Ομιλία κατά την 2η
εκδήλωση του ε΄ κύκλου δράσεων του
Μορφωτικού Κέντρου Λόγου «Αληθώς»
(Μπανάτο Ζακύνθου, 27 Σεπτεμβρίου
2015)
Η
ευγενική πρόσκληση του λογιωτάτου
πατρός Παναγιώτη Καποδίστρια, υπεύθυνου
του Κέντρου Λόγου “AΛΗΘΩΣ”, με καθιστά
σήμερα, πρόθυμο συμμέτοχο στο πολιτιστικό
θεώρημα της Φιλαρμονικής Ζακύνθου. Ένα
θεώρημα που στην απόδειξή του εξαντλεί
τόσο την έννοια του επιθετικού όσο και
του ουσιαστικού της προσδιορισμού.
Εξηγούμαι:
Η
λέξη “Φιλαρμονική” ως αφηρημένη έννοια
υποδηλώνει την συναισθηματική μας
προσέγγιση στο ιδεώδες της αρμονίας
ενώ ως συγκεκριμένη εικόνα προσδιορίζει
κυρίως το σύνολο μιας ορχήστρας πνευστών
οργάνων (όπως και η δική μας “Φιλαρμονική”),
που συνήθως ονομάζουμε “Mπάντα”. Η λέξη
αυτή, πριν αποδοθεί σε καθαρώς μουσικά
συγκροτήματα, σύμφωνα με τον επτανήσιο
ιστορικό της μουσικής Σπύρο Μοτσενίγο,
είναι γοτθικής προέλευσης και υποδηλώνει
“όμιλο
στρατιωτών μουσικών, που με σαλπίσματα
από τρομπέτες και “ρολισμούς”
από ταμπούρα “ερρύθμιζον
το βήμα των στρατιωτών και τους διήγειρον
κατά την μάχην”.
Είναι
γνωστό ότι στην μετεπεναστατική Ελλάδα
- και πολύ νωρίτερα στα Επτάνησα - οι
τοπικές ορχήστρες πνευστών οργάνων (οι
“Φιλαρμονικές” δηλαδή), αποτέλεσαν
πραγματικά φυτώρια πολιτισμικής
αναγέννησης μέσα από την οποία αναδείχθηκαν
άξιοι δημιουργοί και μουσικές αξίες,
που συνετέλεσαν καθοριστικά στην
ανάδειξη και την ανάπτυξη Εθνικής Σχολής
στη μουσική. Η χρονολογία ίδρυσης της
κάθε μιας από της ορχήστρες αυτές,
σημειολογεί, συνεπώς κι ένα ιστορικό
στίγμα, πάνω στο οποίο, δεν αποτελεί
υπερβολή να πει κανείς, ότι ταυτίστηκαν
η Μουσική και ο Πολιτισμός.
Έχει
επικρατήσει η άποψη ότι η “Φιλαρμονική
Ζακύνθου” ανάγει την ίδρυσή της στα
1816. Αυτό δεν είναι υπερβολή. Με μιαν,
ωστόσο διευκρίνιση: Αν ως φιλαρμονική
ορχήστρα πρέπει να θεωρήσουμε ένα σύνολο
πνευστών οργάνων με τους αντίστοιχους
μουσικούς εκτελεστές, τότε θα πρέπει
να συμπεράνουμε ότι μια τέτοια ορχήστρα
υπήρχε στη Ζάκυνθο τουλάχιστον από το
1756. Το έτος αυτό αναφέρεται ως χρονολογία
του γνωστού πίνακα λιτανείας του Αγίου
Χαραλάμπη από τον Ζακυνθινό ζωγράφο Ιωάννη Κοράη, στο Μεταβυζαντινό Μουσείο
Ζακύνθου, όπου στην ακολουθία των
συντελεστών της λιτανείας μεταξύ των
άλλων, διαπιστώνουμε και την συμμετοχή
ενός ομίλου μουσικών με πνευστά όργανα.
