Μνήμη Σταματίου Π.
Παλαιολόγου
Ὅπως ἀνάφερα στό βιβλίο μου γιά τό Κλῆμα, ἕνας ἀπό τούς χώρους σύναξης τῶν παιδιῶν τά θερινά ἀπόβραδα ἦταν τά «κάγκελα», πού βρίσκονταν ἔξω ἀπό τό μαγαζί τῆς θειᾶς Εὐανθίας. Ἦταν δέ ὁ τόπος αὐτός ἕνας ἐξώστης πού ἀγνάντευε κατά τό πέλαγος, φραγμένος, λόγω τοῦ ὕψους πού εἶχε μέ κάγκελα, γι᾿ αὐτό καί ἡ ὀνομασία του.
Σημεῖο παρατήρησης τῶν πλοίων πού ἔφθαναν στό Λουτράκι ἤ πήγαιναν στήν ἀντικρυνή τή Σκιάθο τά «κάγκελα» ἦταν ἕνας ἀπό τούς χώρους πού προτιμοῦσαν νά ἐπισκεφτοῦν οἱ Κληματιανοί. Γιατί καί τό βράδυ εἶχε μιά πανοραμική θέα, καθώς φαίνονταν τά «γρί-γρί» στόν «Πάγκο», κοντά στό Πλαροννήσι δηλαδή, ἡ φωτισμένη Σκιάθος ἀπέναντι, ἀλλά καί τά χωριά τῆς Βόρειας Εὔβοιας. Ὅμως σ’ ἐμᾶς τά παιδιά ἄρεσε πολύ νά πηγαίνουμε ἐκεῖ, ἐπειδή παίζαμε μέ τό Σταμάτη, τόν γιό τῆς θειᾶς Εὐανθίας, πανέξυπνο ἄνθρωπο, ἀλλά ἀνάπηρο.
Παίζαμε λοιπόν μέ τόν Σταμάτη χαρτιά, τά λεγόμενα «σκαμπίλια», κυρίως δέ «μύτο», παιχνίδι μέ τό ὁποῖο ὅποιος κέρδιζε χτυποῦσε τόν ἀντίπαλό του στή μύτη δυνατά μέ τά χαρτιά πού κρατοῦσε. Ὁ καϋμένος ὁ Σταμάτης δέν ἔβλεπε καλά κι ἔτσι τόν κερδίζαμε πάντα, γι’ αὐτό καί τόν χτυπούσαμε στή γαμψή τή μύτη του καί ὅλοι γελούσαμε, ἀκόμα κι ἐκεῖνος.
Ὅμως αὐτό πού θά μείνει μέσα μας χαραγμένο βαθειά καί ἀνεξίτηλα εἶναι τό ἑξῆς:
Ὁ Σταμάτης ἦταν σπουδαιότατος παραμυθᾶς. Δηλαδή ἐμπνεόταν διάφορες ἱστορίες, τίς ὁποῖες ἀφηγεῖτο σέ μᾶς, τά μικρά παιδιά, μέ θαυμάσιο τρόπο, λές καί τίς διάβαζε. Κουνοῦσε λοιπόν τό κεφάλι -ἦταν τῆς ἀναπηρίας του κατάλοιπο αὐτό τό συνεχές κούνημα τοῦ κεφαλιοῦ- καί ἔλεγε διάφορες ἱστορίες. Στή μνήμη ἀπομένει ἡ ἐκτενής ἱστορία πού ἔφερε τόν τιτλο «Ὁ ναυαγός τοῦ μαύρου Κύκνου», ἐμπνευσμένη ἀσφαλῶς ἀπό τό Δ/Π «ΚΥΚΝΟΣ», πού τότε εἶχε πρωτομπεῖ στή γραμμή τῶν Βορείων Σποράδων. Τήν ἱστορία δέ αὐτή μᾶς τήν ἔλεγε ὁ Σταμάτης σέ συνέχειες κάθε βράδυ, ὅταν μαζευόμασταν