[Από το μόλις εκδοθέν νέο βιβλίο "Αφηγήσεις ενός επόμενου κόσμου", εκδ. Αρμός, Αθήνα 2013, σσ. 73-87]
Κάποτε
σ’ἕνα μικρὸ νησὶ ἐμφανίστηκε ἕνας παράξενος τύπος. Τὸ πρῶτο πράγμα ποὺ ἔκανε σὲ
ὅλους ἐντύπωση ἦταν ἀπὸ ποῦ ἦρθε αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος, καθὼς δὲν ἦρθε μὲ τὸ πλοῖο τῆς
γραμμῆς κι οὔτε φάνηκε κάποιο ἄλλο πλεούμενο ἐκεῖνες τὶς μέρες. Μὰ δὲν τὸν ἔφερε
καὶ κάποιος βαρκάρης ντόπιος ἀπὸ πουθενά. Ὁ ἴδιος πάλι δὲν ἔδινε καμμιὰ ἐξήγηση.
Φαινόταν μᾶλλον σὰ νὰ μὴ θυμᾶται. Ἔλεγε πὼς παλιὰ ἤτανε ἀγγελιοφόρος καὶ τώρα πιὰ
ἔχει μείνει ἄνεργος. Ἀγγελιοφόρος; Μὰ ἔχει κάτι αἰῶνες ποὺ δὲν ὑπάρχει αὐτὸ τὸ ἐπάγγελμα.
Νὰ ἔλεγε τοὐλάχιστον ταχυδρόμος, κάτι πάει κι ἔρχεται. Μὰ ἀγγελιοφόρος; Μήπως εἶναι
πράκτορας; ἔλεγε κάποιος. Τί πράκτορας μωρέ. Δὲν τὸν βλέπεις; Βαρεμένος εἶναι, τοῦ
ἀπαντοῦσε ὁ ἄλλος.
Ἐν πάσῃ
περιπτώσει, αὐτὸς ὁ παράξενος ξένος πῆγε καὶ ἐγκαταστάθηκε ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη, ἀπὸ
τὴν Χώρα τοῦ μικροῦ νησιοῦ. Ἔστησε μιὰ παράγκα στὶς παρυφές, λίγο πιὸ πέρα ἀπὸ τὰ
τελευταῖα σπίτια, ἐκεῖ ποὺ ἄρχιζε νὰ ὑψώνεται ἕνα βουνὸ ψηλότερο ἀπὸ τὸ ὕψωμα πάνω
στὸ ὁποῖο εἶχε χτιστεῖ ἡ Χώρα. Ζοῦσε ἥσυχα καὶ μοναχικά. Μὲ ἐλάχιστα πράγματα. Ἐξ
ἄλλου δὲν εἶχε χρήματα καὶ ὅ,τι χρειαζόταν τὸ ἐξασφάλιζε εἴτε ἀπὸ καμμιὰ περιστασιακὴ
δουλειά, εἴτε ἀπὸ τὴν φιλανθρωπία τῶν κατοίκων - ἀνάκατη μὲ μιὰ περιέργεια, καθὼς
ὅταν κάποιος ἢ κάποια, κυρίως, τοῦ πήγαινε τίποτα, ἔβρισκε τὴν εὐκαιρία νὰ μάθει
κάτι περισσότερο. Νὰ ρωτήσει, μᾶλλον. Γιατὶ γιὰ νὰ μάθει, δὲν μάθαινε. Ὅταν οἱ ἄλλοι
τὸν ρωτοῦσαν ἦταν γλυκομίλητος, ἀλλὰ πάντα λιγόλογος κι αἰνιγματικός.
Ἀφοῦ
πολλοὶ νόμιζαν πιὰ πὼς ὁ ἄνθρωπος εἶχε πάθει ἀλτσχάιμερ, ἂν καὶ ἦταν,σχετικά, νέος.
Τέλος πάντων, ἀμνησία. Πάντως, δὲν πήγαινε καλά. Πολλοὺς ὅμως τοὺς ἀνησυχοῦσε αὐτὴ
ἡ μυστηριώδης παρουσία τοῦ ξένου.
