ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΣΘΗΣΗ ΤΟΥ ΑΚΡΟΑΤΗ γράφει η ΜΑΡΙΑ ΚΟΤΟΠΟΥΛΗ
Στην δύσκολη εποχή που ζούμε το «J’ ACCUSE » του Εμίλ Ζολά είναι εξαιρετικά επίκαιρο, καθώς ο Γάλλος συγγραφέας ασκεί δριμύτατη κοινωνική κριτική μεσ’ από το έργο του και αφυπνίζει συνειδήσεις! Εμπνεύστηκε από τα μεγάλα προβλήματα της εποχής του και μετά τον Μπαλζάκ φιλοτέχνησε και αποτύπωσε με ακρίβεια τις διάφορες εκφάνσεις της κοινωνικής ζωής του Παρισιού.
Συγγραφέας, δημοσιογράφος και κριτικός, ο Εμίλ Ζολά, γεννήθηκε στο Παρίσι στις 2 Απριλίου του 1840 και πέθανε στην ίδια πόλη στις 29 Σεπτεμβρίου του 1902. Από πολύ νέος δουλεύει στον εκδοτικό οίκο «Hachette» και έρχεται σε επαφή με τον ασύγκριτο κόσμο της Λογοτεχνίας. Θεωρείται πατέρας του νατουραλισμού, καθώς κι ένας από τους δημοφιλέστερους μυθιστοριογράφους. Ευτύχησε να συμπεριλαμβάνεται ανάμεσα στους περισσότερο μεταφραζόμενους συγγραφείς, ενώ τα έργα του έχουν τύχει πολλών εκδόσεων και το κυριότερο, προκάλεσαν το ενδιαφέρον ενδελεχούς μελέτης και σχολιασμού. Πολλά από τα μυθιστορήματά του έγιναν κινηματογραφικά σενάρια και τηλεοπτικές σειρές. Η ίδια η ζωή του έγινε αντικείμενο ιστορικής μελέτης. Οι καινούργιες πολιτικές ιδέες τον στρέφουν στον ουτοπικό σοσιαλισμό και ασκεί δριμύτατη κριτική στο πολιτικό σύστημα της εποχής του με δύο τριλογίες που γράφει αποκαλύπτοντας την ωμή πραγματικότητα. Θα υπερασπιστεί με γενναιότητα την αθωότητα του αξιωματικού Ντρέιφους [1894], που καθαιρείται από το αξίωμά του με την κατηγορία της προδοσίας. Η υπόθεση αυτή σηματοδοτεί τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Δημοσιεύει επιστολή προς τον Πρόεδρο της Γαλλικής Δημοκρατίας στην καθημερινή εφημερίδα L’ Aurore το Γενάρη του 1898 με τίτλο «J’ accuse», δριμύ Κατηγορώ, για την άρχουσα τάξη που του στοιχίζει την καταδίκη του και την εξορία του στο Λονδίνο. Επιστρέφει στο Παρίσι δικαιωμένος μετά την αναθεώρηση της δίκης και την αθώωση του Ντρέιφους. Πεθαίνει τρία χρόνια αργότερα στο δωμάτιό του από τις αναθυμιάσεις της θερμάστρας του και ενταφιάζεται στο κοιμητήριο της Μονμάρτης.
Μετά την μετακομιδή των οστών του στο Πάνθεον του Παρισιού, το 1908, παραμένει το κενοτάφιό του, όπου μέχρι σήμερα συγκεντρώνονται φίλοι και θαυμαστές του έργου του για ν’ αποτίσουν τιμή.
Ένα από τα έργα του εν λόγω συγγραφέα, την «Τερέζα Ρακέν», παρακολουθήσαμε στις 19 Απριλίου 2012 στο «Θέατρο Τέχνης» του Καρόλου Κουν, σε μια θαυμάσια παράσταση σε μετάφραση, διασκευή, μουσικές επιλογές και σκηνοθεσία της Αθανασίας Καραγιαννοπούλου. Η υπόθεση διαδραματίζεται στην «Pont-Neuf» του Παρισιού το 1867, όπου η οικία και το κατάστημα της οικογένειας των Ρακέν. Ένα γήινο σκηνικό περιβαλλόμενο από ονειρική αχλύ και σε διάλογο ανάμεσα στα επουράνια και τα επίγεια, με ήρωες που μοιάζει να ξαναζωντανεύουν από το υπερπέραν, διεκδικώντας τη δικαίωσή τους, αποτελεί και αποδεικνύει την ευρηματικότητα της διασκευάστριας! Στην Τερέζα Ρακέν, όπως και στο διήγημά του «Νινόν» [1864], ο συγγραφέας, επηρεασμένος ακόμα από τον ρομαντισμό, αλλά και με τη ματιά του στον νατουραλισμό, ανατέμνει τους δύο ήρωες του έργου, καταγράφει τις πράξεις που τους καθιστούν ενόχους και μελετά τους εφιάλτες και τις τύψεις τους.
