© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Παρασκευή 15 Ιουνίου 2012

Μητροπολίτου Ζακύνθου Διονυσίου Δ΄: ΔΙΑΦΩΤΙΣΤΙΚΕΣ ΙΔΕΕΣ ΚΑΙ ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΠΤΑΝΗΣΩΝ

 Εισήγηση κατά το Διεθνές Σεμινάριο «Θρησκεία και Διαφωτισμός», Ζάκυνθος 15 Ιουνίου 2012

Αξιότιμοι κ. Σύνεδροι,

Ο χώρος των Ιονίων Νήσων υπήρξε ιστορικά το πέρασμα και η γέφυρα ανάμεσα στον κυρίως ελλαδικό χώρο και των ιδεών και εξελίξεων, που έρχονταν σε αυτόν από την Ανατολή από τη μία και της ιταλικής χερσονήσου και της Αδριατικής από την άλλη. Έτσι, σημαντικές εξελίξεις και ιδέες αναπτύχθηκαν με τρόπο πρωτότυπο, συνδυάζοντας ποικίλα στοιχεία. Τέτοιος συνδυασμός αφορά και στο μήνυμα του Χριστιανικού Ευαγγελίου και της Εκκλησίας αφενός και τις νεότερες, διαφωτιστικές αντιλήψεις της ανοχής και του σεβασμού της προσωπικότητας του ατόμου αφετέρου. Είναι ενδιαφέρον ότι μακρά σειρά διδασκάλων, διανοουμένων και ανθρώπων με σημαντική θέση στον δημόσιο χώρο συνδύαζαν αυτά τα δύο, όντας πολλές φορές άνθρωποι της Εκκλησίας και ταυτόχρονα δάσκαλοι, φιλόσοφοι και συγγραφείς. Ξεχωρίζουμε, λοιπόν, στα Επτάνησα δύο πεδία: Από τη μια άνθρωποι της Εκκλησίας, που αναπτύσσουν τέτοιες ιδέες και από την άλλη άνθρωποι «κοσμικοί», δηλαδή πολιτικοί στοχαστές, προοδευτικοί, διανοούμενοι και λοιποί, οι οποίοι ενσωματώνουν και ιδέες της Εκκλησίας.
Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν άνθρωποι, που συνεργάζονται με την Εκκλησία ή ξεκινούν από έναν τρόπο σκέψης ριζωμένο στο Χριστιανικό Ευαγγέλιο και προσπαθούν να το μεταστοιχειώσουν με έναν τρόπο που να αποδέχεται το ολοένα και πιο ισχυρά εκφραζόμενο νεωτερικό ρεύμα. Τέτοιοι βρίσκονται πολλοί στα Ιόνια Νησιά, καθώς αυτά αποτελούν χώρο αναγκαστικής, αλλά και δημιουργικής συμβίωσης, με μία διαφορετική γλώσσα και χριστιανική ομολογία, δηλαδή αυτή των Ρωμαιοκαθολικών Βενετών. Η μετανάστευση πολλών Ρωμιών από την Κρήτη μετά την άλωσή της από τους Οθωμανούς κατά το 1669 συμπίπτει με μια περίοδο που αρχίζουν τα πρώτα σκιρτήματα του Διαφωτισμού στην Ευρώπη. Είναι, λοιπόν, πολλοί οι παράγοντες που εξηγούν γιατί εδώ, στα Ιόνια Νησιά, ξεχωρίζει η κουλτούρα της νεωτερικής επεξεργασίας παλαιών θεμάτων: Η ανάγκη για Παιδεία, που θα συμβάλει στην κατανόηση του κόσμου και άρα και των διαφορετικών πολιτισμών, η ανάγκη για ατομική ελευθερία και αργότερα και για κοινωνική δικαιοσύνη, η ισότιμη σχέση των δύο φύλων κλπ.
