© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Πέμπτη 3 Ιουλίου 2014

Η ποιητική ουσία ενός θεατρικού κόσμου η έγνοια μας {1ο}

Γράφει ο ΤΑΚΗΣ ΚΕΦΑΛΛΗΝΟΣ

«Η ζωή δεν είναι αυτή που έζησε κανείς,
 αλλά αυτή που  θυμάται για να τη διηγηθεί»
Γκαμπριέλ  Γκαρσία  Μαρκές
  
Αφήνοντας παράμερα το  ερώτημα του Μπάιρον «ποιος θα έγραφε, εάν είχε κάτι καλύτερο να κάνει», θεωρούμε αναγκαίο να εξηγήσουμε εισαγωγικά το λόγο για τον οποίο  καταγράψαμε ένα μέρος της συγκίνησής μας για την ποιητική ουσία ενός θεατρικού κόσμου,  τον οποίο  στο διάβα της ζωής μας  είχαμε την τύχη να συναντήσουμε. Με τη γραφή, που παραμένει ένας  τόσος αναγκαίος  σε εμάς δίαυλος ανθρώπινης επικοινωνίας,  επαναφέρουμε  και καταγράφουμε  μνήμες, διατηρούμε ζωντανές τις συγκινήσεις και  την ελπίδα  να κοιτάξουμε στα μάτια την «αιωνιότητα της σιωπής», όταν  ήθελε  μας συναντήσει.
     Σήμερα,  εποχή  ήττας του διεθνούς επαναστατικού κινήματος, ζούμε όχι μόνο κοινωνική αλλά και καλλιτεχνική παρακμή. Η  ουσία των πραγμάτων κατρακυλάει στους πιο σκοτεινούς βυθούς, και είναι φυσικό ο Αδόλφος Χίτλερ να ημπόρει να μας στέλνει  και πάλι το φάντασμά του. Τώρα λοιπόν  το θέατρο  που, όπως λέγεται, «κάνει ορατό το αόρατο»,  αξίζει  να στρατευτεί στην υπόθεση του λαού και των εργαζομένων.
     Η ποιητική του θεάτρου -αυτή η βιωμένη άβυσσος  που  μεταποιεί το λόγο- όπως κάθε «ποίημα», δεν είναι τα καθρεφτάκια με τα οποία δελέαζαν οι «πολιτισμένοι» τους ιθαγενείς, προκειμένου να κατέβουν από τα δέντρα για να τους ταξιδέψουν στα σκλαβοπάζαρα. Μπορεί να γίνει ένα πραγματικό κάτοπτρο, μέσα στο οποίο βλέπει ο «αναγνώστης - θεατής»  όχι μόνο τον κόσμο αλλά και  τον εαυτό του, τις πλάνες και τις αλήθειες του.
     Τελειώνοντας αυτή την προσπάθεια, καταγραφής  ανθρώπινων θεατρικών συγκινήσεων δεν είχαμε ακόμη καταλήξει εάν μας είχε δοθεί το δικαίωμα να τις κοινωνήσουμε. Η  συναίσθηση της μικρότητάς μας και ο φόβος ότι εκτρέφουμε, στον ένα ή στον άλλο βαθμό, υποκειμενικές αυθαιρεσίες, μας προβλημάτισαν. Βέβαια, δεν αποτελούν σε καμία περίπτωση   θεατρική κριτική, την οποία ως μη ειδήμονες δεν είμαστε ικανοί να αρθρώσουμε, γι’ αυτό  εξάλλου παραθέσαμε τόσα πολλά κείμενα  της καρδιάς μας,  άλλων ειδικών που υπεραγαπάμε. Τελικά,   δίνουμε σε ένα  μέρος αυτών των   κειμένων  τη φωνή της σιωπής τους, συνηγορώντας με τα λόγια του Γ. Ξανθούλη: «Το θέατρο ζει μέσα από τη συλλογική μνήμη, είναι μία αύρα, μία διαρκής ζύμωση μέσα στις ψυχές των θεατών …. ονόματα, πρόσωπα και στιγμές που πρέπει να περάσουν στους νεώτερους όσο και η λήθη να είναι μέρος των μοντέρνων καιρών».
     Από την άλλη, δε θεωρούμε ότι ο  τόσος κόπος  να επαναφέρουμε στη μνήμη  αυτά τα γεγονότα,  μας δίδει  το  επιπρόσθετο δικαίωμα της δημοσιοποίησης τους. Κάθε άλλο! Ο Λορέντζο Γκιμπέρτι φιλοτεχνούσε επί είκοσι επτά χρόνια τα ανατολικά ορειχάλκινα θυρόφυλλα του Βαφτιστηριού της Φλωρεντίας, όμως για εκείνα τα έργα ο Μιχαήλ Άγγελος έλεγε πως: «μπορεί να ήταν οι πύλες της Παραδείσου»!     
     Παρουσιάζοντας λοιπόν  αυτή τη γραφή για το θέατρο  εκφράζουμε ευχαριστίες  εκ των προτέρων στους ειδικούς,  για την ανοχή και για τα δάνεια που μας προσφέρουν, συνηγορώντας  με  το ήθος και τα λόγια του Βιζυηνού: ‘’Μη με μαλώσετε αν εμβαίνω με λερωμένα τσαρούχια εις το καθάριο σας κατώγι. Είμαι χωριατοπαίδι, καθώς γνωρίζετε, και έχω διανύσει μακρόν, πολύ μακρόν και λασπωμένον δρόμον’’.      

 ΜΕΡΟΣ  Α’

