© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Τετάρτη 24 Ιουνίου 2009

Ιωάννου Δ. Καπανδρίτη, ΠΕΡΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ ΚΑΙ ΙΔΙΩΣ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΖΑΚΥΝΘΙΟΥ ΥΦΟΥΣ


[Πρώτη δημοσίευση του πολύτιμου αυτού μελετήματος στο ιστορικό περιοδικό του Λεωνίδα Χ. Ζώη, Αι Μούσαι. Δημοσιεύτηκε τότε σε συνέχειες των τευχών, αρχής γενομένης από τον αριθμ. 480 / 15.3.1913.
Το δυσεύρετο αυτό κείμενο μετέγραψε προ ετών ο Ζακυνθινός Μουσικός Αντώνιος Κλάδης από την κλειστή πλέον Δημόσια Βιβλιοθήκη Ζακύνθου και μάς το παρεχώρησε πολύ ευγενικά γι' αναδημοσίευση μετά από 100 περίπου χρόνια της α΄ εκείνης δημοσίευσης.]


Α΄ Ορισμός, σκοπός και διαιρέσεις της Μουσικής.

Η Μουσική είνε τέχνη, η οποία διά των διαφόρων συνδυασμών των ήχων, διεγείρει εν ημίν διάφορα συναισθήματα. χαράν, λύπην, αγάπην, μίσος, σέβας, λατρείαν και άλλα, εκφράζει δε ταύτα εμμέσως και πλαγίως. Ο ορισμός ούτος είνε του Ροδοθεάτου και εξετάζει την Μουσικήν από αποτελεσματικής απόψεως. Επιστημονικώτερος ορισμός της Μουσικής είνε επιστήμη μέλους και των περί το μέλος συμβαινόντων. Τάσσομεν όμως τον ορισμόν του Ροδοθεάτου εν πρώτη μοίρα. διότι δεν προτιθέμεθα να πραγματευθώμεν ενταύθα επιστημονικώς περί Μουσικής, αλλά μόνον σκοπούμεν να ποιήσωμεν απλήν και συνοπτικωτάτην επισκόπησιν εις ό,τι αφορά γενικώς την Μουσικήν και ιδίως την Εκκλησιαστικήν όπως εξετάσωμεν ιστορικώς το Ζακύνθιον Ύφος.

Αφού λοιπόν διά της Μουσικής εκφράζονται και διεγείρονται τοιαύτα συναισθήματα και πάθη, ως λέγει ο προεκτεθείς ορισμός, κατάδηλον, ότι σκοπόν αυτής είνε αφ’ ενός μεν, ο Ύμνος προς τον Θεόν, αφ’ ετέρου δε, η τέρψις του ανθρώπου και η εξωτερίκευσις διαφόρων αυτού ψυχικών παθών.

Τοιαύτη ούσα εν συνόψει η Μουσική και τοιούτος ο σκοπός αυτής, διαιρείται εις οργανικήν και φωνητικήν. Η οργανική Μουσική εκφέρουσα φθόγγους ανάρθρους, δι’ απλού ήχου εκπεμπομένους, άνευ μιμήσεως, άνευ πάθους, τέρπει μεν τους ακροατάς, δεν συγκινεί όμως όσον η φωνητική. Η φωνητική Μουσική εξαγγέλλουσα φθόγγους ενάρθρους και ομιλούσα διά λέξεων καταληπτών, εκτίθησιν όλα τα πάθη ζωγραφίζει όλας τα εικόνας και ενσταλάζει εις την καρδίαν αισθήματα ταράττοντα την ψυχήν.

Της φωνητικής Μουσικής διακρίνομεν πολλούς κλάδους, εκ των οποίων εις είνε και η Εκκλησιαστική φωνητική Μουσική, της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας. Ταύτης δε διακρίνομεν τρία ύφη το Βυζαντιακόν, το Ζακύνθιον και το Ευρωπαϊκόν ή άλλως τετράφωνον αρμονικόν, λεγόμενον και το του Χαβιαρά.

Το Βυζαντιακόν ύφος διακρίνεται εις αρχαίον και νέον. και το μεν αρχαίον, έλκον την καταγωγήν του εκ της αρχαίας Ελληνικής Μουσικής χρονολογείται από της εποχής των δώδεκα Αποστόλων και εψάλλετο το πάλαι υπό πολλών ψαλτών, εν σχετική αρμονία. πρώτος δε ύμνος, ο οποίος εμελοποιήθη εις αυτό, είνε το «Σιγησάτω πάσα σαρξ» ο οποίος ψάλλεται αντί Χερουβικού εις την λειτουργίαν του Αγίου Ιακώβου και εις την του Μεγ. Σαββάτου. Το δε νέον παρήχθη εξ αυτού και ψάλλεται μελωδικώς παρ’ ενός ψάλτου και ενός ή δύο ισοκρατών. τούτο είνε το μάλλον διαδεδομένον, καθότι τούτου γίνεται χρήσις εις απάσας τας Χριστιανικάς, Ελληνικάς Εκκλησίας.

Το Ζακύνθιον Ύφος παρήχθη εκ του αρχαίου Βυζαντιακού και ψάλλεται εν αρμονική τετραφωνία υπό τεσσάρων ψαλτών. (Περί τούτου θα πραγματευθώμεν εν εκτάσει κατωτέρω.)

Το δε Ευρωπαϊκόν είνε νεώτατον, παρήχθη εκ του νέου Βυζαντιακού και ψάλλεται εν αρμονική τετραφωνία εν ετεροτονία υπό πολλών ψαλτών. Τούτου πρώτος εφευρέτης φέρεται ο Χαβιαράς, εξ ου και η επωνυμία αυτού.


Β΄ Αρχαιολογία και σημειογραφία της Μουσικής.

Η Μουσική χρονολογουμένη κατά μεν την Αγίαν Γραφήν από της εποχής του Ιουβάλ (προ του κατακλυσμού) όστις επενόησε ψαλτήριον και κιθάραν. κατά δε την Ελληνικήν μυθολογίαν, από τους χρόνους του Απόλλωνος και των Μουσών, αίτινες δεν είχον άλλην ασχολίαν εις τον Ελικώνα, ειμή να ψάλλωσι και να χορεύωσι, τη συνοδεία της λύρας του Μουσηγέτου Απόλλωνος, από τους αρχαίους χρόνους μέχρι της εποχής Ιωάννου του Δαμασκηνού (736 μ.Χ.) εγράφετο δι’ αυτών των γραμμάτων του Ελληνικού Αλφαβήτου (ως και οι αριθμοί) τιθεμένων κατά διαφόρους τρόπους και συνδυαζομένων πολλαχώς, όπως δεικνύωσι τα διάφορα ποσά της τε αναβάσεως και καταβάσεως.