Από το παλιό αυτό υπόστρωμα ξεχωρίζουμε ανθρώπους, που πίστεψαν στην ανόρθωση του ανθρώπου μέσα από την Παιδεία και αυτό, είτε με τη μετάφραση στην δημώδη αρχαίων ηθοπλαστικών κειμένων, σαν το «Περί παίδων Αγωγής» του Πλουτάρχου από τον Κερκυραίο λόγιο ιερέα Νικόλαο Σοφιανό (1500-1550), είτε με την δημιουργία τυπογραφείου για την διάδοση των βιβλίων, όπως με τον Κεφαλλονίτη Νικόδημο Μεταξά (1585-1646), ο οποίος έγινε και Αρχιεπίσκοπος Κεφαλληνίας ή με τον Κερκυραίο δικηγόρο Θωμά Φλαγγίνη, που ίδρυσε το περίφημο ελληνικό φροντιστήριο στη Βενετία για τη μόρφωση Ελληνοπαίδων. Στο τελευταίο αυτό φοίτησε ο Κεφαλλονίτης Βικέντιος Δαμοδός (1700-1752), προτού έρθει σε επαφή με την ηθική φιλοσοφία του Διαφωτισμού και την παντρέψει με το Χριστιανικό Ευαγγέλιο, στα μαθήματα της ιδιωτικής ανώτατης σχολής του στα Χαβριάτα. Όταν προχώρησε σε μία σύνθεση με ιδέες του Καρτέσιου και του Wollf, ασχολήθηκε και με την κοινωνική ηθική. Ανάμεσα σε άλλα δίδασκε ότι: «Η εξουσία του ανδρός εις τη γυναίκα δεν είναι δεσποτική, ήγουν δεν ημπορεί ο άνθρωπος (sic!) να κάνει ό,τι θέλει εις την γυναίκα, αλλά είναι πολιτική, ήγουν έχει εξουσία να κάμει ότι θέλει δικαίως και κατά κυβέρνησιν μόνον, καθώς των Πατριαρχών και Επισκόπων η εξουσία, είναι πολιτική. Δια τούτο αν ένας Επίσκοπος διατάξει ένα πράγμα άδικον του αντιστέκεται ο λαός»[1].
Δεν είναι περίεργο που θεωρείται πιθανόν ότι στη Σχολή αυτή μπορεί να φοίτησε και ο ίδιος ο Ευγένιος Βούλγαρις (1716-1806), ο πιο προβεβλημένος εκπρόσωπος του συνδυασμού ορθόδοξου θεολογικού λόγου και ιδεών του Διαφωτισμού. Είναι γνωστό ότι ο Βούλγαρις, όχι μόνο έφερε το έργο του Βολταίρου στον ελληνικό χώρο, μεταφράζοντας κομμάτια από έργα του, αλλά δημιούργησε και τον ελληνικό όρο, που θα απέδιδε το γαλλικό “tolerance” στα ελληνικά, δηλαδή την «ανεξιθρησκεία» με το γνωστό του έργο «Σχεδίασμα περί Ανεξιθρησκείας». Μολονότι πιστός στην ορθόδοξη παράδοση, όπως φαίνεται από την επιμέλεια σε εκδόσεις ασκητικών ή βυζαντινών εκκλησιαστικών συγγραφέων, εισήγαγε ταυτόχρονα στοιχεία νέας λογικής και πειραματικής φυσικής στην διδασκαλία του και στα διδακτικά εγχειρίδιά του.
Όλη αυτή η θεωρητική και πρακτική αναμέτρηση με τα ηθικά και επιστημολογικά ζητήματα του Διαφωτισμού έχουν, λοιπόν, βαθιές ρίζες στα Επτάνησα.
