ’ ὅλες τὶς προαναφερθεῖσες θέσεις, γιὰ διαφορετικοὺς κάθε φορὰ λόγους.
Κύρια ἀπασχόλησή του, καὶ κατὰ τὴν κερκυραϊκὴ περίοδο τῆς ζωῆς του, παρέµεινε ἡ διδασκαλία διαφόρων µαθηµάτων (ἑλληνικά, λατινικά, ἰταλικά, γαλλικά, ἀγγλικά, φιλοσοφικά, γεωγραφία, ἀστρονοµία, ἐνδεχοµένως καὶ ἑβραϊκά, ὅπως παραδίδουν οἱ βιογράφοι του), ἐνῶ, µεταξὺ ἄλλων, ἐργάστηκε γιὰ κάποιο διάστηµα ὡς συντάκτης στὴν Gazzetta degli Stati Uniti delle Isole Jonie, δραστηριοποιήθηκε γιὰ τὴ διάδοση τῆς µεταξοκαλλιέργειας στὴν Κέρκυρα, µέσῳ τῆς «Ἑταιρείας Μετάξης Κερκύρας» (1845-1847), καὶ κατὰ τὸ 1849 συνέτασσε, ἀπὸ κοινοῦ µὲ τοὺς Πέτρο Βράιλα-Ἀρµένη (1812-1884), Σπυρίδωνα καὶ Ναπολέοντα Ζαµπέλη (1804-1896) καὶ Ἰωάννη Πετριτσόπουλο (1786-1853) τὴν ἐφηµερίδα Πατρίς, ὄργανο τοῦ Μεταρρυθµιστικοῦ Κόµµατος. Παράλληλα, συµµετεῖχε σὲ µιὰ σειρὰ ἀπὸ ἄλλες κοινωνικὲς δραστηριότητες φιλανθρωπικοῦ χαρακτῆρα (1841, 1842), συνυπέγραψε µὲ συναδέλφους του ἀπὸ τὴν Ἰόνιο Ἀκαδηµία ὑπόµνηµα γιὰ τὴν ἑλληνικὴ γλώσσα (1837) καὶ συνέχισε νὰ ἐµπλουτίζει τὴν προσωπική του βιβλιοθήκη.
Τὰ χρόνια αὐτά, πέρα ἀπὸ λιγοστοὺς στίχους ποὺ ἔγραψε στὰ ἰταλικὰ γιὰ τὸ λεύκωµα κάποιας γνωστῆς του οἰκογενείας (1831) καὶ µιὰν ἀνταπόκριση ποὺ ἔστειλε γιὰ τὰ Ἰόνια Νησιὰ καὶ τὴν Κέρκυρα στὴ Revue Encyclopédique τῶν Παρισίων (1827), µελετοῦσε ἀδιάκοπα, ἐνεπλάκη σὲ διαµάχες περὶ µεγαλοφυΐας (1828) µὲ τὸν Γεώργιο Θεριανὸ (1775-1850) καὶ γιὰ θεολογικὰ ζητήµατα (1849) µὲ τὸν Ἀντώνιο Δάνδολο (1788-1863), ἐνῶ δηµοσίευσε στὸ περιοδικὸ Giornale di Legislazione, Giurisprudenza, Letteratura, Scienze e Varietà di utili conoscenze, ποὺ ἐξέδιδε στὴν Κέρκυρα ὁ Ἀριστείδης Κιαππίνης (1821-1856), τρεῖς συµβολὲς (µία ἰταλικὴ µετάφραση ἀποσπάσµατος ἀπὸ βιβλίο τοῦ περιηγητῆ Ignaz Pallme [1807-1877] γιὰ τὸ κλίµα τοῦ ἀφρικανικοῦ Κορντοφὰν [1845], ἕνα σύντοµο οἰκονοµολογικὸ ἄρθρο γιὰ τὴν ἀξία τῆς καλλιέργειας τῆς µετάξης [1845] καὶ ἕνα ἀπόσπασµα ἀπὸ τὸν Inno alle Grazie τοῦ Foscolo [1846]). Νὰ εἶχε ἐγκαταλείψει τὴν ποίηση ὁ Κάλβος, ἐνόσω ἀσχολιόταν µὲ δραστηριότητες σὰν καὶ τὶς πιὸ πάνω; Κανεὶς δὲν µπορεῖ νὰ τὸ ἀποκλείσει ὁλότελα, µολονότι δὲν ἔχουν βρεθεῖ συναφῆ τεκµήρια. Γιὰ τοῦτο, ἴσως θὰ πρέπει νὰ ἀποδοθεῖ ἡ δέουσα προσοχὴ σὲ ὅσα γράφει πρὸς τὸν Σπυρίδωνα Δὲ Βιάζη (1849-1927), στὶς 8 Φεβρουαρίου τοῦ 1881, ὁ Λευκαδίτης λόγιος Ἰωάννης Σταµατέλος (1822-1881): Ἀνέγνων µετ’ εὐχαριστήσεως τὴν βιογραφίαν τοῦ φίλου µου Κάλβου, µεθ’ οὗ εὐτύχησα καὶ νὰ συνευωχήσω ποτὲ ἐν Κερκύρᾳ εἰς τὸν οἶκον τοῦ µακαρίτου συµπολίτου µου Ἀθανασίου Πολίτου, καθηγητοῦ τῆς Χηµείας. Πολλάκις ὁ Κάλβος µοι ἀφηγήθη τὰ δεινοπαθήµατα τοῦ βίου του καὶ µὲ ἔλεγεν ὅτι ἀλλαχοῦ δὲν εὕρισκεν ἀνακούφισιν καὶ παρηγορίαν, εἰµὴ εἰς τὰς µαλακὰς ἀγκάλας τῶν Ἑλικωνιάδων παρθένων, µεθ’ ὧν ἀδιαλείπτως ἔχαιρε νὰ συνδαιτιᾶται (τὸ παράθεµα ἀπὸ τὸ µελέτηµα τοῦ Σπυρίδωνος Δὲ Βιάζη, «Ἀνδρέας Κάλβος», περ. Ἀκρίτας, ἔτος Β΄, τ. Δ΄, τχ. 26-28, Ὀκτώβριος-Νοέµβριος-Δεκέµβριος 1905, σ. 291).
