ΤΟ ΖΑΚΥΝΘΙΝΟ ΜΕΛΟΣ
[απόσπασμα]
Η πλειοψηφία των σωζόμενων χειρογράφων του Ζακυνθινού Μέλους χρονολογούνται από τα μέσα του 19ου αιώνα. Αρκετά χειρόγραφα και μάλιστα παλαιότερα, θα πρέπει να κάηκαν στους σεισμούς του 1953. Αυτά που μπόρεσα να δω είναι γραμμένα κυρίως στη μεταρρυθμισμένη βυζαντινή παρασημαντική του αρχιεπισκόπου Χρυσάνθου εκ Μαδύτων, που επισημοποιήθηκε λίγο πριν από την Επανάσταση του 1821. Τα γραμμένα στη δυτική σημειογραφία είναι λιγότερο σημαντικά.
Στα χειρόγραφα που χρησιμοποιούν το Χρυσανθινό σύστημα δεν συνηθίζεται να γράφεται τίποτε άλλο εκτός από τη μελωδία. Υπάρχουν πληροφορίες ωστόσο, ότι σώζεται τουλάχιστον ένας τόμος με καταγραμμένες, όχι μόνο την πρώτη φωνή, αλλά και τις υπόλοιπες που τη συνοδεύουν. Η δημοσίευση αυτού του χειρογράφου, αν όντως υπάρχει ακόμα, θα παρουσίαζε μεγάλο ενδιαφέρον για τους ειδικούς.
Οι ζακυνθινές χορωδίες ξεχωρίζονταν άλλοτε, ανάλογα με τον τρόπο που έψαλλαν. Υπήρχε ο πρώτος τρόπος με τις φωνές σοπράνο - σεκόντο - τέρτσα (η σουρτάνα) και μπάσο και ο δεύτερος με τις φωνές πρίμα, κοντράλτο, τενόρε και μπάσο. Η δεύτερη πιο επίσημη παράδοση προοριζόταν για τις μεγάλες γιορτές κι ονομαζόταν τιμητικά "musica". Σήμερα όμως έχει πέσει σε αχρηστία.
Το Ζακυνθινό Μέλος, που εναρμονίζεται εμπειρικά από τους βοηθούς του πρωτοψάλτη, διαιρείται σε οκτώ ήχους, από τους οποίους απουσιάζει τελείως η λεγόμενη χρωματική κλίμακα, χωρίς να λείπει η ποικιλία, που επιτυγχάνεται μέσω ενός συστήματος μετατροπιών. Το χτίσιμο των μελωδιών γίνεται σύμφωνα με τον παραδοσιακό βυζαντινό τρόπο της συγκόλλησης στερεότυπων μελωδικών ψηφίδων (φόρμουλες), που συναρμολογούνται ανάλογα με τις απαιτήσεις του ήχου και του κειμένου, καθώς και την επιδεξιότητα του μελοποιού. Ιδιαίτερη εντύπωση κάνει το γεγονός ότι σε πολλά ζακυνθινά μέλη εμφανίζονται φόρμουλες του βυζαντινού μεσαίωνα που είχαν αχρηστευτεί στα μεταβυζαντινά χρόνια. Αυτό φυσικά δε σημαίνει ότι το ιδίωμα αυτό δεν παρουσιάζει πολλά κοινά με τη σημερινή μονοφωνική εκκλησιαστική μας μουσική που ψάλλεται στην πλειοψηφία των εκκλησιών μας, ή ότι σε μερικές μελωδίες του δεν υπάρχουν σημεία με δυτικά χαρακτηριστικά.
Ο ρυθμός (μέτρο) του Ζακυνθινού Μέλους προσδιορίζεται με βάση τον τονισμό των λέξεων του κειμένου, ακριβώς όπως γίνεται στο σύντομο και αργοσύντομο είδος της Βυζαντινής ψαλτικής τέχνης. Η σύνθεση δηλαδή δεν έχει ένα ενιαίο μέτρο, αλλά ένα που κυμαίνεται ανάλογα με τα σημεία όπου πέφτουν οι κύριοι τόνοι των λέξεων ενός στίχου. Η απόσταση ανάμεσα σ' αυτά τα σημεία δεν είναι πάντα σταθερή. Ακόμα και στις σπάνιες περιπτώσεις που ένα κομμάτι ξεκινά μ' ένα σταθερό δίσημο, τρίσημο ή τετράσημο μέτρο, μετά από λίγο ο ρυθμός αυτός αλλάζει κι αρχίζουν οι διακυμάνσεις.
