Ὁ Θεὸς μᾶς χάρισε τὴ μνήμη γιὰ νὰ θυμόμαστε. Νὰ θυμόμαστε ἀνθρώπους καὶ
γεγονότα, δίχως νὰ
ρυπαίνουμε αὐτὴ τὴ
μεγάλη ἀρετὴ καὶ εὐλογία
μὲ τὴν ἀποτρόπαιη μνησικακία ποὺ δηλητηριάζει τὸ νοῦ καὶ τὴν
καρδιά: Αὐτὰ τὰ
θησαυροφυλάκια ὅπου
φυλάσσονται κορυφαῖες
στιγμὲς τοῦ
χρόνου καὶ τοῦ καιροῦ ποὺ πέρασε, ὡστόσο διατηρεῖται,
μέχρι τὴν ὥρα ποὺ θ᾿ ἀναχωρήσει κανεὶς ἀπό τὰ ἐπίγεια,
φωτεινὸς καὶ
ψιχαλισμένος μὲ ἄχνα δακρύων.
Ἀπὸ τὶς περιούσιες στιγμὲς ποὺ
σημάδεψαν τὴ ζωή
μου ἦταν κι ἐκεῖνες τῆς
παραμονῆς τῆς
γιορτῆς τῆς ἀποτομῆς τῆς Κεφαλῆς τοῦ
Τιμίου Προδρόμου (29 Αὐγούστου)
στὴ μακρυνὴ Ἀγγλία.
Εἰκοσιοκτὼ Αὐγούστου,
λοιπόν, κάπου τὸ
μεσημέρι, στὸ
μεγάλο νοσοκομεῖο
«Βασίλισσα Ἐλισάβετ»,
τοῦ πρώιμα φθινοπωρινοῦ Μπέρμινχαμ.
Κόσμος
πολὺς, μυρουδιὰ βαρειὰ ἀπὸ
φάρμακα, ποὺ
κάπου-κάπου τὴν ἔκοβε ἡ
φευγαλέα εὐωδιὰ ἀπὸ κάποιο ἄρωμα τυχαίας γυναικείας παρουσίας.
Τὸ παιδὶ στὸ ἀναπηρικὸ τὸ
καροτσάκι, ἐμεῖς σφιγμένοι στὶς λευκὲς, εὐρύχωρες καρέκλες σιωπηλοὶ περιμέναμε... Οἱ ἐξετάσεις
ἀργοῦν καὶ ἡ ἀγωνία φυτεύει στὰ μέτωπα δροσοσταλίδες ἱδρῶτα.
Γύρω ὁ κόσμος κινεῖται μὲ μιὰ νευρικὴ βιασύνη, οἱ
νοσοκόμοι κι οἱ
γιατροὶ εὐγενικοὶ καὶ
συνάμα σιωπηλοί. Ἔξω ἔχει ἁπλωθεῖ ἕνα ἡλιόφως ἀρρωστημένο, ποὺ
θυμίζει τοὺς
στίχους τοῦ Οὐράνη: «Τὰ δειλινὰ τὰ πένθιμα, τὰ φθινοπωρινά...»
Καὶ τότε μέσα σ᾿ αὐτὸ τὸ ἀρνητικὸ τὸ κλίμα τῆς κατήφειας καὶ τοῦ πόνου στὸ νοῦ ἀνεβαίνει ἡ θύμηση τῆς αὐριανῆς
γιορτῆς τοῦ Ἁ-Γιαννιοῦ. Κι ὄχι
μονάχα αὐτό, γιατὶ παράλληλα μὲ τὴ θύμηση ἀρχίζει ἕνα
ταξίδι σὲ κάποιο νησὶ λουσμένο στὸ φῶς τὸ
θερινό, μὲ τὶς ἐλιὲς νὰ
λαμοκοποῦν, τὴ
θάλασσα νὰ
στέλνει εὐωδιὲς ποὺ τὶς παίρνουν τὰ πεῦκα καὶ τὶς
μεταποιοῦν σὲ
ζείδωρα ἀρώματα, μοναδικά.
Κάπου
σὲ μιὰν ἄκρη, ἕνας
γερτὸς πρὸς τὴ θάλασσα βράχος, στεφανωμένος μὲ ἕνα
λευκὸ ἐξωκκλήσι
ἀρχίζει ν᾿ ἀποχτᾶ ζωὴ, καθὼς μιὰ ἀτελείωτη σειρὰ ἀπὸ προσκυνητὲς ἀνεβαίνουν
σιωπηλοὶ καὶ
σταυροκοπούμενοι τὰ
πέτρινα τὰ
σκαλοπάτια. Γιατὶ σὲ λίγο, ποὺ θὰ
πέσει ὀ ἥλιος,
θ᾿ ἀρχίσει
ἠ ἀγρυπνιά.
Πρέπει νὰ προλάβουν...
Μικρὰ καλαθάκια μὲ λαμπάδες, μπουκαλάκια λάδι καὶ πρόσφορα τυλιγμένα σὲ καθαρὴ λευκὴ πετσέτα, μεγαλύτερα καλάθια μὲ τὸ φαΐ, ἀφοῦ θὰ
μείνουν ὅλη τὴ
νύχτα ἐκεῖ ἀπάνω, γιὰ νὰ ἐπιστρέψουν αὐγή-αὐγὴ στὸ
χωριό... Μιὰ
λιτανεία ἀνθρώπων
νέων καὶ ἡλικιωμένων
πορεύεται στὸν Ἅη Γιάννη, στὴ χάρη Του. Κι ἐσὺ νοερὰ τὸν ἀκολουθεῖς, μέχρι νἄρθει ἡ ὥρα ποὺ θὰ τελειώσουν ὅλες οἱ ἐναγώνιες διακικασίες καὶ θ᾿ ἀναχωρήσετε.
Μὲ φυλαχτὸ τὴν εὐλογία τῆς γιορτῆς καὶ τὴ
θύμηση τῆς πανηγύρεως ποὺ δρόσισε τὴν φρυγμένη ψυχή.
28-8-2014