Ὁ
ἴδιος σύχναζε στὰ καφενεῖα, χωρὶς νὰ παραγγέλνει τίποτα βέβαια. Καθόταν σ’ ἕνα τραπεζάκι
καὶ παρακολουθοῦσε μὲ τὶς ὧρες τηλεόραση. Φαινόταν σὰ νὰ μὴν εἶχε ξαναδεῖ. Τοὔκανε
μεγάλη ἐντύπωση. Στὶς ἀρχὲς μάλιστα κανὰ δυὸ φορὲς πῆγε καὶ κοίταξε πίσω ἀπὸ τὴν
ὀθόνη. Ἀλλὰ καὶ τὰ κινητά. Πάθαινε τὴν πλάκα
του, ὄχι τόσο ποὺ τοὺς ἄκουγε νὰ μιλᾶνε μόνοι τους δυνατά, ὅσο, ὅταν μὲ ὕφος σοβαρό,
διαβάζανε τὰ μηνύματά τους. Καμμιὰ φορὰ προσπαθοῦσε νὰ κρυφοκοιτάξει. Οὕτως ἢ ἄλλως
δὲν τὸν ἔνοιαζε νὰ εἶναι καὶ πολὺ διακριτικός. Πάντοτε ἔστηνε αὐτὶ γιὰ νὰ ἀκούσει
τὶς κουβέντες τῶν ἄλλων.
Πέρασαν
ἔτσι κάμποσοι μῆνες. Κάποια μέρα ὅμως ὁ ἀγγελιοφόρος ἐξαφανίστηκε. Δὲν ἦταν στὴν
καλύβα του, δὲν τὸν ἔβλεπαν στὴν ἀγορά, οὔτε στὴ θάλασσα. Τί νἄγινε; Οἱ κάτοικοι
εἶχαν ἀρχίσει νὰ ἀνησυχοῦν. Νὰ ἀνησυχοῦν; Μὰ γιατί; Τι κακὸ μποροῦσε νὰ τοὺς κάνει;
Κι ὅμως, ἡ δικιά του ἐξαφάνιση συνέπεσε μὲ τὴν ἐξαφάνιση ἑνὸς νέου παιδιοῦ. Πάνω
στὶς προετοιμασίες ἑνὸς μεγάλου πανηγυριοῦ ποὺ ἐπρόκειτο νὰ γίνει, αὐτὸ τὸ δωδεκάχρονο
παιδί, κάπως ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τοὺς δικούς του κι ἀπὸ τότε χάθηκε χωρίς νὰ ἀφήσει
πίσω του ἴχνη. Ἔψαξαν οἱ γονεῖς του, ἔψαξαν οἱ ἀστυνομικοί, ἔψαξαν ὅλοι μὰ τὸ παιδὶ
ἤτανε ἄφαντο. Καὶ τότε διαπίστωσαν ὅτι καὶ ὁ ἀγγελιοφόρος λείπει. Οἱ ὑποψίες ἔπεσαν
πάνω του.
Ὡστόσο,
δὲν ἀνησυχοῦσαν μόνο οἱ γονεῖς τοῦ παιδιοῦ (ἄσε ποὺ μερικοὶ ἔλεγαν ὅτι αὐτοὶ δὲν
ἦταν οἱ πραγματικοί του γονεῖς) ἀλλὰ ἀνησυχοῦσαν κι ἔμοιαζαν τρομαγμένοι κυρίως
οἱ ἄρχοντες τοῦ τόπου. Τὸ νὰ χαθεῖ ἕνα παιδὶ δὲν εἶναι μικρὸ πράγμα, ἀλλὰ ὁ τρόπος
ποὺ ἀνησυχοῦσαν οἱ ἄρχοντες ἔκρυβε ἰδιαίτερη ἔνταση, ἀλλὰ καὶ φόβο.
*
Τὸ μικρὸ
νησὶ ἔκρυβε ἕνα μεγάλο μυστικό. Αὐτὸ τὸ μυστικὸ τοὺς ἔκανε ν’ ἀνησυχοῦν τόσο πολύ.
Πρῶτ’ ἀπ’ ὅλα μὲ τὸ ποὺ θὰ πατοῦσε κανεὶς τὸ πόδι του ἐκεῖ πέρα, θὰ διαπίστωνε ἀμέσως
ὅτι κυριαρχοῦσαν οἱ γέροι. Ἦταν ἐμφανῶς περισσότεροι. Καὶ μὴ νομίσετε ὅτι ἐπρόκειτο
γιὰ σεβάσμια πρόσωπα ποὺ ἀπέπνεαν σεβασμὸ καὶ σοφία. Ἦταν κάτι γέροι ἀρνησίγεροι,
νεάζοντες μὲ ἀθλητικὰ παπούτσια, μοντέρνα καπελάκια, σορτσάκια καὶ μπλουζάκια. Ὅσο
γιὰ τὶς γηραιὲς κυρίες… Αὐτὲς νὰ δεῖς κοκεταρία καὶ μόδα καὶ ξετσιπωσιά. Ἀπολάμβαναν
τὸ μπανάκι τους τὸ καλοκαίρι καὶ τὶς βόλτες τους τὸν χειμώνα. Κάθονταν στὰ μαγαζιά.
