© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Δευτέρα 3 Φεβρουαρίου 2020

ΑΡΧΑΙΑ ΕΦΕΣΟΣ – Μια συνάντηση του π. Παναγιώτη Καποδίστρια με τον Γιώργο Σεφέρη

Γράφει η ΑΝΘΟΥΛΑ ΔΑΝΙΗΛ
[1η δημοσίευση: περιοδικό ΠΕΡΙ ΟΥ | 3 Φεβρουαρίου 2020]

[Αφιερωμένο στη Μαρία Δελήτσικου-Παπαχρίστου]

Την αφορμή για τη «συνάντηση» αυτή μου την έδωσε το ποίημα του π. Παναγιώτη Καποδίστρια «Οι Γάτες της Αρχαίας Εφέσου», από την πρόσφατη συλλογή του Λευκότερος καίγεσαι (εκδ. Αληθώς, 2019). Έχοντας υπόψη μου το ποίημα του Γιώργου Σεφέρη «Μνήμη Β΄» με υπότιτλο « Έφεσος», άρχισα να μελετάω καλά τι είδε ο νέος ποιητής, εκεί όπου είχε περπατήσει ο παλαιότερος, εβδομήντα χρόνια πριν.
Συγκεκριμένα, ο Σεφέρης είχε πάει στην Έφεσο, στις 21 Οκτωβρίου 1950. Όπως φαίνεται από τις Μέρες Ε΄ (1945-1951), έμεινε τρεις μέρες. Το ποίημα που προέκυψε από αυτή την επίσκεψη είναι, όπως είπαμε πιο πάνω, το «Μνήμη Β΄» με υπότιτλο «Έφεσος», από το οποίο απομονώνω τους τρεις πρώτους στίχους:
Μιλούσε καθισμένος σ’ ένα μάρμαρο
που έμοιαζε απομεινάρι αρχαίου πυλώνα·
απέραντος δεξιά κι άδειος ο κάμπος
και τους εννέα τελευταίους:
Θυμάμαι ακόμηˑ
ταξίδευε σ’ άκρες ιωνικές, σ’ άδεια κοχύλια θεάτρων
όπου μονάχα η σαύρα σέρνεται στη στεγνή πέτρα,
κι εγώ τον ρώτησα: «Κάποτε θα ξαναγεμίσουν;»
Και μ’ αποκρίθηκε: «Μπορεί, την ώρα του θανάτου».
Κι έτρεξε στην ορχήστρα ουρλιάζοντας:
«Αφήστε με ν’ ακούσω τον αδερφό μου!»
Κι ήταν σκληρή η σιγή τριγύρω μας
κι αχάραχτη στο γυαλί του γαλάζιου.
Αν συνυπολογίσουμε τα όσα γράφει στις Μέρες, την ψυχική ανάγκη που στέλνει τον Σεφέρη στα αρχαία θέατρα και την κρυφή ελπίδα, αν και είναι αρκετά ορθολογιστής ώστε να μην πιστεύει σ’ αυτό που ελπίζει, τότε ο Σεφέρης πηγαίνει εκεί για να ακούσει τη φωνή του αδελφού του είτε είναι ο Ηράκλειτος, αυτός που μιλούσε καθισμένος στο απομεινάρι του αρχαίου πυλώνα είτε ο Σικελιανός που επίσης καθισμένος σε μια πέτρα -«θρονί μου φάνη μοιρασμένο … απ’ τους αιώνες»- μας λέει στην «Ιερά οδό», συχνός επίσης επισκέπτης αρχαίων θεάτρων, ή τέλος είναι ο αδελφός του, ο Άγγελος, που είχε πεθάνει τον Ιανουάριο του ίδιου έτους.
Στην κραυγή «Αφήστε με ν’ ακούσω τον αδερφό μου!» η απάντηση ήταν «σκληρή η σιγή τριγύρω μας / κι αχάραχτη στο γυαλί του γαλάζιου».
Δεν υπάρχει, λοιπόν, τίποτα.
