© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Κυριακή 6 Δεκεμβρίου 2015

Για το βιβλίο “Νίκος Κατσαλίδας: Ο Παρακλητικός του Ηλιοβασιλέματος”, Εκδόσεις του Φοίνικα, 2014

Γράφει η Δρ ΑΝΘΟΥΛΑ ΔΑΝΙΗΛ

Ο Παρακλητικός του Ηλιοβασιλέματος του Νίκου Κατσαλίδα δεν είναι ποίημα, είναι Κανόνας, Μέγας Κανόνας, προς τιμήν του Ήλιου, στη ώρα της δύσης του. Η υποβλητική ατμόσφαιρα στο έργο αρχίζει από τον τίτλο, συνεχίζεται με τη μορφή, η οποία εν είδει κατεβατού σε δύο στήλες, παραπέμπει σε λειτουργικά βιβλία της Εκκλησίας μας και, τέλος, με το περιεχόμενό του, όπως είναι φυσικό.

Το ηλιοβασίλεμα ως ώρα περιέχει την ιερότητα της στιγμής. Είναι η αποχώρηση από την Ημέρα του φωτός, που αυτό άλλωστε είναι το χαρακτηριστικό της. Χίλιες δυο παραλλαγές, ποιητικές και εικαστικές, επιστρατεύτηκαν από τους καλλιτέχνες όλων των εποχών, για να την αποδώσουν και όλες, η καθεμία με το δικό της τρόπο, αποτύπωσαν την ώρα εκείνη με αίσθημα και συγκίνηση. Και ενώ αυτό είναι ένα φυσικό γεγονός και σε όλη την ιστορία της ανθρώπινης συνείδησης αντιληπτό, στην Τέχνη έχει προσλάβει μια περαιτέρω σημασία. Μερικοί φανατικοί μάλιστα κάνουν και τελετουργίες. Οι υπερβολές επιβεβαιώνουν πάντως τον κανόνα. Το «Ηλιοβασίλεμα» είναι ώρα ιερή και στη ζωή και στην Τέχνη αποκτά διαστάσεις μεταφυσικές.

Στο βιβλίο του Κατσαλίδα, λοιπόν, έχουμε την ευκαιρία να ζήσουμε τη δημιουργία του κόσμου από τον ποιητή, σ’ έναν χείμαρρο αισθημάτων και συναισθημάτων, εντυπώσεων και πληροφοριών, σε μια αναπαραγωγή που θυμίζει προσευχή και αίνο και ύμνο και απολογία και εξομολόγηση.

Στην αρχή, σαν μότο, ένα μικρό τετράστιχο μας ειδοποιεί για το ποιος θα μιλήσει, πώς και από ποιον πήρε την εντολή και ποιο είναι το θέμα του. Πρώτη λέξη η αντωνυμία «Εσύ» την οποία αισθανόμαστε να συνοδεύεται με μια κίνηση του δείκτη. Είναι η «σιβυλλική αχτίδα» του ήλιου που φώτισε στο λίκνο του τον ποιητή και του υπέδειξε τον προορισμό του. Ο βωμός του πατέρα- η πατρίδα και ο ναός της μητέρας- η γλώσσα αποτελούν τις δύο πηγές άντλησης του υλικού του. Αν εξαιρέσουμε το «Επίμετρο» και το «Προοίμιο», το κυρίως σώμα του «Παρακλητικού» απαρτίζεται από πενήντα ενότητες, αν μπορεί κανείς να τις πει έτσι, έχοντας ως κριτήριο το κόκκινο αρχικό γράμμα της κάθε μιας. Από αυτές τις πενήντα, οι είκοσι μία αρχίζουν με προσφώνηση ή αναφορά στη «Μάνα» και από τις άλλες, πολλές είναι εκείνες που αρχίζουν με το επιφωνηματικό «Α» σαν μεγάλη ανάσα, ανακουφιστική αλλά και δυναμωτική, για τη συνέχιση του έργου που σαν ιερό παραλήρημα εξελίσσεται.

