© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Τετάρτη 13 Ιουλίου 2011

ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΑΘΗΝΩΝ ΣΤΟ ΜΕΓΑΡΟ ΜΟΥΣΙΚΗΣ ΑΘΗΝΩΝ / ΠΙΟΤΡ ΙΛΙΤΣ ΤΣΑΪΚΟΦΣΚΙ / ΕΥΓΕΝΙΟΣ ΟΝΙΕΓΚΙΝ / ΟΠΕΡΑ ΘΕΑΤΡΟΥ ΜΠΟΛΣΟΪ

ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΣΘΗΣΗ ΤΟΥ ΑΚΡΟΑΤΗ γράφει η ΜΑΡΙΑ ΚΟΤΟΠΟΥΛΗ

Το Φεστιβάλ Αθηνών συνεχίζει τη λαμπρή του πορεία με το κλασικό αριστούργημα του Πιοτρ Ίλιτς Τσαϊκόφσκι [1840-1893], «Ευγένιος Ονιέγκιν», που παρακολουθήσαμε στην Αίθουσα «Αλεξάνδρα Τριάντη» του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών, στις 12 Ιουλίου 2011, σε μια παραγωγή του θεάτρου Μπολσόι της Μόσχας.


Ο Αλεξάντρ Πούσκιν [1799-1837] θεωρείται, δίκαια, ο πατέρας της ρώσικης γλώσσας. Είναι εκείνος που μάζεψε τα κομμάτια της, την απελευθέρωσε από ξένες επιρροές και την καθιέρωσε στη συνείδηση του λαού.

Ο Πούσκιν άρχισε να γράφει τον «Ευγένιο Ονιέγκιν» το 1823 και τον τελείωσε μέσα σε οκτώ χρόνια, το 1831. Ο ίδιος, σε γράμμα στο φίλο του ποιητή Βιαζέμσκι λέει: «Γράφω τώρα κάτι που δεν είναι μυθιστόρημα, αλλά μυθιστόρημα σε στίχους» και στον αδελφό του, χαρακτηρίζει τον «Ονιέγκιν», ως το καλλίτερο έργο του. Εκτός από σπουδαίος ποιητής ήταν και ο μεγάλος τροφοδότης της Όπερας.

Ένας από τους συνθέτες, που εμπνεύστηκαν από το έργο του είναι και ο Τσαϊκόφσκι ο οποίος σε ένα γράμμα προς τον αδελφό του Μόδεστο στις 13 Μαΐου του 1877 λέει ότι η τραγουδίστρια Ελισάβετ Λαβρόφσκαγια ήταν εκείνη που τον παρότρυνε να γράψει μια όπερα βασισμένη πάνω στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Πούσκιν. Η ιδέα του άρεσε και μέσα σε μια νύχτα έγραψε το λιμπρέτο.


Αυτό που χαρακτηρίζει τον «Ευγένιο Ονιέγκιν» και δεν το συναντά κανείς εύκολα είναι η λογοτεχνική υφή του λιμπρέτου. Ο Τσαϊκόφσκι βασίζεται πάνω στους στίχους του Πούσκιν, δέχεται την ευλογία του λυρισμού του ποιητή την οποία περνά αβίαστα στη σύνθεσή του.

Το έργο υφαίνεται περισσότερο πάνω σε ιδέες και λιγότερο σε πρόσωπα. Αυτό είναι και το δυνατό σημείο του συνθέτη που τον διαφοροποιεί από τους συγχρόνους του. Ο ρυθμός, η ευλυγισία των φράσεων φέρνει στο νου Μοτσάρτιες μελωδίες.

Η πρώτη παράσταση της Όπερα δόθηκε, σύμφωνα με την επιθυμία του Συνθέτη, από τους σπουδαστές του Αυτοκρατορικού Ωδείου της Μόσχας στις 39 Μαρτίου του 1879.