Στο Ζακυνθινό Μέλος δεν υπάρχει σαφής διάκρισις ανάμεσα σε σύντομο - ειρμολογικό και αργοσύντομο - στιχηραρικό ύφος, όπως στη σημερινή Βυζαντινή Μουσική. Δηλαδή, όταν αυτό δεν τείνει να είναι κάπως μελισματικό, κυμαίνεται ανάμεσα στα δύο συντομότερα είδη, άλλοτε με περισσότερα ειρμολογικά στοιχεία κι άλλοτε με περισσότερα στιχηραρικά.
Άλλο ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του Ζακυνθινού Μέλους είναι η τάση του μελοποιού να προβαίνει σε επαναλήψεις συλλαβών του κειμένου, εκεί όπου η βυζαντινή παράδοση δεν το συνηθίζει. Π.χ. στο πρώτο αναστάσιμο στιχηρό του δεύτερου ήχου του "Νέου Αναστασιματαρίου" του Χουρμουζίου Χαρτοφύλακος το κείμενο ρέει χωρίς διακοπές ως το τέλος, ενώ στη ζακυνθινή εκδοχή έχουμε δυο φορές επαναλήψεις συλλαβών στις λέξεις "προσκυνήσωμεν" και "ηθέλησεν".
Καθώς μπαίνουμε στον 21ο αιώνα διαπιστώνουμε ότι το Ζακυνθινό Μέλος λίγο-λίγο εξαφανίζεται. Αναφέρω μερικά από τα αίτια:
1. Οι σεισμοί του 1953 που -αφού έφεραν τα πάνω κάτω στη Ζακυνθινή κοινωνία- προκάλεσαν και τη σταδιακή απώλεια των ειδικών στοιχείων της ταυτότητάς της, κι επομένως και της μουσικής.
2. Η έλλειψη βούλησης εκ μέρους των εκκλησιαστικών και πολιτικών αρχών να λάβουν μέτρα για τη διάσωση, διατήρηση και προβολή της τοπικής μουσικής παράδοσης.
3. Η απουσία σχολών διδασκαλίας του ιδιώματος που προπολεμικά τουλάχιστον υπήρχαν και ανθούσαν.
4. Η έλλειψη κατάλληλων εντύπων βοηθημάτων για τους ψάλτες. Η μόνη έντυπη συλλογή που υπάρχει είναι από καιρό εξαντλημένη.
5. Η πορεία του κόσμου προς την ισοπέδωση και τυποποίηση που οδηγεί τους ντόπιους και μουσικά ακόμα στο να εξομοιωθούν με τους Έλληνες των Αθηνών.
Κι έτσι, όπως μου είπε ο Τάκης Τσουκαλάς το 1985, αλλά και όπως διαπίστωσα κι εγώ, σήμερα πια το Ζακυνθινό Μέλος ψάλλεται σχεδόν μόνο στα "βγαλσίματα" και "μπασίματα" του "Αγίου" τον Δεκέμβριο και τον Αύγουστο. Ας ελπίσουμε ότι η ανθολογία αυτή θα βοηθήσει, έστω και λίγο, στη δημιουργία ενός κλίματος πιο ευνοϊκού για το έργο τόσων εμπνευσμένων κυρίως ανώνυμων, αλλά και επώνυμων συνθετών, όπως ο Πλανήτερος, ο Κουρκουμέλης - Κοθρής, ο Καπανδρίτης, ο Καπνίσης, ο Πομόνης και τόσοι άλλοι.
Το Ζακυνθινό Μέλος, που εναρμονίζεται εμπειρικά από τους βοηθούς του πρωτοψάλτη, διαιρείται σε οκτώ ήχους, από τους οποίους απουσιάζει τελείως η λεγόμενη χρωματική κλίμακα, χωρίς να λείπει η ποικιλία, που επιτυγχάνεται μέσω ενός συστήματος μετατροπιών. Το χτίσιμο των μελωδιών γίνεται σύμφωνα με τον παραδοσιακό βυζαντινό τρόπο της συγκόλλησης στερεότυπων μελωδικών ψηφίδων (φόρμουλες), που συναρμολογούνται ανάλογα με τις απαιτήσεις του ήχου και του κειμένου, καθώς και την επιδεξιότητα του μελοποιού. Ιδιαίτερη εντύπωση κάνει το γεγονός ότι σε πολλά ζακυνθινά μέλη εμφανίζονται φόρμουλες του βυζαντινού μεσαίωνα που είχαν αχρηστευτεί στα μεταβυζαντινά χρόνια. Αυτό φυσικά δε σημαίνει ότι το ιδίωμα αυτό δεν παρουσιάζει πολλά κοινά με τη σημερινή μονοφωνική εκκλησιαστική μας μουσική που ψάλλεται στην πλειοψηφία των εκκλησιών μας, ή ότι σε μερικές μελωδίες του δεν υπάρχουν σημεία με δυτικά χαρακτηριστικά.
