© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Σάββατο 15 Ιανουαρίου 2011

Ζωής Σαμαρά: ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΓΝΩΣΗ ΠΟΙΗΣΗ

Ομιλία κατά την Αναγόρευσή της σε Επίτιμη Διδάκτορα του Τμήματος Γαλλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών
(3 Ιουνίου 2009)

 

Στην αρχή της Ρητορικής ο Αριστοτέλης παρατηρεί ότι η τέχνη με την οποία προτίθεται να ασχοληθεί είναι κοινό κτήμα αλλά ότι συχνά η χρήση της οφείλεται στην τύχη ή στη συνήθεια. Αυτό που απουσιάζει, κατά τη γνώμη του, είναι η «εφαρμογή μιας ορισμένης μεθόδου». Γι’ αυτό νιώθει την ανάγκη να χαράξει καινούργιους δρόμους για «τας τέχνας των λόγων» (1354a).

Το ίδιο ισχύει σήμερα για τη θεωρία της λογοτεχνίας. Όλοι όσοι διδάσκουμε λογοτεχνία χρησιμοποιούμε θεωρία. Και όταν ακόμη, από «συνήθεια», κάποιοι ψάχνουν να βρουν το νόημα του ποιητή –και δεν εννοούν με τον όρο ποιητής μια δημιουργική συνείδηση που ονειροπολεί μπροστά στις λέξεις και την ιστορία τους, αλλά ένα υπαρκτό πρόσωπο με δικές του προθέσεις τις οποίες οφείλουμε να μαντέψουμε–, πάλι με τη βοήθεια της θεωρίας διδάσκουν. Τώρα, αν η συγκεκριμένη επιλογή θα τους υποδείξει, όπως το θέλει ο Σταγειρίτης, «νέα μονοπάτια», «οδώ ποιείν» (1), αυτό είναι μια άλλη ιστορία. Εννοείται ότι ο μεγάλος φιλόσοφος έχει δίκιο: μια θεωρία για τις τέχνες του λόγου θα μας οδηγήσει στη σωστή χρήση του, ό,τι και αν σημαίνει για μας η λέξη σωστή. Ένας συγκροτημένος προβληματισμός για τις τέχνες της ποίησης θα μας φέρει σε άμεση επαφή μαζί της.

Η ποίηση προικίζει τον αναγνώστη με ποιητική συνείδηση, γράφει ο φιλόσοφος Gaston Bachelard στην πραγματεία του Η ποιητική της ονειροπόλησης (2). Η ποίηση προσκαλεί τον αναγνώστη της να την αντιμετωπίσει ως ελεύθερος, δημιουργικός άνθρωπος. Πώς όμως αποκτούμε την ιδιότητα του αναγνώστη; Με άλλα λόγια, ποια διαδικασία μάς οδηγεί στη θέαση της σημασίας; Και πρώτα απ’ όλα, πώς αντιδρούμε όταν το σημαίνον παίζει θέατρο, όταν υποδύεται συγχρόνως πολλές σημασίες;