Από δε της εποχής Ιωάννου του Δαμασκηνού και του διδασκάλου και συνεργάτου αυτού Κοσμά του Μοναχού, επενοήθη ο τρόπος του γράφειν την Μουσικήν διά συμβολικών χαρακτήρων. Οι χαρακτήρες ούτοι ομοιάζοντες προς τα ιερογλυφικά σύμβολα των Αιγυπτίων, ήσαν δεκαπέντε. διηρούντο δε εις εννέα ανιόντας, τους εξής: Ίσον, Ολίγον, Οξεία, Πεταστή, Πελαστόν, Κούφισμα, Κεντήματα, Κέντημα και Υψηλή. και εις εξ κατιόντας, τους εξής: Απόστροφος, Σύνδεσμος, Κρατημοϋπόρροον, Υπορροή, Ελαφρόν και Χαμηλή. (Επειδή ελλείπουσι στοιχεία μουσικής εν τοις ενταύθα τυπογραφείοις, παραθέτων σημείων αυτών). Πλην των ειρημένων χαρακτήρων, οίτινες εδείκνυον ποσότητα, εφεύρον και έτερα σημεία δεικνύοντα ποιότητα, χειρονομίαν και πλατυσμόν των μελών, ων τα ονόματα εισί ταύτα: Παρακλητική, Σταυρός, Επέγερμα, Σύναγμα, Έσω Θεματισμός, Έξω Θεματισμός, Χόρευμα, Ουράνισμα, Σείσμα, Θες και Απόθες, Θέμα απλούν, Τρομικόν, Εκστρεπτόν, Τρομικοσύναγμα, Ψηφιστοσύναγμα, Ημίφωνον, Ημίφθορον, Έναρξις, Κράτημα, Κύλισμα, Αντικινωκύλισμα, Λύγισμα, Κλάσμα, Ξηρόν κλάσμα, Αργοσύνθετον, Γοργοσύνθετον, Πίεσμα, Βαρεία, Διπλή, Γοργόν, Αργόν, Ομαλόν, Ψηφιστόν και Απόδομα. εν όλω τα δεύτερα ταύτα τριάκοντα επτά σημεία.

Τα σημεία του Πενταγράμμου διά των οποίων γράφεται η Ευρωπαϊκή Μουσική ευρέθησαν ολίγον μετά ταύτα. τους δε φθόγγους do, re, mi, fa, sol κ.λ. εφεύρεν ο Γουί κατά το 1024 μ.Χ.

Αλλ’ οι χαρακτήρες ούτοι ήσαν δυσκατάληπτοι, όπως τους μετεχειρίζοντο οι μουσικοί της εποχής εκείνης με τους πολυσυλλάβους αυτών φθόγγους. διότι άλλοτε μεν παρίστανον ένα φθόγγον έκαστος άλλοτε δε πολλούς. Και εφ’ όσον μεν τα Εκκλησιαστικά μέλη ήσαν ολίγα, εμανθάνοντο ευκόλως υπό των μαθητών, αλλ’ ότε συν τω χρόνω ηυξήθησαν ταύτα, παρέστη ανάγκη απλοποιήσεως και των χαρακτήρων και των συλλαβών των φθόγγων, προς ευχερεστέραν και ολιγοχρονιωτέραν διδασκαλίαν και εκμάθησιν αυτών.

Ούτω λοιπόν κατά τους χρόνους Γρηγορίου του Πρωτοψάλτου της Μεγάλης Εκκλησίας και ιδίως κατά το έτος 1819, ηπλοποιήθησαν οι χαρακτήρες ούτοι και αι συλλαβαί των φθόγγων. και εκ μεν των χαρακτήρων της ποσότητος, εκρατήθησαν δέκα, οι εξής: Ίσον, Ολίγον, Πεταστή, Κεντήματα, Κέντημα, Υψηλή, Απόστροφος, Υπορροή, Ελαφρόν και Χαμηλή. εκ δε των της ποιότητος ένδεκα οι εξής: Γοργόν, Αργόν, Κλάσμα, Απλή, Βαρεία, Ομαλόν, Αντικένωμα, Ψηφιστόν, Έτερον, Σταυρός και Ενδόφωνον. αντί δε των πολλυσυλλάβων φθόγγων, νεανές, νεχεανές, ανανές, νενανώ κλ. εχρησιμοποιήθησαν οι μονοσύλλαβοι, Νη, Πα, Βου, Γα, Δι, Κε, Ζω, αντιστοιχούντες προς τους φθόγγους της Ευρωπαϊκής Μουσικής, do, re, mi, fa, sol, la, si.

Διά των ειρημένων δέκα χαρακτήρων της ποσότητας, των ένδεκα της ποιότητας, της Υφέσεως, της Διέσεως και των φθορών, γράφεται έκτοτε πάσα μελωδία τούτε Βυζαντιακού και του Ζακυνθίου Ύφους, μέχρι σήμερον.

Εφευρέται της νέας ταύτης μεθόδου, υπήρξαν οι τρεις μεγάλοι μουσικοδιδάσκαλοι και μελοποιοί, Χρύσανθος ο Μητροπολίτης Προύσης, Γρηγόριος ο Πρωτοψάλτης της Μεγάλης Εκκλησίας και Χουρμούζιος ο Χαρτοφύλαξ. Ούτοι συν ταις προεκτεθείσιν απλοποιήσεσιν, εφήρμοσαν εις την Μουσικήν την τακτικήν καταμέτρησιν του χρόνου, καθορίσαντες τας γνωστάς χρονικάς αγωγάς και εξέθεσαν ακριβέστερον και σαφέστερον τας ενεργείας των φθορών και τας ιδιότητας των ήχων, των γενών και των συστημάτων.


Γ΄ Περί Εκκλησιαστικής Μουσικής και ιδίως περί του Ζακυνθίου Ύφους.
Το Ζακύνθιον Ύφος.
Καταγωγή και επωνυμίαι αυτού.