Ωστόσο, στην περιήγηση του χώρου, το «Απομεσήμερο», άκουσε μια κουκουβάγια, μια φορά μόνο, η ώρα τρεις το απόγευμα. Ο Σεφέρης δεν επιμένει τυχαία στο «μια φορά μόνο» και στο «η ώρα τρεις». Και η κουκουβάγια και η ώρα σημαίνουν. Στα αυτιά του, από την ώρα που τριγύριζε στο θέατρο, ακούει «τους μαινόμενους αργυροκόπους που φώναζαν “Μεγάλη η Άρτεμις των Εφεσίων”» (Πράξεις των Αποστόλων, 19,23). Πιο κάτω θα μας παραθέσει ένα απόσπασμα από την Αποκάλυψη, από το οποίο δανείζομαι τις τρεις τελευταίες γραμμές: «Ουαί ουαί, η πόλις η μεγάλη, εν η επλούτησαν πάντες οι έχοντες τα πλοία εν τη θαλάσση εκ της τιμιότητος αυτήςˑ ότι μια ώρα ηρημώθη» (18, 17-19). Στη συνέχεια γράφει: «Προσκυνητάδες και λαϊκή λατρεία, ιερείς και μεγάλα εισοδήματα, θρύλοι και δεισιδαιμονίες» σαν να βλέπει μια άλλη εκδοχή του Ιησού στον Ναό και το αναποδογύρισμα των πάγκων των αργυραμοιβών. Για την ώρα τον παρηγορεί «το λυκόφως στις πλαγιές της Ιωνίας, τα κυκλάμινα, και το κυμάτισμα, που διατηρούν ακόμη, της μεγάλης ψυχής του Ηράκλειτου. Αυτά ανήκουν στο μόνιμο εκείνο, που μοιάζει να είναι πίσω από κάθε θρησκεία» (Μέρες Ε΄, 21 Οκτώβρη 1950). Το λυκόφως και το χρώμα των κυκλάμινων τονίζει, με τον τρόπο του, τη θλίψη του ποιητή.
Συμπέρασμα. Δεν υπάρχει τίποτα, παρά το συμφέρον. Ο χρόνος τα παρασύρει όλα, όπως και την Μεγάλη Άρτεμη. Τι απομένει; Το τοπίο και ο Ηράκλειτος.
Το ποίημα του π. Παναγιώτη Καποδίστρια, «Οι Γάτες της Αρχαίας Εφέσου», παραπέμπει, ως τίτλος, οπωσδήποτε, ευθέως στο ποίημα του Σεφέρη «Οι Γάτες τ’ Άι-Νικόλα», όπου οι γάτες, με το χτύπημα της καμπάνας, έβγαιναν και εξόντωναν τα φίδια που είχαν κατακυριεύσει τον τόπο και είχαν γίνει πολύ μεγάλα και φαρμακερά λόγω της «μεγάλης στέγνιας». Βεβαίως «ξολόθρεψαν τα φίδια μα στο τέλος / χαθήκανεˑ δεν άντεξαν τόσο φαρμάκι. / Ωσάν καράβι καταποντισμένο / τίποτε δεν αφήσαν στον αφρό / μήτε νιαούρισμα, μήτε καμπάνα». Το ποίημα έχει έναν πολιτικό προσανατολισμό, λόγω της εποχής που γράφτηκε. Αν όμως το αποσυνδέσουμε από τη συγκεκριμένη ιστορική στιγμή της Αγγλοκρατίας στην Κύπρο και το συνδέσουμε με ευρύτερες κοινωνικοπολιτικές καταστάσεις, τότε ίσως θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι «γάτες» συμβολίζουν τον Ελληνισμό που είχε να παλέψει με πολλά φίδια, ποικίλους εχθρούς, αλλά τελικά νικήθηκε. Δεν έχει απομείνει τίποτε πια, ούτε νιαούρισμα.