Σε μία από τις γνωστές ρήσεις του, που πολιτογραφήθηκε στην ελληνική χάρη στον ποιητή μας Γιώργο Σεφέρη, ο Montaigne επινοεί τον δημιουργικό αναγνώστη: «Ένας επαρκής αναγνώστης ανακαλύπτει συχνά στα γραπτά του άλλου διαφορετικές αρετές από εκείνες που ο συγγραφέας τοποθέτησε συνειδητά», γράφει στα Δοκίμια (3). Πρόκειται για την πρώτη καταγραφή μιας θεωρίας της ανάγνωσης που υπονοεί την ανάδυση νέας μορφής του κειμένου μέσα από μια δημιουργική συνείδηση, άλλη από αυτήν του συγγραφέα του. Η παντοδυναμία του αναγνώστη γεννιέται εκείνη τη στιγμή στην ιστορία της θεωρίας –στα Δοκίμια του Montaigne–, όπως γεννήθηκε η εξουσία του θεατή, η θεατροκρατία, αν και αρχικά ως αρνητική έννοια, στους Νόμους του Πλάτωνα (701a). Ο Γάλλος φιλόσοφος, καθώς ο ίδιος ζούσε ανάμεσα σε βιβλία, η αγαπημένη του «συναναστροφή», όπως μας εκμυστηρεύεται (ΙΙΙ, 3: 827), είχε αντιληφθεί τη σπουδαιότητα του ρόλου του αναγνώστη, για την ανάδειξη μιας βαθύτερης σημασίας που δικαιολογεί την αιωνιότητα του λογοτεχνικού έργου, γι’ αυτό και έβρισκε διαρκώς νέα επίθετα για να τον προσδιορίσει: εκτός από επαρκή (Ι, 24: 127), τον αποκαλεί ακριβοδίκαιο (Ι, 26: 169), καλό κολυμβητή (ΙΙΙ, 9: 1068), αλλά και νωθρό ((ΙΙΙ, 9: 994). Ο τελευταίος είναι αποκλειστικά υπεύθυνος, όταν κόβεται το οδηγητικό νήμα σε ένα κείμενο με αποσπασματικό λόγο, όπως είναι τα Δοκίμια. Εντούτοις, αυτή η σύλληψη εκφράζει και το αντίθετο: υπάρχει ένας μίτος που μας καθοδηγεί, υπάρχει πάντα το Εγώ του συγγραφέα, κρυμμένο έντεχνα μέσα στα κείμενα.

Επαρκής είναι ο προνομιούχος αναγνώστης που επικοινωνεί ευθέως με το κείμενο και στη συνέχεια χτίζει πάνω στα ευρήματά του τη δική του γραφή. Βέβαια, μια σημαντική ερώτηση προκύπτει, που αποδεικνύεται εντέλει ρητορική: πώς γνωρίζει ο αναγνώστης τι είπε συνειδητά ο συγγραφέας για να προσθέσει «άλλα»; Προφανώς υπάρχει ένα επίπεδο ανάγνωσης που αποκαλύπτει ακριβώς την πρώτη οπτική του έργου, αλλά μόνο ένας αναγνώστης-αράχνη, παγιδευμένος μέσα στο κείμενο, μπορεί να αναλάβει αυτή την ευθύνη: να γνωρίζει τι είπε ο άλλος, να επικοινωνεί με έναν τρόπο που φαντάζει μυστικός, ή και μαγικός, στον μη μυημένο. Ο αναγνώστης-αράχνη κινείται μέσα στον ιστό του κειμένου τού άλλου και υφαίνει τον νέο ιστό, χωρίς να προδώσει τον πρώτο.

