Ἀλήθεια,
ποιὸς μπορεῖ νὰ καταλάβει τὸν κάθε
ἱερέα, τὸ πόσο τὸν συγκινοῦν καὶ
συνάμα τοῦ ἀφανίζουν κάθε κόπο οἱ
στιγμὲς ἐκεῖνες κατὰ τὶς ὁποῖες ἡ
κάθε Πανήγυρις τοῦ ναοῦ του περατώνεται.
Καὶ μιλᾶμε γιὰ τὰ μετὰ τὴν ἀπόλυση
τῆς Θείας Λειτουργίας, ὅταν ὁ ναὸς
ἀδειάζει πιά, ὅταν τὰ σύννεφα τοῦ
θυμιάματος ἀραιώνουν κι ἡ φωτοβολία
τῶν κεριῶν καὶ τῶν πολυελαίων χαμηλώνει
αἰσθητά. Τότε, λοιπόν, εἶναι ποὺ
κυκλώνουν τὸν νοῦ τοῦ ἱερέα ποικίλοι
στοχασμοί. Στοχασμοὶ ποὺ ἀναμφίβολα
εἶναι προέκταση τῆς Πανηγύρεως. Γιατὶ
ἄνθρωπος εἶναι κι ὁ παπᾶς μὲ ἀδυναμίες
καὶ πάθη ποὺ πασχίζει νὰ τὰ φυτέψει
στὴν «ἄφατόν Του φιλανθρωπίαν», γιὰ νὰ
ἀναστηθοῦν «καινά» (Ἀποκ. 21,5), ἀλλὰ
καὶ μὲ εὐαισθησίες, ποὺ μεταμορφώνουν
τὶς ταπεινές του βιωματικὲς στιγμές,
σὲ κατανυκτικὰ προσόμοια θείας
ἐπισκέψεως. Ἔτσι, καθὼς γυροφέρνει τὴ
ματιά του στ’ ἀδειανὰ τὰ στασίδια
ἀναλογίζεται τὰ πρόσωπα ποὺ φέτος
ἔλειψαν. Ἀναλογίζεται ἐκεῖνα ποὺ
ταξίδεψαν γιὰ πάντα, ἤ ἄλλα ποὺ εἶναι
καθηλωμένα σὲ κάποιο κρεβάτι τοῦ πόνου,
ἄλλα πάλι ποὺ μετοίκισαν σὲ μακρυνὲς
πολιτεῖες κι ἴσως
ν᾿ ἀναθυμοῦνται τὴν παλιά τους ἐνοριακὴ
οἰκογένεια τούτη τὴ σημαδιακὴ ἡμέρα...
Ποιός ξέρει! Ναί, τὸν πληγώνουν τὸ παπᾶ
αὐτὲς οἱ ἀπουσίες, γιατὶ πολλοὶ ἀπὸ
αὐτοὺς ποὺ λείπουν ἦταν οἱ πιστοί
του σύντροφοι, «οἱ ἀκολουθοῦντες αὐτῷ»
(πρβλ. Μτθ. 27, 5), ὄχι μονάχα στὶς ἱ.
Ἀκολουθίες, ἀλλὰ καὶ σὲ πολλὲς ἄλλες
περιπτώσεις τοῦ βίου του μὲ τὴ φιλική
τους ἐντιμότητα ὡς τεκμήριο ἀδιάψευστο.
Γιατὶ ὅλοι μας χρειαζόμαστε τὴν
ἀνθρώπινη παρουσία ὡς προέκταση τῆς
θεϊκῆς, γιὰ νὰ φωτίσει τὸ κάθε σκοτάδι
τῆς ἐπίγειας πορείας του.
Ὅμως
στὸ περιθώριο τῶν ἱερατικῶν του
στοχασμῶν ὁ παπᾶς παρατηρεῖ νὰ στέκει
ἀγέρωχος κι ὁ Χρόνος. Ὁ Χρόνος ποὺ
ἀλέθει μέσα του γεγονότα καὶ πρόσωπα,
καὶ ποὺ φροντίζει νὰ πασπαλίζει μὲ
στάχτη τὴ ζωή μας, ὥστε νὰ ντύνεται τὸ
γκρίζο τὸ χρῶμα της καὶ νὰ σπουδάζει
τὴ βιοτή μας πάνω στὸ μεγαλο Μυστήριο
τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου. Γιατὶ καὶ
τὸ ἕνα, δηλαδή, ἡ φθορὰ σιωπηλὰ
ἁπλώνεται, ὅσο περνοῦν τὰ χρόνια, καὶ
τὸ ἄλλο -κι ἀσφαλῶς τὸ πιὸ κορυφαῖο-
ὁ θάνατος δηλαδή, ὅλο καὶ παραμονεύει
νὰ βρεῖ τὴν ἀναγκαία, γιὰ τὴν εἴσοδό
του μέσα μας, Κερκόπορτα, ὥστε νὰ
καταστεῖ ὁ κυρίαρχος κι αὐτῆς τῆς
ἀνθρώπινης ὕπαρξης.