       Η πρώτη επαφή  με την μαγεία του θεάτρου πριν πενήντα χρόνια στο Σκουλικάδο, θα μπορούσε να  μην είχε πραγματοποιηθεί ποτέ, να ήταν, ας πούμε, μια επινόηση της φαντασίας μας, η οποία επιθυμούσε  να ζήσει ένα όνειρο, να δώσει φτερά στην τάση φυγής που ολοζωής μάς στοίχειωνε. Να ξεφύγουμε, θέλαμε,  από τον εαυτό μας, τον τόπο μας και τα μαρτύριά του. Φευγιό,  που ολοκληρωνόταν συνέχεια, κατά ανεξήγητο τρόπο με τις αναγκαίες και  αγαπημένες  επιστροφές στις ρίζες μας. Ίσως, αν αφήναμε πίσω μας  λόγους «ιεροσυλίας», να εξηγούσαν το γεγονός αυτό τα λόγια του Κώστα Γεωργουσόπουλου αναφορικά με το Θεόδωρο Αγγελόπουλο: «έγινε παγκόσμιος, γιατί είναι βαθιά ριζωμένος μέσα στη γη του». Το θεατρικό σανίδι, λοιπόν, είχε στηθεί  το 1961 στα μουράγια της κυρά - μαμής μπροστά  απ’ το σχολείο του χωριού.  Επί σκηνής ο Λάμπρος Κολυβάς και ο θείος ο Φίλιππος  να παριστάνουν  «Τα αρραβωνιάσματα» του Μπόγρη.
          Θα τους συναντήσουμε και αργότερα το 1962, όταν ο Λάμπρος θα σκηνοθετούσε  και τον «Ερωτόκριτο», όπου ο Φίλιππος έπαιζε με μοναδική επιτυχία τον τρομερό Καραμανίτη,  σύμβολο αγριότητας, ξιπασιάς και παλικαροσύνης. Ρόλος-κλειδί, αρχέτυπος για τους  Σκουλικαδιώτες, αν δεν βρισκότανε ο κατάλληλος  για το ρόλο, δεν άρχιζαν οι πρόβες. Ακόμα θυμόμαστε τα λόγια των παλαιοτέρων: «Όσο θα βρίζει τον Κρητικό παιδάκι μου και βγάζει αφρούς από το στόμα πάνω στο άλογο, αυτό δεν πρέπει να  ησυχάζει διόλου».  
          Όντας αλληλόχρεοι, οφείλουμε, εδώ μια μνημοσύνη στην ανήσυχη καλλιτεχνικά και εαρινή στη  φύση της τέχνη  του Λάμπρου Κολυβά,  ο οποίος από τη δεκαετία του '50 ακόμη που συμμετείχε στον επαγγελματικό θίασο του Πασχαλίδη, δέσποζε στις θεατρικές προσπάθειες του χωριού μας.


     Το 1977 λοιπόν, έχουν ωριμάσει οι συνθήκες και ανεβαίνει ξανά ο «Ερωτόκριτος» πάλι με πρωτοβουλία και σκηνοθεσία, του αγαπημένου φίλου και ιερέα πλέον, Λάμπρου Κολυβά.
     Βοηθάμε κι εμείς, όπως τόσοι άλλοι,  με τις λιγοστές μας δυνάμεις  σε αυτή την προσπάθεια. Φαινόμαστε, μάλιστα, και στη φωτογραφία, καθισμένοι στα σκαλοπάτια, μαζί με τον γυμναστή Νίκο Κεφαλληνό, που προσέφερε πολλά, από την αρχή μέχρι το τέλος, στη σκηνοθεσία, στις πρόβες και στην επιμέλεια αυτής της παράστασης. Παρά το γεγονός ότι ο Νίκος Κεφαλληνός δε θαμπώνεται από τους επαίνους, οφείλουμε να αναφέρουμε ότι έχει προσφέρει πολλά στη θεατρική παράδοση του χωριού μας, αλλά και γενικότερα στον πολιτισμό της Ζακύνθου.

     Δίπλα μας όρθιος με το άσπρο πουκάμισο ο αξέχαστος φίλος και επί 12 χρόνια μεταπολιτευτικός πρόεδρος της κοινότητας, Γιάννης Κεφαλληνός ή Προκόπης. Είναι η σκηνή όπου ο Κρητικός (με γυρισμένη την πλάτη) μονομαχεί με  τον  Καραμανίτη,   τον παριστάνει εδώ, ο αξεπέραστος  μεταξύ ίσων -που έπαιξαν αυτόν τον ρόλο, από το 1908 που γνωρίζουμε-  Παναγιώτης Κεφαλληνός ή Γριβής (βλ. φωτό αριτερά, εδώ). Η εκτός κλίμακας βροντώδης φωνή του,  το άγριο παρουσιαστικό του, καθώς  και το υπέροχο μαύρο άλογο  που ίππευσε στην παράσταση, άφησαν εποχή. Τελικά, η εκτενής αναφορά μας σε αυτή την  φωτογραφία  δε είναι ολότελα αθώα. Θέλουμε να αναδείξουμε την «θρησκευτική» προσήλωση των δεκαέξι παρευρισκομένων στα δρώμενα, από τους οποίους,  φυσικό για το Σκουλικάδο, οι οκτώ είχαν  συγγενείς σε πρώτο βαθμό, των οποίων η ζωή ήταν πολυτάραχη και θύμιζε την ζωή των ηρώων του έργου. Δεν θα λησμονήσουμε εδώ ότι ο νεαρός Νίκος Κεφαλληνός η Άρκισος που κρατάει  τα γκέμια του άσπρου αλόγου,  είναι αυτός που στην επόμενη παράσταση του 2005 θα παίξει το Καραμανίτη με εξαιρετική επιτυχία.  Γνωρίζουμε επίσης  ότι η παράσταση του 1977, η οποία παίχτηκε στα πλαίσια της Δ’  Συνάντησης Μεσαιωνικού και Λαϊκού Θεάτρου, κινηματογραφήθηκε για να προβληθεί στο εξωτερικό. Σήμερα, μετά από 37 χρόνια, κάνουμε έκκληση σε όποιον γνωρίζει που βρίσκεται το ντοκιμαντέρ, να βοηθήσει, προκειμένου ένα αντίγραφό  να φτάσει στον Πολιτιστικό Σύλλογο του χωριού μας.

Οι Σκουλικαδιώτες ανεβάζουν από γενιά σε γενιά κρητικό θέατρο και ιδιαίτερα τον  «Ερωτόκριτο». Στον Άγιο Ανδρέα, την εκκλησία των μικρογεννητών του Σκουλικάδου, για παράδειγμα, παίχτηκε το 1928 το κρητικό θεατρικό έργο,  «η Θυσία του Αβραάμ», όπου το αρνί που χρησιμοποιήθηκε στην παράσταση το έφαγαν σε ζέφκι την επόμενη μέρα. Με τις ρωμαλέες και παροιμιώδεις παραστάσεις του «Ερωτόκριτου» λοιπόν, οι Σκουλικαδιώτες αξιώθηκαν να φέρουν τους δεκαπεντασύλλαβους στίχους, με τις έντονα παραστατικές εικόνες και το γλωσσικό  πλούτο, στα στόματα και στην ψυχή όλων των ανδρών και γυναικών του χωριού μας, αλλά και στις αυλές των σπιτιών, στα προαύλια των εκκλησιών και των σχολείων, εκεί όπου έκαναν τις πρόβες, στόλιζαν τα άλογα, έφτιαχναν τις περικεφαλαίες και τα κοντάρια των παλικαριών της γκιόστρας. Στα σπίτια συγκέντρωναν τα βαρύτιμα χρυσαφικά που στόλιζαν τις φορεσιές αυτές, φυσικά, που επακριβώς όριζε  ο ποιητής για το κάθε αφεντόπουλο. Η  τελευταία παράσταση του «Ερωτόκριτου» το 2005 από τον άξιο παντός επαίνου για την πολυσχιδή δράση του, πολιτιστικό σύλλογο Σκουλικάδου, «Ερωτόκριτος», ξεπέρασε κάθε προηγούμενο, ήταν η ιστορία παρούσα  και άφησε εποχή.
       Κοντά σε αυτά, και το θέατρο σκιών,  ο ταπεινός καραγκιόζης, αυτό το λαϊκό θεατρικό είδος, δάνειο  της ανατολής, μεταμορφώνει την παιδική μας πραγματικότητα σε ένα όνειρο. Άξιζε να αγαπηθεί και από εμάς  στα πρώτα μας βήματα  η ατμόσφαιρα την οποία δημιουργούσε, σαν ένα σύνολο, ο καραγκιοζοπαίχτης, ο μπερντές και το δικό μας χειροκρότημα. Ο καραγκιοζοπαίχτης με τον προφορικό του λόγο γίνεται ήρωας της μοναξιάς μας, ο «εκ των πλησιέστερων συγγενών» μας καλλιτέχνης. Ο μπερντές, που προβάλει λιτός με τις επίπεδες φιγούρες στην οθόνη  και  το φως,  αφαιρούσε τα «περιττά και τα καθόλου» και μας οδηγούσε σε μια πρωτόλεια, αλλά ωστόσο  σημαντική, προδρομική επαφή μας με τον «αφηρημένο» κόσμο της τέχνης που αργότερα τόσο αγαπήσαμε.