Σε μια άλλη κατηγορία, τελείως διαφορετική, αυτή των πολιτικών ακτιβιστών του 19ου αιώνα, που διαμόρφωσαν το πρώτο κόμμα αρχών στη νεότερη Ελλάδα, το κόμμα των Ριζοσπαστών, παρακολουθούμε μια άλλου είδους συνάντηση μεταξύ αρχών του Ευαγγελίου και της Ορθόδοξης Εκκλησίας με τις αρχές του πολιτικού φιλελευθερισμού και της κοινωνικής δικαιοσύνης. Όπως είναι γνωστό, ο αρχικός πυρήνας των Ριζοσπαστών δεν επεδίωκε απλά την ένωση των Επτανήσων με το νεοσύστατο κράτος της Ελλάδας. Να θυμίσουμε ότι από το 1815, λίγα μόλις χρόνια μετά το θάνατο του Βούλγαρι, τέθηκε υπό την προστασία, διάβαζε κατοχή, της Αγγλίας. Οι Ριζοσπάστες ήθελαν αυτή την Ένωση μαζί με βαθιές δημοκρατικές και κοινωνικές μεταρρυθμίσεις προς όφελος του λαού. Ο Ιερώνυμος Τυπάλδος Πρετεντέρης (1800-1874), που ήταν νεοϊακωβινιστής, ο Ιωσήφ Μομφερράτος (1816-1888), ο Φραγκίσκος Πυλαρινός (1882) σαινσιμονιστής, αλλά κυρίως ο Ηλίας Ζερβός-Ιακωβάτος και ο Γεώργιος Τυπάλδος-Ιακωβάτος (1813-1882), θα διαπρέψουν στον αγώνα των Ριζοσπαστών με κέντρο κυρίως την Κεφαλονιά, αλλά και δυνάμεις στη Ζάκυνθο και την Ιθάκη, με διωγμούς και εξορίες, αλλά και στιγμές λαμπρής κοινοβουλευτικής παρουσίας στην Ιόνιο Βουλή.
Ποία σημασία έχουν για το θέμα μας; Η απάντηση είναι ότι στα γραπτά πολλών από αυτούς διαπιστώνουμε συνδυασμό των πιο προωθημένων αιτημάτων της Γαλλικής Επανάστασης (ελευθερίας – ισότητα – αδελφότητα) και των πρώιμων σοσιαλιστικών κινημάτων με το κήρυγμα του Ευαγγελίου. Έτσι, ενώ κυριαρχεί η εθνική ρητορική, από την άλλη αυτή συνδυάζεται πάντοτε με αιτήματα πολιτικά και κοινωνικά προοδευτικά για τις σχέσεις των ανθρώπων. Ο Ηλίας Ζερβός γράφει ότι «πάσα κοινωνία ανθρώπων, η οποία δεν έχει αρχήν και θεμέλιο την ισότητα, αλλά θεωρεί άλλους μεγαλύτερους και άλλους μικρότερους, άλλους δούλους και άλλους κυρίους, αύτη είναι εναντία της φύσεως και ακόμη αυτής της Θρησκείας, η οποία θέλει ως αδερφούς όλους τους ανθρώπους»[2]. Άλλα σημαντικά μέλη ήταν ο Ιωσήφ Μομφερράτος και ο βιογράφος και οπαδός του Παναγιώτης Πανάς. Στο εισαγωγικό της εφημερίδας της κίνησης Αναγέννησις, ο Μομφερράτος συμπυκνώνει τη συνάντηση αυτή διακηρύττοντας ότι αρχές της κίνησης είναι τα δύο δόγματα, της κυριαρχίας του λαού και το δόγμα της Ισότητας, Ελευθερίας και Αδελφότητος για το οποίο σημειώνει ότι «μεταφερθέν από τον χριστιανικόν εις τον πολιτικόν κόσμον, δια των ενδόξων του γαλλικού λαού επαναστάσεων, συνιστά την βάσιν του νεωτέρου διοργανισμού των κοινωνιών και προαναγγέλεται ευτυχώς εις το μέλλον πολιτικόν θρήσκευμα πάσης της ανθρωπότητος»[3]. Ο ίδιος ο Πανάς σημειώνει αλλού το 1857 «ημείς καθό δημοκράται…, προνοούντες, ότι Βασιλεύς και Λαός, είναι πράγματα ασυμβίβαστα, περιμένομεν με καρδίας πάλλουσαν την μεγάλην εκείνην ημέραν, καθ’ ην οι λαοί, εγκαταλείποντες την παρούσαν φαινομενικήν απραξίαν των, θέλει ανυψώσωσι την σημαίαν της παγκοσμίου δημοκρατίας, ενότητος και αδελφότητος, συμφώνως με την ιεράν του Χριστού διδασκαλίαν»[4].