Η Εκκλησιαστική ημών Μουσική κατ’ αρχάς ήτο Ελληνική, ως μαρτυρούσι διάφοροι συγγραφείς της Εκκλησιαστικής ημών ιστορίας και ως φαίνεται τούτο εκ των ήχων, των γενεών και των συστημάτων, άτινα πάντα παρέλαβεν εκ της Μουσικής των προγόνων ημών. Αλλά συν τω χρόνω υπέστη αλλοιώσεις τινάς και ξενικάς επιδράσεις, παρακολουθήσασα και αύτη την τύχην του Έθνους ημών. Διότι καταλυθείσης της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, η Εκκλησιαστική Μουσική περιεσώθη εις τας ενετοκρατουμένας Ελληνικάς χώρας, Πελοπόννησον, Κρήτην και Επτάνησον, εις τας οποίας συνανεμίχθη Ενετικοίς (Ιταλικοίς) ιδιώμασιν. Μετά δε την αποκατάστασιν των της Εκκλησίας εις τας Τουρκοκρατουμένας χώρας Κωνσταντινούπολιν κ.λ. η Εκκλ. Μουσική συνανεμίχθη εις ταύτας Ασιατικοίς και Αραβικοίς ιδιώμασιν. Εκ των επιδράσεων τούτων προέκυψαν δύο διάφορα Ύφη. Το μεν Ύφος των Ενετοκρατουμένων πόλεων ωνομάσθη «Κρητικόν», το δε των Τουρκοκρατουμένων «Βυζαντιακόν ή «Κωνσταντινουπολίτικον». Το Κρητικόν Ύφος ολίγον κατ’ ολίγον, προϊόντος του χρόνου και, αφού κατελύθη η Ενετική κυριαρχία, εφυγαδεύθη και εξέλιπεν εκ τε της Πελοποννήσου, της Κρήτης και των λοιπών νήσων του Ιονίου και περιεσώθη μόνον εν Ζακύνθω, ένθα καλλιεργήθη υπό ειδημόνων εκκλησιαστικών μουσικών και μετωνομάσθη «Ζακύνθιον Ύφος».



Δ΄ Ποία διαφορά υπάρχει μεταξύ των δύο Υφών.

Εν γενικαίς γραμμαίς εξεταζομένου και παραβαλλομένου του Ζακυνθίου Ύφους προς το Βυζαντιακόν, βλέπομεν ότι δεν υπάρχει ουδεμία ουσιώδης διαφορά διαχωρίζουσα το εν από του άλλου. Οι αυτοί ήχοι, τα αυτά γένη, τα αυτά συστήματα, αι αυταί βάσεις, αι αυταί υποδιαιρέσεις των διαφόρων κλιμάκων, αι αυταί ενέργειαι των φθορών, αι αυταί εντελείς, ατελείς και τελικοί καταλήξεις εις έκαστον ήχον και εις έκαστον των μελών αυτών, (στιχηραρικόν, ειρμολογικόν, παπαδικόν) οι αυτοί δεσπόζοντες φθόγγοι παντού. Η μόνη διαφορά, ήτις υπάρχει μεταξύ των δύο Υφών, είνε ο τρόπος της εξαγωγής των φθόγγων, η εξαγγελία. ημείς εκφέρομεν τους φθόγγους διά του λάρυγγος με ανοικτόν το στόμα, οι Βυζαντινίζοντες εκφέρουσι τούτους διά της ρινός και με το στόμα ημίκλειστον. ιδού η κυριωτέρα και μόνη διαφορά. Αλλά μήπως η διαφορά αύτη δεν υφίσταται και εις τον προφορικόν λόγον; (ομιλία). Δι’ άλλου τρόπου προφέρειο Επτανήσιος το λ, μ, ν, κ.λ. και δι’ άλλου ο Πελοποννήσιος, ο Στερεοελλαδίτης, ο Ανατολίτης.

Όσον δ’ αφορά, την εν αρμονική τετραφωνία εν ετεροπονία εκτέλεσιν του Ζακυνθίου ύφους, λέγομεν, ότι και εις αυτό ευρισκόμεθα πολύ πλησιέστερον ημείς προς το αρχαίον Ελληνικόν ύφος της Εκκλησίας, η οι Βυζαντινίζοντες. Διότι, αν δεν εψάλλετο αρμονικώς το αρχαίον Ύφος της Ελληνικής Ανατολικής Εκκλησίας, προς τι η πληθύς εκείνη των ιεροψαλτών εν τω ναώ της Αγίας Σοφίας κατά τους προ της αλώσεως χρόνους; ή μήπως έψαλλον οι πολυμελείς εκείνοι χοροί μονοτόνως; το τοιούτον είνε απαράδεκτον. το μόνον, όπερ δύναταί τις να παραδεχθή περί τούτων είνε, ότι διαφέρει η αρμονία του Ζακυνθίου Ύφους, της του αρχαίου Βυζαντινού, καθότι του μεν Ζ. Ύφους η αρμονία είνε Ιταλική (Ευρωπαϊκή), του δε αρχαίου Βυζαντιακού, ήτο καθαρώς Ελληνική, της οποίας σήμερον δεν έχομεν ακριβή ιδέαν.

Δεν πρέπει δε να παραλειφθή και τούτο. ότι αν παραβάλωμεν διάφορα μέλη του Ζ. Ύφους, ως τα Κεκραγάρια και Δοξαστικά του Θ. Κοθρή, προς τ Κεκραγάρια Ιωάννου του Δαμασκηνού και τα Δοξαστικά Ιακώβου του Πρωτοψάλτου, θα ίδωμεν ότι ταύτα κείνται πολύ πλησίον αλλήλων και η διαφορά είνε ελαχίστη. ενώ παραβάλλοντες τα Κεκραγάρια των νεωτέρων Βυζαντινών μουσικοδιδασκάλων, προς τα Κεκραγάρια Ιω. του Δαμασκηνού και τα Δοξαστικά Πέτρου του Πελοποννησίου, προς τα Δοξαστικά Ιακώβου του Πρωτοψάλτου, θα ίδωμεν ότι απέχουσι πολύ αλλήλων και η μεταξύ των διαφορά είνε μεγίστη. Ψάλλομεν όθεν το Ζακύνθιον Ύφος μονοτόνως, είνε αυτό τούτο το αρχαίον Ύφος της Ανατολικής Εκκλησίας, μεν μικράς αλλοιώσεις.