Η σύγχρονη πρώτη παράσταση που αντικατέστησε εκείνη του Μπορίς Ποκρόβσκι του 1944, σε σκηνοθεσία του Ντμίτρι Τσερνιάκοφ δόθηκε το Σεπτέμβρη του 2006 στη Μόσχα και προκάλεσε σκάνδαλο με προεξάρχουσα την σύζυγο του θρυλικού βιολοντσελίστα Μστισλάβ Ροστροπόβιτς, την υψίφωνο Γκαλίνα Βισνιέφκαγια που αδυνατούσε να δεχτεί τη μοντέρνα σκηνοθεσία, αποκαλώντας την «βλάσφημη». Ο σκηνοθέτης δεν απάντησε ποτέ στις κατηγορίες της Ντίβας και όπως ο ίδιος είπε: «Περίμενα στην άκρη γιατί ήξερα ότι είχα δίκιο». Ο χρόνος τον δικαίωσε αφού η όπερα, διέγραψε εντυπωσιακή καριέρα τόσο στη Ρωσία όσο και στο διεθνές μουσικό στερέωμα, αποσπώντας διθυραμβικές κριτικές.

Ο διάσημος σκηνοθέτης και σκηνογράφος της παράστασης Ντμίτρι Τσερνιάκοφ τοποθετεί τη δράσει της όπερας κάπου στο παρελθόν, παραβλέποντας την εποχή που την τοποθετεί ο Πούσκιν. Η ασάφεια αυτή έδωσε μια ξεχωριστή γοητεία στην ατμόσφαιρα καθώς ο Σκηνοθέτης, αγκάλιασε μια ευρύτερη περιοχή του παρελθόντος, αποφεύγοντας τις ιστορικές και πολικοκοινωνικές δεσμεύσεις. Έστρεψε το ενδιαφέρον του θεατή στο έργο αυτό καθεαυτό, αδιαφορώντας αν διοικεί ο Τσάρος ή ο Λένιν την αχανή Ρωσία, αν βρίσκεται στη δίνη του πολέμου ή στης ειρήνης τη γαλήνη.

Στην τραπεζαρία της οικίας Λάριν, θαυμάσιο το λευκό σκηνικό, δεσπόζει ένα τεράστιο οβάλ τραπέζι, στολισμένο με δαντελένιο λευκό τραπεζομάντιλο που παραπέμπει στη ρώσικη παράδοση, στο σημείο συνάντησης της οικογένειας όπου όλα διαδραματίζονται υπό τους ήχους των ασημένιων σερβίτσιων των πορσελάνινων φλιτζανιών του τσαγιού και των πλούσιων εδεσμάτων.

Η χορωδία ανδρών και γυναικών με την υπέροχη ρώσικη χροιά στη φωνή που την κάνει μοναδική, μας εισάγει στο κλίμα της όπερας.

Οι αριστοτεχνικοί φωτισμοί έδωσαν την αίσθηση της πλήξης και επέτειναν την κλειστοφοβική τάση των ηρώων. Στιγμές, στιγμές οι σκιές στους τοίχους από τα κορμιά των συνδαιτυμόνων θύμιζαν Αϊζενστάιν.

Από την αρχή βλέπουμε την Τατιάνα μόνη, αποστασιοποιημένη, διαφορετική και αμέτοχη. Νιώθουμε την επιθυμία της να αποδράσει, να ζήσει τη δική της ζωή.

Από την παλέτα των προσωπογραφιών του Συνθέτη, η Τατιάνα, ρομαντική, εύθραυστη, παραμένει το πιο συμπαθητικό πλάσμα της Όπερας. Ο Τσαϊκόφσκι εστιάζει την προσοχή του στο πρόσωπό της και στη σκηνή όπου η Τατιάνα γράφει το ερωτικό γράμμα της στον Ονιέγκιν, ο συνθέτης, ξεδιπλώνει, το μέγεθος του ταλέντου του δίνοντας την ευκαιρία στη σοπράνο Εκατερίνα Σερμπατσένκο, να ερμηνεύσει το ρόλο με μουσικότητα, ευλυγισία και γοητεία.