Ἔτρωγαν, ἔπιναν, χασκογελοῦσαν καὶ μιλοῦσαν δυνατά καὶ ἀσύστολα. Οἱ νέοι ἄνθρωποι
ἤσαντε κάτι σὰν σκλάβοι τῶν γέρων. Δούλευαν στὰ χωράφια, ἤσαντε μάγειροι καὶ σερβιτόροι
στὰ μαγαζιά, περιποιόσαντε τοὺς κήπους, καθάριζαν
τοὺς δρόμους, ψάρευαν μὲ τὶς βάρκες. Οἱ νέες γυναῖκες ἦταν κυρίως καθαρίστριες,
νοσοκόμες καὶ συνοδοὶ ἡλικιωμένων.
Τὰ
παιδιὰ ἦταν ἕνα εἶδος ὑπὸ ἐξαφάνιση. Ἀλλὰ καθόλου προστατευόμενο, πλὴν κάποιων ἐπιλέκτων
ἐξαιρέσεων. Τὰ παιδιὰ ποὺ εἶχαν συγγενικὴ σχέση μὲ τὴν ἄρχουσα τάξη τῶν γερόντων
ἀπολάμβαναν τὴν ἰδιαίτερη φροντίδα καὶ προστασία. Ἀλλὰ αὐτὰ ἦταν λίγα. Οἱ γέροι
δὲν μποροῦσαν, φυσικά, νὰ τεκνοποιήσουν. Καὶ τὰ παιδιὰ τῶν παιδιῶν τους ἤσαντε λίγα.
Τεκνοποιοῦσαν ὅμως τὰ νεαρὰ ζευγάρια τῆς ἐργατικῆς -ἂς τὴν ποῦμε ἔτσι- τάξης. Μὰ
αὐτοὶ ἔκαναν πολλὰ παιδιά, πράγμα τὸ ὁποῖο οἱ γέροι δὲν τὸ ἤθελαν. Καὶ δὲν τὸ ἤθελαν
διότι ἡ αὔξηση τοῦ παιδικοῦ πληθυσμοῦ ἀπειλοῦσε τὴ δική τους ἀπόλυτη κυριαρχία.
Ἐδῶ λοιπὸν κρυβόταν τὸ μεγάλο μυστικὸ αὐτοῦ τοῦ μικροῦ νησιοῦ.
Ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρὸν ἔπαιρναν κάποια
μικρὰ παιδιὰ -ἀπὸ τὴ βρεφικὴ ἡλικία μέχρι τὰ δώδεκα, κυρίως- κι ἀφοῦ ἀσελγοῦσαν
πάνω στὰ ὄμορφα κορμάκια τους, κατόπιν τὰ καννιβάλιζαν. Ἦταν ἕνα εἶδος τελετουργίας.
Καὶ τὸ σπουδαῖο ἦταν ὅτι αὐτὸ ὄχι μόνο πίστευαν ὅτι τοὺς μετέδιδε μιὰ ἀξεπέραστη
ζωτικὴ ἐνέργεια ἀλλὰ τοὺς προκαλοῦσε κι ἕνα
τέτοιο ἀποκορύφωμα ἡδονῆς ποὺ παρόμοιό του
δὲν εἶχαν γνωρίσει ποτέ.
Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο εἶχαν στὰ χέρια τους τὴν αὔξηση
τοῦ πληθυσμοῦ. Ἡ ἀναπαραγωγὴ τοῦ εἴδους ἔπρεπε ἁπλῶς νὰ καλύπτει τὶς ἀνάγκες τῆς
γεροντικῆς ἄρχουσας τάξης σὲ ἐργατικὰ χέρια καὶ ὑπηρετικὸ προσωπικό.