Ιστορικά
και χρονικά αναμφισβήτητο παραμένει
το γεγονός ότι το 1816 συγκροτήθηκε στη
Ζάκυνθο η πρώτη στα Επτάνησα ορχήστρα
πνευστών. Για την υπόλοιπη Ελλάδα ούτε
λόγος. Ο σχηματισμός αυτός κι αν ακόμη
δεν μπορεί να θεωρηθεί πρωτογενές
κύτταρο δημιουργίας του σημερινού
τοπικού φιλαρμονικού οργανισμού,
αναντίρρητα ωστόσο, δικαιούται να
διεκδικεί, αν όχι την εξ αίματος συγγένεια,
οπωσδήποτε όμως την ιδιότητα του νομίμου
κληρονόμου. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα
με τη σειρά.
Μέσα
στο κλίμα των διπλωματικών αδιεξόδων
του Συνεδρίου της Βιέννης και τη
μελαγχολία της υπαγωγής των Επτανήσων
στο γνωστό καθεστώς της αγγλικής
δεσποτείας που η αναιδής κομψότητα της
διπλωματικής γλώσσας θα ονομάσει
“προστασία”, οι Ζακυνθινοί, όπως άλλωστε
και οι άλλοι Επτανήσιοι, διαπλάσσουν
την πολυδιάστατη μουσική τους παιδεία.
Πρώτα-πρώτα, η συνάφεια της επτανησιακής
διανόησης με την δυτική, κυρίως την
ιταλική, κουλτούρα. Δεύτερο, οι πολύπλευρες
επαφές με φορείς του ευρωπαϊκού πνεύματος,
συνέπεια της εμπορικότητας του χώρου,
που αποτελούσε τότε (αλλά και τώρα, θα
έλεγα!) την ανατολική παρυφή της Ευρώπης.
Τρίτο, η ανάγκη της διαφοροποίησης και
αντιδιαστολής των δημόσιων μουσικών
υπηρεσιών από το τμήμα της μπάντας της
αγγλικής φρουράς του νησιού, που από τη
μια μεριά κάλυπτε μόνο στοιχειώδεις
πανηγυρικές ανάγκες (λιτανείες Αγίου
Διονυσίου, για παράδειγμα) και από την
άλλη υπογράμμιζε το άγχος της ξενικής
παρουσίας. Ένας τέταρτος και πλέον
καθοριστικός παράγοντας της ίδρυσης
φιλαρμονικού σώματος στη Ζάκυνθο υπήρξε
η παρουσία και παραμονή στο νησί Ιταλών
μουσικών δασκάλων. Φυγάδες και διωκόμενοι
για τα φιλελεύθερα φρονήματά τους, από
την κατεχόμενη πατρίδα τους, εύρισκαν
πρόθυμη φιλοξενία στα Επτάνησα και
ανοχή από τους Άγγλους, όταν δεν ενοχλούσαν
την… «προστασία», με πολιτικά ερεθίσματα.
Ένας
από τους αγνούς αυτούς αγωνιστές των
ιδεών, ένας λαμπρός μουσικοδιδάσκαλος,
Μάρκος Μπαταγκέλ (Marko Battagel) ονομαζόμενος,
ανέλαβε την πρωτοβουλία της συγκρότησης
φιλαρμονικού σώματος στη Ζάκυνθο. Την
ιδέα στήριξαν με θέρμη και υπόγραψαν
σχετικό καταστατικό, εξήντα σημαντικότατοι
Ζακύνθιοι των γραμμάτων και της πολιτικής,
ευυπόληπτα μέλη της ζακυνθινής κοινωνίας,
ιστορικά ονόματα, γνωστά και από την εν
γένει εθνική και πολιτιστική τους δράση.
Το
μουσικό σώμα που συγκροτήθηκε ονομάστηκε
“Φιλαρμονικός
Σύλλογος Ζακύνθου”.
Η πρώτη συνεδρίαση του Συλλόγου, μας
πληροφορεί ο ιστοριοδίφης της Ζακύνθου
Λεωνίδας Ζώης, πραγματοποιήθηκε στο
σπίτι του ευπατρίδη Κωνσταντίνου
Ναράντζη, την 1η του Μάη 1816, όπου και
ψηφίστηκε ο Κανονισμός λειτουργίας του
σωματείου ενώ παράλληλα εκλέχτηκε
τριμελές διοικητικό συμβούλιο αποτελούμενο
από τους Φραγκίσκο Λουτς, Πέτρο Μετζαλίρα
και Ιούλιο Δομενεγίνη. Από τον ιστορικό
της ελληνικής και επτανησιακής μουσικής
Σπύρο Μοτσενίγο επίσης, μαθαίνουμε ότι
η πρώτη δημόσια εμφάνιση της τοπικής
αυτής ορχήστρας πραγματοποιήθηκε μέσα
στον επόμενο χρόνο 1817.