Ο πιο εκρηκτικός και ενδιαφέρων Ριζοσπάστης Γεώργιος Τυπάλδος-Ιακωβάτος, στηρίζεται στην Ορθόδοξη Παράδοση και τον Ελληνισμό ως οικουμενική ιδέα και την ίδια στιγμή μάχεται για την κατάργηση της διάκρισης σε κύριους και «σέμπρους» στα Επτάνησα και για ατομική ελευθερία και ισονομία, καθώς στα 1850 πρότεινε να εισαχθεί Νόμος «ελευθερώνων την ιδιοκτησία των σέμπρων» και επιβάλλοντας «προσωπική των πολιτών ελευθερία» και ισότητα[5]. Υπερασπίζεται το δικαίωμα της διαφορετικότητας και στους πολιτικούς του αντιπάλους: «Εγώ αιτησάμενος να εξακολουθήσει τον λόγον ο κ. Λομβάρδος δεν ηθέλησα άλλο παρά να υποστηρίξω την ελευθερίας του λόγου, αλουχί και το περιεχόμενον» διαβάζουμε στα Πρακτικά μιας συνεδρίασης του 1864[6]. Σε μια εποχή πολιτειοκρατίας, μάχεται για την απόλυτη ελευθερία κάθε θρησκείας από κρατική επιβολή: Η πρώτη ορθόδοξος και η πλέον φιλόθρησκος ιδέα είναι εκείνη, η οποία υποστηρίζει και την ελευθερία της συνειδήσεως και την ελευθερία της λατρείας, δηλώνοντας ότι θα ήθελε «το περί θρησκείας θέμα να μην τίθεται καν εις τα συντάγματα»[7], είναι εναντίον του θρησκευτικού όρκου για λόγους συνειδήσεως και μάλιστα θεωρεί θέμα ελευθερίας της θρησκευτικής συνειδήσεως την άρνηση θρησκευτικού όρκου, στην οποία προχωρεί κατά την ορκωμοσία του στη Βουλή του 1869[8], τάσσεται υπέρ της άρσης περιορισμών στις μετακινήσεις και στα ταξίδια και είναι (παρ’ όλη την εθνοκεντρική ιδεολογία του) φανατικά αντίθετος στον πόλεμο και ειδικά της Ελλάδας με την Τουρκία, όπως χαρακτηριστικά τόνισε σε συνεδρίαση της Βουλής των Ελλήνων, στις 15 Δεκεμβρίου 1879: «άμα επάτησα εις τη Βουλήν από τα ’64 … παρετήρησα, ότι εδώ δύο στοιχεία έπρεπε να υπάρχουν, ή του πολέμου ή της ειρήνης. Κατά δυστυχίαν υπερίσχυσε πάντοτε το πνεύμα του πολέμου και δια τούτο πάντοτε στενοχωρίαι, πάντοτε θλίψις, πάντοτε δυστυχίαι και δυσπραγίαι εις βάρος της Ελλάδος». Και η Ελλάδα, τονίζει «το μικρότερον βασίλειον του κόσμου», τελεί «εις παντοτινόν αιώνιον πόλεμον εναντίον όλου του κόσμου»[9]. Βέβαια, ήταν και ενάντιος στο θεσμό της βασιλείας. Όλα αυτά τα στηρίζει σε μια στέρεη επεξεργασία αρχών και δογμάτων της Ορθόδοξης Εκκλησίας: «Εν τη Εκκλησία ημών … υπάρχει Πολιτεία αδερφική και ουδείς γίνεται θύμα του άλλου, ουδ’ αρχιερεύς του λαϊκού, ουδ’ ο λαϊκός του αρχιερέως»[10]. Πολλές φορές καταγγέλλει την επέμβαση των ξένων στα πολιτικά πράγματα της Ιονίου Πολιτείας ή του ελλαδικού κράτους, αλλά αυτή η καταγγελία είναι αντιιμπεριαλιστική και εθνικοαπελευθερωτική στη λογική της και όχι ξενοφοβική.  Αυτό φαίνεται από το γεγονός ότι, ενώ μαζί με τους Προτεστάντες καταγγέλλονται από τον Τυπάλδο-Ιακωβάτο και οι Εβραίοι ως δυνάστες στο νεοσύστατο ελλαδικό κράτος, από την άλλη, οι σχέσεις των Ριζοσπαστών με τους πραγματικούς Εβραίους στα Επτάνησα ήταν πολύ καλές[11].
