© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Πέμπτη 6 Ιουλίου 2017

Για το βιβλίο του Μάκη Τσίτα “Ο δικός μου ο μπαμπάς” | Εικονογράφηση, Λίλα Καλογερή | εκδ. Πατάκη 2017

Γράφει η ΑΝΘΟΥΛΑ ΔΑΝΙΗΛ

Κατ’ αρχάς ο τίτλος -Ο δικός μου ο μπαμπάς- του νέου παιδικού βιβλίου του Μάκη Τσίτα μας μεταφέρει ολοταχώς στην τρυφερή ηλικία που τα παιδιά μέσα στην αθωότητά τους αισθάνονται υπερηφάνεια για ό,τι έχουν και κυρίως για τους γονείς τους. Και ό,τι έχουν είναι τεράστια περιουσία. Η αξία και η σημασία της δεν επιδέχεται αμφισβήτηση. Η οικογένεια είναι το κοχύλι που μέσα του μεγαλώνει το μαργαριτάρι και το μαργαριτάρι λάμπει και αστράφτει μέσα στην πολύτιμη φωλιά του.

Ο Τσίτας, μελετώντας τη συμπεριφορά και την αντίδραση της μικρής ηρωίδας του, προβάλλει τις λεπτές και μη άμεσα ορατές πτυχές της παιδικής της ψυχής, κατακυρώνοντας το ρόλο του «μπαμπά» και της παντοδυναμίας του, στα μάτια της μικρής κόρης. Πίσω από κάθε προβολή του «μπαμπά», όμως, αναγνωρίζουμε ένα ζητούμενο από την πλευρά του παιδιού. Τα πράγματα είναι έτσι, επειδή εκείνη, η μικρή κόρη, τα θέλει έτσι και αυτό φαίνεται από την πρώτη παράγραφο και την τελευταία, την καταληκτική, που είναι «Κι αυτό που λέω είναι πέρα για πέρα αλήθεια». Με άλλα λόγια η δική μου η αλήθεια είναι το αγκωνάρι στην οικοδόμηση του κόσμου μου και, ανεξάρτητα από ό,τι νομίζετε εσείς, εγώ έχω το δίκιο.

Η ηρωίδα της μικρής ιστορίας είναι δυναμική, επιβλητική, δε σηκώνει αντίρρηση και μύγα στο σπαθί της. Μικρή σταγόνα, δυναμίτη όμως.

Το διακύβευμα είναι ο μπαμπάς της. Και ο τίτλος με τη διατύπωσή του και μόνο έχει αφαιρέσει την όποια αμφισβήτηση σε ό,τι πει η μικρή. Ο δικός μου ο μπαμπάς έχει το βάρος μιας κτήσης.. είναι «ο δικός μου» και όχι ο οποιοσδήποτε μπαμπάς· και αυτό το «δικός μου» τον διαφοροποιεί από τους άλλους μπαμπάδες. Από την άλλη, είμαι εγώ που η παρουσία μου απαιτεί έναν τέτοιον μπαμπά. Σαν να λέει από μένα πηγάζουν όλα. Και αυτά τα όλα εκτυλίσσονται σιγά σιγά σαν λογικά επιχειρήματα και συμπεράσματα ελλιπών συλλογισμών από αυτούς που διδάσκει η τυπική λογική. Μόνο που εδώ τα επιχειρήματα δεν είναι ούτε τυπικά ούτε λογικά, αλλά αυθαίρετα· είναι πορίσματα μιας συναισθηματικής λογικής, η οποία όμως υπερβαίνει την καθιερωμένη και ενέχει θέση ισχυρότερη της επιστημονικής απόδειξης. Είναι γνωστό άλλωστε ότι σε θέματα καρδιάς λογική ερμηνεία δεν υπάρχει. Υπάρχει μόνο συναισθηματική. Όσο μικρή εμβέλεια και αν έχει, αφού είναι προσωπική, ιδιοτελής και εγωιστική, είναι τεκμήριο μιας σχέσης που εδραιώνεται στην αγάπη προς και από τον μπαμπά. Η μικρή με τα αστήρικτα επιχειρήματά της μας επιβάλλει το δικό της λογικό άλμα. Και γι’ αυτό είναι χαριτωμένα και αυτά και αυτή και ο μπαμπάς της. Το ότι ο δικός της ο μπαμπάς είναι ο καλύτερος, αφενός βασίζεται στο ότι «Όλοι οι μπαμπάδες είναι καλοί. Αν ρωτήσετε τα παιδιά τους θα σας το πουν», αφετέρου, στο ότι είναι ο δικός μου. Επειδή είναι δικός μου, εγώ τον κάνω εξέχοντα μέσα σ’ ένα σύνολο ομοίων. Η κλιμάκωση γίνεται απλώς από το καλός στο καλύτερος, με μια απλουστευτική λογική, σύμφωνα με την οποία το μυαλουδάκι του παιδιού κρίνει εξ ιδίων τα αλλότρια, που δεν υποψιάζεται, ευτυχώς, το κακό και που ο μπαμπάς για το κάθε παιδί είναι εκεί για βοήθεια, προστασία και ασφάλεια. Και με την απόλυτη ρήση «αυτό που λέω είναι πέρα για πέρα αλήθεια» έχει αποκλείσει κάθε δικαίωμα για άρνηση.