Από το λίκνο και το χρόνο τότε, μπαίνουμε πια στο χρόνο «Τώρα» της έναρξης της αφήγησης. «Τώρα» διεκπεραιώνεται η εντολή. «Τώρα» ήρθε ο καιρός και το «Τώρα» είναι πρώτη λέξη του χειμαρρώδους κειμένου.

«Τα θεμέλιά μου στα βουνά/ και τα βουνά σηκώνουν οι λαοί στον ώμο τους / και πάνω τους η μνήμη καίει/ άκαυτη βάτος» είπε ο Ελύτης, Τότε, και γέννησε μεγάλη γενιά απογόνων, δείχνοντάς τους, πώς η παράδοση μπορεί να γίνει μόδα. Πώς η πατρίδα που στο όνομά της οι πάντες μπορούν να αυθαιρετούν ο ποιητής μπορεί να ιερουργεί. Εκεί είναι, λοιπόν, η ουσία, στο έδαφος, στο χώμα στα βουνά, στις πλαγιές, εκεί κοιτάζει και ο νέος ποιητής και βρίσκει τις ρίζες των προγόνων του, εκεί «στα μολυβένια όρη,/ ακράδαντα κι ευλογημένα,/άγιοι ναοί και σαρκοφάγοι/ στις τράμπες της θεογονίας/ κώδικες και ανάγλυφά μας,/ και η πελώρια λεοντή τους / στα καταράχια κρεμασμένη/ στο βεστιάριο της σελήνης». Με αυτό το δείγμα βλέπουμε ποια είναι η διάθεση, ποιο το αίσθημα και ποιο το χρέος του ποιητή: Να υμνήσει την πατρίδα του, τον πολιτισμό του, να τιμήσει τη μνήμη όλων των ιερών και οσίων που η ελληνική πατρίδα του έδωσε και πάνω στα άγια χώματά της δημιούργησε.

Επόμενο είναι τα υλικά του να τα αντλεί από την ελληνική κληρονομιά. Τη φύση, την ιστορία, την παράδοση, τα κείμενα, τους μύθους και θρύλους, ό,τι θα μπορούσε να κεντρίσει μια ευαίσθητη ψυχή, μια ψυχή και ένα πνεύμα, προορισμένο να συλλάβει τα αόρατα, τα ανάκουστα, τα μυστικά και παράξενα, όλα εκείνα τα λογικά και παραλογικά που διαμορφώνουν τη ζωή και το χαρακτήρα του ανθρώπου ερήμην του τις περισσότερες φορές. Ο κοινός θνητός μπορεί να καταναλώνεται στην καθημερινή μέριμνα, μπορεί να μην ακούει και να μην βλέπει εκείνο που ερήμην του δρα και υπάρχει και ίσως ούτε καν υποψιάζεται. Ο ποιητής όμως και βλέπει και ακούει και συλλαμβάνει τα μηνύματα. Και με βάση αυτά διαμορφώνει και την πορεία της ζωής του ή, αλλιώς, ακολουθεί την «σιβυλλική αχτίδα» που του δείχνει τους δρόμους, από τους οποίους «ο ένας … πάει στον ήλιο/ ο άλλος βγαίνει στο φεγγάρι,/ και ο στενότερος, φιδίσιος./ στα μονοπάτια της αβύσσου».