     Ανεξίτηλα έχει μείνει στη  μνήμη μας η πρώτη παράσταση Καραγκιόζη στα Ψηλά Αλώνια  της  Πάτρας. Ήταν αρχές της δεκαετίας του ’60,  όταν η γλυκύτατη θεία Διονυσία μάς φιλοξενούσε εκεί, σε μια  πόλη με ισχυρή παράδοση στον καραγκιόζη. Μετά τη δικτατορία, το 1977-1978, βοηθάμε  τις εκδηλώσεις της Δ’ και Ε’ Συνάντησης Μεσαιωνικού και Λαϊκού Θεάτρου, εμπνευστής και δημιουργός των οποίων υπήρξε το 1965 και 1966 ο εξαίρετος στοχαστής και αγωνιστής Κ. Πορφύρης, καταγόμενος από το Σκουλικάδο. Στην ατμόσφαιρα αυτής της «Συνάντησης» ο καραγκιόζης,  όντας μη  «εκλεπτυσμένη κωμωδία» με τα χοντροκομμένα αστεία και τις έντονες χειρονομίες,  βρίσκει την πραγματική καλλιτεχνική του  θέση και αντιστοιχία  δίπλα στις «ομιλίες» και στις παντομίμες της  Commedia dellarte. Συγχρόνως, όμως, σε αυτές τις «Συναντήσεις» προοδευτικοί καραγκιοζοπαίχτες δε μένουν στη μέχρι τότε απλή κοινωνική αποστολή του «είδους», «το δίκιο υπερέχει», αλλά αμφισβητούν παγιωμένες συντηρητικές αλήθειες    οδηγώντας το κοινό σε άλλες διεξόδους.

     Το 1972, φοιτητές πλέον στην Αθήνα, παρακολουθούμε στο θέατρο Άννα-Μαρία Καλουτά μια «ελεύθερη διασκευή», ενός αλληγορικού μυθιστορήματος  της Πηνελόπης Δέλτα, «Το παραμύθι χωρίς όνομα», από τον Ιάκωβο Καμπανέλλη. Για τη συγγραφέα, όπως η ίδια αναφέρει το 1910, «Ο Βασιλεύς Αστόχαστος είναι το σιχαμένο καθεστώς και το Βασιλόπουλο είναι ο Νέος Έλληνας όπως θα τον ήθελα. Εκείνος που θα ζητήσει μέσα του να αγωνιστεί …»
     Ο θίασος «Νέα Πορεία»  του Γιώργου Χαραλαμπίδη  καταγγέλλει στο πρόγραμμα της παράστασης  το Ελληνικό Θέατρο, σαν αντιπνευματικό, αντιλαϊκό και αθεράπευτα Βεντετοκρατούμενο και δηλώνει ότι: αγωνίζεται για ένα πεντακάθαρο ρωμαλέο Ελληνικό Θέατρο. Για δε το «Παραμύθι» αναφέρει: «Στην αρχή το τέλμα, μετά σαν ηχηρό ράπισμα η ντροπή, μετά η αφύπνιση μέσα σε αγώνα και ύστερα η νίκη και η περισυλλογή. Αν όλα τούτα δεν γίνουν παράσταση, που αυτή καθ’ εαυτή να φέρνει μήνυμα καλλιτεχνικό, να συναρπάζει με την τόλμη της, να κινητοποιεί όλες τις αισθήσεις και το νου μαζί του θεατή, τότε ναι, θα έχουμε αποτύχει κι ο τίτλος μας «Νέα Πορεία» θα είναι μια ακόμη θλιβερή ειρωνεία…».  
     Δίκαια λοιπόν  ήταν το έργο που, μαζί  με την παράσταση από τον ίδιο θίασο «Οι 300 της Πηνελόπης», μάς εισήγαγαν στη μαγεία ενός πραγματικού θεατρικού γεγονότος, τόσο απαραίτητου σε εμάς, προκειμένου να εκφράσουμε τις κοινωνικές και καλλιτεχνικές μας ανησυχίες. Απορρίπταμε τις τελειωμένες, συντηρητικές, ακαδημαϊκές αλήθειες για την τέχνη της μετεμφυλιακής Ελλάδας και είχαμε το «θράσος» σε αυτές τις δύσκολες συνθήκες της δικτατορίας, να φτιάχνουμε, μαζί με πολλούς άλλους βέβαια, το αλφαβητάρι  των δικών μας συγκινήσεων. Αγαπήσαμε από την αρχή τις θεατρικές παρωδίες καθώς και αυτές που ακολούθησαν  αργότερα, όπως «Ο μπαμπάς ο πόλεμος» και «Οδυσσέα γύρισε σπίτι» από το Θέατρο Τέχνης του Κάρολου Κουν. Το γεγονός αυτό μάς το καθόριζαν λόγοι σημαντικοί. Θέλαμε να αλλάξουμε τον κόσμο και τον εαυτό μας, χρησιμοποιώντας και αλλάζοντας αναγνωρίσιμα πρότυπα από μύθους, όπως αυτούς του αρχαίου παρελθόντος. Με αυτό τον τρόπο, το παρόν έπαιρνε φαντασμαγορικά τη θέση του μέσα από αντιστοιχίες, συγκρίσεις και περιγραφές, οι οποίες δημιουργούσαν ξανά και ξεπερνούσαν ακόμη και τις προθέσεις των αρχικών κειμένων. Να ανακαλύψουμε, θέλαμε, από την αρχή την αρχαία Ελληνική μυθολογία, όπως άλλωστε  και την πρόσφατη ιστορία του αντιστασιακού και κομμουνιστικού κινήματος διεθνώς αλλά κυρίως στην πολύπαθη χώρα μας, που τη σκέπαζαν τα μαύρα φεγγάρια των πραιτοριανών, νικητών του εμφυλίου. Μέσα από τα έργα αυτά γνωρίσαμε, όσα ακριβά και σπουδαία μπορούσαν να περάσουν τη λογοκρισία, όπως η μοντέρνα σκηνοθετική μαγεία του Θεάτρου Τέχνης, η μουσική του Χατζηδάκη και τα θεατρικά κείμενα του Καμπανέλλη.
     Ένα χρόνο μετά την πτώση της χούντας, το 1975,   θέλοντας να δώσουμε  «νόημα» στην ψυχαγωγία,  όπως και στη ζωή μας,   κατεβήκαμε τα σκαλιά του θεάτρου «Κάβα». Ο θίασος «Ρεπερτορίου» Χατζίσκου – Νικηφοράκη ανεβάζει το έργο του Γιάννη Ρίτσου  «Η σονάτα του σεληνόφωτος».

