© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Παρασκευή 1 Μαρτίου 2013

π. Κων. Ν. Καλλιανός: ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΙΣ ΡΙΖΕΣ…


Ἀναβιώνει ἡ  ξυλοναυπηγικὴ στὴ Σκόπελο


«Παρὰ τῷ ἡμετέρῳ Γραφείῳ, σήμερον παρουσιασθεὶς ὁ ὑποσημειούμενος κ. Νικόλαος / Μυτιληνόπουλος, Ναυπηγὸς, Σκοπελίτης ἐπιστοποίησεν ὅτι τὸ πλοῖον Γολέτα ὀνομαζόμενον «ἡ Κοίμησις τῆς Παναγίας», τὸ ἐναυπήγησεν αὐτὸς Ναυπηγὸς εἰς τὸ ἐνταῦθα Ναυ/πηγε[ῖ]ον Σκοπέλου, τὸν Ἀπρίλιον μῆνα τοῦ ἐνεστῶτος ἔτους 1831 διὰ δαπάνης τῶν κ(υρίων) / αὐταδέλφων Νικολάου καὶ Ἀποστόλη Κωνσταντίνου, Σκοπελιτῶν».
Σὲ παλιὰ κατάστιχα καὶ οἰκογενειακὰ ἀρχεῖα σώζονται ἀκόμα στὴ Σκόπελο τέτοια συμφωνητικά, τὰ ὁποῖα καὶ μαρτυροῦν τὸ μεγαλεῖο μιᾶς τέχνης καὶ προσφορᾶς: ἐκεῖνο τὸ μεγαλεῖο τῆς ναυπηγικῆς τέχνης, ποὺ δόξασε τὴ Σκόπελο στὴν ἀκμή της, τοὺς 18ο  καὶ 19ο αἰ.
Αὐτὴ ἡ τέχνη λοιπόν ποὺ ἀνέδειξε τὴ Σκόπελο καὶ τὴν κατέταξε τότε μεταξὺ τῶν ναυτικῶν νήσων, τέχνη ποὺ νομίσαμε ὅτι ἔσβησε μὲ τὸ σφράγισμα τοῦ στερνοῦ ταρσανᾶ, ἀναβιώνει καὶ πάλι. Κι εἶναι παρήγορο τὸ φαινόμενο πού ἕνας νέος ἄνθρωπος, ὁ μαστρο-Κώστας Ἰω. Κοσύφης, ἐγγονὸς παλιᾶς οἰκογένειας ναυπηγῶν τῆς Σκοπέλου, τῆς οἰκογένειας τοῦ μαστρο-Μιχάλη Κων. Τσουκαλᾶ,  ἀνοίγει νέους δρόμους αἰσιοδοξίας, ὥστε καὶ πάλι νὰ χτιστοῦν καΐκια στὸν τόπο μας, νὰ καλαφατιστοῦν ἤ νὰ συντηρηθοῦν τὰ παλιὰ ξύλινα σκάφη, γιὰ νὰ ὑπάρξει ἔτσι ἡ προοπτικὴ, ὥστε νὰ ξαναβρεῖ πάλι ἡ Σκόπελος τοὺς παλιούς της ρυθμοὺς πού τὴ θέλανε μεταξὺ τῶν τόπων ἐκείνων ὁποὺ φημίζονταν γιὰ τοὺς καλοὺς καὶ προσεγμένους ναυπηγούς της. Ἐδῶ μάλιστα πρέπον εἶναι νὰ μνημονευτεῖ κι ὁ πλοικτήτης, ποὺ εἶναι κι αὐτὸς ἕνας νέος Σκοπελίτης μὲ ἀγάπη στὴ θάλασσα, σήμερα ἑορταζόμενος Ρηγῖνος Ἰω. Καθηνιώτης, ποὺ συντροφεύει τὸ μαστρο-Κώστα στὴ ναυπήγηση τοῦ πλοίου.
Σήμερα, λοιπόν, τὴ μέρα τῆς γιορτῆς τοῦ Ἁγίου Ρηγίνου, Πολιούχου τῆς Σκοπέλου, ἔγινε ὁ καθιερωμένος ἁγιασμὸς στὰ «σκαρώματα». Χρόνια καὶ χρόνια εἶχε νὰ γίνει αὐτὸ στὴ Σκόπελο, ἀφοῦ ἔπαψε νὰ ὑπάρχει ὁ παλιὸς ὁ ἀρχαῖος ταρσανᾶς, ὁ κατὰ τὴν Ἂμμον, ὅπως τὸν ἀναφέρουν τὰ παλιὰ συμφωνητικά.   