Η Αθανασία Καραγιαννοπούλου, προσεγγίζοντας με προσοχή και ευαισθησία το πρωτότυπο, προβαίνει στις απαραίτητες για τη μεταφορά του στη σκηνή αλλαγές, αναπτύσσοντάς το σε Δέκα Σκηνές και εστιάζοντας στον πυρήνα του έργου, με μεστούς, ζωντανούς θεατρικούς διαλόγους. Με πιστότητα στο πρωτότυπο πλάθει επιλεκτικά τους τέσσερις χαρακτήρες, αλλά και με την ελευθερία του αναδημιουργού. Αναπτύσσει την εξέλιξη της δράσης με την ένταση του θρίλερ και του μυστηρίου, δημιουργώντας ανοδική αγωνία στο θεατή. Με τη μαγική Ράβδο της διευθύνει το κουαρτέτο των τεσσάρων πρωταγωνιστών, τη διανομή των οποίων συμπληρώνουν τρεις συν ένας «αόρατοι» επισκέπτες, παίκτες του Ντόμινο στο «καρέ» του τραπεζιού, όπως ο επιθεωρητής Μισώ, ο γιατρός Γκριβέ, η Σουζάν και ο Φρανσουά, ο γάτος τους, που γίνονται «ορατοί» μες από τις θαυμάσιες αυτοσχεδιαστικές ερμηνείες των ηθοποιών.
Η Σκηνοθέτις μάς έχει συνηθίσει σε ποιοτικές δημιουργίες. Αναφέρουμε ενδεικτικά δύο εμβληματικές παραστάσεις της, όπως ήταν η «Προσωπική Συμφωνία» και «Ο Μαρξ στο Σόχο». Με το ξεχωριστό δείγμα γραφής της έστησε και πάλι μια εκπληκτική παράσταση με «υλικά» την ποιότητα, το λεπτό πνεύμα, την ανάδειξη των ιδιαιτεροτήτων και δυνατοτήτων των ερμηνευτών της, την υψηλή αισθητική. Σ’ αυτό είχε συμπαραστάτες το σκηνογράφο Μανόλη Παντελιδάκη, που δημιούργησε ένα εντυπωσιακό σκηνικό με εικαστικές αναφορές και ελεγειακή ατμόσφαιρα. Την Δανάη Κουρέτα και Ντόρα Λελούδα, που ανέδειξαν μια εποχή μες από τις λεπτομέρειες και την καλαισθησία των κουστουμιών τους και τέλος τον Maître στο είδος του, Λευτέρη Παυλόπουλο, που με τους θαυμαστούς φωτισμούς του έκανε τη διαφορά. Εστίασε και σμίλεψε με το φως του τα πορτραίτα των ηθοποιών και ανέδειξε κομμάτια του σκηνικού σε αυτόνομους ζωγραφικούς πίνακες! Επίσης οι μαθητές της σχολής χειρίστηκαν με γρηγοράδα και ακρίβεια την αλλαγή των σκηνικών, αναπόσπαστο μέρος της παράστασης και παρουσίασαν ένα δρώμενο ανάμεσα στην 4η και 5η εικόνα με σπιρτάδα και νεανικό ενθουσιασμό.
Πώς να ξεχωρίσει κανείς κάποιον μέσα από μία μουσική δωματίου, όπου το σύνολο είναι εξαίσιο. Οι ηθοποιοί ερμήνευσαν με πάθος τους ρόλους τους και αναβίωσαν τις προσωπικότητες μιας άλλης μεγάλης εποχής, μιας εποχής αναζητήσεων και ανακατατάξεων. Η Πέγκυ Σταθακοπούλου, με το φυσικό κάλλος της ανταποκρίθηκε επάξια στις απαιτήσεις του ρόλου της Τερέζας, ενώ η αψεγάδιαστη δραματική δεξιοτεχνία της ανέδειξε το τραγικό ψυχικό πάθος της ηρωίδας, που την οδήγησε στο έγκλημα και με αξιοθαύμαστο στη συνέχεια τρόπο έδωσε τον ταραγμένο εσωτερικό κόσμο της. Η Αλίκη Αλεξανδράκη, φιγούρα της αιώνιας Μάνας [κα Ρακέν], καθήλωσε όχι μόνο με το λόγο της αλλά και με τις σιωπές της! Ο Θανάσης Κουρλαμπάς, απέδωσε την ευαισθησία του ασθενικού και δολοφονημένου μετέπειτα Καμίγ [συζύγου της Τερέζας], με τη λεπτότητα που ο ρόλος του απαιτούσε και την «οπτασία» του ήρωα, με το υποβόσκον αίτημα του δικαίου και με τη γαλήνη της αποστασιοποίησης. Ο Λάζαρος Γεωργακόπουλος ερμήνευσε με δυναμισμό και γοητεία το φλογερό εραστή Λωράν που, αδυνατώντας να καθυποτάξει το σαρωτικό του συναίσθημα σε λογικά όρια, συμπράττει στο «τέλειο» έγκλημα του πνιγμού του Καμίγ στο Σηκουάνα -θεαματική η σκηνοθεσία της Αθανασίας Καραγιαννοπούλου και στην εικόνα αυτή- έγκλημα, που τους οδήγησε σταδιακά στην αισθησιακή αγριότητα, στην απομάκρυνση του ενός από τον άλλον και στην ολοκληρωτική κατάρρευση, για να αναζητήσουν την κάθαρση αυτοχειριαζόμενοι. Συγκλονιστικό το εξιλεωτικό τραγούδι της Solveig του Edvard του Grieg από τον Peer Gynt, που αποτέλεσε τον επίλογο της τραγωδίας και λειτούργησε όπως το πορθμείο του Χάροντα, για να μεταφέρει τους τραγικούς εραστές στην αντίπερα όχθη.
Παράσταση αξιώσεων, άξιων συνεχιστών του έργου ζωής του Καρόλου Κουν και, θα προσθέταμε, ιερό πνευματικό μνημόσυνο στο Δάσκαλο!