Ὅλα αὐτὰ φανερώνουν, ἂν µὴ τί ἄλλο, ὅτι ὁ Κάλβος παρέµεινε πνευµατικὰ καὶ κοινωνικὰ ἐνεργὸς γιὰ τὸ συζητούµενο διά­στηµα (ὅπως ἄλλωστε καὶ γιὰ τὴν τελευταία περίοδο τῆς ζωῆς του στὴ γηραιὰ Ἀλβιόνα [1852-1869], ὅπου συνέχιζε νὰ διδάσκει γλῶσσες καὶ Μαθηµατικά, στὸ Παρθεναγωγεῖο ποὺ ἵδρυσε ἡ δεύτερη σύζυγός του Charlotte Augusta Wadams [†1888] στὸ Louth τῆς Βόρειας Ἀγγλίας). Ὡς ἐπιστέγασµα καὶ ἀναγνώριση αὐτῶν τῶν συµβολῶν του, ἐκ µέρους τοῦ κερκυραϊκοῦ κοινοῦ, θὰ µποροῦσαν νὰ θεωρηθοῦν τὰ ποιήµατα ποὺ τοῦ ἀφιερώνον­ται στὰ 1840, ἐπὶ τῇ ἀναλήψει τῆς τελευταίας καθηγεσίας του στὴν Ἰόνιο Ἀκαδηµία, ἀπὸ τούς: T.S., «Per la nomina del signor Calvo a professore di Filosofia rationale nella Università Ionia. Ode Saffica» καὶ T.Z., «All’ egregio professore Andrea Calvo eletto alla catedra di Filosofia nella Università Ionia. Sonetto» (δηµο­σιευ­µένα στὴν Gazetta degli Stati Uniti delle Isole Ionie, ἀριθ. 519, 23 Νοεµβρίου / 5 Δεκεµβρίου 1840, σσ. 13 καὶ 14, ἀντίστοιχα), καθὼς καὶ παµψηφεὶ ἐκλογή του ὡς µέλους τῆς Ἀναγνωστικῆς Ἑταιρείας Κερκύρας, στὶς 8 Ἰανουαρίου τοῦ 1848.
Ἀπὸ τὶς προαναφερθεῖσες κερκυραϊκὲς δηµοσιεύσεις τοῦ Κάλβου, ἀξίζει νὰ σταθεῖ κάποιος σὲ ἐκεῖνες ποὺ παρουσιάζουν ἐπιστηµονικό, θὰ ἔλεγε κανείς, χαρακτήρα, ἤτοι στὶς µεταφράσεις τοῦ µαθηµατικοῦ βιβλίου τοῦ Καραντηνοῦ καὶ τοῦ ἀποσπάσµατος ἀπὸ τὴν ἐπίσκεψη τοῦ Pallme στὸ Κορντοφάν, καθὼς καὶ στὸ σύντοµο οἰκονοµολογικοῦ περιεχοµένου ἄρθρο του περὶ τῆς καλλιέργειας τοῦ µεταξιοῦ, περὶ τῶν ὁποίων γίνεται διεξοδικὸς λόγος στὰ σχόλια αὐτοῦ τοῦ τόµου, µιᾶς καὶ ἀποτέλεσαν τὸν πυρήνα τῆς παρούσας ἔκδοσης. Καὶ τοῦτο γιατί, ὅλα τους, εἶναι ἀπὸ τὰ καλβικὰ ἔργα ποὺ δὲν ἔχουν µελετηθεῖ συστηµατικά, ἂν καὶ ἀφήνουν νὰ διαφανοῦν τὰ ἐγκυκλοπαιδικὰ ἐνδιαφέροντα καὶ πολυµάθεια τοῦ ποιητῆ τῆς Ἀρετῆς δεδοµένα γνωστὰ καὶ ἀπὸ ἄλλες του δραστηριότητες, ὅπως ὑποστηρίχθηκε πρωτύτερα.
