Μνήμη
τῆς Μητέρας μου Μαγδαληνῆς
Σὲ
λίγη ὥρα συμπληρώνονται τέσσερα χρόνια
ἀπουσίας τῆς Μητέρας ἀπὸ τὸν κόσμο
αὐτό. Τέσσερα χρόνια ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ
συννεφιασμένο ἀπόγευμα τῆς Κυριακῆς
τῆς Τυρινῆς, τοῦ σωτηρίου ἔτους 2012,
λίγο πρὶν ἀρχίσει ὁ πρῶτος Κατανυκτικὸς
ἑσπερινὸς ποὺ μᾶς εἰσάγει στῆς
Μεγάλης τῆς Σαρακοστῆς τὸ Θεῖο, καὶ
χαρμολυπικὰ στολισμένο, ἱερὸ στάδιο.
Κι
ἦταν ἡ ἀναχώρήσή της συνδυασμένη μὲ
κάποια γεγονότα ποὺ πραγματικὰ σήμερα
ἔρχονται στὸ νοῦ καὶ τοῦ φανερώνουν
κάποιες ἱερὲς στιγμὲς ποὺ ποτὲ δὲ
λησμονοῦνται, ἀλλὰ καὶ τονίζουν μὲ
τὴ σημειολογία τους, τὸ θεοσημείωτο
χνάρι τους.
Κυριακὴ
τῆς Τυρινῆς, λοιπόν, ἦταν τότε... Καὶ
γὐρω στὸ μεσημέρι ἐμφανίζεται μιὰ
ὁμάδα Κληματιανῶν, ὥστε νὰ συμμετάσχουν
στὶς ἐκδηλώσεις γιὰ τὰ ἐθιμικὰ
δρώμενα τῶν τελευταίων ἡμερῶν τῆς
λεγόμενης Ἀποκριᾶς. Κι αὐτὸ συνέβη
γιὰ πρώτη φορά. Καὶ μάλιστα ἀπό τότε,
μήτε ποὺ ξανάγινε, δηλαδή, μήτε ποὺ
ξαναφάνηκαν. Κι ἄκουσε ἡ ἑτοιμοθάνατη
Μάνα τοὺς συγχωριανούς της γιὰ στερνὴ
φορὰ νὰ τραγουδᾶνε τὰ παλιὰ τὰ
τρααγούδια τοῦ χωριοῦ μας, λὲς καὶ
ξαναβγῆκε πάλι, ὅπως τὸ συνήθιζε,
λίγο παραέξω ἀπό τὴν πάνω πόρτα τοῦ
φούρνου νὰ δεῖ νὰ χορεύουν πάνω στὴ
πλατεία, στὴ «Βελανιά», καὶ νὰ τραγουδᾶνε
τὰ κορίτσια μὲ τὶς φ᾿ στάνες τό, «Ἄχ,
χειλακι μου γραμμένο, σὲ μὲ ἔχεις
τρελλαμένο...» ἤ τὴ «Σοῦσσα» κ. ἄ. πολλά.
Κι ἦρθε ἡ ὥρα τούτη τόσο καλεστικὴ
καὶ σημαδιακή, λές καὶ τὴν καλοῦσαν
νἂ ξαναβγεῖ καὶ ν᾿ ἀποχαιρετίσει...