     Ο Ρίτσος ένας αγωνιστής – κομμουνιστής,  άξιος ποιητής της ρωμιοσύνης και του κόσμου,  σιγοψιθυρίζει εκκωφαντικά τις φωνές και τις πίκρες μας. Αλησμόνητος, όταν με την υπέροχη φωνή του απήγγελλε τα ποιήματά του και ψήλωνε ο κόσμος, αλλά και εντυπωσιακά γοητευτικός, καθώς κρατούσε το υπέροχο καμηλό παλτό του, στην πρώτη σειρά στις εκδηλώσεις του κόμματος και της νεολαίας, με έγνοια για τους απλούς εργαζόμενους και το κίνημα. Ήταν ημέρα απεργίας των ιδιωτικών εκπαιδευτικών και ευρισκόμενος σε φιλικό σπίτι, ρωτάει μαθήτρια της β’ γυμνασίου. ‘’Απήργησαν οι καθηγητές στην τάξη σου;’’ ‘’Μάλιστα, απήργησε μια νέα φιλόλογος’’,  ήταν η απάντηση. ’’Ωραία  θα της  χαρίσεις  αυτή τη  μικρή πέτρα  που  πάνω της θα  ζωγραφίσω  τώρα μια νεαρή   γυναίκα’’. Ωστόσο,  ο πρόχειρος κόκκινος μαρκαδόρος δεν ήταν ανεξίτηλος και η πέτρα πάνω στη βιβλιοθήκη μας, ολοένα ξεθώριαζε. Φυσικά ο σχολάρχης της  Ιονίου Σχολής δεν ήταν ούτε κομμουνιστής, «πολλώ δε μάλλον» ποιητής, και δεν άργησε να ζωγραφίσει την πολύ ωραία απόλυση της νεαρής φιλολόγου, έτσι, για να τον θυμόμαστε εμείς και να παραδειγματίζονται οι  άλλοι.
     Θεατές, λοιπόν, στη  «Σονάτα του σεληνόφωτος». Κι ήμαστε τόσο νέοι,  ανώριμοι και «ικανοί» επίσης να «χαιρόμαστε» τη μετριότητα μας! Θα περάσουν χρόνια και χρόνια για να ρίξουμε ένα φως πάνω στην αισθητική της όψη και να νιώσουμε τη συγκίνηση  που εκπέμπει το βάθος του ποιητικού κειμένου.  Εδώ, ο ποιητής, ο πάντοτε παρών στην εποχή του,  φαίνεται να αφήνει  το ηρωικό πνεύμα,  προκειμένου να κάνει μια εσωτερική αναζήτηση, ιδεολογική και υπαρξιακή. Η απεικόνιση του σκηνικού ορίζεται στον πρόλογο του ποιήματος με ακρίβεια από τον ποιητή: Ανοιξιάτικο βράδυ. Ένα  δωμάτιο παλιού σπιτιού. Μια ηλικιωμένη γυναίκα, ντυμένη στα μαύρα, μιλάει σ’ ένα νέο. Δεν έχουν ανάψει φώς. Απ’ τα δύο παράθυρα μπαίνει ένα αμείλικτο φεγγαρόφωτο.
   Ολόκληρος ο μονόλογος  του έργου στοιχειώνεται από την φράση, με την οποία αρχίζει και τελειώνει  το έργο, «Άφησέ με να έλθω μαζί σου» η οποία επαναλαμβάνεται 15 φορές στο έργο.  Έχουν περάσει πάνω από 35 χρόνια και αυτό το μοτίβο  με την  εκφορά του λόγου της Νικηφοράκη  είναι το πρώτο πράγμα που μας ακολουθεί και παραμένει ολοζώντανο στη μνήμη μας. Αυτή είναι η δραματική  επίκληση  της γυναίκας που θέλει να  της επιτρέψει ο νέος να τον ακολουθήσει,  ενώ αντιλαμβάνεται ότι η πρόθεσή του  είναι να την εγκαταλείψει.  Να πάει μαζί του: λίγο πιο κάτω, ως την μάντρα του τουβλάδικου, ως εκεί που στρίβει ο δρόμος και φαίνεται  η πολιτεία.
     Η πολιτεία,  που θα της δώσει τα φτερά να πετάξει  με μια αίσθηση ελευθερίας και ανωνυμίας και καταισχύνης της φθοράς του χρόνου  των ιδεολογιών και των πραγμάτων. Tην πολιτεία, το «καινούργιο» με τις αντιθέσεις του,  δεν το  εξιδανικεύει, γνωρίζει τα θετικά και τα αρνητικά του και είναι πλέον αργά, δεν μπορεί και η ίδια να το ακολουθήσει. Ωστόσο επιθυμεί  να βγει μόνη της προκειμένου:  να δει την  πολιτεία με  τα ροζιασμένα χέρια της, την πολιτεία του μεροκάματου, την πολιτεία που ορκίζεται στο ψωμί και στη γροθιά της … 