Ξεκινώντας ἀπὸ τὸ γεωγραφικοῦ περιεχοµένου δηµοσίευµά του, τὸ ὁποῖο κυκλοφόρησε ἀπὸ τὶς στῆλες τοῦ πρώτου τεύχους τοῦ ἤδη µνηµονευθέντος Giornale τοῦ Κιαππίνη (1845), καὶ ποὺ ὅλοι ἕως σήµερα πίστευαν ὅτι ἀποτελεῖ ἄρθρο τοῦ Κάλβου γιὰ τὸ Κορντοφάν, βασιζόµενο σὲ συναφὲς κείµενο κάποιου Ignazio Pallme, θὰ εἶχε νὰ παρατηρήσει κανεὶς πὼς ποιητὴς δὲν κάνει τίποτε περισσότερο ἀπὸ τὸ νὰ µεταφράσει ἕνα ἀπόσπασµα ἀπὸ τὴ διεξοδικότερη ἴσαµε τότε περιγραφὴ τῆς ἐν λόγῳ περιοχῆς τῆς ἀφρικανικῆς ἠπείρου, ἀπὸ τὸν προαναφερθέντα Βοηµ περιηγητή, τὸ ὁποῖο σχετίζεται µ τὸ ἰδιότυπο κλίµα της, ποὺ διέφερε σηµαντικὰ ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ εἶχε γνωρίσει στὴ ζωή του µεταφραστὴς (καὶ προφανῶς οἱ Κερκυραῖοι ἀναγνῶστες του). Τὸ ἀντίστοιχο βιβλίο τοῦ Pallme εἶχε µὲν κυκλοφορήσει στὰ 1843 στὰ γερµανικά, ἀλλὰ µεταφράστηκε µέσως στὰ ἀγγλικὰ (1844) καὶ γνώρισε σηµαντικὴ ἀπήχηση στὸν διεθνὴ Τύπο. Κάλβος, ἔχοντας ζωηρὸ ἐνδιαφέρον γιὰ ζητήµατα Γεωγραφίας, ἀφοῦ τὴν δίδασκε, µεταξὺ ἄλλων µαθηµάτων, ὅπως σηµειώνουν µαθητές του, καὶ φιλοπερίεργος καὶ φιλαναγνώστης καθὼς ἦταν, στάθηκε ἀπὸ τὶς πρῶτες σελίδες τοῦ βιβλίου, σὲ κάτι ποὺ παρουσίαζε καθαρὰ ἐπιστηµονικὸ ἐνδιαφέρον, ὅπως τὸ κλίµα τῆς χώρας αὐτῆς, καὶ τὸ µετέφρασε ἀπὸ τὰ ἀγγλικὰ στὰ ἰταλικά. συγκεκριµένη ἀπόπειρα φανερώνει, πέρα ἀπὸ τὸν ἐγκυκλοπαιδισµ καὶ τὴν πολυµέρεια τοῦ Κάλβου, τὸ ἐνδεχόµενο εὖρος τῆς βιβλιοθήκης του καὶ τὰ πλούσια διαβάσµατά του.
Συνεχίζοντας µ τὸ τελευταῖο χρονικὰ δηµοσίευµα, ἀφοῦ τυπώθηκε στὸ δεύτερο τεῦχος τοῦ µνηµονευθέντος Giornale (1845), προξενεῖ ἐντύπωση ὄχι µόνο τὸ γεγονὸς πὼς Κάλβος ἐπιχειρεῖ νὰ καταδείξει τὰ οἰκονοµικὰ πλεονεκτήµατα ποὺ θὰ εἶχαν οἱ Κερκυραῖοι ἂν ἐγκατέλειπαν τὶς παραδοσιακές τους ἀγροτικὲς καλλιέργειες καὶ στρέφονταν πρὸς τὴ σηροτροφία, ἀλλὰ βαθιὰ γνώση τῶν συναφῶν ἱστορικῶν, κοινωνικῶν καὶ µπορικῶν δεδοµένων ἀπὸ ἄλλες περιοχὲς τῆς Εὐρώπης, ἀκόµη καὶ τῆς ἄρτι ἀναγεννηθείσας Ἑλλάδας, σχετικὰ µ τὴν ἀνάπτυξη τοῦ κλάδου. ποιητής, χρησιµοποιώντας στέρεα ἐπιχειρήµατα καὶ προβαίνοντας σὲ πειστικοὺς ἐπιστηµονικοὺς/οἰκονοµικοὺς ὑπολογισµούς, καταφέρνει νὰ ἀποδείξει τοὺς συλλογισµούς του καὶ νὰ προχωρήσει