Ε΄ Μελοποιοί, Μουσικοδιδάσκαλοι και διαπρεπείς ιεροψάλται Ζακύνθιοι.

Οι Ζακύνθιοι αείποτε φημιζόμενοι ως καλλίφωνοι και λάτρεις των Μουσών, διέπρεψαν εις την Εκκλησιαστικήν Μουσικήν και ανεδείχθησαν δοκιμώτατοι συνθέται και άριστοι ιεροψάλται, εκ των οποίων ουκ ολίγοι εκληροδότησαν ημίν αθάνατα μεγαλοφυίας μουσουργήματα και πολλοί διέπρεψαν ως ιεροψάλται εν τε τη πατρίδι αυτών και αλλαχού, ιδίως δε εις τας Εκκλησίας των εν Ευρωπαϊκαίς χώραις Ελληνικών κοινοτήτων.

Εφεξής θα ποιήσωμεν μνείαν των ονομάτων εκείνων, όσοι διέπρεψαν ως συνθέται, μουσικοδιδάσκαλοι και ιεροψάλται εν Ζακύνθω και αλλαχού, καθώς και των έργων ενός εκάστου, αρχόμενοι εκ των επιφανεστέρων.

1) Θεόδωρος Κουρκουμέλης ή Κοθρής. Ούτος εγεννήθη κατά το 1800, εμαθήτευσε παρά τω Δημ. Κακλιώ, μουσικοδιδασκάλω της παλαιάς μεθόδου. κατόπιν εδιδάχθη την νέαν μέθοδον υπό τινων Κεφαλλήνων, ελθόντων εις Ζάκυνθον περί το 1825-1830, αποφοίτων της Πατριαρχικής Εκκλ. Μουσικής Σχολής, Κωνσταντινουπόλεως, παρά των οποίων εδιδάχθη και την μέθοδον του μεταφράζειν εκ της παλαιάς μουσικής μεθόδου, εις την νέαν. Εκ φύσεως ων κακόφωνος, δεν ηδύνατο να ψάλλη επ’ Εκκλησίας, επεδόθη όθεν εις την μελοποιίαν και διδασκαλίαν μετά παραδειγματικού ζήλου και αξιοθαυμάστου υπομονής. Μετέφρασεν εκ της παλαιάς μεθόδου εις την νέαν, άπαντα τα εκκλησιαστικά μέλη, άτινα καθωράισε δι’ ιδίας τέχνης και εμέλισε πολλά εν πρωτοτύπω, διακρινόμενα διά την ποικιλίαν αυτών, την πλοκήν, την μίμησιν, την αρμονίαν κ.λ. Έργα αυτού εισί τα εξής: Αναστασιματάριον, Ειρμολόγιον των Καταβασιών των Δεσποτικών και Θεομητορικών Εορτών, Χερουβικά σύντομα και αργά, Κοινωνικά των Κυριακών «Αινείτε», Κοινωνικά των Εορτών του ενιαυτού, Μεγαλυνάρια, Πολυέλαιοι, Δοξαστικά, Εξαποστειλάρια, Εωθινά και διάφορα άλλα μαθήματα, άπαντα καλλιεπώς, αρμονικώς και ρυθμικώς συντεταγμένα. Εδίδαξε τους εξόχους ιεροψάλτας Γρητσάνην, Θεριανόν, Αργύρην, Παππά Καισάριον, Παππά Νινηρίδην, Παππά Ρουσελάτον και άλλους πολλούς οίτινες διά της ακριβούς και επιστημονικής εκτελέσεως των έργων του, εδόξασαν και ετίμησαν αυτόν και την Ζάκυνθον.

Ούτος ηδύνατο να τονίζη παν ό,τι ήκουεν αδόμενον, είτε εκκλησιαστικόν μέλος ήτο τούτο, είτε θεατρικόν, είτε δημώδες. Περί της μεγάλης αυτού ταύτης δεινότητος και οξυτάτης αντιλήψεως, μοι διηγήθη ποτέ εις εκ των μαθητών αυτού το εξής ανέκδοτον: Διέτριβέ ποτε ενταύθα μουσικός τις ξένος, ο οποίος ακούσας τα περί του Κοθρή θρυλλούμενα, επεσκέφθη αυτόν και τον παρεκάλεσε, να τονίση ένα άσμα, όπερ αυτός θα έψαλλεν. Ο Κοθρής κατά πρώτον ηρνήθη, αλλ’ αφού είδεν, ότι ο επισκέπτης του επέμενε παρακαλών αυτόν, ενέδωκε και λαβών την γραφίδα και φύλλον χάρτου, τω λέγει: «αφού επιμένετε, κύριε, είμαι εις τας διαταγάς σας και αρχίσατε». Ο ξένος ήρχισεν άδων εν άσμα Ευρωπαϊκόν και ο Κοθρής έγραφεν. όταν ετελείωσε, παρεκάλεσεν αυτόν ο Κοθρής να το επαναλάβη διά να τοποθετήση τας συλλαβάς των λέξεων του μέλους. Ήρχισε και πάλιν ο ξένος να άδη, αλλά μόλις επροχώρησεν ολίγον, ήλλαξε το μέλος του άσματος. ο Κοθρής αμέσως τον διακόπτει και τω παρατηρεί, ότι δεν το ψάλλει όπως την πρώτην φοράν. Τότε ο ξένος λαβών τον γέροντα Κοθρήν εις τας αγκάλας του, τον εφίλησε και τω είπε: «κρίμα να μη γεννηθής, γέροντά μου, εις μίαν από τας μεγαλοπόλεις της Ευρώπης.»