       Ο ποιητής κρίνει, σκέπτεται, ωριμάζει, ψάχνει κάτι καινούργιο στο σημαδιακό  έτος 1956 που έγραψε τη σονάτα. Μόλις έχει γυρίσει από την Σοβιετική Ένωση  με  ένα βραβείο  Λένιν στο χέρι αλλά  και με τον απόηχο του περίφημου  20ου συνεδρίου του ΚΚΣΕ το οποίο έφερνε τα απάνω κάτω στην οικοδόμηση του  σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ που με τόσες δυσκολίες  αλλά και τόσες ασύλληπτες νίκες, επαναστατικές μέχρι τότε, είχε οικοδομηθεί.
     Ό,τι  και να συμβολίζει η γυναίκα  με τα μαύρα,  ό,τι και να συμβολίζει η «πολιτεία», μπορεί ακόμη και να παραμερίσει, προκειμένου να περάσει η συγκίνηση της θέασης των πραγμάτων του σκηνικού, καθώς και η σουρεαλιστική περιγραφή τους στις στροφές του ποιήματος. Αυτό είναι λοιπόν το δεύτερο πράγμα που παραμένει  αρχέτυπο και αναλλοίωτο  στη θύμησή μας από τότε. Είναι φυσικό λοιπόν να μας  φέρει  τρικυμία, όταν μετά από 30 χρόνια, στις 30 Απρίλη του 2006, στο Ριζοσπάστη,  διαβάζουμε  ένα εμπνευσμένο προοδευτικό άρθρο, γραμμένο από το ζακυνθινό  ιστορικό του Μουσείου Μπενάκη, Δημήτρη Αρβανιτάκη με τίτλο «Γιάννης Ρίτσος - Ποιητής μιας νέας... Πρωτομαγιάς του κόσμου».
     Το άρθρο αρχίζει με τη φράση: «Έχω σταθεί συχνά μπροστά σε κείνο που ονομάζεται "νεκρή φύση"». Τι είναι, άραγε, αυτό; Είναι κάτι παραπάνω από μια άσκηση παιχνιδίσματος του φωτός, μια σπουδή του τρισδιάστατου της πραγματικότητας; Όλα αυτά μπορεί να τα σκεφτεί κανείς, μέχρις ότου δει τις "νεκρές φύσεις" του Σεζάν. Γιατί εκεί αναγνωρίζει κάτι περισσότερο: οι νεκρές φύσεις είναι ένας κόσμος. Κι όσο κι αν έχει ξεφτίσει η ετυμολογία, ας την ξαναθυμηθούμε: στα ελληνικά, κόσμος σημαίνει τάξις, ευπρέπεια και μέθοδος. …και συνεχίζει παρακάτω …  τι γυρεύουν τόσα πολλά αντικείμενα - πράγματα μέσα στην ποίηση του Ρίτσου; Μια ποίηση που ξεχειλίζει από πράγματα: πράγματα γλαυκά, ασπαίροντα, ολόφωτα, στο σκιόφως, εκπεπτωκότα, πράγματα σημαίνοντα... Δεν πρόκειται όμως εδώ για τον τρόμο του κενού, αλλά για συμπαντική δημιουργία: Ο ποιητής, με τη μοναξιά και την υπομονή του δημιουργού, πλαστουργεί τον κόσμο από την αρχή. Τα αντικείμενα, που ο εγωιστικός ανθρώπινος λόγος τα ονόμασε "άψυχα", αυτά ορίζουν το μέτρο του ανθρώπινου παραδείσου. Υπακούουν στον μέγιστο νόμο της φθοράς, και απεικονίζουν την ανθρώπινη μοίρα: αναγιγνώσκοντας αυτή τη μοίρα στο πρόσωπο των πραγμάτων, ο άνθρωπος εξοικειώνεται μαζί της, μαθαίνει να αρμόζεται στον κόσμο: κι η αρμογή αυτή παίρνει το νόημα της ηθικής. Η ύλη, λοιπόν, κι όχι ο θεός και οι υπερκόσμιοι νόμοι, μας διδάσκει την ηθική και την αλήθεια της μοίρας. Κι έτσι τα αντικείμενα ορίζουν τις συντεταγμένες του ανθρώπινου πάθους, του πάθους εκείνου που ένας λόγος οξύτερα σοφός, θα ονόμαζε τραγωδία. Τι είναι ο άνθρωπος και ποιος ο δρόμος του; Ας ρωτήσουμε τα πράγματα να μας το πουν. Πού κατοικεί άραγε η Γυναίκα της "Σονάτας του σεληνόφωτος"; 