Και εδώ το φως παίζει σημαντικό ρόλο. Έντονο έξω από το παράθυρο, σηματοδοτεί τον κόσμο της γιορτής, της χαράς και μέσα στο ημίφως η Ηρωίδα παλεύει με τη βάσανο της ψυχής.

Ο Ονιέγκιν την αντιμετωπίζει με σκληρό προσωπείο, σαρκαστικό, κι ένα ψεύτικο μυστήριο, όπως το σκιαγραφούν Συνθέτης και Ποιητής, για να σκορπά, με τον εγωιστικό χαρακτήρα του, τη δυστυχία ακόμα και σε πρόσωπα φιλικά όπως ο ποιητής Λένσκι που τον πληγώνει, φλερτάροντας και ερωτοτροπώντας ασύστολα με την αγαπημένη του Όλγα, αδελφή της Τατιάνας.

Θαυμάσιος στο ρόλο του ποιητή Βλαντιμίρ Λένσκι, ο τενόρος Αλεξέι Ντολγκόφ και με θεατρικότητα στημένη η σκηνή που παριστάνει τον κλόουν ενώ όλοι τον περιγελούν και σκορπούν ακόμα και τα χειρόγραφα με τα ποιήματά του στο πάτωμα. Να είναι, άραγε, αυτές οι πινελιές, αιχμές βαρυσήμαντες για τον κόσμο του πνεύματος, από ένα ταλαντούχο σκηνοθέτη;

Μια ενδιαφέρουσα αλλά ανεξήγητη αλλαγή επιχειρεί ο Σκηνοθέτης όταν αντικαθιστά την επισημότητα της σκηνής της μονομαχίας με ένα θεαματικό καυγά όπου η καραμπίνα εκπυρσοκροτεί και σκοτώνεται ο Ποιητής. Ο Πούσκιν, όμως, τον βάζει να μονομαχεί και να χάνει τη ζωή του, υπερασπιζόμενος τις αξίες του και την τιμή του.

Ο Ευγένιου Ονιέγκιν που ο χαρακτήρας του παραπέμπει κατά τους μελετητές, στον Σταυρόγκιν του Ντοστογιέφσκι, είναι ο αντίποδας του Ποιητή Λένσκι.


Το τελικό χτύπημα θα πάρει ο Ονιέγκιν, από την Τατιάνα μέσα σε μία εκθαμβωτική κόκκινη τραπεζαρία στην έπαυλη του πρίγκιπα Γκρέμιν, στην Αγία Πετρούπολη.

Με ερμηνευτική δεινότητα ο βαρύτονος Audun Iversen έβγαλε στην επιφάνεια όλα τα στοιχεία του κοσμοπολίτη, κυνικού, σαρκαστή και διαφθορέα Ονιέγκιν.

Ικετεύει, εκλιπαρεί την Τατιάνα να τον ακολουθήσει, της εξομολογείται τον απελπισμένο έρωτά του. Εκείνη παλεύει, τον αγαπά ακόμα. Και ιδού η μεγάλη η έκπληξη, η μεγάλη ανατροπή. Ενώ στην αρχή έχουμε ένα νέο τρεμάμενο, ευάλωτο κορίτσι, ερωτευμένο με τον Ονιέγκιν έτοιμο να τον ακολουθήσει ακόμα και στην κόλαση, στο τέλος εξελίσσεται σε ηρωίδα με αξιοθαύμαστη ωριμότητα, επιλέγοντας να ζήσει με τιμή και αξιοπρέπεια δίπλα στο σύζυγό της, πρίγκιπα Γκρέμιν, από το να ικανοποιήσει το πάθος της.

Αποδεχόμενη τις αξίες των άλλων, γίνεται ομοτράπεζη, με το ερώτημα να μένει αναπάντητο αν πράγματι έχει αλλάξει ή αν έχει συμβιβαστεί.