Αναγνώστης-αράχνη. Ο μύθος της Αράχνης έχει γοητεύσει συγγραφείς από τις αρχές της ανθρώπινης σκέψης. Ενέπνευσε επίσης μεγάλους ζωγράφους: Βερονέζε, Ρούμπενς, Βελάσκεθ. Σε έναν από τους αρχαίους ελληνικούς μύθους, η Αράχνη, θνητή από τη Λυδία, ήταν δεξιοτέχνις της υφαντικής, σε σημείο να καυχιέται ότι υπήρξε μαθήτρια της θεάς Αθηνάς. Όταν άρχισε να θεωρεί τον εαυτό της καλύτερο από την υποτιθέμενη δασκάλα της –φαινόμενο γνωστό ως σύμπλεγμα του Προμηθέα στη θεωρία της λογοτεχνίας του 20ου αιώνα–, την προκάλεσε σε μονομαχία. Η θνητή ηττήθηκε, αλλά η ύβρις της έφτασε στο σημείο να προτιμά το θάνατο από την ήττα. Τη … λυπήθηκε η θεά της σοφίας και δεν την άφησε να πεθάνει: τη μεταμόρφωσε σε … έντομο. Ο Οβίδιος, στις Μεταμορφώσεις, παρουσιάζει μια άλλη εκδοχή, πιο φιλική προς τη θνητή υφάντρια. Ήταν τόσο ξεχωριστή η δουλειά της που όλοι πίστευαν ότι είχε μαθητεύσει κοντά στην Αθηνά. Η Αράχνη όμως δεν το δεχόταν και, για να το αποδείξει, ζήτησε να διαγωνισθούν. Η μάχη αρχίζει. Η Παλλάδα ζωγραφίζει τη δόξα των θεών και την οργή τους, σαφής υπαινιγμός στην επικείμενη τιμωρία. Η ύβρις της Αράχνης δεν της επιτρέπει να σταματήσει. «Ύβριν χρη σβεννύναι μάλλον ή πυρκαϊήν», έλεγε ο Ηράκλειτος (4): ας σβήσουμε πρώτα την έπαρση και μετά την πυρκαγιά. Η Αράχνη υφαίνει εικόνες από τους έρωτες των θεών και απεικονίζει τα ελαττώματά τους, υπαινιγμός, από τη δική της πλευρά, στην ποταπή συμπεριφορά των θεών απέναντι στους θνητούς. Η θεά της σοφίας ξεχνά την κύρια ιδιότητά της και την τιμωρεί ανελέητα.

Αν και το ζωύφιο αράχνη είναι φορτισμένο με αρνητικές συνδηλώσεις στον δυτικό πολιτισμό, στα Ουπανισάντ, τα βεδικά, δηλαδή τα ινδουιστικά κείμενα, ανάγεται σε κοσμολογικό σύμβολο, γιατί, καθώς υφαίνει, ανεβαίνει όλο και πιο ψηλά. Είναι δε θετικό σύμβολο για δύο ακόμη λόγους: για τη θέση που κατέχει μέσα στον ιστό της και για το γεγονός ότι το προϊόν βγήκε από την ίδια της την υπόσταση. Ιστός για τον θεωρητικό της λογοτεχνίας μπορεί να είναι το κείμενο, καθώς το κείμενο στη γαλλική, και όχι μόνο, ονομάζεται texte, δηλαδή υφαντό. Και προφανώς ρέει από την «υπόσταση» (την παιδεία, την έμπνευση) του συγγραφέα και του αναγνώστη του. Επιπλέον, αποκαλούμε αράχνη τόσο το έντομο όσο και τον ιστό, ακριβώς όπως το όνομα του συγγραφέα γίνεται μετωνυμία για το έργο του. Όταν λέμε «Αισχύλος», δεν εννοούμε τον σαλαμινομάχο, όσο σπουδαίος και αν είναι, αλλά τον ποιητή των Περσών.

Η τύχη το θέλησε να έχω πολύ σπουδαίους δασκάλους. Σε μάθημά του κάποτε ο Riffaterre μάς έδωσε ένα ποίημα, που επεδίωξε να είναι άγνωστο σε όλους μας. Μας ζήτησε να δουλέψουμε καταρχάς ο καθένας μόνος, να βρούμε τα υφολογικά και τα σημασιολογικά στοιχεία• στη συνέχεια, να συνεργαστούμε και να επιλέξουμε εκείνα για τα οποία όλοι, μα όλοι, θα συμφωνούσαμε. Στο τέλος, αφού μας απέδειξε ότι υπάρχει ένα κοινά αποδεκτό νόημα και ότι τα μυστικά της δομής και τα τεχνάσματα της ύφανσης είναι προσιτά σε κάθε προσεχτικό αναγνώστη, μας αποκάλυψε ότι αυτό θα το αποκαλέσει στη νέα θεωρία που επεξεργαζόταν, «πρώτη ανάγνωση» (5). Σκέφτηκα εκείνη τη στιγμή τη σημασία της ελληνικής λέξης ανάγνωση και αντιλήφθηκα ότι αυτή η διαδικασία ήταν μια ανάγνωση-γνώση, μια αναγνώριση-ενθύμηση, επιστροφή στο ποίημα, γνώση εκ νέου του ποιήματος• και ακόμη, ότι θα πρέπει να συλλάβουμε την ουσία του αρχικού κειμένου, για να συμμετάσχουμε ως αναγνώστες στη δημιουργία του νέου. Χάρη στη μητρική μου γλώσσα συνειδητοποίησα ότι το ρήμα αναγιγνώσκω τονίζει ήδη τη σπουδαιότητα της «δεύτερης ανάγνωσης», που διευρύνει την «πρώτη», άρα ο καθηγητής είχε δίκιο.