2) Αντώνιος ιερεύς Πυλαρινός ή Παππά-Νινηρίδης. Ούτος εγενήθη περί το 1849, εκ μικράς ηλικίας αφιερώθη εις την εκκλησίαν. εμαθήτευσε παρά τω Κοθρή. έψαλλεν επί τεσσαρακονταετίαν εις διαφόρους Ναούς, διαπρέψας εις το στάδιον του ιεροψάλτου, ου μόνον διά την επιστημονικήν εκτέλεσιν των εκκλησιασμάτων, αλλά και διά το γλυκύ και εύστροφον της φωνής αυτού. Διεκρίθη και ως άριστος μουσικοδιδάσκαλος, εις αυτόν δε οφείλομεν και ημείς τας μικράς ημών μουσικάς γνώσεις. Εμέλισε. α΄) Αναστασιματάριον πλήρες, (έχων βοήθημα το του Κοθρή) εν τω οποίω συμπεριέλαβεν άπαντα τα του Εσπερινού και του Όρθρου, από των Κεκραγαρίων και της στιχολογίας αυτών, των ιδιομέλων και των στίχων αυτών, των Θεοτοκίων Δοξαστικών, των «Θεός Κύριος» των Απολυτικίων, των Θεοτοκίων, των Προκειμένων, των Καθισμάτων, των Υπακοών, των Αναβαθμών, των Ειρμών της Οκτωήχου, των Αίνων και των στιχηρών ιδιομέλων αυτών μέχρι των Εξαποστειλαρίων, των Εωθινών και των Μακαρισμών. β΄) Ειρμολόγιον των Καταβασιών των Δεσποτικών και Θεομητορικών εορτών. γ΄) Στάσιν Χερουβικών. δ΄) Στάσιν Κοινωνικών «Αικείτε». ε΄) Κοινωνικά των εορτών του Ενιαυτού. ς΄) Μεγαλυνάρια των Εορτών του όλου Ενιαυτού. ζ΄) Πολυελαίους τρεις. η΄) «Τη υπερμάχω», «Χαίρε νύμφη», «Αλληλούια», «Σήμερον κρεμάται», «Ίνα τι εφρύαξαν» και άλλα πολλά μαθήματα, διακρινόμενα διά την καλλιέπειαν, την γλαφυρότητα, την αρμονίαν, την μίμησιν, το έρρυθμον κ.λ. υπερακοντίσας εις τας συνθέσεις και αυτόν τον διδάσκαλον του Κοθρήν εν πολλοίς.

Παραβάλλων τα έργα των δύο τούτων μεγάλων μουσικοδιδασκάλων, ευρίσκω εν πολλοίς τελειότερα και επιστημονικώτερα τα του Νινηρίδη. και τούτο ήτο φυσικόν να συμβή, διότι έχων ούτος βρήθημα τα έργα του Κοθρή και επ’ αυτών ερειδόμενος, ετακτοποίησε και διώρθωσε τας δυσκόλους και ανωμάλους αυτών γραμμάς, επί το αναλυτικώτερον, ευκολώτερον και αρμονικότερον, ως φαίνεται εις τους Πολυελαίους του εις το «Ίνα τι εφρύαξαν έθνη» και εις τα «χαίρε νύμφη».

Και επειδή ο λόγος περί του «Ίνα τι εφρύαξαν έθνη» και των λοιπών στίχων των ψαλλομένων κατ’ αρχαίον έθιμον εν Ζακύνθω, κατά την περιφοράν του Εσταυρωμένου εντός του ναού, το εσπέρας της Μεγ. Πέμπτης και εις την λιτανείαν του Εσταυρωμένου την Μεγ. Παρασκευήν, επιτραπήτω μοι μία παρέκβασις.

Και ήδη επανερχόμεθα εις τον σκοπόν ημών.

3) Γεώργιος ιερεύς Πετρόχειλος. ήκμασε περί το 1790. ήτο βαθύς γνώστης της τε Εκκλησιαστικής μουσικής και της Ευρωπαϊκής. τούτου σώζεται μόνον εν έργον αλλά πολλού λόγου άξιον. είνε δε τούτο, το Εξαποστειλάριον «Απόστολοι εκ περάτων» το ψαλλόμενον εις ήχον πλ. δ΄ δίχορον, το λεγόμενον «Joba parte».

4) Ευστάθιος ιερεύς Θεριανός ήκμασε περί το 1840. Εμαθήτευσε παρά τω Κοθρή. κατόπιν δ’ εσπούδασε και Ευρωπαϊκήν μουσικήν. Αρχιδιάκονος ων και ψάλτης της Μητροπόλεως επί Αρχιεπισκόπου Ζακύνθου Δε-Λάζαρη, τα μέλη τα οποία έψαλλε, τα εδοκίμαζε πρώτον επί του κλειδοκυμβάλου. Προχειρισθείς εις ιερέα προσελήφθη εφημέριος της εν Τεργέστη Ελλ. κοινότητος, ένθα απεβίωσε το 1879. Συνέθεσε το εις ήχον πλ. δ΄ σωζώμενον «Νυν αι δυνάμεις».

5) Ιάκωβος Βίκτωρ Κομούτος. Ήκμασε περί το έτος 1740, δεν ήτο ιεροψάλτης αλλ’ ερασιτέχνης μουσικός. τούτου περιέσωσεν ημίν, η αθάνατος γραφίς του Θ. Κοθρή, τα εξής έργα: «Άγιος, Άγιος» εις ήχον Α΄ και «Σε υμνούμεν» εις ήχον πλ. δ΄ διά την λειτουργίαν του Μεγ. Βασιλείου, έτι δε, το εξαποστειλάριον «Απόστολοι εκ περάτων» εις ήχον πλ. β΄ δίχορον, το λεγόμενον «Kando».

6) Ιωάννης Πλανήτερος. Ήκμασε περί το 1760. ερασιτέχνης μουσικός, όχι ιεροψάλτης. τούτου περιεσώθη ημίν διά του Κοθρή το «Ίνα τι εφρύαξαν» κλ. ως είπομεν ανωτέρω.

Μετά λύπης μας λέγομεν ότι δεν έχομεν ν’ αναφέρωμεν ουδένα άλλον, εργασθέντα επί του Ζακ. Ύφους και καταλιπόντα έργον τι άξιον λόγου, και λέγομεν - μετά λύπης μας - διότι, ει και διεκρίθησαν πολλοί Ζακύνθιοι ως επιστήμονες εκκλησιαστικοί μουσικοί και καλλίφωνοι ιεροψάλται, εκ των οποίων ουκ ολίγοι προσελήφθησαν ψάλται, εις τας Εκκλησίας των εν Ευρώπη και αλλαχού Ελληνικών κοινοτήτων, ουδείς εξ αυτών κατέλιπεν ημίν έργον του.