ἕνα βῆµα παραπέρα ἀπὸ τὴν ἱδρυτικὴ διακήρυξη, τὶς ἐγκυκλίους καὶ τὰ φυλλάδια µ χρήσιµες ὁδηγίες γιὰ τοὺς ἐπίδοξους µεταξοκαλλιεργητὲς ποὺ κυκλοφορεῖ «Ἑταιρεία Μετάξης Κερκύρας», τὴν ὁποία συνδιευθύνει, ἀπὸ τὰ τέλη τοῦ 1845, µ τοὺς κόµη Δηµήτριο Λάνδο, Ἰωάννη Πετριτσόπουλο καὶ . Γρόλλο. Ἐνδιαφέρον, ἀκόµη, ἔχει τὸ ὅτι µ αὐτή του τὴ δραστηριότητα (καὶ ἑποµένως µ τὸ οἰκεῖο ἄρθρο του), Κάλβος µφανίζεται νὰ ἐνδιαφέρεται γιὰ µιὰ νέου τύπου οἰκονοµικὴ ἀνάπτυξη τῆς Κέρκυρας καὶ τοῦ Ἡνωµένου Κράτους τῶν Ἰονίων Νήσων, προσαρµοσµένη στὰ δεδοµένα τῆς ἐποχῆς, ἀλλὰ καὶ στοὺς σχεδιασµοὺς τῆς Βρετανικῆς Ἁρµοστείας, ἀφοῦ ἤδη ἀπὸ τὸ 1827 εἶχε ξεκινήσει τὴν προσπάθεια γιὰ διάδοση τῆς σηροτροφίας στρατηγὸς Frederick Adam (1781-1853), ὁποῖος διοίκησε τὰ Ἑπτάνησα ἀπὸ τὸ 1824 ἕως τὸ 1831. Ἄλλωστε, τὸ συγκεκριµένο ἄρθρο γράφεται πὼς θὰ ἦταν τὸ πρῶτο ἀπὸ µιὰ σειρὰ παρόµοιων ἐνηµερωτικῶν δηµοσιευµάτων τοῦ Κάλβου, πράγµα ποὺ σηµαίνει ὅτι ἐρευνητικὴ σκαπάνη ἐνδέχεται νὰ φέρει στὸ φῶς καὶ ἄλλα παρόµοια κείµενα τοῦ ποιητῆ.
σηµαντικότερη, ὡστόσο, ἐπιστηµονικὴ συµβολὴ τοῦ Κάλ­βου, ὄχι µόνο αὐτῶν τῶν χρόνων ἀλλὰ καὶ τοῦ καθόλου βίου του, ὑπῆρξε γαλλικὴ µετάφραση τῆς εὐσύνοπτης µαθηµατικῆς πραγµατείας τοῦ φίλου καὶ συναδέλφου του καθηγητῆ στὴν Ἰόνιο Ἀκαδηµία Ἰωάννη Καραντηνοῦ, περὶ τῆς φύσεως τοῦ Διαφορικοῦ Ὑπολογισµοῦ (Recherches sur la nature du Calcul Différentiel, Κέρκυρα 1827). Πρόκειται γιὰ ἔργο ποὺ καλύπτει µιὰ σηµαντικὴ παράµετρο τῶν ἀνώτερων Μαθηµατικῶν, γραµµένο ἀπὸ ἕναν εἰδικὸ πανεπιστηµιακὸ καθηγητή, ὁποῖος, καθὼς εἶναι γνωστό, πραγµατοποίησε σπουδὲς στὴν περίφηµη École Polytechnique τῶν Παρισίων, εἰσήγαγε τὴν πρωτοποριακὴ γιὰ τὴν ἐποχὴ γαλλικὴ µαθηµατικὴ σκέψη στὸν ἰόνιο (καὶ κατἐπέκταση στὸν ἑλληνικὸ) χῶρο καὶ δηµιούργησε πλειάδα µαθητῶν. ἀνάγνωση καὶ κατανόηση τῆς ἐν λόγῳ πραγµατείας προϋπέθετε (καὶ φυσικὰ προϋποθέτει) τὴ γνώση τῶν συναφῶν ἐννοιῶν καὶ τῶν οἰκείων συµβόλων πολλῷ δὲ µᾶλλον µετάφρασή της σὲ µιὰν ἀπαιτητικὴ εὐρωπαϊκὴ γλώσσα, τῆς ὁποίας (ἄριστη, ἔστω) γνώση δὲν ἦταν ἀρκετὴ ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ µεταφραστῆ, χωρὶς νὰ συνοδεύεται ἀπὸ γνώση προχωρηµένων Μαθηµατικῶν.