Μιλώντας για τους Εβραίους θα άξιζε να αφιερώσει κανείς μια ολόκληρη εισήγηση στη θέση των Εβραίων και στη σχέση τους με τους Ορθόδοξους στα Επτάνησα, αλλά αυτό δεν μπορεί να γίνει λόγω χρόνου. Οι Εβραίοι κατέφυγαν στα Επτάνησα, ως επακόλουθο της βενετικής πολιτικής  από το 16ο αιώνα. Βεβαίως, δεν πρέπει να έχει κανείς αυταπάτες ότι οι σχέσεις μεταξύ των δύο κοινοτήτων υπήρξαν πολλές φορές δύσκολες με ξεσπάσματα αντισημιτισμού, χαρακτηριστικό στιγμιότυπο των οποίων ήταν η γνωστή και διαβόητη «συκοφαντία του αίματος», που οδήγησε σε βιαιότητες κατά των Εβραίων σε Κέρκυρα και Ζάκυνθο το 1891[12]. Όμως, είναι εξίσου ενδιαφέρον ότι, πέρα από τις αντιμαχόμενες πολιτικές φατρίες της εποχής (Δεληγιαννικών και Τρικουπικών), που προσπάθησαν να δημοκοπήσουν και να έχουν πολιτικά οφέλη από τα επεισόδια, υπήρξαν και πνευματικοί άνθρωποι, που πήραν σαφώς αποστάσεις από τα γεγονότα. Σε θεατρικά του έργα (Ραχήλ) ο Γρηγόριος Ξενόπουλος αφήνει να διαφανεί αυτή η διαίρεση, ενώ από εκκλησιαστική πλευρά μαρτυρείται η γενικότερη διαλλακτική στάση ανοχής και σεβασμού προς τους Εβραίους του λογίου προκατόχου μας στο θρόνο της Ζακύνθου Διονυσίου Β΄ του Λάτα (1835-1894).
Η παράδοση αυτή, στην τοπική Εκκλησία της Ζακύνθου, συνεχίσθηκε και αργότερα και εξηγεί την στάση του άλλου σημαντικού αοιδίμου προκατόχου μας Χρυσοστόμου Α΄ του Δημητρίου (1889-1958), την εποχή της Κατοχής, ο οποίος, μαζί με τον Δήμαρχο Λουκά Καρρέρ, έκαναν σαφέστατη την αλληλεγγύη τους με τους περίπου τριακόσιους εντόπιους Εβραίους, απέναντι στον Γερμανό Φρούραρχο. Όπως είναι γνωστό, όταν εκείνος ζήτησε κατάλογο με τα ονόματά τους, για να ετοιμάσει την μεταγωγή τους προς τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως και θανάτου, εκείνοι τού παρέδωσαν κατάλογο με δύο μόνον ονόματα, δηλαδή τα δικά τους: «Ο Ζακύνθου Χρυσόστομος» και «Λουκάς Καρρέρ»!!! Η σθεναρή στάση τους υπήρξε αναμφίβολα ο σημαντικότερος παράγοντας της σωτηρίας τους.
Περνώντας στον 20ό αιώνα, τα ζητήματα εθνικής ολοκλήρωσης υποχωρούν, αλλά αναδεικνύονται τα κοινωνικά αιτήματα στην άρθρωση του πρώιμου σοσιαλιστικού κινήματος. Εκεί και πάλι οι ιδέες των Ριζοσπαστών για ισότητα και αδελφότητα μετεξελίσσονται σε αίτημα για κοινωνική δικαιοσύνη. Και πάλι γίνεται μια γόνιμη συνάντηση με αντίστοιχες έννοιες του Χριστιανικού Ευαγγελίου, που φαίνεται στα γραπτά και την δράση του Κεφαλλονίτη Μαρίνου Αντύπα (1872-1907). Ο Αντύπας διακήρυττε ότι επεδίωκε την παγκόσμια ελευθερία, ισότητα και αδελφότητα παραπέμποντας ρητά στην διδασκαλία του Ιησού «ουκ ένι ιουδαίος ουδέ Έλλην, δούλος ή ελεύθερος» (πρβλ. Γαλ. 3, 28)[13]. Δεν είναι τυχαίο ότι στην Κεφαλονιά τον ακολούθησαν και κληρικοί, όπως ο Μοναχός Χρύσανθος Καγκελάρης (1872-1941) και ο Διάκονος Ιωάννης Κονιδάρης (1878-1918), ενώ περιστασιακά τον υποστήριζε και ο Αρχιεπίσκοπος Κεφαλληνίας Γεράσιμος Δώριζας (1851-1901)[14]. Μετά την δολοφονία του, στη Θεσσαλία το 1907, εμφανίστηκε άρθρο του συνεργάτη του Νικολάου Μαζαράκη για τη συμβατότητα που υπάρχει μεταξύ Χριστιανισμού και Σοσιαλισμού στην εφημερίδα Ο Εργάτης στο Σοσιαλιστικό κέντρο Κέρκυρας[15].