Τὸ παράξενο εἶναι ὅτι ὅλοι ἀνεχόντουσαν
αὐτὴ τὴν κατάσταση παρ’ὅλο ποὺ οἱ περισσότεροι ἤσαντε τὰ θύματά της. Ὁ λόγος ἦταν
ὅτι ὅλοι ζοῦσαν μὲ τὴν ἐλπίδα πὼς κάποτε θὰ καταφέρουν νὰ ἐνταχθοῦν κι αὐτοὶ σ’
αὐτὴ τὴν προνομιοῦχο χορεία τῶν γερόντων. Θὰ δυσκολευτοῦν στὰ λιγοστὰ χρόνια τῆς
νεότητός τους καὶ θὰ ἀπολαύσουν τὰ ἀτέλειωτα γεράματά τους.
Αὐτὸ τὸ
μυστικὸ τὸ εἶχε ἀνακαλύψει ὁ ἀγγελιοφόρος τῆς ἱστορίας μας. Κι ὄχι μόνο ἀπὸ φῆμες
ἢ κρυφὲς κουβέντες, ἀλλὰ κατάφερε μὲ κάποιο τρόπο νὰ γίνει μάρτυρας τέτοιων ἀπίστευτων
ἀνθρωποθυσιῶν. Ἡ ἀρχικὴ ὀργή του τότε, ἡ φρίκη καὶ ὁ πόνος ποὺ ἔνιωσε, ἔδωσαν τὴ
θέση τους σὲ μιὰ σταθερὴ καὶ ἥρεμη ἀπόφαση. Κι ἐνῶ στὴν ἀρχὴ δὲν ἤξερε καλά-καλὰ
γιατί καὶ πῶς βρέθηκε σ’ αὐτὸ τὸ νησὶ -σὰ νὰ εἶχε πάθει ἕνα εἶδος ἀμνησίας, ὅπως
εἴπαμε, καὶ δὲ θυμόταν ἀπὸ ποῦ ἦρθε καὶ πῶς- τώρα καταλάβαινε πολὺ καλά. Ἔνιωθε
σὰ νὰ τὸν ἔστειλε ὁ Θεὸς γιὰ μιὰ σημαντικὴ ἀποστολή. Γιατὶ καταλάβαινε πὼς ἂν ἄλλαζαν
τὰ πράγματα σὲ τοῦτο τὸ νησί, τότε κι ὅλος ὁ κόσμος θὰ μποροῦσε νὰ ἀλλάξει.
Ἕνα βράδυ,
λοιπόν, οἱ ἄρχοντες τῶν γερόντων ἑτοίμαζαν ἕνα μεγάλο πάρτυ. Ἕνα μεγάλο φαγοπότι.
Δὲν θὰ μποροῦσε ἑπομένως παρὰ νὰ συνδυαστεῖ αὐτὸ τὸ ραβαῒσι μὲ τὴν πιὸ μεγάλη θυσία
παιδιῶν. Αὐτὸ θὰ ἦταν καὶ τὸ ἀποκορύφωμα τῆς γιορτῆς. Ἕνα δικό τους Πάσχα. Ἡ ἀλήθεια
εἶναι, ὅμως, ὅτι ὁ ἀρχηγὸς τῶν γέρων (κάτι σὰν Δήμαρχος, ἂς ποῦμε) εἶχε θορυβηθεῖ
γιατὶ τὸ προηγούμενο βράδυ εἶχε δεῖ ἕνα κακὸ ὄνειρο. Ἕνα ἀπὸ τὰ παιδιὰ ποὺ ἐπρόκειτο
νὰ θυσιαστοῦν, τὸ πιὸ ὡραῖο καὶ τὸ πιὸ καλό, παρουσιαζόταν συνεχῶς μπροστά του.
Τὸ πρόσωπό του ἦταν θλιμμένο, ἀλλὰ συνάμα ἔκρυβε τέτοια δύναμη καὶ τέτοια ἀποφασιστικότητα
ποὺ τὸν τρόμαζε. Τὸν κοιτοῦσε καὶ δὲν μίλαγε. Μιὰ φωνὴ ὅμως ἄκουγε συνέχεια στ’
ὄνειρό του: Αὐτὸς θὰ σοῦ πάρει τὴν ἐξουσία. Αὐτὸς θὰ σᾶς χαλάσει τὸ φαγοπότι.
Θέλετε τὸ πιστεύετε, θέλετε ὄχι, αὐτὸ
εἶδε στ’ ὄνειρό του κι ὁ ἀγγελιοφόρος. Δηλαδή, εἶδε στ' ὄνειρό του νὰ βλέπει στ'
ὄνειρό του ὁ Δήμαρχος τὸ μικρὸ παιδὶ καὶ νὰ ἀκούει τὴ ἀπειλητικὴ φωνὴ ποὺ εἴπαμε
προηγουμένως.