Στὰ παλιὰ χρόνια ἡ μέρα αὐτή, τοῦ ἁγιασμοῦ στὰ σκαρώματα ἦταν σημαδιακὴ γιὰ τὸν τόπο καὶ τοὺς ναυπηγοὺς κι ὅλους ὅσους ἐργάζονταν στὸν Ταρσανά. Μπορεῖ νὰ μὴν εἶχε τὴν παλαϊκὴ καὶ πανηγυρικὴ ἀτμόσφαιρα τῆς καθέλκυσης τοῦ πλοίου στὴ θάλασσα, ὡστόσο εἶχε κι αὐτὴ μιὰ ὁμορφιὰ καὶ συγκίνηση, καθὼς εἰσοδεύονταν να νέο σκαρὶ στὴ μεγάλη οἰκογένεια τῶν πλοίων, τῶν μόνων μέσων ποὺ διακρατοῦσαν τὸ νησὶ σὲ ἐπικοινωνία μὲ τὸν ἔξω κόσμο, μέχρι σήμερα... Αὐτὴ τὴ συγκίνηση  νοιώσαμε κι ἐμεῖς οἱ ἀπόγονοι ὅλων ἐκείνων, καθὼς γευθήκαμε μιὰ παραδοσιακὴ τελετὴ καὶ χαρήκαμε τὴν μορφιὰ τοῦ σκαριοῦ ποὺ ἀνασταίνονταν μεσ᾿ ἀπ᾿ τοὺς σωροὺς τῶν βουβῶν καὶ τῶν στραβόξυλων, ποὺ μῆνες ἔψαχναν ὁ μαστρο-Κώστας κι ὁ Ρήγας νὰ ἐντοπίσουν στὰ δάση τοῦ νησιοῦ, γιὰ νὰ πάει μετὰ ὁ Δημητράκης ὁ Παλαιολόγος νὰ τὰ φέρει στὸν Ταρσανά, ἀφοῦ τὰ ζευγάρια τῶν γελαδιῶν ποὺ τὰ σέρνανε πέρασαν στὴ Μνήμη καὶ τὴν Ἱστορία. Κι ὕστερα, νὰ ἡ κοδέλα νὰ τὰ κόψει, ἡ σκεπαρνιὰ γιὰ τὰ φάλτσα καὶ τὰ ὑπόλοιπα κι ὅλη αὐτὴ ἡ ἱερὴ διαδικασία, ὥστε νὰ στηθεῖ αὐτὸ τὸ θαυμάσιο ἔργο, ἔργο ἐξάπαντος σεβντᾶ ἑνὸς νέου ναυπηγοῦ, ποὺ ἀκολούθησε τὰ βήματα τῶν προγόνων τῆς γενιᾶς του κι εἶναι ἄξιος συγχαρητηρίων καὶ εὐχῶν.
Ἔτσι, κοντὰ στὴν πλειάδα Σκοπελιτῶν καλλιτεχνῶν καὶ ἐραστῶν τῆς παλιᾶς παραδοσιακῆς σκοπελίτικης τέχνης, εἴτε ξυλογλυπτικὴ ἤ λεπτουργία λέγεται, εἴτε μαχαιροποιία, εἴτε φανοποιία, εἴτε ζωγραφικὴ καὶ λιθογλυπτική, εἴτε ἀγγειοπλαστική, εἴτε κατασκευὴ μικρογραφιῶν τῆς παλιᾶς σκοπελίτικης φορεσιᾶς, ἀλλὰ καί τῶν παλιῶν σκοπελίτικων πλοίων, κοντὰ σ᾿ αὐτὰ ἔρχεται νὰ προστεθεῖ κ’ ἡ ναυπηγική ἡ τέχνη, ποὺ ὁ μαστρο-Κώστας Ἰω. Κοσύφης μᾶς κομίζει μέσα σ᾿ αὐτὴ τὴν ὀμίχλη ποὺ ζοῦμε ὡς μιὰν ἀκτίδα ἐλπίδας ὅτι τίποτε δὲν πάει χαμένο, πὼς ἡ χαρὰ γιὰ δημιουργία ἀναβιώνει σὲ πεῖσμα ἐκείνων ποὺ νομίζουν ὅτι κανταποντιζόμαστε...
«Μάλαμα τὸ καρφὶ, κι καλὸ τελέιωμα» εὐχηθήκαμε καὶ βαθειά μέσα μας ἀνασάναμε, μαζὶ μὲ τὸ θυμίαμα, τὸ φρέσκο βασιλικὸ, τὴ ρετσίνα ποὺ ἀνάδιναν τὰ ξύλα. Τὸ μόνο ποὺ δέ μπορεσα νὰ καταλάβω σὲ πολλοὺς ἦταν τὸ ἑξῆς : οἱ σταγόνες στὰ μάγουλά τους ἀπό τὸν ἁγιασμὸ ἦταν ἤ ἀπό τὰ δάκρυα χαρμολύπης...
[Τοῦ Ἁγίου Ρηγίνου, 25-2-2013]  
(Χωρὶς τὴν πολύτιμη βοήθεια δύο καλῶν μου φίλων καὶ ἐραστῶν τῆς ναυπηγικῆς τέχνης, τοῦ λεπτουργοῦ Χαρ. Γ. Κοχύλη καὶ τοῦ λογιστῆ-καλλιτέχνη Σπύρου Χρ. Κοσμᾶ, δὲ νομίζω ὅτι θὰ ἔγραφα τὰ ὅσα κατάθεσα καὶ, ἄν θέλει ὁ Θεὸς, θὰ συνεχίσω νὰ γράφω. Τοὺς εὐγνωμονῶ!)