Όλα τα παραπάνω, φρονώ ότι υπήρξαν ικανά παραδείγματα, για να φανεί σαφώς η σημασία των Επτανήσων για τη συνάντηση σημαντικών πνευματικών ρευμάτων, μαζί με τον λόγο του Χριστιανικού Ευαγγελίου, που πέτυχαν να δημιουργήσουν ένα πνευματικό υπόβαθρο σεβασμού στο διαφορετικό, ελευθερίας ιδεών και κριτικής προσέγγισης των κοινωνικών προβλημάτων επ’ ωφελεία, τελικά, της κοινωνίας.
Εύχομαι το Συνέδριο να εμβαθύνει περαιτέρω στην παράδοση αυτή. Σας ευχαριστώ!


[1] Κ.Θ. Δημαρά, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Αθήνα, 1975, σ. 108 εξ.
[2] Ηλ. Ζερβού, Ο Φιλελεύθερος ή Διδασκαλία περί καλής ή κακής χρήσεως της ελευθεροτυπίας εις την Επτάνησον, Κέρκυρα 1849, σ. 12 στο: Γ. Μεταλληνού, «Η ριζοσπαστική ιδεολογία κριτήριο σημερινών εθνικών προσανατολισμών», στο Συμπόσιον Πνευματικόν επί χρυσώ Ιωβηλαίω Ιερωσύνης του Μητροπολίτου Πατρών Νικοδήμου, Αθήνα 1989, σ.443.
[3] Π. Πανά, Βιογραφία Ιωσήφ Μομφερράτου, Αθήναι, 1888, σ. 42.
[4] Π. Πανά, Λυρικών Ποιήσεων, Φυλλάδιον Β΄, Κεφαλληνία 1857, σ. 39 στο Μεταλληνού, ό.π. σ. 443.
[5] Γ. Μεταλληνού, Πολιτική και Ιδεολογία, Κατερίνη, σ. 147.
[6] ό.π. σ. 146.
[7] ό.π. σ. 142.
[8] ό.π. σ. 143.
[9] ό.π. σ. 193.
[10] ό.π. σ. 151.
[11] ό.π. σ. 215 εξ. Με αναφορά στην εφημερίδα Αλήθεια.
[12] Πρόκειται για την ανεξιχνίαστη δολοφονία της οκτάχρονης Εβραιοπούλας Ρουμπίνης Β. Σάρδη, της οποίας το πτώμα, μεταφερόμενο από τρεις Εβραίους που το βρήκαν, έδωσε την εντύπωση ότι επρόκειτο για δολοφονημένη Χριστιανή με σκοπό ανθρωποθυσία. Βλ. Ευτυχίας Δ. Λιάτα, Η Κέρκυρα και η Ζάκυνθος στον κυκλώνα του αντισημιτισμού, Αθήνα, 2006.
[13] Εφ. Ανάστασις, 12 (1905) 1-2, βλ. στο Σ. Δ. Λουκάτος, Μαρίνος, Σπ. Αντύπας Η ζωή – Η εποχή – Η ιδεολογία – Η δράση και η δολοφονία του, Αθήνα 1980, σ. 123.
[14] Π. Πετράτος, «Η πορεία και η δράση του καλόγερου Χρύσανθου Καγκελάρη και του διάκου Ιωάννη Κονιδάρη, συνεργατών και οπαδών του Μαρίνου Αντύπα», στο Π. Πετράτος (επιμ.) Επιστημονικό Συνέδριο Μαρίνος Αντύπας (1872-1907), Αγία Ευφημία 16-19 Μαρτίου 2006, Πρακτικά τ. Α΄, σσ. 379-444.
[15] «Χριστιανισμός και Σοσιαλισμός», Ο Εργάτης 3-6-1912, σ. 1-2.
Related Posts with Thumbnails