Ἔτσι, λοιπόν, κατάφερε τὴν ἄλλη μέρα ν' ἁρπάξει τὸ παιδὶ καὶ
νὰ χαθεῖ στὸ βουνό. Ὅταν λέμε ν' ἁρπάξει δὲν ἐννοοῦμε ὅτι τὸ ἔκλεψε. Πάνω στὴν προετοιμασία
τοῦ πανηγυριοῦ, μέσα στὴν πολυκοσμία καθὼς τὸ παιδὶ ἀπομακρύνθηκε κάποια στιγμὴ
ἀπὸ τοὺς δικούς του, τοῦ ἔκανε αὐτὸς ἕνα νεῦμα καὶ τὸ παιδὶ σὰ νἄτανε μιλημένο τὸν
ἀκολούθησε ἀμέσως. Ἐκεῖ ἔμειναν γιὰ σαράντα μέρες. Ὁ ἀγγελιοφόρος τελείως νηστικός.
Γιὰ τὸ παιδὶ ἐξασφάλιζε ὅ,τι μποροῦσε. Καὶ μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ δὲν τοῦ ἔλειψε τίποτα.
Ὅλες αὐτὲς τὶς μέρες ὁ ἀγγελιοφόρος ἂν δὲν προσευχόταν μιλοῦσε στὸ παιδὶ καὶ τὸ
δασκάλευε. Τὸ παιδὶ τὸν ἄκουγε καὶ ἔνιωθε ὅτι τὰ ἤξερε ὅλα αὐτά, ἀλλὰ δὲν εἶχε τὰ λόγια νὰ τὰ πεῖ. Μάθαινε λοιπὸν
ἀπὸ τὸν ἀγγελιοφόρο τὰ λόγια, τὰ κρατοῦσε μέσα του κι ἔμενε σιωπηλός. Δὲν εἶχε ἀπορίες,
δὲ ρωτοῦσε. Μόνο μιὰ φορὰ ρώτησε τὸν ἀγγελιοφόρο: Γιατί ἐμένα;
Νὰ σοῦ πῶ,
τοῦ ἀπάντησε ἐκεῖνος. Δὲν τὸ διάλεξα ἐγώ. Εἶναι σὰ νὰ μοῦ τὸ ψιθύρισε κάποιος. Ἀλλὰ
τώρα ποὺ σὲ εἶδα ἀπὸ κοντὰ κατάλαβα. Εἶσαι τόσο ὡραῖος καὶ τόσο καθαρός, ποὺ μοιάζει σὰ νἄχει πέσει ἕνα κομμάτι τοῦ Θεοῦ ἐδῶ κάτω στὴ γῆ.
Τὸ παιδὶ τὸν
κοίταξε καὶ δὲν μίλησε.
Μόλις πέρασαν οἱ σαράντα μέρες ὁ ἀγγελιοφόρος κατέβηκε ξανὰ
στὴ Χώρα. Οἱ κάτοικοι μόλις τὸν εἶδαν ἄλλοι ἄρχισαν νὰ ἀποροῦν, νὰ χαζογελᾶνε, ἄλλοι
νὰ ἀστειεύονται, νὰ τὸν πειράζουν. Οἱ πιὸ πολλοὶ τὸν εἶχαν γιὰ ἕναν ἄκακο τρελὸ
καὶ γι’αὐτὸ ἀπέκλειαν τὸ ἐνδεχόμενο νὰ ἔχει αὐτὸς κάποια σχέση μὲ τὴν ἐξαφάνιση
τοῦ παιδιοῦ. Ὡστόσο, κι αὐτὴ ἡ πολυήμερη ἀπουσία του τοὺς προκαλοῦσε ἔντονη ἀπορία
ὅσο ἐξ ἄλλου καὶ ἡ ἀνεξήγητη παρουσία του. Ἀλλὰ τώρα αὐτὸς ἦταν σοβαρὸς κι ὅπου
βρισκόταν, στὸ καφενεῖο, στὴν ἀγορά, στὴν πλατεία, μιλοῦσε δυνατὰ καὶ φανέρωνε τὰ
φρικτὰ μυστικά τους ἕνα-ἕνα. Τἄβγαζε ὅλα στὴ φόρα.