Το
παραπάνω σχήμα λειτούργησε μέχρι τον
Ιούλιο του 1823. Οι προσπάθειες, ωστόσο
και οι πρωτοβουλίες φιλαρμονικών
ανασυγκροτήσεων δεν εξέλιπαν. Σαν
σπουδαιότερες οφείλουμε ν’ αναφέρουμε
την Φιλαρμονική
Εταιρεία Ζακύνθου,
που ιδρύθηκε το 1843, υπό την προεδρία του
γιατρού, φιλόλογου, φιλικού και πολιτικού
Φραγκίσκου Καρβελά (1794-1849), την Φιλαρμονική
του 1871 επί
δημαρχίας Φραγκίσκου Τζουλάτη, την
ίδρυση του Νέου
Φιλαρμονικού Συλλόγου το
1888, την παράλληλη σταδιοδρομία δεύτερου
φιλαρμονικού σώματος με την επωνυμία
“Oρφεύς”
μέχρι
το 1893, την συγχώνευση του Νέου Φιλαρμονικού,
το 1936, με το Ωδείο
Κοντονή και
την μετασεισμική συγκρότηση της Δημοτικής
Φιλαρμονικής (το
1955) ως συνέχειας του Φιλαρμονικού, η
οποία και εξακολουθεί να υπάρχει μέχρι
και σήμερα.
Περί
του ότι ο Φιλαρμονικός αυτός Σύλλογος
υπήρξε και η πρώτη στην Ελλάδα ορχήστρα
πνευστών οργάνων, όλες οι διαθέσιμες
πηγές συμφωνούν. Δια της συστάσεώς του,
συνεχίζει ο Σπύρος Μοτσενίγος, επετεύχθη
το πρώτον επίσημον βήμα εις την Ιστορίαν
της Ορχήστρας Πνευστών εν Ελλάδι,
επισημειώνοντας
ακόμη ότι, η
ίδρυσίς του υπήρξε απόρροια βαθυτάτης
επιταγής του λαϊκού φρονήματος, εκδήλωσις
εθνικού παλμού και ουχί αποκλειστικώς
ενέργεια προερχομένη εξ αγάπης προς
την τέχνην και μόνον.
Στο σημείο αυτό, ως προς την πρωτιά,
βαρύνουσα σημασία έχει και η άποψη του
Ζακυνθινού ιστορικού και συγγραφέα
Νίκια Λούντζη, σύμφωνα με τον οποίο,
Παρότι
η Κέρκυρα κυριάρχησε στην ελληνική
ενόργανη μουσική, τάχτηκε στη Ζάκυνθο
η τιμή της πρωτιάς. Η τιμή, δηλαδή, της
ίδρυσης του πρώτου φιλαρμονικού συλλόγου
της Ελλάδας.
Έκτοτε
ο τοπικός αυτός μουσικός ιστός, παρά
τις όποιες, κατά καιρούς, ονομαστικές
μεταλλαγές του ή και τις, πρόσκαιρες
πάντα, ανανηπτικές διακοπές του,
κατορθώνει να επιβιώνει, διατηρώντας
ακέραια την ιστορική συνέχεια του
πολιτισμικού του DNA, ώστε σήμερα να
διεκδικεί την τιμή της εκπροσώπησης
ενός μουσικού σχήματος, που με τη
διαχρονική παρουσία του γνώρισε
διακρίσεις και επιτυχίες αλλά και την
ιστορική του συμμετοχή στην πανηγυρική
συναυλία του Παναθηναϊκού Σταδίου, κατά
τους πρώτους Ολυμπιακούς Αγώνες του
1896. Για το χρονικό όμως της συμμετοχής
αυτής αλλά και για χάρη της ιστορίας
επιβάλλεται να πω δυο λόγια παραπάνω.