Εκ καθήκοντος ήδη αναφέρομεν μόνον τα ονόματα, των διαπρεψάντων ως δοκιμωτάτων και καλλιφώνων ιεροψαλτών κατά τον λήξαντα αιώνα, εις το Ζακ. Ύφος. είνε δε ούτοι οι εξής: Καισάριος ιερομόναχος Κακολύρης, Βαρθάλης Διονύσιος, Βορρές Παναγιώτης, Γρυτσάνης Παναγιώτης, Νικόλαος ιερεύς Κεφαλληνός, Ιωάννης ιερ. Βισβάρδης, Χαραλάμπης ιερ. Ρουσελάτος, Πίσκοπος Κύριλλος Μοναχ., Ιωάννης Καμβανέλης, Γεώργιος ιερ. Ρουμελιώτης, Ιωάννης ιερ. Τριζάμπελος, Νικόλαος ιερ. Τριζάμπελος, Διονύσιος Αργύρης Λεων. Γράβαρης, Ανδρέας Δεληγιαννόπουλος, Σπυρίδων Παππαγεωργόπουλος.


Ε΄ Εκκλησιαστικαί Μουσικαί Σχολαί εν Ζακύνθω.

Μετά την εκ Ζακύνθου αποδημίαν του Ευσταθίου ιερ. Θεριανού και του Παναγιώτου Γρητσάνη, και τον θάνατον των Διον. Αργύρη και Χαραλ. ιερ. Ρουσελάοτυ, δοκιμωτάτων και καλλιφώνων ιεροψαλτών, παρετηρήθη εν Ζακύνθω έλλειψις επιστημονικώς μορφωμένων Εκκλησιαστικών Μουσικών. Η έλλειψις αύτη δεν προσήλθεν εξ απροθυμίας των Ζακυνθίων περί την Μουσικήν η περί τα Εκκλησιαστικά, διότι οι Ζακύνθιοι ανέκαθεν διεκρίθησαν και ως φιλόμουσοι και ως φιλόθρησκοι. η έλλειψιν προήλθεν εκ του ότι, το επάγγελμα του ιεροψάλτου εν Ζακύνθω δεν είνε προσοδοφόρον και ως εκ τούτου οι άνθρωποι τρέπονται εις έτερα επικερδή επαγγέλματα.

Προς τον σκοπόν όθεν επιστημονικής μορφώσεως ιεροψαλτών, ιδρύθη ενταύθα πρωτοβουλία του αειμνήστου Αρχιεπισκόπου Ζακύνθου Δ. Λάτα, κατά το έτος 1885, Εκκλησιαστική Μουσική Σχολή, της οποίας ωρίσθησαν διάφοροι συνδρομαί των Ναών της Ζακύνθου και φιλομούσων τινών. Εν ταύτη διωρίσθη όπως διδάσκη θεωρητικώς και πρακτικώς, το τε Βυζαντιακόν και το Ζακύνθιον Ύφος, ο Μουσικοδιδάσκαλος Αντώνιος ιερ. Πλαρινός ή Παππά-Νινηρίδης. Μαθηταί ενεγράφησαν εν αυτή υπέρ τους εβδομήκοντα, εις τους οποίους όχι μόνον η διδασκαλία παρείχετο δωρεάν, αλλά και βιβλία εχορηγήθησαν ωσαύτως δωρεάν. Παραδόξως όμως μετά τινας μήνας, επαύθη ο ικανώτατος και ακούραστος μουσικοδιδάσκαλος Παππά-Νινηρίδης και διωρίσθη αντ’ αυτού ο Λ. Γράβαρης, καλός ιεροψάλτης, όχι όμως και μουσικοδιδάσκαλος. εκ τούτου επήλθε χαλάρωσις εις την λειτουργίαν της Σχολής και μετά έξ μήνας από της ιδρύσεως αυτής διελύθη.

Δευτέρα Εκκλ. Μουσική Σχολή ιδρύθη κατά το 1895, πρωτοβουλία του νυν Σεβ. Αρχιεπισκόπου Ζακύνθου Διον. Πλέσσα, διά των αυτών πόρων, εν τη οποία διωρίσθη Μουσικοδιδάσκαλος ο κ. Χαρ. Κοντονής δοκιμώτατος και καλλίφωνος ιεροψάλτης, αλλά και αύτη μετ’ ολίγον διελύθη, μη προφθάσασα ν’ αριθμήση πλέον των εξ μηνών βίον.

Περί το έτος 1907, τη ενεργεία του αυτού Σ. Αρχιεπισκόπου, του φιλοπόλιδος Δημάρχου ημών κ. Α. Μακρή και των φιλομούσων κ. κ. Γερ. Βανδώρου, Ιω. Λεονταράκη, Ιω. Χαροκόπου, Γ. Μάνεση, Γ. Σαρακίνη και Σ. Στουπάθη, ιδρύθη η μέχρι σήμερον λειτουργούσα Εκκλ. Μουσική Σχολή, ης πόροι ωρίσθησαν αι συνδρομαί των Δήμων Ζακύνθου, των ιερών Ναών και των φιλομούσων. Εν ταύτη διωρίσθη μουσικοδιδάσκαλος, όπως παραδίδη θεωρητικώς και πρακτικώς το Βυζ. Ύφος, ο ιεροδιάκονος Δαμασκηνός Ξένος, απόφοιτος της Σχολής Α. Τσικνοπούλου. εν αυτή εδιδάξαμεν και ημείς επί διετίαν και πλέον θεωρητικώς και πρακτικώς Ζακ. Ύφος παραδώσαντες το Αναστασιματάριον παππά-Νινηρίδη και διάφορα άλλα μαθήματα. Διά της Σχολής ταύτης, εμυήθησαν πολλοί τα της επιστήμης του ιεροψάλτου και ίσως συν τω χρόνω αναδειχθώσι και διαπρέψωσι τινές εξ αυτών, διότι η μόρφωσις του ιεροψάλτου δεν απαιτεί μόνον σχολικήν εκπαίδευσιν, αλλά και πολυχρόνιον σπουδήν και μελέτην και πρακτικήν εκπαίδευσιν περισσοτέραν από θεωρητικήν.


ΣΤ΄ Ποίον εκ των τριών υφών προτιμητέον.