Απόστολου Θηβαίου: Ο ΑΛΚΗΣ (ποίημα)



Να λογίζεται εθνικό, το αληθινό

Έπειτα απέμεινε μόνος, επεβλήθη ολόκληρη η σιωπή του κόσμου.
Σαν να φάνηκε εκείνη η δικαιοσύνη, η σοβαρή,
Η αναλλοίωτη ωριμότητα των πραγμάτων.
Οι φρουροί πιθανόν να μην αντιλήφθηκαν,
Να μην διέκριναν τίποτε.
Άλλωστε μες στο τόσο σκοτάδι,
-Μιλώ για μια συχνότητα αποχρώσα καθολική,
Μιλώ για κάτι επίκαιρο, άλλοτε τρυφερό
Και άλλοτε πάλι σκληρότατο και τρομερό-,
Πώς να δει κανείς τίποτε.
Οι φρουροί δεν διέκριναν.
Το αγόρι πέρασε στο δάσος,
Χάθηκε μες στα υψωμένα δέντρα,
Γύρεψε τον πατέρα του.
Ο Άλκης, ντυμένος καθώς είθισται
Στα συνοικιακά, ποιμενικά δράματα,
Αγκάλιαζε και έσφιγγε τον πατέρα.
Και εκείνος, ίσκιος βαρύς, δασώδης,
Αιώνιος μες στο πνεύμα
και συντριμμένος και πατριαρχικός.
Δεν είχε δει τον Άλκη, εδώ και τέσσερα χρόνια.
Τι χαρά ήταν ετούτη!
Related Posts with Thumbnails