Με ένα μεγάλο όνομα στο πόντιουμ, τον Διευθυντή του Θεάτρου Μπολσόι και διάσημο Αρχιμουσικό Βασίλι Σινάισκι, η ορχήστρα και η χορωδία δε θα μπορούσε να μη συμβάλει στη μεγαλειώδη παράσταση η οποία άγγιξε, κατά την ταπεινή μας άποψη, την τελειότητα.

Αναβίωση ή αξιοποίηση της παράδοσης;

Γράφει ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΦΛΕΜΟΤΟΜΟΣ

Οι «Ομιλίες», τα λαϊκό θέατρο της Ζακύνθου, είναι αναμφισβήτητα ένα από τα σημαντικότερα κεφάλαια του πολιτισμού του νησιού μας. Άγνωστο το πότε ακριβώς ξεκίνησαν, κρατούν, «εν ετέρα μορφή», ως σήμερα και είναι η μόνη παραδοσιακή, μαζί με την Γκιόστρα, έκφραση του τζαντιώτικου καρναβαλιού, όπου απέμεινε και αντιστέκεται.

Βέβαια η σημερινή τους μορφή και ιδεολογία μόνο σπέρματα φέρει της παλιάς παράδοσης. Οι σύγχρονες παραστάσεις, προσαρμοσμένες σε μια νεοελληνική και τηλεοπτική πραγματικότητα και σχεδόν αποκομμένες από το δυτικό τους πνεύμα, άφησαν το φυσικό τους χώρο, τους δρόμους και τις πλατείες, ξέχασαν την τραγουδιστή ερμηνεία τους, πρόδωσαν την συντομία τους και την σκηνική τους οικονομία και ανέβηκαν σε συχνά κακόγουστα και κακοφορτωμένα πάρκα, με κουίντες και σκηνικά – κιτς σε πολλές περιπτώσεις -, παίζονται στημένα μπρος σε μικρόφωνα, εγκατέλειψαν το λεπτό, δείγμα γνήσιου πολιτισμού, χιούμορ τους και είναι στην ουσία μια προέκταση της σημερινής πολιτισμικής μας πραγματικότητας.

Παρ’ όλα αυτά επιβιώνουν και αντιστέκονται, σε πείσμα της Πατρινής και με αισθητική Ρίο λαίλαπας και – έστω με μια ξεθωριασμένη φωτογραφία – συνεχίζουν να είναι η ταυτότητα του το πάλαι ποτέ πολιτισμένου «Φιόρου του Λεβάντε».

Στο παρελθόν στήριξαν το λόγιο, ντόπιο θέατρο και ήταν οι βάσεις, που αυτό στηρίχτηκε πάνω του. Αυτό ήταν και η μεγάλη προσφορά τους. Ο «Χάσης», για παράδειγμα, το διαμάντι της θεατρικής μας παραγωγής, είναι παιδί γνήσιο της λαϊκής αυτής υπαίθριας έκφρασης και σίγουρα ο Ρούσμελης, ο Μοντσελέζε και όλοι οι άλλοι πρωτοπόροι μας, πάνω στις «Ομιλίες» στηρίχτηκαν και δημιούργησαν την απαρχή του θεάτρου και το ξεκίνημα μιας παράδοσης, που ακόμα και σήμερα είναι αξιοζήλευτη και αξεπέραστη, όσον αφορά την ποιότητα, βέβαια και την σπιρτάδα της σκέψης.

Το ερώτημα που γεννάται στις αρχές του 21ου αιώνα είναι το αν οι «Ομιλίες» μπορούν να σταθούν στο ύψος τους σήμερα, να στηριχτούν στην ιδιομορφία τους, ν’ αποτελέσουν γνήσιο είδος έκφρασης και να γίνουν μια γνήσια μορφή δημιουργίας και ένας μη νόθος απόγονος ευκλεών προγόνων.

Το θέμα είναι δύσκολο ν’ απαντηθεί και μάλλον το αποτέλεσμα θα είναι αρνητικό.