Στέκει,
λοιπόν, παράμερα ὁ Χρόνος ποὺ συνεχίζει
νὰ σωρεύει ἐμπειρίες. Ἐμπειρίες κάθε
εἴδους, πολλὲς ἀπὸ τὶς ὁποῖες καὶ
πληγώνουν ἀνεπανόρθωτα. Καὶ μιὰ ἀπὸ
αὐτὲς εἶναι ἐκείνη ποὺ αὐτὲς τὶς
ὧρες φορτίζει τὴν ψυχὴ τοῦ ἱερέα,
ἐπειδὴ βλέπει πὼς τὰ χρόνια μαζεύονται.
Φορτώνονται στὴ ράχη, ποὺ ὅλο καὶ
γέρνει, στὴν καρδιὰ ποὺ φτερουγίζει
κι ἐπιθυμεῖ νὰ προσφέρει, ὅμως ἡ
ἀδυναμία τοῦ κορμιοῦ δὲν τῆς ἐπιτρέπει
παρὰ μονάχα νὰ σχεδιάζει... Τίποτε ἄλλο.
Κ' ὕστερα, εἶναι καὶ τὸ μεγαλο τὸ
ἐρώτημα ποὺ αἰωρεῖται αὐτὲς τὶς
χαρμολυπικὲς στιγμὲς πάνω του. Ἐρώτημα
ὁριακὸ καὶ συνάμα βαθύτατα ὑπαρξιακό.
«Ἆραγε, μήπως
αὐτὴ εἶναι ἡ ἔσχατη πανήγυρις ποὺ
παρίσταμαι;» Ἤ τὸ πιὸ σύνηθες ἐρώτημα:
«Πόσες πανηγύρεις, στ᾿ ἀλήθεια, μοῦ
ἀπομένουν;».
Εὔλογα
τὰ ἐρωτήματα καὶ πολὺ ὀρθά. Γιατὶ ὁ
καθένας ὀφείλει νά ἐξετάζει τὸ
πεπερασμένο τῆς ὑπαρκτικῆς του
παρουσίας σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο, σ᾿ αὐτὴ
τὴν βιοτή, ποὺ δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο
παρὰ μονάχα ἡ εἰκόνα τῶν ὅποιων
ἐπισκέψεών μας. Πῶς, δηλαδή, πᾶμε ἕνα
τάξίδι, μιὰ ἐκδρομή.... Γιατὶ «ἰδοὺ
αἱ ἡμέραι, ἐνιαυτοὶ καὶ μῆνες, ὡς
ὄναρ, παράγουσι καὶ ὡς σκιὰ δειλινή»
(ὅσιος Ἐφραὶμ ὁ Σύρος). Καὶ δὲν εἶναι
ὅτι «παράγεται» ὁ καιρός. Αὐτὸ εἶναι
φυσικό. Τὸ κυριώτερο, γιὰ ἕνα συνειδητὸ
παπᾶ, εἶναι τὸ ἄν μπόρεσε νὰ εὐαρεστήσει
Θεὸ καὶ ἀνθρώπους - τὸ κατὰ δύναμιν
πάντα. Ἄν, δηλαδή, τὸ τάλαντο
(βλ. Μτθ 25, 14-30) ποὺ τοῦ δόθηκε τῆς
διακονίας τῶν Μυστηρίων Του, δὲν ἔμεινε
ἀνεκμετάλλευτο. «Ἰδού, σοὶ τὸ τάλαντον
ὁ Δεσπότης ἐμπιστεύει ψυχή μου· φόβῳ
δέξαι τὸ χάρισμα· δάνεισαι τῷ δεδωκότι,
διάδος πτωχοῖς καὶ κτῆσαι φίλον τὸν
Κύριον...».
Καὶ
τὸ τραγικὸ στὴν ἐποχή μας εἶναι πὼς,
ἀποκλεισμένοι στὸν ἑαυτό μας, τὸ μόνο
ποὺ δὲν μᾶς πολυνοιάζει εἶναι ἄν θὰ
κάνουμε «φίλον τὸν Κύριον», ἀφοῦ ζοῦμε
σὲ καιροὺς ἀφιλίας καὶ δίχως στοργή.
Ὡστόσο οἱ Πανηγύρεις ἀκόμα ἐπιμένουν
νὰ καλοῦν σὲ συνάξεις φιλίας καὶ
φιλαδελφίας, μὲ σκοπό νὰ ἀλληλοκατανοήσουμε,
πὼς μιὰ παρέα
εἴμαστε. Μιὰ παρέα ποὺ κοιτάζει
νὰ δημιουργήσει δεσμοὺς φιλίας ὁ ἕνας
μὲ τὸν ἄλλο, κι ὅλοι μαζὺ μὲ Ἐκεῖνον.
Γιατὶ, ἀλλιῶς, ἄχαρη θὰ εἶναι ἡ ζωή
μας καὶ δίχως νόημα. Ἀλήθεια, τὸ θέλουμε
αὐτό;
π.
κ. ν. κ.