Ἄρχισαν τότε νὰ τὸν διώχνουν. Νὰ τὸν βρίζουν, νὰ
τὸν πετροβολοῦν. Οἱ πιὸ φτωχοὶ κι οἱ πιὸ ἀδύναμοι, οἱ πιὸ πονεμένοι κι οἱ πιὸ βασανισμένοι
ἀπὸ ἐκείνη τὴν κατάσταση τοῦ νησιοῦ τὸν ἄκουγαν μὲ εὐχαρίστηση. Χαίρονταν ποὺ κάποιος
τολμοῦσε νὰ πεῖ ὅσα αὐτοὶ δὲν τολμοῦσαν. Καὶ μάλιστα χαιρόσαντε ἀκόμα πιὸ πολὺ ποὺ
δὲν τὄβαζε κάτω. Μιὰ μὲ μπαταρισμένο τὸ κεφάλι, μιὰ μὲ ἐπιδέσμους στὰ χέρια ἢ στὰ
πόδια, ὅπως καὶ νἄτανε, συνέχιζε νὰ φανερώνει τὴν ἀλήθεια. Γιὰ ὅλους. Καὶ γιὰ τοὺς
ἄρχοντες καὶ γιὰ τὴ φτωχολογιά.
Τότε ὁ Δήμαρχος σκέφτηκε-σκέφτηκε καὶ εἶπε στοὺς ἄλλους. Γιατί
νὰ τὸν κυνηγᾶμε, ρὲ παιδιά. Ὅσο τὸν κυνηγᾶμε ἐμεῖς τόσο περισσότερο αὐτὸς κερδίζει
τὴ συμπάθεια. Ἤδη μαθαίνω πὼς μαζεύονται στὴν καλύβα του πολλοί. Ἂς τὸν κάνουμε
δικό μας, λοιπόν.
Σιγά-σιγὰ
κάποιοι τὸν πλησιάζανε. Ἔδειχναν νὰ συμφωνοῦν μαζί του. Καὶ ὁ Δήμαρχος θέλει ν’
ἀλλάξουν τὰ πράγματα , τοῦ λέγανε. Ἀλλὰ δὲν ἔχει βρεῖ ἀκόμα τὸν τρόπο. Αὐτὸς βέβαια
δὲν τοὺς πίστευε. Τοὺς ἄφηνε ὅμως νὰ λένε. Κάποια στιγμὴ ποὺ ἐκεῖνοι νόμισαν ὅτι
τὸν εἶχαν κερδίσει, τὸν κάλεσαν σ’ ἕνα μεγάλο τραπέζι τοῦ Δημάρχου.
Ἦταν ἐκεῖ μαζεμένη ὅλη ἡ γερουσία τοῦ νησιοῦ.
Ἀστραφτερὲς γριὲς ποὺ γυαλίζανε ἀπὸ τὰ χρυσαφικὰ κι ἀπὸ τὶς κρέμες καὶ καλοζωισμένοι
γέροι, οἱ περισσότεροι μὲ βαμμένες τὶς λιγοστές τους τρίχες στὸ φαλακρό τους κεφάλι.
Ἡμίγυμνα ἀγόρια καὶ κορίτσια τοὺς σέρβιραν ὅλα τὰ καλὰ τοῦ κόσμου, ἐνῶ αὐτοὶ συζητοῦσαν
διάφορα σοβαρὰ θέματα πετώντας ποὺ καὶ ποὺ κανένα χοντροκομμένο ἀστεῖο καὶ χωρὶς
νὰ χάνουν εὐκαιρία νὰ ἀγγίξουν λιγάκι τὰ ἀγορια καὶ τὰ κορίτσια. Συχνὰ
κουνοῦσαν συγκαταβατικὰ τὸ κεφάλι τους σὲ κάποιον ποὺ ἔλεγε: Μὰ κι ἐμεῖς γιὰ νὰ
φτάσουμε ἐδῶ ποὺ εἴμαστε, λίγα τραβήξαμε; Γιὰ νὰ μποροῦμε τώρα νὰ ἀπολαμβάνουμε
τὰ γεράματά μας -ὄχι ὅτι νιώθω γέρος, ἀλλὰ τέλος πάντων- δὲν κουραστήκαμε, δὲν παλέψαμε; Στὸ κάτω-κάτω
ἐδῶ ἔχουμε δημοκρατία καὶ ἐλευθερία. Ὁ καθένας κάνει τὶς ἐπιλογές του καὶ ἀναλόγως
μπορεῖ ν’ἀνέβει…
Κάποια στιγμὴ
σταμάτησαν οἱ γέροι νὰ μιλᾱνε γιατὶ ἐμφανίστηκαν οἱ μουσικοί. Κι ἐνῶ ἐπρόκειτο ν’ἀρχίσει
ἡ μουσικὴ καὶ ὁ χορός, ὁ ἀγγελιοφόρος ἄρχισε νὰ κλαίει γοερά. Κλάμα δυνατὸ μὲ ἀναφιλητά.