Και οι «Ομιλίες» ακολουθούν την τύχη όλης της υπόλοιπης λαϊκής δημιουργίας, η οποία ψυχορραγεί και συχνά εξευτελίζεται, σαν μούμια περιφερόμενη, ελλείψει … λαού!

Μια λύση, κατά τη γνώμη μου, είναι η μέσα από έρευνα και παιδεία αξιοποίησή τους και η προσαρμογή τους στην τοπική, έντεχνη δημιουργία.

Στα πλαίσια αυτά κινείται και η έκδοση «Ομιλία τση Ζάκυνθος 1480 – 1864», όπου ο Κώστας Καποδίστριας, ένας μαθητής του Σπύρου Ευαγγελάτου και δημιουργός του «Θεάτρου τση Ζάκυθος» -ενός σχήματος με παρόμοιες αναζητήσεις- συνεργάστηκε με έναν καθαρόαιμο, σύγχρονο λαϊκό θεατρίνο, με πηγαίο ταλέντο και γνώση βιωματική της παράδοσης, τον Διονύση Γιατρά και προσπάθησαν να αξιοποιήσουν την μακραίωνη παρακαταθήκη και να την προσαρμόσουν στο σήμερα, όχι πια σαν λαϊκή δημιουργία, αλλά σαν έντεχνη συνέχεια και αναβίωση.

Το μακροσκελές κείμενο κλείνει όλη σχεδόν την δυτική ιστορία της Ζακύνθου στους στίχους του. Ξεκινά από την απαρχή της κυριαρχίας της κραταιής και οργανωμένης άριστα – όπως αποδείχτηκε – Γαληνοτάτης και τελειώνει με την Ένωση των Επτά Νησιών με το Ελληνικό Βασίλειο.

Τα τρία βασικά πρόσωπα του έργου, ο απαραίτητος Ποιητής, ο απόγονος της λιμπροντορίστικης οικογένειας Βούλτσος και ο από ποπολάρους προερχόμενος –«απόγονος» και αυτός– Δόξας, σε δεκαπεντασύλλαβους διάλογους ξετυλίγουν τις σημαντικότερες στιγμές της ιστορία και του πολιτισμού του νησιού και από σκηνής παραδειγματίζουν – ως πρέπει – και διδάσκουν.

Σημαντικό είναι πως το έργο αυτό δεν περιορίστηκε στις τυπωμένες σελίδες ενός βιβλίου, απόκτημα και απαραίτητο στολίδι μιας λιμπραρίας –έτσι για να μην ξεχνάμε και την ντοπιολαλιά μας-, αλλά παίχτηκε –πιο σωστά παραστάθηκε– από το «Θέατρο τση Ζάκυθος» και την «Αυλαία Τέχνης», έχοντας σαν σύμβουλο επί δραματουργίας τον καθηγητή Θεόδωρο Γραμματά.

Απόλυτα λειτουργικός στην έκδοση, η οποία είναι καρπός του δραστήριου βιβλιοπωλείου του νησιού μας «Θεωρία», είναι και ο εμπεριστατωμένος πρόλογος του Διονύση Μινώτου, ενός ανθρώπου με προσφορά στην έρευνα και του λαϊκού θεάτρου, αλλά και στο σημαντικό κεφάλαιο που λέγεται «Διεθνής Συνάντηση Μεσαιωνικού και Λαϊκού Θεάτρου», ο οποίος, με γνώση και μεθοδικότητα, τοποθετεί τα πράγματα στη θέση τους και συνοψίζει τα όσα ώς σήμερα γνωρίζουμε για το πολύτιμο αυτό κεφάλαιο, που λέγεται «Ομιλίες» της Ζακύνθου.

Η προσπάθεια αυτή είναι μια σημαντική και πολλά υποσχόμενη αρχή. Ες ευχηθούμε να έχει και συνέχεια.
Related Posts with Thumbnails