Ἀπὸ χρόνια εἶχε κινήσει τὴν περιέργεια τοῦ γράφοντος αὐτὴ ἡ ἀπόπειρα τοῦ Κάλβου. Ὡστόσο, στὴ σχετικὴ µὲ τὸ θέµα βιβλιογραφία δὲν εἶχε ἐπιχειρηθεῖ ὁ συστηµατικὸς συσχετισµὸς τοῦ πρωτοτύπου µὲ τὸ µετάφρασµα, µολονότι ἦταν γνωστὲς οἱ σχέσεις τῶν δύο ἀνδρῶν, καὶ ἰδίως ἡ ἐκτίµηση ποὺ ἔτρεφε ὁ Καραντηνὸς γιὰ τὸν Κάλβο, ἀφοῦ σχολίασε µὲ τὰ πλέον θερµὰ λόγια τὶς διδακτικὲς ἐπιδόσεις τοῦ ποιητῆ, ἐνῶ δὲν δίστασε νὰ ζητήσει καὶ τὴ συνδροµή του σὲ διαµάχη ποὺ ἀνέπτυξε µὲ τὸν Ἰταλὸ ἀρχιτέκτονα καὶ µαθηµατικὸ Giuseppe Zecchini Leonelli (1776-1847), τὸ καλοκαίρι τοῦ 1829. Καὶ ὅµως: ὁ συµβολισµὸς τοῦ ἑλληνικοῦ κειµένου διαφέρει σηµαντικὰ ἀπὸ ἐκεῖνον τοῦ γαλλικοῦ, ποὺ σαφῶς εἶναι πιὸ κατανοητὸς καὶ συµβατὸς µὲ τὰ µαθηµατικὰ δεδοµένα τῆς περιόδου (καὶ ἰδίως τοῦ περίφηµου Silvestre François Lacroix [1765-1843], ποὺ µεσουρανοῦσε τότε, ἀλλὰ καὶ ἄλλων ἐπιστηµόνων), ἡ ἀπόδοση τῆς ὁρολογίας εἶναι ἀπόλυτα ἀκριβής, παρὰ τὶς ἰδιοτυπίες στὴν ἔκφραση τοῦ Καραντηνοῦ, ἐνῶ πολλάκις ὁ µεταφραστὴς διαφοροποιεῖται στὴ χρήση ὅρων ἀπὸ τὸν συγγραφέα, ὅπου τὸ κρίνει ἀναγκαῖο, ὥστε νὰ ἐπιτευχθεῖ ἡ σαφήνεια καὶ ἡ ἀκρίβεια τῆς ἀπόδοσης στὴ γαλλικὴ γλώσσα. Ἔτσι, δὲν θὰ ἦταν ὑπερβολικὸ νὰ ὑποστηριχθεῖ ἡ ἄποψη πὼς τὸ γαλλικὸ κείµενο θὰ µποροῦσε κάλλιστα νὰ διαβαστεῖ ὡς πρωτότυπο (ἄλλωστε, ὡς τέτοιο τὸ διάβασαν καὶ οἱ µαθηµατικοὶ Jean Baptiste Joseph Fourier [1768-1830] καὶ Baron Georges Cuvier [1769-1832], ποὺ διαµόρφωσαν θετικὴ γνώµη γι’ αὐτό, ἀφοῦ ὁ Καραντηνὸς φρόντισε νὰ τὸ ἀποστείλει στὸν ἐν Παρισίοις διατρίβοντα λόγιο Κωνσταντῖνο Νικολόπουλο [1786-1841], γνώριµο καὶ θαυµαστὴ τοῦ Κάλβου, προκειµένου νὰ τὸ προωθήσει σὲ κύκλους εἰδικῶν στὴ γαλλικὴ πρωτεύουσα). Ἀποτελεῖ δὲ εὐτυχὴ συγκυρία τὸ ὅτι στὴν ἀνὰ χεῖρας ἔκδοση παρατίθεται ἐξειδικευµένη ἐργασία τοῦ µαθηµατικοῦ Δηµήτρη Πατσόπουλου, ἡ ὁποία διαφωτίζει τὰ πιὸ πάνω ζητήµατα.
Καὶ ἐδῶ ἐπανέρχεται ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ «σκοτεινὰ» καὶ ἀδιευ­κρίνιστα ζητήµατα τῶν καλβικῶν σπουδῶν: δεδοµένου ὅτι ἡ ἐξοι-­κείωση µὲ ἀπαιτητικοὺς ἐπιστηµονικοὺς ὅρους καὶ χώρους προϋ­ποθέτει, λογικά, µιὰν προγενέστερη σχετικὴ παιδεία, ποιοί
ἦταν οἱ φορεῖς ἐκεῖνοι καὶ ποιά τὰ πρόσωπα ποὺ µετέφεραν στὸν Κάλβο τὶς ἀναγκαῖες γνώσεις; Οἱ βιογράφοι τοῦ ποιητῆ, ἀλλὰ καὶ πολλοὶ µελετητές του, ἔχουν ὀρθὰ ἐντοπίσει τὶς ἐπιδράσεις τοῦ Foscolo στὴ διαµόρφωση τῆς λογοτεχνικῆς του φυσιογνωµίας. Πέρα, ὅµως, ἀπὸ αὐτό, ὅσα ἔχουν γραφεῖ γιὰ τὴν ἐκπαίδευση ποὺ ἔλαβε ὁ Ζακυνθινὸς βάρδος παραµένουν ἐν πολλοῖς ἀδιασταύρωτα καὶ κινοῦνται στὸν χῶρο τῆς εἰκασίας. Πάντως, ἀκόµη καὶ ἂν ὁ προσολωµικὸς Ἀντώνιος Μαρτελάος (1754-1819) στὴ Ζάκυνθο ἢ ὁ ἱεροµόναχος Γρηγόριος Παλιουρίτης (1778-1816) στὸ Ἑλληνοµουσεῖον τοῦ Λιβόρνου ὑπῆρξαν διδάσκαλοί του, δὲν ἐξηγεῖται τὸ πῶς ὁ Κάλβος ἀπέκτησε τόσο προχωρηµένες γνώσεις, τουλάχιστον στὰ Μαθηµατικά, στὴ Φιλοσοφία καὶ σὲ ἄλλες ἐπιστῆµες, χωρὶς νὰ ἔχει λάβει ἀνώτερη παιδεία. Οἱ κατὰ καιροὺς διατυπωθεῖσες ἀπόψεις καλβιστῶν γιὰ πιθανὴ φοίτηση τοῦ ποιητῆ στὰ Πανεπιστήµια τῆς Πίζας ἢ τῆς Φλωρεντίας ἢ σὲ ἀνώτερα πνευµατικὰ ἱδρύµατα τοῦ Λονδίνου δὲν ἔχουν ἐπιβεβαιωθεῖ. Τὰ µόνα στοιχεῖα ποὺ µαρτυροῦνται σχετικά, προέρχονται ἀπὸ µιὰν ἐπιστολὴ τοῦ Foscolo πρὸς τὸν Κάλβο, ἀπὸ τὸ εἰσαγωγικὸ σηµείωµα ποὺ ἀπευθύνει ὁ µνηµονευθεὶς Κωνσταντῖνος Νικολόπουλος στὸν µεταφραστὴ τῶν δέκα πρώτων καλβικῶν ὠδῶν Stanislas Julien (1797;-1873) καὶ ἀπὸ τὶς σελίδες τίτλου τῶν τελευταίων καλβικῶν θρησκευτικῶν µεταφράσεων.