Είπομεν εν αρχή της παρούσης πραγματείας ότι, σκοπός της Μουσικής είνε, αφ’ ενός μεν, ο ύμνος προς τον Θεόν, αφ’ ετέρου δε, η τέρψις του ανθρώπου. Η Εκκλ. Μουσική, έχει μεν σκοπόν κύριον, το υμνείν, δοξολογείν και ευχαριστείν τον Θεόν, αλλ’ εν ταυτώ πρέπει να ευχαριστή και να τέρπη τους ακροωμένους. τουτέστι, τα Εκκλ. άσματα, πρέπει να συνδυάζωσιν αμφοτέρους τους προεκτεθέντας όρους, διότι είτε ο εις εκλείψει είτε ο έτερος, αποτυγχάνουσι του σκοπού των και αποβαίνουσιν άκαρπα. Όθεν πρέπει να μη έχωσι ταύτα το ήθος, ούτε πολύ διεσταλμένον, ούτε και εις το έπακρον συνεσταλμένον, διότι εις μεν την πρώτην περίπτωσιν υπολανθάνει ασέβεια, εις δε την δευτέραν ασθένεια χαρακτήρος. να είνε καλλιεπή, τουτέστι, να έχωσιν εύμορφον τρόπον εις την έκφρασιν και να είνε ρυθμικώς και δι’ ευαρέστων τόνων συντεταγμένα, ώστε να ενεργώσιν αμέσως επί το συναίσθημα. επί πάσι δε να βασιλεύη και να κυριαρχή η σεμνότης.

Εξετάσωμεν ήδη μετά τα προεκτεθέντα, εις ποίον εκ των τριών εν χρήσει υφών, (Βυζαντιακόν, Ζακύνθιον, Ευρωπαϊκόν) συνυπάρχουσιν οι διά την Εκκλ. Μουσικήν απαιτούμενοι όροι και τα τούτοις παρεπόμενα, όπως εκλεχθή τούτο και καθιερωθή, ως Εκκλησιαστικόν Ελληνικόν μέλος και εκλείψη το παρατηρούμενον άτοπον, της διαφοροτρόπου ψαλμωδίας εν τη Ορθοδόξω Ελληνική Ανατολική Εκκλησία, αφού είνε μία και αδιαίρετος.

Το Βυζαντιακόν Ύφος είνε άριστον προς υμνωδίαν και δοξολογίαν και ευχαριστίαν του Υψίστου (χωρίς εννοείται των τερερισμών, των νενανισμών και της ερρίνου προφοράς) και μέχρι τινός κατέθελγε και ηυχαρίστει τους ακροωμένους, διότι και ήθος αρμόζον διά την Εκκλησίαν κέκτηται και καλλιεπείας ου στερείται και σεμνότητος ουκ αμοιρεί. αφ’ ότου όμως εξηπλώθη το θέατρον και ηκούσθησαν αι συνθέσεις του Βάγνερ, του Βέρδη, του Ροσίνη κ.λ. έπαυσε να τέρπη και να ευχαριστή η υπόρρινος μονωδία αυτού. και απόδειξις, ότι, εισήχθη εις πολλάς Εκκλησίας και εντός και εκτός της Ελλάδος το Ευρωπαϊκόν Ύφος και, αι απόπειραι προς εναρμόνισιν τινών εκ των μελών αυτού. Αλλά και το Ευρωπαϊκόν Ύφος (το του Χαβιαρά) εκπληροί τους διά την Εκκλ. Μουσικήν απαιτουμένους όρους; αρμόζει το ήθος του, δι’ υμνωδίαν και δοξολογίαν και ευχαριστίαν, του εν φωναίς αισίαις υμνουμένου και εν συντριβή καρδίας δοξολογουμένου Υψίστου Θεού; κέκτηται σεμνότητά τινα; Όχι. Όχι. Όχι.

Το ήθος αυτού είνε υπερδιεσταλμένον, αρμόζον μάλλον διά Τραγωδίαν. Αι βάσεις τας οποίας μεταχειρίζεται υψηλόταται. Ουδεμία ομοιώτης προς την μουσικήν των προγόνων ημών. Η καθόλου μουσική αυτού, Γερμανική όχι Ελληνική. και βεβαίως, αφού συνθέται του Ύφους τούτου δεν ήσαν έλληνες, αλλά γερμανοί. Δεν ήτο ο Χαβιαράς, ούτε ο Νικολαΐδης, ήσαν ο Ρονδχάρδιγγερ και ο Βράυερ, καλοί μουσικοί αλλ’ όχι και γνώσται της Εκκλησιαστικής ημών Μουσικής και της ιστορίας αυτής. ο Χαβιαράς και ο Νικολαΐδης δεν ήταν τίποτε άλλο, εις την εργασίαν ταύτην της συνθέσεως ειμή υποβολείς.

Παντού μεταχειρίζεται τους υψηλοτάτους τόνους της ανθρωπίνης φωνής, τους τόνους εκείνους, τους οποίους οι Εκκλησιαστικοί ημών Μουσικοί, τους απέρριψαν και τους απέβαλον καθολοκληρίαν από τα εκκλησιαστικά ημών άσματα, διότι ορθώς σκεπτόμενοι είπον ότι, «ου καλόν εστί τους εν τη Εκκλησία ψάλλειν τα ιερά λόγια, ατάκτοις φωναίς χρήσθαι».

Απόδειξις δε, ότι απέβαλον οι πατέρες ημών, εκ της Εκκλησιαστικής μουσικής τους υψηλούς τόνους, είνε η εξής: Ενώ παρέλαβον από την Μουσικήν των προγόνων ημών, και τα τρία γένη, Διατονικόν, Χρωματικόν, Εναρμόνιον. και τα τέσσαρα συστήματα, Οκτάχορδον ή Διαπασών, Πεντάχορδον ή Τροχόν, Τετράχορδον ή τριφωνίαν, Τρίχορδον ή Διφωνίαν, τας φθοράς κλ. εκ των τρόπων (ήχον) παρέλαβον τους τέσσαρας κυρίους, Δώριον, Λύδιον, Φρύγειον, Μιξολύδιον, τους κατέχοντας τον μεσαίον τόπον της φωνής. και τους τέσσαρας πλαγίους, Υποδώριον, Υπολύδιον κλ. τους κατέχοντας τον χαμηλόν τόπον της φωνής. τους δε κατέχοντας την Νήτην (υψηλόν τόπον της φωνής) Υπερδώριον, Υπερλύδιον κλ. εγκατέλειψαν, διότι αι βάσεις αυτών ήσαν πολύ υψηλαί και εθεωρήθησαν ανάρμοστοι δι’ Εκκλησιαστικόν μέλος.