"Τούτο το σπίτι στοίχειωσε, με διώχνει -
θέλω να πω έχει παλιώσει πολύ, τα καρφιά ξεκολλάνε,
τα κάδρα ρίχνονται σα να βουτάνε στο κενό,
οι σουβάδες πέφτουν αθόρυβα
όπως πέφτει το καπέλο του πεθαμένου απ' την κρεμάστρα στο σκοτεινό
διάδρομο
όπως πέφτει το μάλλινο τριμμένο γάντι της σιωπής απ' τα γόνατά της
ή όπως μια λουρίδα φεγγάρι  στην παλιά,
ξεκοιλιασμένη πολυθρόνα.’’
("Η σονάτα του σεληνόφωτος", σ. 46).

      Στη μεταβατική περίοδο από τη δικτατορία στη μεταπολίτευση, που δυστυχώς «όλα αλλάζουνε  και όλα τα ίδια μένουν», γίνονται προσπάθειες μιας ανασύνταξης της θεατρικής πράξης: στην πρώτη φάση  για να ξεγελάσουν με αλληγορίες  και υπαινικτικά σύμβολα τους λογοκριτές της χούντας, να αφυπνίσουν τους θεατές και να αμφισβητήσουν όλο το θεατρικό κατεστημένο, όπως προαναφέρθηκε. Μια τέτοια παράσταση  ήταν η αλληγορική και συμβολική παράσταση διαμαρτυρίας «Το μεγάλο μας τσίρκο» του Ιάκωβου Καμπανέλλη, από τον θίασο Καζάκου-Καρέζη. Η παράσταση ανέβηκε με εμπόδια από τη λογοκρισία, το 1973, μέσα στην χούντα, στο θέατρο «Αθήναιον». Στοιχειώθηκε από τη μουσική και τα τραγούδια του Σταύρου Ξαρχάκου και άφησε εποχή. Δυστυχώς σήμερα, μετά από σαράντα χρόνια, διαβάζουμε στο «Ριζοσπάστη»: «Η παράσταση του ΚΘΒΕ "Το μεγάλο μας τσίρκο", που γράφηκε την περίοδο της χούντας και δε μπορούσε να πει τα πράγματα με το ταξικό τους όνομά, μιλούσε για τον πατριωτικό αγώνα του λαού ενάντια στις ξένες δυνάμεις. Το ΚΘΒΕ σήμερα, όχι μόνο δεν απελευθέρωσε το περιεχόμενό του, αλλά του έδωσε και μια πιο συγκαταβατική μορφή, καταργώντας τα όποια ριζοσπαστικά στοιχεία της τότε σκηνοθεσίας, π.χ. πανό και πλακάτ πάνω στη σκηνή, και, ενώ το έργο έκλεινε με το "λαέ μη σφίγγεις άλλο το ζωνάρι", τώρα τελειώνει με το "Ορέστη από το Βόλο, Μαρία απ' τη Σπάρτη κ.λπ.". Και αυτή είναι στρατευμένη τέχνη. Στρατευμένη στο να μας δείχνει πώς να δράσουμε για να μην αλλάξει ο κόσμος».
      Το «Ελεύθερο θέατρο», το οποίο ιδρύθηκε  και αυτό στις αρχές της δεκαετίας του ’70 μέσα στην δικτατορία, όχι μόνο προσπάθησε να υπονομεύσει  και να καταγγείλει την έλλειψη ελευθερίας από την χούντα αλλά και να επιβάλει  μια πρωτόγνωρη, για την εποχή του βεντετισμού στο θέατρο, συλλογικότητα μιας ομάδας νέων καλλιτεχνών σε προοδευτική κατεύθυνση.  Όλοι μαζί είχαν λόγο για τη σκηνοθεσία και τα κείμενα, γινόταν οι ίδιοι πρωταγωνιστές φτιάχνοντας τη δική τους μανιέρα. Μεταξύ των ιδρυτών του θεάτρου αυτού ήταν οι Παναγιωτοπούλου, Φασουλής, Αρζόγλου, Χρυσομάλλης, Χατζησάββας,   και ο  Κηλαηδόνης. Το «Ελεύθερο θέατρο» ανέδειξε, μεταξύ πολλών άλλων πραγμάτων, ένα σύγχρονο είδος επιθεώρησης η οποία, αφήνοντας πίσω την λογοκριμένη παρακμάζουσα κλασική Επιθεώρηση, μπορούσε να εκφράσει τις καλλιτεχνικές ανησυχίες και τα πολιτικά – κοινωνικά μηνύματα των συντελεστών. Η παράσταση, για παράδειγμα, «..Κι εσύ χτενίζεσαι» των Μποστ, Γ. Σκούρτη και της ομάδας του Ελεύθερου Θεάτρου υπήρξε μια επιθεώρηση, όπως και τόσες άλλες, άφησαν εποχή.
        Η επιθεώρηση - για να κάνουμε μια σύντομη μνεία στην ιστορική της εξέλιξη – εμφανίστηκε, για πρώτη φορά, γύρω  στα 1830, στη Γαλλία και αποτελείτο από ξεχωριστές σκηνές με χορογραφικά, μουσικά και φωνητικά νούμερα και είχε επίκαιρο χαρακτήρα. Στην  Ελλάδα αυτό το ξεχωριστό  είδος  εμφανίστηκε το 1894, αξιοποιώντας την  αριστοφανική σατιρική παράδοση. Ονομάζεται συνήθως  ''Αθηναϊκή Επιθεώρηση'' και οριοθετείται μέσα από εντυπωσιακές παραστάσεις, με εμπορικές και απλουστευτικές πολλές φορές καλλιτεχνικές εκδοχές μιας κοινωνικής και πολιτικής σάτιρας. Όλα αυτά, καθώς και το γεγονός ότι την υπηρετούν λαϊκοί κωμικοί ηθοποιοί με σπάνιο πηγαίο ταλέντο, την κάνουν δημοφιλή  στο πλατύ κοινό, οι ίδιοι δέ, γίνονται αναγνωρίσιμοι και λατρεμένοι από τον πολύ κόσμο,  όταν πρωταγωνιστούν στις ταινίες του εμπορικού ελληνικού κινηματογράφου.  Βέβαια, αυτούς τους λαϊκούς ηθοποιούς τούς θεωρούμε εντελώς μα εντελώς δικούς μας ανθρώπους  και δε θα διαφωνήσουμε με τον Κάρολο  Κουν, όταν μονολογούσε «ας είχα εγώ έναν Αυλωνίτη και θα σας τους χάριζα όλους», ούτε με την υπερβολική, ίσως, Ειρήνη Παπά, όταν  ομολογούσε: «οι πιο σπουδαίοι ηθοποιοί στην Ελλάδα, είναι αυτοί της επιθεώρησης.»
        Να ήταν αυτό  ένας από τους λόγους, που κατά το καθημερινό κυνηγητό της αστυνομίας μετά τα γεγονότα της Νομικής,  εφ’ όσον δεν προλαβαίναμε να μπούμε στην Φοιτητική Λέσχη, όπου ίσχυε το άσυλο, βρίσκαμε καταφύγιο στη στοά Χατζηχρήστου; Θυμάμαι, λες και ήταν χθες, σε ένα τέτοιο τρεχαλητό, μια νεαρή σαν και εμένα φοιτήτρια, τρέχοντας και αυτή, να με τραβάει  από το  χέρι και με ένα ουρλιαχτό να με ρωτά γιατί τρέχω. Ο φόβος υπήρξε ο κακός σύμβουλός μας,  που δυστυχώς για εμάς, δεν ήταν ο «φόβος των γενναίων».  Ένας άλλος λόγος, που νιώθαμε οικείο το περιβάλλον αυτής της στοάς, ίσως να ήταν το γεγονός  ότι εκεί, απέναντι από το θέατρο Χατζηχρήστου, υπήρχε και η Σοβιετική αγορά. Ένα μικροσκοπικό  κατάστημα  με προϊόντα από την τότε Σοβιετική Ένωση, που  για εμάς  η χώρα αυτή ήταν ο κόσμος όλος. 
