Πᾶνε
πολλὰ χρόνια ἀπὸ τότε. Πρέπει νὰ
πέρασαν τὰ σαράντα, ὅταν στὴν ἀλήστου
μνήμης ἐφημερίδα Βόρειοι Σποράδες
τοῦ ἀείμνηστου Στυλιανοῦ Παπαδημητρίου
ἔγραψα τό, «Φθινόπωρο στὸ Κλῆμα». Ἕνα
γραφτὸ περισσότερο ἐπίκαιρο ἀπ᾿ ὅσα
ζοῦσα τότε στὴ μικρὴ κι ἀλώβητη, ἀπὸ
τὴ λεγόμενη «ἀξιοποίηση», κοινωνία
τοῦ χωριοῦ μου Κλῆμα.
Καὶ
σήμερα, ὕστερα ἀπὸ σαράντα τόσα χρόνια,
ξανακοιτώντας τὸ γραφτὸ ἐκεῖνο,
ἔνοιωσα ἕνα ρίγος καὶ μιὰ συγκίνηση
ποὺ βούρκωσα. Γιατὶ θυμήθηκα παλιὲς
κι εὐλογημένες συνήθειες ποὺ δὲν θὰ
ξαναγυρίσουν, θυμήθηκα πρόσωπα καὶ
γεγονότα, ποὺ τὰ κρατῶ μέσα μου μέχρι
νὰ φύγω κι ἐγὼ ἀπό τὸν κόσμο αὐτὸ
καὶ νὰ τὰ πάρω μαζί μου, ὅπως ἐκεῖνοι
πῆραν μαζί τους πρωτινὰ πρόσωπα καὶ
γεγονότα.
Μοῦ
θύμισε, λοιπόν, τὸ γραφτό μου ἐκεῖνο
τὸν μπάρμπα-Χαράλαμπο ποὺ τρυγοῦσε
καὶ ἔφερνε τὸν καρπὸ μέσα σὲ προβιές
φορτωμένο πάνω στὰ μουλάρια ἀπὸ μακρυά,
ἀπ᾿ τὰ «Θλικάκια», ὅπου εἶχε καλὸ
ἀμπέλι. Όπως ἐπίσης θυμήθηκα τὸν τρύγο
τῆς θειᾶς Εὐανθίας, ποὺ τὸν ἔφερναν
ἀπὸ τὸ «Βουνό», τὶ «Κοπρισές» μέσα σὲ
καφάσια ἤ καὶ κοφίνες μεγάλες, κι
ὕστερα ἀφοῦ τὸν ἄδειαζαν στὸ μεγάλο
πατητήρι ποὺ ἦταν πάνω ἀπό τὴ μεγάλη
τὴν κάδη, ἀποκεί στὴν Ἀποθήκη, τὸν
πατούσαμε καὶ μετὰ ρίχναμε τὰ στέφλα
στὴν κάδη τὴ μεγάλη, γιὰ νὰ βράσουν...
Καὶ μαζὶ μ᾿ αὐτὰ ξαναεῖδα τὴ
συγχωρεμένη τὴ Μάνα μου νὰ στραγγίζει
μὲ τὸ ἀλέμι τὸ μοῦστο καὶ νὰ προσέχει
νὰ γίνει ἡ «κουρκούτη», ἡ μουσταλευριὰ
δηλ. ὅσο γινόταν πιὸ γκριζόασπρη, κι
ἄν ἦταν δυνατό «ἀσπρου κρίνου», ὅπως
λέγανε... Θυμήθηκα, λοιπόν, καὶ τὶ δὲ
θυμήθηκα...
Τὰ
«κιτρινάκια», τὰ μικρὰ ξανθόσταχτα
πουλάκια νὰ στέκονται πάνω στὶς
μυρωδᾶτες ἀπὸ τὴ βροχὴ μαραθιές, τὸ
βρεγμένο καλτερίμι, τὸ Σχολεῖο καὶ τὴ
βροχούλα ποὺ μᾶς ἔβαλε ἡ δασκάλα ἡ
Λενίτσα νὰ πρωτογράψουμε μὲ μολύβι
γιὰ ν᾿ ἀρχίσουμε νὰ μαθαίνουμε γραφή...
Κι αὐτὰ πρὶν ἀπὸ ἑξήντα χρόνια, ποὺ
νομίζεις ὅτι εἶναι χτεσινά.
Θεέ
μου ἄς μὴ χάσει ἡ μνήμη τὴ θαλερότητά
της. Εἶναι ἡ πιὸ ἱερή, παντιμη καὶ
προσφιλής μας πνευματική τροφή, Κύριε...