Δὲν ἔμοιαζε νὰ τὸ κάνει ἐπίτηδες. Φαινόταν ἀξιολύπητος καθὼς κάθε φορὰ ποὺ πήγαινε
νὰ συγκρατηθεῖ ξεσποῦσε σ’ἕνα νέο πιὸ δυνατὸ κλάμα. Προθυμοποιήθηκε ἡ γυναίκα τοῦ Δημάρχου καί, κουδουνίζοντας τὰ
χρυσαφικά της, σηκώθηκε, πῆγε στὸ πλάι του καὶ τὸν πῆρε παράμερα. Τὸν ρωτοῦσε παρηγορητικὰ
τί τὸν ἔπιασε. Καὶ τότε τῆς κάνει ἐκεῖνος: Βλέπω πῶς καταντήσαμε τὴν εἰκόνα τοῦ
Θεοῦ καὶ μὲ πιάνουν τὰ κλάματα. Ἄχ, καημένη, βαρεμένος εἶναι, τῆς λέει ἡ διπλανή
της. Ἀλλὰ αὐτὴ σὰν κάτι νὰ τὴν τάραξε. Ἔφυγε καὶ πῆγε καὶ κλείστηκε στὸ δωμάτιό
της.
Μ’ αὐτὰ καὶ μ’ αὐτὰ τὸ γλέντι χάλασε. Μαζευτήκανε ὅλοι
στὰ σπίτια τους. Μαζεύτηκε κι ὁ Δήμαρχος. Μὰ θορυβήθηκε μόλις εἶδε τὴ γυναίκα του
τόσο ἀναστατωμένη, νὰ κλαίει ἀσταμάτητα μὲ δάκρυα μετανοίας.
Τὴν ἄλλη μέρα
φώναξε τοὺς πιὸ πιστούς του φίλους καὶ κάνανε συμβούλιο. Ὁ ἀγγελιοφόρος ἔπρεπε νὰ
φύγει. Δὲν πήγαινε ἄλλο. Σὲ λίγη ὥρα οἱ ἀστυνομικοὶ εἶχαν φτάσει στὴν καλύβα του.
Ξέρεις, τοῦ λέει ὁ ἀστυνόμος κάπως μουδιασμένα, τὸ καλύτερο γιὰ σένα –καὶ γιὰ μᾶς,
βέβαια- εἶναι νὰ φύγεις ἀπὸ ‘δῶ. Μᾶς ἔχεις φέρει μεγάλη ἀναστάτωση. Πολλοὶ σὲ κατηγοροῦν
γιὰ τὴν ἐξαφάνιση τοῦ παιδιοῦ. Ἔπειτα, κατηγορεῖς ὅλο τὸν κόσμο χωρὶς νὰ σοῦ φταίει
κανεὶς τίποτα. Ὅλοι σὲ μισοῦν ἐδῶ πέρα, τώρα πιά. Μπορῶ νὰ σὲ τυλίξω σὲ μιὰ κόλλα
χαρτὶ καὶ νὰ σὲ κλείσω φυλακή. Ἀλλὰ δὲν θέλω. Ἐγώ, νὰ μὴ σοῦ πῶ, σὲ ἔχω συμπαθήσει
κιόλας. Ἡ καλύτερη λύση, ἑπομένως, εἶναι
νὰ σὲ πάρουμε αὔριο τὸ πρωὶ μὲ τὸ καΐκι μας καὶ νὰ γυρίσεις πίσω στὸν τόπο σου.
Πράγματι,
τὸ ἑπόμενο πρωὶ τὸ καΐκι ἔφευγε γιὰ νὰ μεταφέρει τὸν ἀγγελιοφόρο στὴν κοντινότερη
στεριὰ γιὰ νὰ γυρίσει στὴν ἄγνωστη πατρίδα του.