     Ωστόσο, τη χειμερινή περίοδο 1974-1975 στο θέατρο «Χατζηχρήστου»,  παραμερίζοντας τις κουλτουριάρικες αισθητικές  μας, παρακολουθήσαμε  την  εμπορική επιθεώρηση «που τα λέει όλα» με τίτλο  «Απ’ το πουλί …. στη βουλή», για να δούμε και εμείς επί σκηνής τους Χατζηχρήστο, Καλουτά, Ντορ, Λειβαδίτη, Στολίγκα.
      Από τότε, φτάσαμε στο 1997, προκειμένου να παρακολουθήσουμε  άλλη μια φορά επιθεώρηση και μάλιστα στο Εθνικό θέατρο. Η παράσταση αυτή ήταν η υλοποίηση  μιας επιθυμίας του διευθυντή του Εθνικού θεάτρου Νίκου Κούρκουλου να ανεβάσει στο Εθνικό Θέατρο  ένα θέαμα αφιερωμένο στα εκατό χρόνια της  Αθηναϊκής επιθεώρησης. Ο τίτλος της ήταν «Βίρα της άγκυρες» και είχε γραφτεί  από το δίδυμο Παπαθανασίου – Ρέπα  και σκηνοθετηθεί από το Σταμάτη Φασουλή.
     Ήταν μια ποιοτική υπερπαραγωγή. Ο Γιώργος Ασημακόπουλος,  υπεύθυνος για τα σκηνικά και τα κοστούμια  της παράστασης αναφέρει: «Βέβαια τα χρόνια περνούσαν, δούλευα πολύ, έκανα έργα που  αγάπησα, αλλά πολύ μεγάλο τίποτα… Ως την στιγμή που έφθασε στα χέρια μου το βίρα τις άγκυρες: 95 σκηνές από το 1893 μέχρι σήμερα, αμέτρητοι ρόλοι, με άπειρες αλλαγές ο καθένας, κοστούμια όλης της τελευταίας εκατονταετίας – πράγμα που δεν είχε ξαναγίνει στα ελληνικά θεατρικά χρονικά! Ρούφηξα το έργο μετρώντας τα κοστούμια: 849!  Νόμισα πως έκανα λάθος στην πρόσθεση. Όχι! Το «μεγάλο» χτύπησε την πόρτα μου. Η επιθυμία τόσων ετών έγινε πραγματικότητα».
     Όμως η επιθεώρηση δεν είναι μόνο  τα φαντασμαγορικά σκηνικά, φώτα, κοστούμια και χορευτικά  ούτε οι σατιρικές  ανασκευές  απλοϊκών τραγουδιών,  τα οποία, στο πλαίσιό της,  υπονομεύονται πλήρως και μέσα από εκκωφαντικές μουσικές, παίρνουν άλλους δρόμους και άλλα νοήματα. Αντίθετα, η επιθεώρηση έχει τη δυνατότητα να προσφέρει την τόσο απαραίτητη για εμάς, μελαγχολία της σιωπής. Όχι μόνο διότι συνηγορούμε  στο γεγονός ότι « η μυστική πηγή του χιούμορ είναι η θλίψη» αλλά και διότι  συμφωνούμε στα λόγια των συγγραφέων της παράστασης: «Οι  άνθρωποι της επιθεώρησης ήταν και είναι οι παρίες της τέχνης, που σκαλίζουν τα αραβουργήματά τους στο ευτελές και θνησιγενές υλικό της επικαιρότητας, που όταν παρέλθει συμπαρασύρει στη λήθη και τα έργα τους. Εκεί οφείλει τη μελαγχολική της χάρη και η επιθεώρηση. Περιέχει τον ίδιο της το θάνατο, τη στιγμή που σκάει ο πιο ζωντανός χυμός της μ’ ένα τρανταχτό γέλιο. Αν η Κωμωδία σε σχέση με το Δράμα είναι η δευτερότοκη κόρη του θεάτρου μας, η Επιθεώρηση είναι σίγουρα η ψυχοκόρη».
     Ίσως, για το λόγο αυτό, πολλοί μεγάλοι κωμικοί, παρά το γεγονός ότι είχαν μεγάλες επιτυχίες στις γυναίκες, αν και τις περισσότερες φορές ήταν άσκημοι και φυσικά έκαναν τους θεατές να ξεκαρδίζονται στα γέλια,  διακρίνονταν συνήθως από εσωστρέφεια και θλίψη. Δικαιώνουν και οι ίδιοι τις συγκινητικές εξομολογήσεις, του σκηνοθέτη της παράστασης  Σταμάτη Φασουλή: «Όσο για την Επιθεώρηση, χρόνια τη δουλεύω κι είναι σαν να μην τη συνάντησα ποτέ. Μόνο μια φορά στον ύπνο μου ήλθε, ντυμένη γυναίκα. Είχε στο στήθος κεντημένο, τεράστιο, ένα σπάνιο τριαντάφυλλο, που πολλοί έλεγαν πως τον καιρό των  ερώτων μοσχοβόλαγε. Κι όταν της είπα πόσο την ζηλεύω, εκείνη μισόκλεισε τα μάτια κι είπε με τη σπασμένη φωνή: «Ξέρετε, μου το κέντησαν κατάσαρκα, σταυροβελονιά, και χωρίς αναισθησία, ούτε καν τοπική. Έπρεπε να `μουν ξύπνια και ευαίσθητη στον πόνο για να πιάσει το λουλούδι, και να μη μείνει  στο στήθος μου για πάντα μαραμένο το τριαντάφυλλο της ζωής μου».
     Τα παραπάνω απαντούν και   σε  όσους αναρωτηθούν γιατί κάνουμε τόσες αναφορές στην επιθεώρηση που τόσα μπορεί κάποιος να της καταμαρτυρήσει. Ασφαλώς, γνωρίζουμε κι εμείς ότι, πέρα από εξαιρέσεις και παρά το ταλέντο των συντελεστών της, παραμένει σε γενικές γραμμές, «ιδεολογικά άστατη και ανερμάτιστη» περιφέροντας τις αισθητικές της αβαρίες στο θεατρικό γίγνεσθαι.  
       Είναι γεγονός, και δεν διστάζουμε να πούμε, ότι δεν  περνούσαμε την πόρτα μιας θεατρικής σκηνής, προκειμένου να συμμετάσχουμε σε ένα σεμινάριο που αναζητούσε  τα ακριβή όρια μιας κοσμοθεωρίας.  Φυσικά, δε ζούμε να μην ανήκουμε πουθενά, δεν είμαστε αισθητικά αστράτευτοι, μας ενδιαφέρει η επίδραση της οικονομικής, κοινωνικής και φυσικής  πραγματικότητας πάνω στην τέχνη, κυρίως δε η αναζήτηση του θεού στον οποίο πιστεύει και κάνει σπονδές στις διάφορες εποχές η τέχνη, ανέκαθεν στρατευμένη. Η τέχνη αρχικά ορίζεται από τη μαρξιστική θεωρία ως μια μορφή κοινωνικής συνείδησης, μια ιδιαίτερη μορφή υποκειμενικής αντανάκλασης της πραγματικότητας, μέσα από καλλιτεχνικές εικόνες. Ο Μαρξ λέει ότι η τέχνη βρίσκεται  στην προέκταση της εργασίας. Είναι μια από τις μορφές εξανθρώπισης της φύσης, του ξανακτίσιματος του κόσμου.