Πιὸ συγκεκριµένα, σὲ γράµµα ποὺ στέλνει πρὸς τὸν νεαρὸ γραµµατέα του ὁ φηµισµένος συµπατριώτης καὶ µέντοράς του, ἀπὸ τὴ Γοτίγγη τῆς Ἑλβετίας, στὶς 17 Δεκεµβρίου τοῦ 1815, τὸν παρακινεῖ κατ’ οὐσίαν νὰ βγεῖ ἀπὸ τὴ µετριότητα ποὺ τοῦ προσφέρουν οἱ τίτλοι τοῦ Ἀκαδηµαϊκοῦ τῆς Πιστοΐας καὶ οἱ ἀνάλογοι, καθὼς καὶ οἱ συνάδελφοί του Ἀρκάδες, µὲ τὸ νὰ µελετᾶ µὲ θέρµη τοὺς ἀρχαίους Ἕλληνες καὶ Λατίνους συγγραφεῖς, καθὼς καὶ καµµιὰ δωδεκαριὰ Ἰταλοὺς πεζογράφους καὶ ποιητές, θεωρώντας πώς, γινόµενος µαθητής τους, ἡ ἰδιότης αὐτὴ θὰ φανεῖ στὰ ἔργα του, κι ὅταν εἶναι καιρός, θὰ τοῦ κάνῃ περισσότερη τιµὴ ἀπὸ χίλια διπλώµατα Ἀκαδηµαϊκοῦ καὶ Ποιµενίσκου Ἀρκάδος (τὸ παράθεµα ἀπὸ τὸ µελέτηµα τοῦ Γεωργίου Θ. Ζώρα, «Ἀνδρέας Κάλβος (1792-1869)», περ. Νέα Ἑστία, ἔτος ΛΔ΄, τ. 68, Σεπτέµβριος 1960 [ἀφιέρωµα: Ἀνδρέας Κάλβος (Ἡ ἐπιστροφὴ στὴν πατρίδα)], σ. 20). Ἀπὸ τὰ προηγηθέντα προκύπτει µὲν ἡ ἔφεση τοῦ ποιητῆ γιὰ ἀπόκτηση ἀκαδηµαϊκῶν τίτλων καὶ διπλωµάτων, µέσῳ τῆς ἐκλογῆς του ὡς µέλους σὲ διάφορες τοπικὲς ἰταλικὲς ἀκαδηµίες καὶ ἄλλες ἑταιρεῖες τῆς ἐποχῆς, ὄχι ὅµως καὶ ἡ συστηµατικὴ (ἰδίως ἡ ἐπιστηµονικὴ) κατάρτισή του. Ἀντιθέτως, ὁ ἀδελφὸς τοῦ ποιητῆ Νικόλαος, σὲ ἐπιστολὴ ποὺ στέλνει στὶς 10 Δεκεµβρίου τοῦ 1818 ἀπὸ τὴν Τεργέστη πρὸς τὸν Ἀνδρέα, ὁ ὁποῖος τότε βρίσκεται στὸ Λονδίνο, τοῦ ἐπισηµαίνει µὲ νόηµα πὼς µποροῦν καὶ οἱ δυό τους νὰ εἶναι εὐχαριστηµένοι ἀπὸ τὴν τύχη, ἀφοῦ αὐτὴ εἶναι ἀποκλειστικὰ καρπὸς τῶν δικῶν τους ἱδρώτων καὶ τῶν σπουδῶν, ποὺ κάνανε µόνοι τους, πράγµα ποὺ σηµαίνει ὅτι, τουλάχιστον ἕως τὴ στιγµὴ ἐκείνη, δὲν γνώριζε ὁ µικρότερος Κάλβος κάτι γιὰ ἀνώτερες σπουδὲς τοῦ ποιητῆ (καὶ αὐτὸ τὸ παράθεµα ἀπὸ τὸν Γ.Θ. Ζώρα, στὸ ἴδιο, σ. 34).