Η
συμμετοχή της Φιλαρμονικής Ζακύνθου
στην πανηγυρική Συναυλία του Σταδίου
με την λήξη των Αγώνων, υπήρξε πράγματι
ένα κορυφαίο γεγονός. Η προετοιμασία
είχε αρχίσει ήδη από τις αρχές του
Φλεβάρη 1896, όταν με εντολή της Επιτροπής
των Ολυμπιακών Αγώνων έφτασε στη Ζάκυνθο
ο αρχιμουσικός της μπάντας της Στρατιωτικής
Φρουράς Αθηνών Ιωσήφ Καίσαρης, o
επιλεγόμενος “Ελλην Γιόχαν Στράους”,
προκειμένου να “προβάρει” την Φιλαρμονική
Ζακύνθου στη “συνήχησή” της (όπως
αναφέρει η τοπική εφημερίδα) με τις
υπόλοιπες που θα συμμετείχαν στην
εκτέλεση του “Ολυμπιακού ΄Υμνου”,
συνθετικού έργου του Κερκυραίου
μουσουργού Σπύρου Σαμάρα, σε ποίηση
Κωστή Παλαμά. Οι δοκιμές του Καίσαρη
στη Ζάκυνθο υπήρξαν επιτυχείς, διαπιστώθηκε
όμως παράλληλα ότι τα χρηματικά μέσα
της Φιλαρμονικής δεν επαρκούσαν για το
ταξίδι της μέχρι την Αθήνα, πράγμα που
δηλώθηκε από την Επιτροπή στο μαέστρο
Καίσαρη, που κι αυτός βρέθηκε σε αμηχανία.
Το πρόβλημα ωστόσο τελικά ξεπεράστηκε
με μια γενναιόδωρη οικονομική ενίσχυση
ενός νεοκλεγέντος μέλους της διοικητικής
επιτροπής της Φιλαρμονικής Αντωνίου
Κομούτου, του οποίου, όπως φαίνεται, ο
πλούτος των φιλομούσων αισθημάτων δεν
υστερούσε σε ανάλογα περιουσιακά
αντικρίσματα.
Μετά
απ’ όλα αυτά η Φιλαρμονική απερίσπαστη
πλέον και υπό την διεύθυνση του τότε
αρχιμουσικού της Βίκτωρα Μαυρόχη, ενός
38χρονου Κερκυραίου με λαμπρή προϋπηρεσία,
άρχισε εντατικές πρόβες στα κομμάτια
που επρόκειτο να παιχτούν και που ήδη
από τις 8 Μαρτίου είχαν σταλεί από την
Αθήνα στη Ζάκυνθο.
Η
αποστολή αναχώρησε από τη Ζάκυνθο στις
22 Μαρτίου (Μ. Παρασκευή τη χρονιά εκείνη,
παλαιό ημερολόγιο γαρ!) κι έφτασε στον
Πειραιά την επομένη το πρωί (Μ. Σάββατο).
Οι αγώνες άρχισαν ανήμερα του Ευαγγελισμού,
δηλαδή την Δευτέρα του Πάσχα (25 Μαρτίου)
και τελειώσανε στις 3 Απριλίου, μέσα σε
κακοκαιρία και κρύο.
Οι
Φιλαρμονικές που παρατάχθηκαν ήταν της
Μουσικής Εταιρείας Αθηνών, του Πυροβολικού,
του Ναυτικού, δύο από την Κέρκυρα, της
Κεφαλονιάς, του Λαυρίου, των Πατρών, του
Πύργου, του Αιγίου, της Λευκάδας και μία
της Κωνσταντινούπολης.
Αφού
η κάθε μία μπήκε ξεχωριστά μέσα στο
Στάδιο και με το δικό της, η κάθε μια
εμβατήριο, συγκεντρωθήκανε στο κέντρο
του Σταδίου, για την ανάκρουση του
Ολυμπιακού Ύμνου, χωρίς όμως να
συμμετάσχουν όλες στην εκτέλεσή του,
γιατί όπως είχε διαπιστωθεί στις πρόβες,
δεν διέθεταν την απαιτούμενη συνήχηση.
Ο Ύμνος ανακρούσθηκε με θριαμβευτική,
όπως γράφουν, επιτυχία, με συμμετοχή
200 τραγουδιστών και με σολίστες τα πρώτα
τότε ονόματα του ελληνικού μελοδράματος,
τον τενόρο Δημήτρη Τσάκωνα και τον
βαρύτονο Κώστα Βακαρέλη, και την κ.
Πετρίτση στην απαγγελία στροφών του
΄Υμνου.