Το εικαστικό που πλαισιώνει τα κείμενα συμπληρώνει την συναισθηματική επιχειρηματολογία της μικρής, ενώ ταυτόχρονα, κλείνει το μάτι στον αναγνώστη που πρέπει να συμφωνήσει γελώντας με την ανατροπή της όλης θέσης. Σελίδα σελίδα λοιπόν και εικαστικό εικαστικό ξετυλίγονται τα πάντα· ο λόγος στήνοντας και η ζωγραφιά ξεστήνοντας, βαδίζουν χέρι χέρι με χιούμορ και φαντασία.

Έτσι ο μπαμπάς είναι πιο δυνατός, τον φοβούνται οι κλέφτες και οι πειρατές, δεν διστάζει να τα βάλει με τα άγρια θηρία, ξέρει τις πιο ωραίες, παράξενες και αστείες ιστορίες, έχει ιδέες για να περνάς ευχάριστα, είναι όμορφος και γλυκομίλητος, φτιάχνει κάστρα και χιονανθρώπους, είναι σοφός και μπορεί να απαντήσει στα πάντα, ξέρει να φτιάχνει ομελέτες, να κάνει πρωτότυπα δώρα, θυμώνει αλλά άμα ζητήσεις συγγνώμη συγχωρεί εύκολα, δίνει γλυκά φιλιά και έχει τρυφερή και ζεστή αγκαλιά.

Το εικαστικό όμως, είπαμε, υποσκάπτει ό,τι λέει ο λόγος. Συγκεκριμένα, η Λίλα Καλογερή έχει συλλάβει την ιδέα των διαδοχικών ανατροπών. Ενώ όλοι οι μπαμπάδες κινούνται στις τρεις αποχρώσεις της διαβαθμισμένης μονοτονίας -άσπρο, γκρι, μαύρο- προβάλλεται ο ένας και μοναδικός, με χρώματα ζωηρά και μακράν πάσης συγκρίσεως. «Τον τρέμουν οι κλέφτες / τον φοβούνται οι πειρατές», εφόσον πρόκειται για επιτραπέζιο παιχνίδι. Όσο για τα άγρια θηρία δεν τα φοβάται γιατί ζωγραφισμένα στην αφίσα και πίσω από τα κάγκελα είναι ακίνδυνα. Στις ιστορίες του μόνο εκείνος και η κόρη του γελούν. Τα άλλα πρόσωπα – παππούς, μαμά, αδελφή, ακόμα και ο σκύλος ως εκ της φύσεώς του- δεν γελούν και μάλλον δυσανασχετούν. Όταν όμως αγαπάς τον μπαμπά σου αυτός είναι το πρότυπο για όλα· ό,τι κι αν λέει, ό,τι κι αν κάνει. Ο μαξιλαροπόλεμος είναι μια ωραία ιδέα για να περάσεις καλά, αλλά η μεγάλη αδελφή ενοχλείται. Λύνει όλα τα δύσκολα προβλήματα, γιατί κοιτάζει το λυσάρι. «Ο δικός μου ο μπαμπάς είναι ο πιο όμορφος απ’ όλους. Ο πιο ευγενικός και ο πιο γλυκομίλητος». Η εικόνα δεν μας πείθει για την αξία της αισθητική της εκτίμησης αλλά περί ορέξεως ουδείς λόγος. Κάνει καλή ομελέτα, αλλά κάνει μαντάρα την κουζίνα. Κι όταν θυμώνει κι η μικρή ζητά συγγνώμη εκείνος τη συγχωρεί. Εδώ πρέπει να σταθούμε. Το κοριτσάκι παραδέχεται ότι έκανε λάθος και «δεν είναι κακό να ζητάς συγγνώμη» σαν να υποδεικνύει στα άλλα παιδάκια να αναγνωρίζουν τα λάθη τους και να ζητούν συγγνώμη. Για όλα αυτά ο μπαμπάς της είναι ο καλύτερος.

Στα μάτια των παιδιών δεν έχουν σημασία οι αλήθειες των μεγάλων αλλά οι αλήθειες οι δικές τους που μέσα από αυτές, μέσα από τα παιχνίδια, μέσα από τα χατίρια που τους κάνουν οι γονείς, που παίζουν μαζί τους, που τους αφιερώνουν χρόνο, που τα απασχολούν, τα παιδιά μαθαίνουν τους ρόλους τους και στεριώνουν τις σχέσεις τους με τους γονείς τους που είναι πρότυπα στα μάτια τους και ειδικά ο «μπαμπάς» που παραδοσιακά σηκώνει το βαρύ φορτίο του ισχυρού φύλου.

Το βιβλιαράκι είναι μεγάλη απόλαυση για τα μικρά παιδιά που το διαβάζουν στην τρυφερή αγκαλιά, με τα γλυκά φιλιά του μπαμπά. Μάλιστα παρακολουθώντας τα κείμενα παράλληλα με τις ζωγραφιές απολαμβάνουμε και εμείς την ανατροπή κάθε θέσης, χωρίς να κλονίζουμε την πίστη της μικρής στις ικανότητες του μπαμπά της. Και το συμπέρασμα πέραν όποιας άλλης κρίσης είναι ότι ο δικός της ο μπαμπάς είναι ο καλύτερος από όλους γιατί ασχολείται μαζί της, παίζει μαζί της, διαβάζει τα μαθήματά της, κάνει τα πάντα μαζί της. Νοιάζεται γι’ αυτήν. Γι’ αυτό είναι ο καλύτερος μπαμπάς. Ο καλύτερος μπαμπάς είναι αυτός που ασχολείται με το παιδί του, λέει ο Τσίτας. 

Related Posts with Thumbnails