Επιστρέφουμε πια οριστικά στις «Γάτες της αρχαίας Εφέσου» του Καποδίστρια και παρακολουθούμε το ποίημα. Αρχίζουμε από το μότο.
«φωνή εγένετο μία εκ πάντων, ως επί ώρας δύο κραζόντωνˑ μεγάλη η Άρτεμις Εφεσίων»
(Πράξεις 19,34)
Είδες τις γάτες
αγέρωχες εδώ κι εκεί στη μαρμάρινη οδό
δακριτικά περιφερόμενες
στων Κουρητών τη λεωφόρο;

Κορίτσια είναι
απ’ τον οίκο του έρωτα

του Κέλσου ίσως κλειδοκρατόρισσες
η Σοφία
η Αρετή
η Επιστήμη
η Έννοια

η Νίκη της Εφέσου εξάπαντος

κι αν έχεις οφθαλμούς αλαφροΐσκιωτους
διαισθάνεσαι
βουρκωμένη τη θεά
Άρτεμη την πολύμαστη
γάτα νωχελική πάνω σε κίονα του Πρυτανείου
λάθρα επιβιώσασα απ’ των καιρών την ένοχη ανοχή
σπιθίτσα μυστική
για τη φλόγα την περίβλεπτη του ιερού της Ουτοπίας
(Αρχαία Έφεσος, Ιούνιος 2019)
Από το μότο βλέπουμε ότι και οι δύο ποιητές αντλούν πληροφορίες για την Έφεσο από την ίδια πηγή. Τις Πράξεις των Αποστόλων.
Η Άρτεμις, στης οποίας το ναό κυκλοφορούν οι γάτες, είναι η θεά παρθένος, αδελφή του Απόλλωνα, γεννημένη στη Δήλο, η «Μεγάλη Άρτεμις» όπως έκραζαν οι πολίτες και στης οποίας το ρημαγμένο ιερό χτίστηκε ναός της Παρθένου Μαρίας, με την επικράτηση της χριστιανικής θρησκείας. Σ’ αυτόν τον περίφημο ναό σήμερα μόνο ερείπια, γάτες και τουρίστες, βεβαίως. Ο χρόνος και οι επιδρομείς πήραν τα πάντα. Υπάρχει όμως η γη που δεν έχει κρικέλια για να την πάρουν στον ώμο και να φύγουν.
Στην περίφημη οδό των Κουρητών, με τα αγάλματα των αυτοκρατόρων και τα λαμπρά μωσαϊκά στο δάπεδο, περπατούν σήμερα διακριτικά οι αγέρωχες γάτες. Το επίρρημα «διακριτικά» προσδίδει στα συμπαθή κατοικίδια ήθος. Το «αγέρωχες» μια ασύνειδη υπεροχή. Και έχουν, αν συνυπολογίσουμε ότι οι γάτες αυτές ήταν (;) ιέρειες στο ιερό της θεάς ή «κορίτσια από τον οίκο του έρωτα», όπως λέει το ποίημα. Αφήνοντας κατά μέρος το «πρόχειρο», μια λέξη που χρησιμοποιεί ο π. Παναγιώτης, για να δηλώσει αυτό που μας έρχεται πρώτο στο νου, σπεύδουμε να αναφερθούμε στη ρήση του Αριστοτέλη «πάντες άνθρωποι του ειδέναι ορέγονται φύσει» και αυτή την όρεξη, τον έρωτα για μάθηση, υπηρετεί ο Κέλσος και οι «Κλειδοκρατόρισσές» του.