Ο ρυθμός (μέτρο) του Ζακυνθινού Μέλους προσδιορίζεται με βάση τον τονισμό των λέξεων του κειμένου, ακριβώς όπως γίνεται στο σύντομο και αργοσύντομο είδος της Βυζαντινής ψαλτικής τέχνης. Η σύνθεση δηλαδή δεν έχει ένα ενιαίο μέτρο, αλλά ένα που κυμαίνεται ανάλογα με τα σημεία όπου πέφτουν οι κύριοι τόνοι των λέξεων ενός στίχου. Η απόσταση ανάμεσα σ' αυτά τα σημεία δεν είναι πάντα σταθερή. Ακόμα και στις σπάνιες περιπτώσεις που ένα κομμάτι ξεκινά μ' ένα σταθερό δίσημο, τρίσημο ή τετράσημο μέτρο, μετά από λίγο ο ρυθμός αυτός αλλάζει κι αρχίζουν οι διακυμάνσεις.
Στο Ζακυνθινό Μέλος δεν υπάρχει σαφής διάκρισις ανάμεσα σε σύντομο - ειρμολογικό και αργοσύντομο - στιχηραρικό ύφος, όπως στη σημερινή Βυζαντινή Μουσική. Δηλαδή, όταν αυτό δεν τείνει να είναι κάπως μελισματικό, κυμαίνεται ανάμεσα στα δύο συντομότερα είδη, άλλοτε με περισσότερα ειρμολογικά στοιχεία κι άλλοτε με περισσότερα στιχηραρικά.
Άλλο ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του Ζακυνθινού Μέλους είναι η τάση του μελοποιού να προβαίνει σε επαναλήψεις συλλαβών του κειμένου, εκεί όπου η βυζαντινή παράδοση δεν το συνηθίζει. Π.χ. στο πρώτο αναστάσιμο στιχηρό του δεύτερου ήχου του "Νέου Αναστασιματαρίου" του Χουρμουζίου Χαρτοφύλακος το κείμενο ρέει χωρίς διακοπές ως το τέλος, ενώ στη ζακυνθινή εκδοχή έχουμε δυο φορές επαναλήψεις συλλαβών στις λέξεις "προσκυνήσωμεν" και "ηθέλησεν".
Καθώς μπαίνουμε στον 21ο αιώνα διαπιστώνουμε ότι το Ζακυνθινό Μέλος λίγο-λίγο εξαφανίζεται. Αναφέρω μερικά από τα αίτια:
1. Οι σεισμοί του 1953 που -αφού έφεραν τα πάνω κάτω στη Ζακυνθινή κοινωνία- προκάλεσαν και τη σταδιακή απώλεια των ειδικών στοιχείων της ταυτότητάς της, κι επομένως και της μουσικής.
2. Η έλλειψη βούλησης εκ μέρους των εκκλησιαστικών και πολιτικών αρχών να λάβουν μέτρα για τη διάσωση, διατήρηση και προβολή της τοπικής μουσικής παράδοσης.
3. Η απουσία σχολών διδασκαλίας του ιδιώματος που προπολεμικά τουλάχιστον υπήρχαν και ανθούσαν.
4. Η έλλειψη κατάλληλων εντύπων βοηθημάτων για τους ψάλτες. Η μόνη έντυπη συλλογή που υπάρχει είναι από καιρό εξαντλημένη.
5. Η πορεία του κόσμου προς την ισοπέδωση και τυποποίηση που οδηγεί τους ντόπιους και μουσικά ακόμα στο να εξομοιωθούν με τους Έλληνες των Αθηνών.
Κι έτσι, όπως μου είπε ο Τάκης Τσουκαλάς το 1985, αλλά και όπως διαπίστωσα κι εγώ, σήμερα πια το Ζακυνθινό Μέλος ψάλλεται σχεδόν μόνο στα "βγαλσίματα" και "μπασίματα" του "Αγίου" τον Δεκέμβριο και τον Αύγουστο. Ας ελπίσουμε ότι η ανθολογία αυτή θα βοηθήσει, έστω και λίγο, στη δημιουργία ενός κλίματος πιο ευνοϊκού για το έργο τόσων εμπνευσμένων κυρίως ανώνυμων, αλλά και επώνυμων συνθετών, όπως ο Πλανήτερος, ο Κουρκουμέλης - Κοθρής, ο Καπανδρίτης, ο Καπνίσης, ο Πομόνης και τόσοι άλλοι.