Γράφει ο ΠΑΥΛΟΣ ΦΟΥΡΝΟΓΕΡΑΚΗΣ
Η γαλήνη της ψυχής, η ευθυμία, αποτελεί ανέκαθεν το σημαντικότερο ζητούμενο των ανθρώπινων κοινωνιών και οι αρχαίοι Έλληνες σκαπανείς του πνεύματος μέσα από το φιλοσοφικό τους λόγο, πεζό και ποιητικό, προσπάθησαν να βοηθήσουν τον θλιμμένο και αναστατωμένο άνθρωπο. Φρόντισαν να τον καταστήσουν ικανό να μπορεί ν’ αντιμετωπίσει ενεργά και με ισορροπημένη διάθεση τις αντίξοες περιστάσεις, ώστε να μπορεί να οδηγηθεί στην εσωτερική ευδαιμονία.
«γιατί με τις περιστάσεις δεν στέκει να θυμώνουμε
αυτές δεν νοιάζονται για τίποτε
αλλά εκείνος που συναντώντας τε μπορέσει
να τις εκμεταλλευτεί σωστά
θα ευτυχήσει» (Ευριπίδης).
Ο Πλάτων παρομοίαζε τη ζωή με παιχνίδι κύβων: στη ζωή είναι ανάγκη, όχι μόνο να ρίχνει κανείς την πιο συμφερτική ζαριά, αλλά αφού την ρίξει να την χειριστεί σωστά . Από τα δύο αυτά η ζαριά δεν είναι στο χέρι μας, στο χέρι μας ωστόσο είναι να ορίζουμε τη θέση στο καθετί που μας φέρνει η τύχη. Οι συνετοί άνθρωποι, σαν τις μέλισσες κορφολογούν ό,τι χρήσιμο υπάρχει στις περιστάσεις και το επωφελούνται.
Κατά τον Πλούταρχο (σημαντικό μελετητή των αρχαίων συγγραφέων), οι πιο πολλοί αντιπαρέρχονται ό,τι καλό και ευάρεστο κατέχουν και σπεύδουν προς τα δυσάρεστα και άθλια. Είναι αλλόκοτο να στενοχωριέται κανείς για ό,τι χάνει αντί να χαίρεται για ό,τι του μένει. Σαν τα μικρά παιδιά, που αν τους πάρεις ένα από τα πολλά τους παιχνίδια, πετάνε χάμω και όλα τα άλλα και κλαίνε και σκούζουν, όμοια κι εμείς, αν σε κάποιο πράγμα μάς ενοχλήσει η τύχη, με τους οδυρμούς και τις δυσφορίες μας αχρηστεύουμε και καθετί άλλο για τον εαυτό μας. Δεν πρέπει να παραβλέπουμε ακόμα και τα πιο κοινά πράγματα, αλλά να τα λογαριάζουμε κατά την αξία τους και να νιώθουμε ευγνώμονες που ζούμε, υγιαίνουμε και βλέπουμε τον ήλιο…
Οι περισσότεροι, καθώς έλεγε ο Αρκεσίλαος (315-241π.Χ.), νομίζουν ότι σωστό είναι να εξετάζουν, με κάθε ακρίβεια και εξονυχιστικά τα «ποιήματα» των άλλων, αλλά για τη ζωή τους, που πολλές παρέχει αφορμές για τερπνή ανασκόπηση, δεν νοιάζονται, καθώς κοιτάζουν διαρκώς προς τα έξω θαυμάζοντας τις υπολήψεις και τύχες των άλλων, όπως οι μοιχοί τις ξένες γυναίκες, καταφρονώντας όμως τον εαυτό τους και τα δικά τους πράγματα. Και ο λυρικός ποιητής Αρχίλοχος επίσης ούτε ζηλεύει ούτε φθονεί τα έργα και τα πλούτη των άλλων:
«δεν με νοιάζουνε τα πλούτη του πολύχρυσου Γύγη
ούτε ποτέ τα ζήλεψα, κι ούτε φθονώ
των θεών τα έργα, τη μεγάλη τυραννίδα δεν ποθώ,
γιατί μακριά πολύ τα μάτια μου στέκουν».
Όταν ο Σωκράτης άκουσε κάποιον να μιλάει για τη μεγάλη ακρίβεια στην πόλη («μια μνα το χωριάτικο κρασί! Τρεις η πορφύρα! Πέντε δραχμές η κοτύλη το μέλι!») τον πήρε και τον πήγε στα κριθάρια(«ένας οβολός το ημίεκτο! Φτήνια που υπάρχει στη πόλη!») και ύστερα στις ελιές(«δύο χάλκινα νομίσματα η χοίνικα!») κι ύστερα πάλι στις εξωμίδες («δέκα δραχμές η εξωμίδα! Φτήνια που υπάρχει στην πόλη!»).1 Πόσο ταράζει τη γαλήνη της ψυχής μας η μονόπλευρη όψη των πραγμάτων, η μόνιμη αίσθηση μιας τρισάθλιας βιωτής!