Ερχόμεθα ήδη εις τον Ζακ. Ύφος, το οποίον τινές των Βυζαντινιζόντων αποκαλούσι «Καντάδαν χωρίς ποτέ να μελετήσωσι και παραβάλωσι τούτο προς τα αρχαία Εκκλ. μέλη. Και παρατηρούμεν ότι, το Ζακύνθιον Ύφος είνε αυτό το αρχαίον ύφος της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας, το Κρητικόν, όπερ συν τω χρόνω ενηρμωνίσθη. ότι είνε ύφος σεμνότατον, καλλιεπέστατον και αρμονικώτατον, συνδυάζον αμφοτέρους τους διά τα Εκκλ. άσματα απαιτουμένους όρους. ότι η ακριβής εκτέλεσις αυτού είνε αυτή αύτη η έκφρασις του καλού, ότι είνε πραγματικώς Ελληνική Εκκλ. Μουσική και ουδέν το παρείσακτον ευρίσκεται εν αυτώ.

Πλην δε της καλολογικής και καλαισθητικής αυτού υπεροχής, τυγχάνει προτιμητέον το Ζακ. Ύφος και από οικονομικής απόψεως, διότι πάντες γινώσκομεν, ότι ολίγιστοι Ναοί εκ των εντός της Ελλάδος ευρισκομένων, δύνανται να διατηρήσωσι τους πολυμελείς χορούς, τους απαιτουμένους διά την εκτέλεσιν της πάντη αβασανίστως εισαχθείσης εν τη Ελλ. Εκκλησία Γερμανικής τραγωδίας. Το Ζακ. ύφος δεν απαιτεί, ειμή τέσσαρας μόνον ψάλτας (primo, secondo, terza, basso) όπως αποτελεσθή η αρμονία αυτού, αλλά και όπου ναός τις δεν δύναται να μισθοδοτή τους απαιτουμένους τέσσαρας δι’ έκαστον χορόν, ψάλλεται τούτο και υπό μόνου του πρώτου, άνευ της βοηθείας των λοιπών, χωρίς να μειωθή επαισθήτως η καλολογική αυτού αξία.

Αλλά και δι’ άλλον λόγον, θεωρούμεν υπέρτερον το Ζακ. Ύφος του Ευρωπαϊκού. διότι τούτο δύναται ν’ ανταποκριθή πλήρως, εις απάσας τας Εκκλ. ακολουθίας και τελετάς; μελοποιημένης ούσης απάσης της Εκκλησιαστικής ενιαυσίου ακολουθίας εις αυτό. ως Στιχηρά. Ιδιόμελα, Δοξαστικά, Προσόμοια, Ειρμοί, Αναβαθμοί, Πολυέλαιοι, Δοξολογίαι, Χερουβικά, Κοινωνικά κλ. και δεν παρίσταται ανάγκη μικτής ψαλμωδίας, ως γίνεται εις τας εκκλησίας εκείνας, τας εισαγαγούσας το οθνείον κατασκεύασμα του διαμαρτυρομένου Ροδχάρδιγγερ, εις τας οποίας αναγκάζονται εις μεν τας ακολουθίας του εσπερινού και του Όρθρου να ψάλλωσιν εις το Βυζαντιακόν ύφος (πολλάκις δε και υπό ιδιαιτέρων ψαλτών) εις δε την λειτουργίαν εις το ευρωπαϊκόν διά των χορών τετραφώνως.

Καθ’ ον τρόπον ψάλλεται σήμερον το Ζακ. Ύφος, το γνωρίζομεν και το ομολογούμεν, ότι ψάλλεται κακώς και ατέχνως. ή μάλλον, εκτελείται ατέχνως η αρμονία αυτού διότι, πώς είνε δυνατόν να εκτελεσθή επιστημονικώς αρμονία, αφού μόνον η πρώτη (prima) φωνή, τυγχάνει μελοποιημένη, αι δε λοιπαί τρεις (seconda, terza, basso) εκτελούνται ατέχνως και κατά βούλησιν, πολλάκις δε και υπό αμούσων και αγραμμάτων; Η κακή φήμη ης τυγχάνει το Ζακ. Ύφος παρά τοις έλλησι εκκλησιαστικοί μουσικοίς, προήλθε πρώτον εκ της ανωτέρω ελλείψεως και δεύτερον εκ των εξής: Το Ύφος τούτο, περιωρισμένον μόνον εν Ζακύνθω, ευρίσκεται χειρόγραφον δεν εξεδόθη δια του τύπου, όπως καταστή εύκολος και εύωνος η απόκτησις αυτού εις πάντας και ούτω καταδειχθώσι τα καλολογικά πλεονεκτήματα αυτού.

Δια ταύτα προτείνομεν να μεταφερθή το ύφος τούτο εκ της Βυζαντιακής σημειογραφίας, εις το πεντάγραμμον, να ρυθμισθή κατά τους κανόνας της νέας επιστήμης και να μελοποιηθώσιν αι έτεραι τρεις φωναί (seconda, terzza, basso). Η εναρμόνισις δε να γίνη, ουχί κατά τους Γερμανικούς επιστημονικούς τύπους, αλλά κατά το Ζακύνθιον ιδίωμα, όπερ είνε σεμνότατον. Συν τούτοις κατά την ως ανωτέρω, επεξεργασίαν, να γίνωσιν αι δέουσαι συντμήσεις εις τα χρήζοντα τοιούτων, ως εκ του μακροσκελούς αυτών. Μετά ταύτα να εξετασθή να μελετηθή επισταμένως, υπό ειδημόνων ελλήνων εκκλ. Μουσικών και αν θεωρηθή - όπως ελπίζομεν, ότι θα θεωρηθή και θα κριθή - κατάλληλον διά την εκκλησίαν, να καθιερωθή ως εκκλησιαστικόν ελληνικόν μέλος και ούτως εκλείψη η πολύτροπος εκτέλεσις των εκκλησιαστικών ημών ασμάτων, κατά τα διάφορα ύφη.

Έγραφον εν Ζακύνθω κατά Φεβρουάριον 1913
Ι. Δ. Καπανδρίτης
Related Posts with Thumbnails