Ο Κέλσος, του οποίου η σαρκοφάγος βρίσκεται «στον πλευρικό διάδρομο της βιβλιοθήκης του («δεξιά καθώς μπαίνεις»), γράφει ο Σεφέρης, ήταν πλατωνικός φιλόσοφος. Η Σχολή του, ο Οίκος του, είναι ο Οίκος του έρωτα για τη σοφία και τα κορίτσια του, το πνεύμα που παίρνει τη μορφή κοριτσιών, όπως λέει και ο Ελύτης για τα κορίτσια στη δική του ποίηση. Τα κορίτσια του, λοιπόν, είναι οι Ιδέες, οι πλατωνικές Ιδέες, και τα ονόματά τους Σοφία, Αρετή, Επιστήμη, Έννοια και εξάπαντος Νίκη της Εφέσου. Γιατί ό,τι και αν έγινε και ο χρόνος παρέσυρε και οι κοινωνικές και πολιτικές και θρησκευτικές ανατροπές επέφεραν, η Έφεσος ως Ιδέα ζει.
Ο Ελύτης θεωρεί ότι είναι τέσσερα τα στοιχεία μιας ξεχωριστής προσωπικότητας: Αντρειά, Δικαιοσύνη, Ευθύνη και Σοφία (όπως ο ίδιος εξήγησε στον Guido Demoen, Φιλολογική, τχ. 60, σελ. 17-20), με σαφή αναφορά στα μόρια της «Αρετής» του πλατωνικού Πρωταγόρα, όπου γίνεται λόγος για πέντε μόρια της Αρετής: Ανδρεία, Δικαιοσύνη, Σωφροσύνη, Σοφία, Οσιότητα. Πιστεύω ότι ο Ελύτης στην Ευθύνη συναιρεί την «οσιότητα» και τη «σωφροσύνη». Mutatis mutandis, οι ποιητές και οι φιλόσοφοι μιλούν γα παραπλήσιες έννοιες, για να μην πούμε πως μιλούν για τις ίδιες ακριβώς.
Αυτά όμως τα αντιλαμβάνεται εκείνος που έχει «οφθαλμούς αλαφροΐσκιωτους». Δεν μας διαφεύγει εδώ μια νύξη σολωμική. Ο Αλαφροΐσκιωτος Καλός, δηλαδή ο ποιητής, ο ζακύνθιος Καποδίστριας διαισθάνεται τη θλίψη της θεάς, γάτας πολύμαστης (όπως ήταν κάποτε η πλούσια Έφεσος), που κάθεται νωχελική (άπραγη πια) πάνω σε κίονα του Πρυτανείου, όπως ο Ηράκλειτος στο ποίημα του Σεφέρη και ο Σικελιανός στην «Ιερά οδό». Η Ιδέα της, ευτυχώς, επιβίωσε λάθρα, από τους διωγμούς, «σπιθίτσα μυστική», μέσα σε έναν κόσμο εχθρικό με άλλη θρησκεία και Θεό.
Ο τελευταίος στίχος έχει τη θλίψη από την ιερή φωτιά που την έχουμε δει να σβήνει στον ναό των Εστιάδων, στο λάλον ύδωρ των Δελφών και τώρα εδώ, στον κίονα του Πρυτανείου. Ωστόσο, υπάρχει αυτή η μικρή ελπίδα, η γάτα (η εφτάψυχη όπως λέει ο λαός), που φυλάει τη φλόγα την «περίβλεπτη» του ιερού της Ουτοπίας. Ένα ιερό που υπήρχε και δεν υπάρχει πια, για μια θεά που δεν υπήρχε αλλά υπήρχε η ιδέα της. Γιατί η Ιδέα δεν έχει ανάγκη από σώμα για να υπάρχειˑ έρχεται από την ιδανική Ου-τοπία.
Ο Σεφέρης αυτοαποκαλείται «ειδωλολάτρης», βλέπει με σκεπτικισμό ό,τι συμβαίνει γύρω του και ενοχλείται με την εκμετάλλευση της Ιδέας. Ωστόσο στέκεται με σεβασμό απέναντι σε ό,τι καλό γέννησε ο τόπος και η δική του «σπιθίτσα» λάμπει στην αλήθεια τη χειροπιαστή που είναι ο τόπος και ο Ηράκλειτος. Όλα τα άλλα είναι περαστικά.
Ο π. Παναγιώτης Καποδίστριας είναι ταγμένος ιερωμένος. Δεν επιτρέπει στον εαυτό του να εκφράσει «απιστία». Αγαπά αλλήλους. Είναι και ποιητής που σημαίνει πως έχει έγνοια και ελπίδα για κάθε τι καλό που γέννησε αυτός ο κόσμος, τον οποίο αποδέχεται και υπηρετεί με Αντρειά, Δικαιοσύνη, Ευθύνη και Σοφία. Το ποίημα «Οι γάτες της Εφέσου» εκφράζει ένα βαθύ αίσθημα για τον κόσμο μας, τον αρχαίο που χάθηκε ή συγχωνεύτηκε με τον άλλο που ήρθε. Βαθύ αίσθημα Ευθύνης για όποια ελληνική «σπιθίτσα» τού δίνει τη Σοφία να γράφει και να στοχάζεται, την Αντρειά να αντέχει και τη Δικαιοσύνη να απονέμει σε έκαστον τον σεβασμό του, κατά τα έργα του.

Related Posts with Thumbnails