     Συγχρόνως, δεχόμαστε τα ιστορικά δρομολόγια και τις οδοιπορίες των επαναστατικών επεξεργασιών για την τέχνη,  όπως  αυτές  που καταγράφονται  μέχρι τις μέρες μας.  Παράδειγμα, η  ομιλία της Ελένης Μηλιαρονικολάκη,  στο πρώτο σεμινάριο που διοργάνωσαν  το Μάρτη του 2014 στην Αθήνα η ΤΟ Καλλιτεχνών της ΚΟΑ και η Επιτροπή Φεστιβάλ ΚΝΕ - «ΟΔΗΓΗΤΗ», στο πλαίσιο της πρωτοβουλίας - πρόσκλησης για δημιουργία πρωτότυπου καλλιτεχνικού έργου. Μεταξύ πολλών άλλων η εισήγηση αυτή αναφέρει: «Η τέχνη ως  εργαλείο ανάλυσης, κατανόησης και παρέμβασης στην πραγματικότητα είναι τελικά μια μορφή εργασίας….. η τέχνη είναι η προσπάθεια να κατακτήσει ο άνθρωπος τον κόσμο με έναν άλλο τρόπο, τον αισθητικό, με το συνδυασμό δηλαδή αισθήσεων, γνώσεων, συναισθημάτων και πρακτικής εργασίας. Αντίθετα με την επιστήμη, στην τέχνη υπάρχει και υποκειμενισμός, αφού σε αυτή συμμετέχει ολόκληρος ο ανθρώπινος ψυχισμός. όχι μονάχα η νόηση αλλά και το συναίσθημα και η βούληση. …. Έχει δηλαδή την ιδιότητα να αλλάζει τον άνθρωπο και μέσα από αυτόν, τον κόσμο. Είναι αυτό που εννοεί ο Μπρεχτ όταν γράφει ότι το δικό μας θέατρο δεν αρκείται στην αναγνώριση της πραγματικότητας αλλά πρέπει να διεγείρει και να οργανώνει τις διαθέσεις για την αλλαγή της…. Όσο ανούσια και φτωχή είναι η υποτιθέμενη μη στρατευμένη τέχνη, η τέχνη που εξαιρεί από το πεδίο των ενδιαφερόντων της τα βασικά στοιχεία που καθορίζουν την κοινωνική ζωή, όπως η οικονομία και η πολιτική, άλλο τόσο είναι και η τέχνη που βασίζεται σε έτοιμα προκατασκευασμένα σχήματα …. Οι πιο βαθιές και αξέχαστες συγκινήσεις βασίζονται στην ενότητα του συναισθήματος με τη νόηση. Ο Ενγκελς, αναφερόμενος στη λογοτεχνία, συχνά τόνιζε ότι όσο πιο κρυμμένες μένουν οι απόψεις του δημιουργού, όσο δηλαδή δεν τις υπογραμμίζει αλλά τις αφήνει να αποκαλύπτονται και να ανακαλύπτονται μέσα από την πλοκή, τόσο το καλύτερο για το έργο τέχνης. "Η στράτευση, κατά τη γνώμη μου, πρέπει να αντλείται μέσα απ' την ίδια την κατάσταση κι από τη δράση, χωρίς να αναφέρεται συγκεκριμένα...", έγραφε. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αντιμετώπισης της τέχνης ως μορφής εργασίας είναι το έργο του Μπρεχτ. Θα προσέξατε ότι ο Μπρεχτ συνήθως δε δίνει απάντηση στα προβλήματα που θέτει: Ψάξε αγαπητό κοινό, ανακάλυψε, βρες τη λύση κ.λπ. είναι μια επίκληση που υπάρχει έντονα στο θέατρό του …                        
          Μια σημαντική πλευρά της δημιουργικής εργασίας που χρειάζεται να προσεχτεί και να διαφυλαχτεί είναι η ενότητα ανάμεσα στη μορφή και το περιεχόμενο.  Αν ο δημιουργός δώσει την έμφασή του στη μορφή, σύμφωνα μάλιστα και με τις επιταγές της αστικής αισθητικής, τότε το έργο του θα ξεπέσει στο φορμαλισμό, μπορεί προσωρινά να προκαλέσει κάποια αισθήματα αλλά τελικά θα είναι στείρο και νεκρό. Συγκρίνετε τα έργα του Βάρναλη, άψογα τεχνικά, πριν γίνει κομμουνιστής, τα διονυσιακά με τα μετέπειτα. Αν πάλι δε φροντίσει τη μορφή και σταθεί μόνο στο περιεχόμενο, τότε δεν είναι τέχνη, γιατί αναμφίβολα το ειδοποιό χαρακτηριστικό της τέχνης, σε σχέση με τις άλλες μορφές εργασίας, είναι να προκαλεί αισθητική απόλαυση. ….  Μορφή και περιεχόμενο είναι διαλεκτικό ζεύγος. Το περιεχόμενο είναι το δυναμικό στοιχείο αυτού του ζεύγους, το πρωταρχικό. Όμως το περιεχόμενο πρέπει να διεισδύει στη μορφή, όπως και το αντίθετο: Η μορφή διεισδύει στο περιεχόμενο. Η μορφή μπορεί εντελώς να καταστρέψει ένα καλό περιεχόμενο αν δεν είναι κατάλληλη. Όταν το περιεχόμενο βρει την καλύτερη έκφρασή του βρίσκει τη μορφή του… Οι σημερινοί καλλιτέχνες - δημιουργοί διαθέτουν ένα σπουδαίο εργαλείο για να ανταποκριθούν στο σύγχρονο κοινωνικό ρόλο τους, το σοσιαλιστικό ρεαλισμό, που, αν θέλουμε να τον ορίσουμε σύντομα, είναι η τέχνη που εκφράζει την αναγκαιότητα του σοσιαλισμού - κομμουνισμού. Ένα καλλιτεχνικό ρεύμα ή καλύτερα μια μέθοδος που - παρότι στη σύντομη ως σήμερα διαδρομή της ταλαιπωρήθηκε από λάθη και παρεκκλίσεις και δεν έδωσε ακόμη τους πιο ώριμους καρπούς της - υπερέχει απ' όλα τα καλλιτεχνικά ρεύματα. … η κοσμοθεωρία αυτή δεν είναι δόγμα αλλά μέθοδος ανάλυσης, κατανόησης και παρέμβασης στην πραγματικότητα».
      Οι παραπάνω σκέψεις και το γεγονός ότι σήμερα οι μπαλαρίνες των Μπολσόι «χορεύουν» στα σκυλάδικα για λίγα ευρώ, μας επιτρέπουν να ανασύρουμε στη θύμησή μας τα λόγια του Λουνατσάρσκι που από το 1917 δρασκελάνε τις εποχές: «Αν η Επανάσταση μπορεί να δώσει στην Τέχνη την ψυχή της, τότε η Τέχνη μπορεί να γίνει η φωνή της Επανάστασης»!
                              
Μάης 2014

                                                                      ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
Related Posts with Thumbnails