Με τη «Μάνα» απέναντί του αναθυμάται το τι υπάρχει και το τι δεν υπάρχει. ξανακούει τα θροΐσματα των φύλλων και το κελάηδισμα των πουλιών. Την καλεί να επιστρέψει: «να ξαναγυρίσεις / στις αγιασμένες νερομάνες, στο χλοϊσμένο αραξοβόλι» ή «να με προσμένεις / στην πέτρα μας ακουμπισμένη/ και ν’ αγναντεύεις το ποτάμι» ή «να ευωδιάζουν οι γλάστρες» , «Μάνα μη φύγεις απ’ τα δάση/ και ξεκοπείς από τους κήπους». Κι ακόμα: «Α, αυτό το σπίτι το γλιτώνει/ κι η θαλπωρή της παρουσίας/ του δεκαπεντασύλλαβού σας». Οπωσδήποτε, δεν λείπει και ο πατέρας: «Πού πας πατέρα, και οι άγιοι,/ είναι κι αυτοί απασχολημένοι… γύρνα και κάτσε στην εστία».

Είναι προφανές ότι ο Κατσαλίδας συνέθεσε αυτή τη συλλογή για να τιμήσει τους γονείς και άλλους αγαπημένους του, αλλά, σε ένα δεύτερο επίπεδο, ο ύμνος είναι για τον πατέρα – πατρίδα και για τη μητέρα- γλώσσα όπως, είπαμε και στην αρχή. Γι’ αυτό και όλα τα πλάσματα, τα πραγματικά και τα φανταστικά, οι ήχοι και οι εικόνες, τα αισθήματα και τα συναισθήματα, οτιδήποτε συμβάλλει στο να γίνεται ο άνθρωπος Άνθρωπος, ό,τι τιμαλφές έχει αποθησαυρισμένο στην ψυχή του βγαίνει «Τώρα» ως «Παρακλητικός του Ηλιοβασιλέματος». Κανόνας και ύμνος και αίνος και έπαινος σε ό,τι συνιστά τη ζωή, σε ό,τι μεταπλάθεται σε τέχνη, σαν να λέει ο ποιητής «εγώ» και από μέσα του να βγαίνουν όλα όσα αποκαλούμε πατρίδα και μητέρα και γλώσσα και ζωή άνωθεν χαρισμένη. 

π. Κων. Ν. Καλλιανός: ΣΤΟ ΕΡΕΙΠΩΜΕΝΟ ΤΟ ΣΠΙΤΙ Η ΕΠΙΣΚΕΨΗ

Στὴ Μνήμη τὴν ἱερή τοῦ Πατέρα καὶ τοῦ παπποῦ, ποὺ γιόρταζαν...