Στη χώρα μας, σήμερα, μοιάζουμε με κανθάρους (σκαθάρια) που, όπως διηγιόντουσαν στην αρχαία Όλυνθο, εισόρμησαν σε κάποιο μέρος λεγόμενο Κανθαρόλεθρο και, μη μπορώντας να βγουν έξω, στριφογύριζαν επί τόπου σε κύκλους ώσπου ψόφησαν. Η θύμηση των σύγχρονων συμφορών βυθίζει τους απαίδευτους σε μόνιμη ασφυξία και απραξία που οδηγεί στην κοινωνική και ατομική καταστροφή.
«Μένεις αλώβητος στη συμφορά αν την αρνείσαι»,
πρέπει να ‘χουμε πάντα πρόχειρο το λόγο αυτό του Μενάνδρου. Η άρνηση όμως δε σημαίνει αδράνεια, το νέκρωμα της αίσθησης δεν είναι φάρμακο κατάλληλο, ώστε να γλιτώσει το σώμα από την οδύνη:
«μένε, ταλαίπωρε, στο στρώμα σου ακίνητος» (Ευριπίδης).
Δεν είναι καλύτερος γιατρός της ψυχής εκείνος που γυμνώνει την ψυχή από κάθε ταραχή και κάθε λύπη με τη μαλθακότητα, την προδοσία των φίλων, συγγενών και της πατρίδας. Η απραξία μόνη της οδηγεί τον άνθρωπο σε απελπισία, όπως τον ομηρικό Αχιλλέα:
«Ωστόσο όλος οργή καθότανε στα γοργά καράβια
ο αρχοντογεννημένος γιος του Πηλέας, ο γοργοπόδαρος
ο Αχιλλέας.
Κι ούτε στη σύναξη που λαμπρύνει τους άντρες πήγαινε ποτέ του
ούτε και στον πόλεμο, μόνο τα σωθικά του τά ΄τρωγε η πίκρα
που εδώ καθόταν, αν και ποθούσε τον πόλεμο και την αντάρα του».
Η καθημερινή απομόνωση του σύγχρονου θλιμμένου ανθρώπου τροφοδοτεί την ψυχή του με το φαρμάκι της πίκρας, που μακάρι όμως να φουσκώνει και τον ασκό της οργής και να φτιάχνει πανοπλίες, ασπίδες και ξίφη ενάντια σ΄ όσους επιβουλεύονται τις πηγές της ευθυμίας, τη γιορτή της ζωής.
Ο Διογένης, βλέποντας τον οικοδεσπότη του στη Λακεδαίμονα να ετοιμάζεται ενθουσιαστικά για κάποια γιορτή, είπε: «δεν είναι αλήθεια πως κάθε μέρα είναι για τον αγαθό άνθρωπο και μια γιορτή; Και μάλιστα λαμπρότατη, αν μας διακρίνει η φρόνηση!» Και στη γιορτή αυτή φωλιάζει η παλίντροπος αρμονία του σύμπαντος, σύμφωνα με τον Ηράκλειτο. Μια εσωτερική, δηλαδή, σύνδεση ανάμεσα στα αντίθετα που εξασφαλίζει τη συνοχή τους.
΄Ετσι, δίχως να περιμένει κανείς τις καθιερωμένες γιορτές για να ευφρανθεί με το μισθωμένο γέλιο των χορευτών και των πανηγυριώτικων τελετών, πρέπει να πλευρίζει το μέλλον άφοβα και ατάραχα, γεμάτος καλόγνωμη και πασίχαρη ελπίδα, να συνταιριάζει αρμονικά τις όμορφες με τις άσχημες πλευρές της ζωής του και να νιώθει για πάντα τη γαλήνη της ψυχής, την πολυπόθητη ευθυμία.
Ζάκυνθος, 17-8-2012
Λεξιλόγιο:
1. Η μνα, ο οβολός τα χαλκά και οι δραχμές ήταν νομισματικές μονάδες. Η κοτύλη, το ημίεκτον και η χοίνιξ ήταν μέτρα χωρητικότητας και βάρους. Η εξωμίς ήταν ανδρικό ένδυμα χωρίς χειρίδες, που άφηνε τα χέρια γυμνά ως τους ώμους.
Βασική βιβλιογραφία:
Πλουτάρχου Περί Ευθυμίας «Για τη Γαλήνη της ψυχής» εκδ. στιγμή Αθήνα 2000.