«Φαιδρῶς εἰσδεξώμεθα, τῆς Νηστείας τὴν εἴσοδον πιστοί...»
Ἡ μεγάλη καμπάνα, ποὺ ἠχεῖ μέσα στὸ δειλινὸ τῆς Κυριακῆς τῆς Τυρινῆς καὶ κομίζει τὸ πρῶτο μήνυμα τῶν εἰσοδίων τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς, ἀφήνει στὴν ψυχὴ ψιχάλες συγκινήσεως καὶ συνάμα ρῖγος θείας παρουσίας. Ναί, ἔφθασε ἐπιτέλους ὁ εὐπρόσδεκτος καιρός τῆς ἱερῆς ἐγκρατείας καὶ τῆς ἀποταγῆς κάθε κοσμικοῦ φρονήματος, ποὺ θὰ ἀνασχέσει τὴ δυνατότητα τοῦ μὴ «ὁρᾶν τὰ πταίσματά» μας. Γιατὶ δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ ἐγκρατευόμαστε καὶ νὰ λησμονοῦμε παράλληλα νὰ ψάχνουμε τὸν ἑαυτό μας, ὥστε νὰ ἐκζητήσουμε καὶ «λήθην τῆς κακίας... βοῶντες [τὸ] ἡμάρτομέν σοι..».
Μὲ τὴν ἐλπίδα ὄτι θὰ εἰσακουσθοῦμε κι ἐφέτος, καθὼς θὰ διαπλέουμε τὸ τῆς νηστείας μέγα πέλαγος, τεντώνουμε τὰ χέρια μας ὅσο περισσσότερο μποροῦμε κι ἀφήνουμε, ἐκειδά, μὲ τοῦ Μεγάλου Προκειμένου τὴν θεοκατάνυκτη μελωδία, τὸν ἐμβιωμένο στεναγμό μας: «Μὴ ἀποστρέψῃς τὸ πρόσωπόν σου ἀπὸ τοῦ παιδός σου, ὅτι θλίβομαι, ταχὺ ἐπάκουσόν μου, πρόσχες τῇ ψυχῇ μου, καὶ λύτρωσαι αὐτήν».
Στ᾿ ἀλήθεια, πόση ὀδύνη δὲν ἀποβάλλεται ἀπὸ μέσα μας, καθὼς ψελλίζουμε αὐτὰ τὰ ἱερὰ τὰ γράμματα, πού, φυσικά, τυχαῖα δὲν τὰ ἔταξαν αὐτὴν τὴν μεγαλη ἡμέρα καὶ ὥρα οἱ Πατέρες μας. Ὀδύνη, ποὺ μεταποιεῖται σὲ ἐλπίδα, γιατὶ τὸ ἐννοοῦμε αὐτό: Ὅτι δηλαδή, δὲν θὰ ἀποστέψει τὸ Πρόσωπό Του ἀπὸ τὰ παιδιά Του, ποὺ δέονται αὐτὲς τὶς στιγμές. Τὸ ξέρουμε αὐτό, τὸ ἔχουμε διδαχτεῖ ἀπὸ τὴν προπροηγούμενη Κυριακή, ὅπου ἀκούσαμε μὲ προσοχὴ τὴν παραβολὴ τοῦ εὔσπλαχνου Πατέρα (βλ. Λκ. 15,11-32) ὡς ἄσωτοι υἱοὶ ποὺ εἴμαστε, ποὺ νοιώθουμε, ἀλλὰ μὲ τὴν ὑποψία μέσα μας πάντα τῆς ἐπιστροφῆς. Μόνο ποὺ τὸ θέλημα, τὸ ὁποῖο, ὡς ἄλλο σαρακι μᾶς ροκανίζει τὴν ψυχή, δὲν μᾶς ἀφήνει νὰ ποῦμε τὸ μεγάλο τὸν λόγο: «μετανοίας ὄμβροις με καθάρας, νηστείᾳ καὶ δεήσει, ὡς μόνος Ἐλεήμων ἐκλάμπρυνον, καὶ μὴ βδελύξῃ με Εὐεργέτα τῶν ἁπάντων, καὶ Ὑπεράγαθε». Βλέπεις, τὸ πρῶτο βῆμα περιμένουμε νὰ τὸ κάνει Ἐκεῖνος, δυστυχῶς,-αὐτὴ τὴν κληρονομιὰ πήραμε, ὅπως πολὺ καλὰ τὸ ξέρουμε ἀπ’ τοὺς προπάτορές μας. Καὶ παρ᾿ ὅλες Του τὶς εὐεργεσίες δὲ λέμε νὰ ἀφήσουμε μὲ τίποτε τὸν παλιόν ἄνθρωπο ποὺ κρύβουμε μέσα μας καὶ συντηροῦμε.
Ὡστόσο, μᾶς χαρίζεται κι ἐφέτος, γι᾿ ἄλλη μιὰ χρονιὰ ἡ δυνατότητα «τὸν Κύριον τὸν σώζοντα ἡμᾶς (νὰ) ἐκζητήσωμεν». Γι᾿ αὐτό, καθὼς μὲ τὸ πέρας τοῦ Ἑσπερινοῦ τῆς Κυριακῆς αὐτῆς, ἀναχωροῦμε γιὰ τὰ σπίτια μας, ἄς τὸ ἀποφασίσουμε πιά: «Φαιδρῶς εἰσδεξώμεθα τῆς Νηστείας τὴν εἴσοδον καὶ μὴ σκυθρωπάσωμεν, ἀλλὰ νίψωμεν τὰ πρόσωπα ἡμῶν, ἀπαθείας τῷ ὕδατι, εὐλογοῦντες, καὶ ὑπερυψοῦντες, Χριστὸν εἰς τοὺς αἰῶνας».
Κυριακὴ τῆς Τυρινῆς 2020
π. κ. ν. κ..