στά κάγκελα. Εἶχε δέ ἡ ἀφήγησή του μιά πειστικότητα καί ἀληθοφάνεια, πού ἐμεῖς καθόμασταν καί τόν ἀκούγαμε μέ κάποια προσοχή. Μόνο πού ἡ ἱστορία αὐτή δέν εἶχε ποτέ τέλος, γιατί ὁ καϋμένος ὁ Σταμάτης, θέλοντας νά ἔχει συντροφιά, πάντα ἐμπνεόταν νέα ἐπεισόδια τῆς ἱστορίας, πού κάποτε ἔγινε βαρετή. Ἀξέχαστη ὅμως ἔμεινε, μαζί μέ τίς λάμπες πού ψάρευαν ἀπέναντι, μαζί μέ τόν ἔναστρο καθαρό οὐρανό, πού δέν τόν ἔσκιαζαν μήτε τόν ἔδιωχναν τά ἠλεκτρικά τά φῶτα, ἀφοῦ τότε, στά τέλη τῆς δεκαετίας τοῦ 1950, ἦταν ἀνύπαρχτα, ἐκείνη ἡ ἀτμόσφαιρα καί ἡ συντροφιά, μέ τίς ἀφέλειές της, τήν ξεγνοιασιά καί πάνω ἀπ᾿ ὅλα τήν ἁγνότητά της.
Σέ μένα πάντως ἔλαχε ὁ κλῆρος νά συνοδέψω τή Μεγάλη Τρίτη τοῦ 1972 τόν Σταμάτη στό Βόλο, ὅταν ἀρρώστησε ἡ μητέρα του κι ἔκλεισε τό μαγαζί τους καί μαζί μ᾿ αὐτό καί ἕνα κομμάτι ἀπό τή ζωή μου. Γιατί τό μαγαζί, τό παντοπωλεῖο τῆς θειᾶς Εὐανθίας ἦταν γιά μένα τό δεύτερο σπίτι μου, ἐπειδή μοῦ ἄρεσε πολύ νά πηγαίνω μέσα, ἰδιαίτερα τά χειμωνιάτικα βράδυα, ὅπου μαζεύονταν κάποιοι νοικοκυραῖοι τοῦ χωριοῦ καί συζητοῦσαν, μέσα στό ἡμίφως πού ἄφηναν οἱ δύο-τρεῖς λάμπες πετρελαίου, διάφορα, ἀκούγοντας παράλληλα καί τά νέα, τίς εἰδήσεις δηλαδή ἀπό τό παλιό τό ραδιόφωνο, ἀπό τά σπάνια πού ὑπῆρχαν στό χωριό τότε.
Συνόδεψα, λοιπόν, τόν Σταμάτη στόν Βόλο, ἐνῶ σ᾿ ὅλο τό ταξίδι προσπαθοῦσα νά τοῦ ἐξηγήσω πώς ἡ μητέρα του θά γίνει καλά καί θά ξανάρχονταν στό χωριό νά ξανανοίξουν τό μαγαζί. Καί τό πίστευα τότε, γιατί δέ μποροῦσα νά φανταστῶ τό μαγαζί κλειστό καί τόν Σταμάτη νά κάθεται ἀλλοῦ ἐξόν πίσω ἀπό τόν πάγκο, νά κάνει ἀπό μνήμης λογαριασμούς καί νά δίνει ρέστα ἀπό τά ψώνια. Γελάστηκα ὅμως. Ὁ Σταμάτης δέν ξανάρθε στό Κλῆμα, τό μαγαζί ἔκλεισε, ἐρήμωσε, πουλήθηκε σέ ξένους... Μόνο τά ὄνειρα, οἱ μνῆμες καί τά πρόσωπα ταξιδεύουν, ἔστω καί μέ τό ἀπαισιόδοξο σκαρί τοῦ «Μαύρου Κύκνου» κοντὰ πενήντα χρόνια...