Ὁ Κωνσταντῖνος Νικολόπουλος, πάλι, ἀπευθυνόµενος πρὸς τὸν Julien καὶ διατυπώνοντας τὴ θετική του ἄποψη γιὰ τὶς ὠδὲς ποὺ περιέχονται στὴ Λύρα καὶ µεταφράζονται στὰ γαλλικὰ ἀπὸ τὸν συγκεκριµένο φιλέλληνα σινολόγο (1824), τὸν πληροφορεῖ, µεταξὺ ἄλλων, πὼς ὁ Κάλβος ἔχει πραγµατοποιήσει λαµπρὲς σπουδὲς στὸ γενέθλιο νησί του καὶ στὰ πιὸ ὀνοµαστὰ πανεπιστήµια τῆς Ἰταλίας, καθὼς καὶ ὅτι ἡ ἐπιθυµία του νὰ ἀποκτήσει νέες γνώσεις τὸν ὁδήγησε διαδοχικὰ στὴ Γαλλία, στὴ Γερµανία καὶ στὴν Ἀγγλία, καὶ παντοῦ βρῆκε δίκαιους ἐκτιµητὲς τῶν ἀρετῶν του καὶ τῶν ταλέντων του (ἡ µετάφραση τῶν χωρίων βασίζεται στὸ γαλλικὸ πρωτότυπο ποὺ παρατίθεται ἀπὸ τὸν Γεώργιο Θ. Ζώρα, «Ὁ Ἀνδρέας Κάλβος στὶς πρῶτες κριτικὲς (Κριτικὴ ἀνθολογία 1824-1889)», περ. Νέα Ἑστία, ὅ.π., σ. 118). Μολονότι δὲν εἶναι διασταυρωµένο ὅτι ὁ Κάλβος εἶχε κάνει τέτοιες σπουδὲς ἢ ὅτι εἶχε πραγµατοποιήσει ἕως τότε ἄξιες λόγου ἐπισκέψεις στὴ Γαλλία καὶ στὴ Γερµανία, δὲν θὰ πρέπει νὰ θεωρηθεῖ τελείως ἀναξιόπιστη ἡ µαρτυρία τοῦ Νικολόπουλου, ὅσο καὶ ἂν µὲ αὐτὰ ποὺ γράφει ἀποσκοπεῖ στὸ νὰ διεγείρει τὸ ἐνδιαφέρον τοῦ µεταφραστῆ τοῦ ποιητῆ καί, ἐν προεκτάσει, τῶν Γάλλων ἀναγνωστῶν του. Ὅµως ποιά πανεπιστήµια ἦταν ἐκεῖνα στὰ ὁποῖα φοίτησε ὁ Κάλβος; Καὶ ποιές γνώσεις ἀπέκτησε ἀπὸ αὐτά; Μόνο ὑποθέσεις µποροῦν νὰ διατυπωθοῦν ὡς πρὸς αὐτὸ τὸ ζήτηµα, γιὰ τὸ ὁποῖο ἐνδέχεται ἡ µελλοντικὴ ἔρευνα νὰ ἀποκαλύψει σηµαντικὰ στοιχεῖα.
Τέλος, στὶς σελίδες τίτλων τῶν τελευταίων θρησκευτικῶν του µεταφράσεων: Περὶ Δογµάτων, Διοικήσεως καὶ Ἱερουργιῶν τῆς Ἀγγλικῆς Ἐκκλησίας, πονηµάτιον Κοσίνου Ἐπισκόπου Δυνέλµου... (1856) καὶ Ποία κατὰ τοὺς ἀρχαίους ἡ κυριαρχία τοῦ Πάπα· ὑπὸ Αἰδ. Ἰακ. Μερρίκου... (1861), ἀναφέρεται ὁ µεταφραστὴς ὡς διδάκτορας καὶ καθηγητὴς τῆς Φιλοσοφίας, καὶ παράλληλα ὡς µέλος διαφόρων φιλοσοφικῶν, ἐπιστηµονικῶν καὶ θρησκευτικῶν ἑταιρειῶν. Ὡστόσο, µολονότι οἱ πρῶτες ἰδιό­τητές του µποροῦν νὰ ἀποκωδικοποιηθοῦν, µένει νὰ διευκρινιστοῦν, πέραν τῆς Ἀναγνωστικῆς Ἑταιρείας, τὰ ὑπόλοιπα συναφῆ σωµατεῖα στὰ ὁποῖα ὑπῆρξε µέλος καὶ ἂν αὐτὸ σχετίζεται µὲ τίτλους ποὺ ἀπέκτησε ἀπὸ πανεπιστηµιακὲς σπουδές.