Ὅταν μετὰ ἀπὸ τρεῖς μέρες σὲ μιὰν ἀκρογιαλιὰ ἡ θάλασσα ξέβρασε
τὸ πτῶμα τοῦ ἀγγελιοφόρου, ὅλοι κατάλαβαν τί εἶχε πράγματι συμβεῖ. Ἀλλὰ κανεὶς δὲν
τὄκανε θέμα. Ἀνέθεσε ὁ Δήμαρχος σὲ κάτι ἐργάτες νὰ τὸν θάψουν ἄψαλτο μακριά, πολὺ
μακριὰ ἀπὸ τὴ Χώρα. Μὰ ὅταν γύρισε στὸ σπίτι του, ἀντίκρισε τὴ γυναίκα του νὰ τὸν κοιτάζει θλιμμένη. Τι ἄλλο θὰ κάνεις
ἀκόμη; τοῦ λέει. Κι ἔφυγε.
Τὰ πραγματα στὸ νησὶ εἶχαν πιὰ ἀλλάξει γιὰ τὰ καλά. Οἱ ἄνθρωποι
συζητοῦσαν ἔντονα. Μάλωναν μερικὲς φορές. Πολλοὶ γέροι ἄρχισαν νὰ συμμαζεύονται.
Κι ἄλλοι πάλι συνέχιζαν μὲ βουλιμία τὶς ἀπολαύσεις τους. Οἱ νεώτεροι εἶχαν ἀρχίσει
πλέον νὰ δυσανασχετοῦν καὶ νὰ ἀμφισβητοῦν τὴν ἀπόλυτη ἐξουσία τῶν καλοζωισμένων
γερόντων. Κάποιοι νεαροὶ μάλιστα ἄρχισαν νὰ πετροβολᾶνε κάποιους γέρους ὅταν τοὺς
ἔβρισκαν κάπου ξεμοναχιασμένους. Ἄλλους τοὺς λήστευαν κι ἄλλους ἁπλῶς τοὺς κακοποιοῦσαν.
Ἡ κατάσταση
στὸ νησὶ μέσα σὲ λιγες μέρες εἶχε γίνει ἐκρηκτική. Ὥσπου ἕνα δειλινό, πάνω σ’ἕνα ἄσπρο ἄλογο φάνηκε τὸ νέο
παιδὶ ποὺ εἶχε χαθεῖ. Τὸν κοιτάζανε ὅλοι θαμπωμένοι καὶ κανεὶς δὲν τολμοῦσε νὰ τὸν
πλησιάσει. Κάποιοι περίμεναν ὅτι θὰ κηρύξει
ἐπανάσταση γιὰ νὰ ἀλλάξει ὅλα τὰ κακῶς κείμενα. Ἀλλὰ αὐτὸς κοιτοῦσε μ’ ἕνα
βλέμμα σοβαρὸ καὶ πρᾶο. Τοὺς κοιτοῦσε ὅλους μὲ μιὰ ἐπίμονη ἔνταση. Ἀπὸ τὸ μέτωπό
του ἄρχισαν νὰ στάζουν θρόμβοι αἵματος.
Καὶ τότε ξαφνικὰ σκοτείνιασε. Ἕνα μαῦρο σκοτάδι σκέπασε τὰ
πάντα κι ἄρχισε ἕνας δυνατὸς σεισμός. Γκρεμίστηκαν τὰ σπίτια καὶ οἱ ναοί. Οἱ τάφοι
ἄνοιξαν. Λέγεται μάλιστα πὼς βγῆκε κι ὁ ἀγγελιοφόρος ἀπὸ τὸν τάφο του καὶ παιδιὰ
ποὺ εἶχαν καννιβαλίσει οἱ γέροι ξαναβρῆκαν τὰ σώματά τους κι ἄρχισαν νὰ ἀναλαμβάνονται στοὺς οὐρανούς. Μεγάλες
ρωγμὲς τῆς γῆς κατάπιναν ὅσους βρισκόσαντε ἐκεῖ. Ὥσπου ἕνα μεγάλο κύμα ὑψώθηκε κι
ὅλα τὰ σκέπασε ἡ θάλασσα.
Πάνω ἀπ’ τὴ θάλασσα φάνηκε πάλι τὸ νέο παιδί. Προχωροῦσε πάνω
στὰ κύματα καὶ τὸ ἀκολουθοῦσαν δώδεκα παιδιὰ
ποὺ εἶχαν βγεῖ ἀπὸ τοὺς τάφους τους. Ἕξι ἀγόρια ἀπ’ τὴ μιὰ κι ἓξι κορίτσια ἀπ’τὴν
ἄλλη. Ὁ ἥλιος ἀνέτειλε ξανά. Κι ὅλους τοὺς τύλιγε τὸ φῶς τῆς νέας μέρας…