Ποιός, λοιπόν, σέ βεβαιώνει ὅτι αὐτό τό ἐρείπιο πού ἀντικρύζεις τούτη τήν ἀπόβραδη ὥρα εἶναι τό σπίτι σου; Ἔχεις πειστήρια, παλιές φωτογραφίες, κάποια ἀντικείμενα πού νά κλείνουν μέσα τους τίς παλιές τίς θύμησες, τίς βιωματικές ἐκεῖνες καί τρανές στιγμές πού καθορίζουν τήν ἄμεση τή σχέση σου μέ αὐτόν τόν σωρό ἀπό πέτρες καί ξύλα; Κοιτάζεις, ψάχνεις καί προσπαθεῖς νά στήσεις ἕνα σκηνικό διάφορο ἀπ᾿ αὐτό πού βλέπεις. Ἔτσι, ἐπιστρατεύεις ὅλες σου τίς δυνάμεις καί πασχίζεις νά ξαναζήσεις κάποιες χτεσινές, μακρυνές, ὧρες πού πέρασες κάτω ἀπ᾿ αὐτά τά ξύλα, ἀπ᾿ αὐτές τίς πέτρες: τούς μοναδικούς, δυστυχῶς, μάρτυρες τοῦ περάσματός σου ἀπ᾿ αὐτόν τόν τόπο. (Ἀλήθεια, πῶς ἀποκρυπτογραφεῖς τή γλώσσα τῶν ἄψυχων ἀντικειμένων, ὅπως εἶν᾿ ὅλ᾿ αὐτά ἐδῶ γύρω σου;)
Τό σκηνικό στήνεται ἀνάμεσα σέ τοῦτο τό σωρό καί παρουσιάζει τούτη τή φορά, τά Πρόσωπα ἐκεῖνα πού ἀγάπησες καί σ᾿ ἀγάπησαν. Πρόσωπα ἱερά, σιμά σέ μιά μισοσκότεινη γωνιά τοῦ σπιτιοῦ. Εἶναι χειμώνας καί γιορτή· ἡ γιορτή τοῦ Ἁγίου Νικολάου καί μιά σιωπή ἁπλώνεται στό γύρω χῶρο, καθώς τά Πρόσωπα ἐκεῖνα, τῆς Μάνας δηλαδή, τῆς Γιαγιᾶς καί τοῦ Παπποῦ στέκουν σιωπηλά, κρυσταλωμένα καί στοχαστικά κοιτᾶνε τή φωτά πού μεγαλώνει στό τζάκι.
Μοσχομυρίζουν τά πεῦκα, ἀνεβαίνει, ὅπως τό λιβανωτό, τό καμμένο ρετσίνι πού συνοδεύεται ἀπό τό τρυφερό τό ἄρωμα τοῦ σκίνου καί τῆς κουμαριᾶς.
Φωτίζονται τά πρόσωπα ἀπό τίς φλόγες, παίρνουν μιάν ὄψη χλωμή, ἁγιωτική, εὐλογημένη. Ὅλοι κοιτᾶνε τή φωτιά πού χαρίζει ζεστασιά, θαλπωρή, συντροφεύει τούς λογισμούς, τρέφει τήν ψυχή μέ μιάν ἰδιότυπη καλωσύνη...
Ἔχουν τελειώσει οἱ ἐπισκέψεις τῶν λίγων συγγενῶν πού ἦρθαν ἀπό νωρίς, ἐκεῖ στό σύνορο τῆς μέρας μέ τή νύχτα, νά ποῦνε τίς εὐχές γιά τόν Παπποῦ, γιά τόν Πατέρα. Τώρα εἶναι ἡ ὥρα τῆς σιωπῆς, τῆς ἀναπόλησης καί τῆς ἐπιβεβαίωσης πώς γιά φέτος ἡ γιορτή τέλειωσε... Τοῦ χρόνου πάλι.
Πάνω στή γκλαβανή ἀπομένει τό τραπέζι στολισμένο, μέ τά λίγα ποτήρια τοῦ ρακιοῦ, τά ἀμυγδαλωτά πού περίσεψαν καί κατά κύριο λόγο μέ τή στερνή τήν ἀτμόσφαιρα πού δίνει στή γιορτή: ἔτσι ὅπως ἀντικρύζεις τίς δειλινές τοῦ ἥλιου ἀκτίνες ν᾿ ἀποχαιρετοῦν τή μέρα.
Ἡ φωτιά καίει, ἡ λάμπα χαμηλώνει, τά στρωσίδια ἑτοιμάζονται... Ἔξω πήζει τό σκοτάδι. Ὁ ρόχθος τῆς θάλασσας πού ξεσπάει στά θεμέλια τοῦ νησιοῦ ἀκούγεται τώρα πιό δυνατός. Συνοδεύει τίς ἀναπνοές τῶν κοιμισμένων κι ἀποσταμένων σωμάτων πού ὀνειρεύονται ὅτι θά ξαναγιορτάσουν τοῦ χρόνου καί πάλι. Αὐτή τή φορά ὅμως μέ τόν Πατέρα μαζί. Ἔτσι, πιστεύουν, ἐλπίζουν, αἰσθάνονται. Γιά νἄρθει ὁ ὕπνος στά βουρκωμένα βλέφαρα.
Ἡ βροχή ἄρχισε. Τή μπέρδεψες, θαρρῶ, μέ τά δάκρυά σου...

Σάββατο, 6 Δεκ. 2003

π. κ. ν. κ

Related Posts with Thumbnails