Οι
Φιλαρμονικές ωστόσο, που πήραν μέρος
στην επίσημη συναυλία του Σταδίου της
28ης Μαρτίου 1896 και που η Φιλαρμονική
Ζακύνθου στάθηκε στο ύψος που απαιτούσαν
οι περιστάσεις, ήταν οι εξής επτά:
1)
Ηνωμένης Φρουράς Αθηνών, με αρχιμουσικό
τον Ιωσήφ Καίσαρη.
2)
Ναυτικής Μοίρας, με αρχιμουσικό τον
Άγγελο Καλαμά.
3)
Φιλαρμονική Αθηνών, με αρχιμουσικό τον
Σπυρίδωνα Καίσαρη.
4)
Φιλαρμονική Ζακύνθου, με αρχιμουσικό
τον Βίκτωρα Μαυρόχη.
5)
Φιλαρμονική Λευκάδος, με αρχιμουσικό
τον Αντώνιο Μπιφέρνο.
7)
Φιλαρμονική Πατρών, με αρχιμουσικό τον
Αλβέρτο Αντλοβιτς.
Αξίζει
ακόμη να σημειωθεί ότι για την παραπάνω
συμμετοχή του στους Ολυμπιακούς ο
Φιλαρμονικός Σύλλογος Ζακύνθου έλαβε
αναμνηστικό μετάλλιο, που μέχρι τη
σεισμοπυρκαϊά του 1953, κοσμούσε την
αίθουσα δοκιμών του Δαμίρειου Μεγάρου,
που από το 1928 μέχρι τότε στέγαζε την
ιστορική αυτή ορχήστρα πνευστών του
Δήμου Ζακυνθίων.
Με
την λήξη των Αγώνων η Φιλαρμονική
ξαναγύρισε στην κοιτίδα της. Και στις
δυο πλατείες της Ζακύνθου, την πάνω
(Αγίου Μάρκου) και την κάτω (Σολωμού), θα
εξακολουθήσει να διαδραματίζει ρόλο
καθοριστικού συντελεστή της μουσικής
ψυχαγωγίας του λαού. Με τις τακτικές
υπαίθριες συναυλίες της, θα καταστήσει
ενήμερους τους Ζακυνθινούς στο ευρωπαϊκό
ηχόχρωμα και τις παρακαταθήκες του
ρομαντισμού, θα τους μυήσει στο κλίμα
και το ρεπερτόριο της Μπελ Επόκ, θα τους
γνωρίσει τον κόσμο της όπερας και της
οπερέτας, και θα τους συγκινήσει με τα
υπέροχα πατριωτικά εμβατήρια του
Ζακυνθινού συνθέτη και αρχιμουσικού
της Γιαννάκη Πήλικα (1870-1942), κάτω από τις
μπαγκέτες που κράτησαν αρχιμουσικοί
όπως ο Φρ. Νικολίνι (+1911), ο Βίκτωρ Μαυρόχης,
ο Νικόλαος Αρβανιτάκης, ο Τάκης Βλάχος,
ο Διονύσιος Βισβάρδης (1910-1999), ο Γεράσιμος
Κανιώρος (1899-;), ο Κώστας Σαμσαρέλος
(1927-1996) και όσοι από τους νεώτερους δεν
έχει ακόμη να καταγράψει η μουσική
ιστορία της Ζακύνθου (Νικόλαος Ταπίνης,
Διονύσης Κλάδης και ο σημερινός
αρχιμουσικός της Διονύσης Μαλλιάς).
Φιλαρμονική
Ζακύνθου λοιπόν και τελειώνω. Μια ιστορία
που άντεξε στο χρόνο, συντηρώντας την
φιλαρμονική ιδέα σαν αναπόφευκτη
αναγκαιότητα του κοινωνικού ψυχισμού
των Ζακυνθινών κι ένα μουσικό σχήμα
που, παράλληλα με την τοπική του ταυτότητα,
δεν αδιαφόρησε στις επιβαλλόμενες
νεωτερικές επιταγές, μέσα από την
απεραντοσύνη των εξομολογήσεων δεκάδων
συνθετών, επιτελώντας το κοινωνικό του
έργο και κερδίζοντας την αισθητική του
καταξίωση στις προτιμήσεις ενός
διαπαιδαγωγημένου φιλόμουσου κοινού,
που τη στηρίζει μέχρι σήμερα. Όπως το
αποψινό.