© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Πέμπτη 1 Ιανουαρίου 2015

π. Κων. Ν. Καλλιανός: ΤΟΤΕ ΠΟΥ ΤΕΛΕΙΩΝΑΝ ΟΛΑ…

(Μνῆμες καὶ βιώματα ἀπὸ τὴν παραμονὴ τοῦ Ἁγίου Βασιλείου στὸν παλιό μας τὸ φοῦρνο)

Στὴν ἱερὴ Μνήμη τῆς Μητέρας μου Μαγδαληνῆς

  
Κάθε τέτοια μέρα ἡ μνήμη εὐλαβικὰ ἐπιστρέφει στὸ παλιὸ καὶ ξεχασμένο πιὰ ἀνώι ἑνὸς μισοερειπωμένου φουρνου καὶ ξαναζεῖ τὸ πανηγύρι τῆς σημερινῆς βραδυᾶς, ποὺ δὲν εἶχε καμμία ἀπολύτως σχέση μὲ τὰ διάφορα κοσμικὰ ρεβεγιόν, ἀλλὰ καὶ τὶς ὅποιες ἑορταστικὲς ἐκδηλώσεις γιὰ τὰ εἰσόδια τῆς νέας χρονιᾶς. Γιατὶ ἐκεῖνο τὸ πανηγύρι, ποὺ ἄρχιζε νωρὶς τὸ πρωΐ κι ὕστερα ἔκλεινε τὶς θύρες του τὶς πρῶτες βραδυνὲς ὧρες, σχετίζονταν ἀποκλειστικὰ μὲ τὴν ἑτοιμασία καὶ τὸ ψήσιμο τῆς κουλούρας τῆς Ἁγιοβασιλιάτικης. Καὶ γιὰ μιὰ μικρὴ κοινωνία, ὅπως ἦταν τὸ χωριό μας στὶς δεκαετίες τοῦ 50 καὶ τοῦ 60 αὐτὲς οἱ στιγμὲς ἦταν μιὰ ἀλησμόνητη σύναξη τῶν νοικοκυρῶν τοῦ Κλήματος, ποὺ πάσχιζαν μὲ μεγάλη τέχνη καὶ φροντίδα νὰ δημιουργήσουν ἔνα κέντημα πάνω στὴν ἐπιφάνεια τοῦ ζυμαριοῦ, ποὺ ἁπλωνόταν στὸν «ταβᾶ» ἤ στὸ «σνί» λευκό-λευκό καὶ ἕτοιμο νὰ δεχτεῖ τὴν περιποίηση ποὺ τοῦ ἔπρεπε. Κι ἦταν ἡ περιποίηση αὐτὴ τὸ «κεντημα» τοῦ ζυμαριοὺ μὲ τὰ σπιρτόξυλα  καὶ τὸ πηρούνι.
Χαράσσονταν, λοιπὸν, στὴν ἐπιφάνεια τοῦ ζυμαριοῦ μὲ τὸ πηρούνι μιὰ μαργαρίτα κι ὕστερα μὲ τὰ σπιρτόξυλα «σήκωναν» αὐτὲς τὶς χαραγμένες γραμμές, ὥστε νὰ γίνει ἕνα πραγματικὸ κέντημα πάνω στὴν κουλούρα. Μάλιστα πρόσθεταν καὶ μεγάλες «κοκόσες» (ψύχες δηλ.) ἀπὸ καρύδι καὶ γύρω ἀπ᾿ αὐτὸ μπήγανε λευκὲς «κοκόσες» ἀμυγδαλόψυχας. Φυσικὰ, μὴ νομίσει κάποιος ὅτι ἐκεῖ δὲν ὑπολογίζονταν οἱ κανόνες τῆς ἀκρίβειας καὶ τῆς γεωμετρίας. Γιατὶ ὅλα ἔπρεπε νὰ γίνουν μὲ  μεγάλη προσοχή, ἀφοῦ τὸ ἔδεσμα αὐτό, ποὺ ἦταν στὴν οὐσία ἕνα γλύκισμα, προορίζονταν γιὰ  τὴν πεθερά, ὁπότε ἔπρεπε νὰ  γίνει μὲ τὸν πλέον καλύτερο τρόπο μὲ μὲ τὴ μαστοριὰ ποὺ λίγοι διέθεταν τότε στὸ χωριό. Ὅμως τὸ ἐπάνω πάτωμα τοῦ φούρνου μας ἦταν ὁ τόπος ποὺ «κεντήθηκαν» πολλὲς τέτοιες ἐπίσημες κουλοῦρες. Καὶ λέω ἐπίσημες, γιατὶ ὑπῆρχαν καὶ οἱ «ἀνεπίσημες». Κι αὐτὲς ἦταν μὲν ἀπὸτὸ ἴδιο τὸ ζυμαρι, ὅμως δὲν τὶς κεντοῦσαν μὲ τόση προσοχή. Χάρασσαν ἁπλῶς μιὰ μαργαρίτα καὶ μετὰ μὲ τὸ πηγούνι τὴ «ζωγράφιζαν» βάζοντας λίγες «κοκκόσες» ἀπὸ καρύδια ἤ ἀμύγδαλα.
Ὡστόσο ἐκεῖνο ποὺ δὲ λησμονιέται ἦταν κι ἡ εὐωδιὰ ποὺ ἄφηναν αὐτὰ τὰ γλυκίσματα αὐτά. Κάτι σὰν βανίλια, ψημένη ζάχαρη, καὶ ἀρωματισμένο λάδι,ἦταν ἡ εὐωδιά, ποὺ ἀνακατεύονταν μὲ τὴν εὐωδιὰ τῶν ἄγριων τῶν ξύλων -ποτὲ πεύκων- μήπως καὶ «ἁρπάξει», δηλαδὴ καψαλιστεῖ καὶ σκουρύνει ἡ ἐπιφάνεια τῆς κουλούρας.
Αὐτά, λοιπόν, γίνονταν ἴσαμε τὸ ἀπογευμα, ὁπότε μόλις νύχτωνε, ἀφοῦ ἠλεκτικὸ δὲν ὑπῆρχε ἀπόμενε στὸ φοῦρνο ἐκεῖνος ὁ σιωπηλός, ἑορταστικὸς ἀπόηχος, ἀρωματισμένος πάντα ἀπὸ τέτοιες εὐωδιές. Καὶ μαζὶ μὲ αὐτὰ κι οἱ λαδιὲς στὸ πάτωμα, οἱ λαδωμένοι ταβάδες, οἱ φρέσκες μικρὲς κουλοῦρες μὲ τὴν σκουρόχρυση ἐπιφάνεια καὶ τὰ καψαλισμένα ἀμύγδαλα, ἀλλὰ καὶ ἡ συγκίνηση τῶν εὐχῶν ποὺ δίνονταν ἀπὸ καρδιᾶς.
-Ἄντι, θεια-Μαδγανή, νἄσι καλὰ κι τ᾿ χρόν’... Καλὴ χρουνίτσα νἄχουμι.
-Ἀμήν,  ἔλεγε ἐκείνη...


31-12-2014 
        
Related Posts with Thumbnails