Ὁ Κάλβος, λοιπόν, αὐτοδίδακτος; Αὐτὸ φαίνεται νὰ ὑποστηρίζουν, µὲ τὰ ἕως τώρα εὑρήµατα, οἱ περισσότεροι µελετητές του. Καὶ ἴσως νὰ µὴν ἔχουν ἄδικο. Ἄλλωστε, στὴ διεθνὴ βιβλιο­γραφία ἔχουν ἐπισηµανθεῖ πολλὰ παραδείγµατα προσωπικοτήτων, ποιητῶν, λογίων, ἀκόµη καὶ ἐπιστηµόνων, µὲ αὐτὸ τὸ χαρακτηριστικό, τὸ ὁποῖο φαίνεται πὼς γνώρισε διάδοση, ἰδίως κατὰ τὸν 18ο αἰώνα. Τοῦτο δὲν σηµαίνει πὼς ὅλοι αὐτοὶ (συµ­περιλαµβανοµένου καὶ τοῦ Κάλβου) δὲν ἔλαβαν κάποια παιδεία· µόνο ποὺ αὐτὴ δὲν συµβάδιζε µὲ τὴν τυπικὴ ἐκπαίδευση τῆς περιόδου ποὺ λάµβαναν ὅσοι εἶχαν τὴν οἰκονοµικὴ δυνατότητα καὶ πού, γενικότερα, τοὺς τὸ ἐπέτρεπαν οἱ περιστάσεις τοῦ βίου τους. Συνήθως διέθεταν τὴν εὐφυΐα νὰ ἀπορροφήσουν τὶς διδαχὲς ἄλλων λογίων, ὅταν εἶχαν τὴν τύχη νὰ τοὺς συναναστραφοῦν, ἐνῶ διάβαζαν ἀσταµάτητα βιβλία ποικίλου περιεχοµένου, ἐπισκεπτόµενοι διαρκῶς βιβλιοθῆκες, βιβλιοπῶλες ἢ γνωστούς τους ποὺ εἶχαν στὴν κατοχή τους διάφορα ἔντυπα. Παραταῦτα, ἡ πετυχηµένη ἐνασχόληση τοῦ Κάλβου µὲ ποικίλους τοµεῖς τοῦ ἐπιστητοῦ, πέρα ἀπὸ τὰ γράµµατα καὶ τὴν ποίηση, ὅπως τουλάχιστον ἡ Θεολογία, ἡ Φιλοσοφία καὶ τὰ Μαθηµατικά, ἐνδεχοµένως νὰ συνδέεται καὶ µὲ κάποιαν ἀνώτερης µορφῆς παιδεία ποὺ ἔλαβε, γιὰ τὴν ὁποία, ὡστόσο, δὲν ἔχουν σωθεῖ ἐπαρκῆ τεκµήρια, ὅπως σηµειώθηκε πιὸ πάνω.
Τὸ βέβαιο εἶναι πὼς ὁ Κάλβος ὑπῆρξε µιὰ πολυσχιδὴς προσωπικότητα, ἕνας «ἄνθρωπος τῶν γραµµάτων» µὲ ἀληθινὴ εὐφυΐα καὶ πραγµατικὴ ποιητικὴ φλέβα, ἕνας διανοούµενος ποὺ ἐπιδίωξε νὰ καταστεῖ ὁ ἀναγεννησιακοῦ τύπου homo universalis καὶ παράλληλα ὁ homo doctus σὲ ἐπιστηµονικοὺς τοµεῖς ποὺ ἀναπτύσσονταν δυναµικὰ τὴν ἐποχή του. Δὲν ἦταν ἁπλῶς ἕνας σπουδαῖος ποιητὴς µὲ ποικίλα ἐνδιαφέροντα. Παρότι δὲν ἔµεινε στὴν ἱστορία ὡς λόγιος καὶ ἐπιστήµονας, ἔστω αὐτοδίδακτος, ἀλλὰ ὡς ποιητὴς τῶν εἴκοσι πρωτοποριακῶν ὠδῶν του, καλὸ εἶναι νὰ µὴν ὑποτιµῶνται οἱ ποικίλες πνευµατικὲς ἐπιδόσεις του, οὕτως ὥστε νὰ προσεγγίζεται ἡ περίπτωσή του συνολικὰ καὶ ὄχι ἐπιλεκτικὰ ἢ ἀποσπασµατικά. Μάλιστα, ἡ (δεδοµένη πλέον) καλὴ γνώση του τῶν Μαθηµατικῶν ἴσως θὰ µποροῦσε νὰ ἀνοίξει τὸν δρόµο µιᾶς νέας προσέγγισης τοῦ µετρικοῦ συστήµατος τῶν Ὠδῶν· ἡ αἴσθηση τοῦ γράφοντος εἶναι πὼς ἂν ἡ «Ἐπισηµείωσις», ποὺ ἐπιτάσσεται στὸ τέλος τῆς Λύρας, διαβαστεῖ ἀπὸ τὴν ὀπτικὴ γωνία τῶν ἀριθµητικῶν/µαθηµατικῶν ὑπολογισµῶν καὶ δεδοµένων της, ἐνδεχοµένως νὰ ἀποκαλυφθεῖ ἕνας πραγµατικὰ «ἄλλος» Κάλβος καὶ ὡς ποιητής.
Related Posts with Thumbnails