Ὅπως κι ἔγινε. Γιατὶ μετὰ ἀπὸ λίγο
ἔφυγε σιωπηλά, ἀθόρυβα, μέσα στὴν
ἡρεμία τοῦ ὕπνου της, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴ
συντροφιὰ τῶν ὀνείρων της. Κι ὅλα
ἐτοῦτα, σιμὰ στὴν ἀγαπημένη της
φωτιά, στὴ θερμάστρα δηλαδή, ποὺ τῆς
θύμιζε τὴ παλιὰ τὴ παραστιά, ἀλλὰ πιὸ
πολὺ τὴ φωτιὰ τοῦ φούρνου της, ποὺ
τὴν ἀγαπησε, γιατὶ ἐκείνη τὴ συνέδραμε
ὤστε νὰ ἐργαστεῖ τὴν ἐπίπονη διακονία
ποὺ ἐπιτελοῦσε γιὰ χρόνια πολλά. Ἀπὸ
τὴ συντροφιὰ τῆς φωτιᾶς, λοιπόν,
ξεκίνησε τὸ ταξίδι της γιὰ τὴν
αἰωνιότητα... Γιὰ νὰ πάει τώρα πιὰ νὰ
συναντήσει τὰ δικά της τὰ ἀγαπημένα
της πρόσωπα, περιμένοντας παραλληλα κι
ὅσους ἀπὸ μᾶς θὰ τὴν ἀκολουθήσουν.
Ἐν καιρῷ εὐθέτῳ.
Τέσσερα
χρόνια ἀπουσίας καὶ παρουσίας μαζί,
λοιπόν. Γιατὶ καὶ νομίζεις ὅτι εἶναι
σιμά σου κι ἀπὸ τὴν ἄλλη συνειδητοποιεῖς
τὴν ἔλλειψη τῆς παρουσία της... Γιὰ νὰ
γεμίζουν οἱ στιγμὲς τοῦ βίου ἀπὸ τὴ
χαρμολύπη ποὺ πλανᾶται πάντα καὶ
συνάμα νὰ γίνεται ἡ ἀκίδα ἐκείνη ποὺ
τρυπᾶ βαθειὰ τὴν ψυχὴ καὶ τὴν πληγώνει.
Ἀφουγκράζεσαι
ἀπὸ μακρυὰ νὰ σιμώνει ἡ χορεία τῶν
προγόνων σου ποὺ ὑποδέχτηκαν τὴ Μητέρα
κατὰ τὴν εὔσημο ἡμέρα ταύτη. Κι ὕστερα
ἀγναντεύεις ἕνα ἔρημο σπίτι ποὺ
χωνεύει μέσα στὴ μοναξιά του καὶ τὴν
ἐγκαρτέρηση κάποιου ποὺ θ᾿ ἀνοίξει
τὴ θυρα του, θὰ τὸ ἐπισκεφτεῖ γιὰ
λίγο κι ὕστερα θ᾿ ἀναχωρήσει. Ὅπως
δηλαδή, εἶναι κι ὁ ἴδιος ὁ βίος μας.
Μιὰ φευγαλέα ἐπίσκεψη στὸν κόσμο αὐτό
κι ὕστερα ἔρχεται ἡ ἀναχώρηση, δίχως
τίποτα νὰ πάρουμε στὰ χέρια, μονάχα
μὲ γεμάτη τὴν ψυχὴ ἀπό εἰκόνες,
συπεριφορὲς τῶν ἄλλων καὶ ὄνειρα...
Εὐτυχῶς, πολλὰ ὄνειρα. Γι᾿ ἄλλους
χαμένα, ἐπειδή, δυστυχῶς, δὲν κατάλαβαν
ὅτι κι αὐτὰ τροφὴ εἶναι ἀπὸ τὴν
ὁποία κρατᾶμε πάντα τὰ χρήσιμα στοιχεῖα,
ἀπορρίπτοντας πάντα ὅ,τι εἶναι περιττὸ
καὶ ἄχρηστο.
Τέσσερα
χρόνια, λοιπόν. Μικρὴ μὲν ἡ χρονικὴ
ἀπόσταση, ἀλλὰ μεγαλο τὸ χάσμα καὶ
φυσικὰ τὸ τραῦμα. Ποὺ ὡστόσο ἐπουλώνεται
μὲ τὰ χρόνια . Μόνο τὸ ἴχνος
τῆς πληγῆς ἀπομένει πάντα, τεκμήριο
ἀδιάψευστο...
26
Φεβρ. 2016 ὥρα 4. 15 μ.μ.