Αναγνώστης, όπως επιβεβαιώνουν τα λεξικά, είναι αυτός που αναγιγνώσκει, δηλαδή που γνωρίζει ξανά, άρα που διαβάζει αυτό που ήδη γνωρίζει. Δεν διαβάζει απλώς• ξαναδιαβάζει, περιδιαβάζει σε γνωστά λημέρια. Ένα ενδιαφέρον παιχνίδι μπορούμε να παίξουμε επίσης με το ρήμα διαβάζω, από το διαβιβάζω, λειτουργώ ως ενδιάμεσος, γίνομαι μεσολαβητής. Η «πρώτη ανάγνωση» είναι αυτή που μας προφυλάσσει από τον κίνδυνο που καραδοκεί, όταν αναγιγνώσκουμε ένα πολυσήμαντο κείμενο: η πολλαπλή σήμανση θα μπορούσε να οδηγήσει σε ακύρωση κάθε σήμανσης. Καθώς ο αναγνώστης μαθαίνει να αντιμετωπίζει το κείμενο με δέος, το σχόλιο παύει να στέκεται απειλητικά μπροστά στα προϊόντα της φαντασίας. Βέβαια, αντίθετα από τον Ηράκλειτο, ο Riffaterre δεν χρησιμοποιούσε τη συμφωνία των ερμηνευτών ως «κριτήν της αληθείας» (6), ο καθολικός λόγος δεν ήταν για εκείνον θεϊκός, αλλά το πρώτο βήμα, για να φτάσει σε βάθη ασύλληπτα ως τότε για τον αναγνώστη.

Η ανάγνωση-γνώση μπορεί επομένως να λειτουργήσει ως διακείμενο της νέας γραφής-αυτογνωσίας. Ο αναγνώστης με παιδεία και θεωρητικά εφόδια αναλαμβάνει την ευθύνη για το κείμενο του άλλου. Καθώς δημιουργεί την οπτική γωνία από την οποία παρατηρεί το κείμενο, χτίζει την κοσμοθεωρία του κειμένου, άρα το ίδιο το σύμπαν μέσα στο οποίο είναι τοποθετημένο. Αυτό έκανε την αποδόμηση να αμφισβητήσει την αξία της ερμηνείας και τις αγαθές προθέσεις του ερμηνευτή. Εξάλλου, η έκφραση «αυτό δεν είναι σύμπαν» (7), που χρησιμοποιείται εδώ και περίπου μισό αιώνα από την κοσμολογία, τονίζει ακριβώς την ενεργό συμμετοχή του παρατηρητή, του επιστήμονα, στη δημιουργία των ουράνιων φαινομένων. Αυτή η διαπίστωση αφορά άμεσα στην ποίηση. Όταν λέμε ότι η ποίηση είναι ήχος και ρυθμός συνήθως εννοούμε ότι ανήκει στα κοσμικά φαινόμενα. Ένα αστέρι σβήνει, γιατί καταβροχθίζεται από την ύλη γύρω του. Όταν μια ποιητική εικόνα χάνει τη μαγεία της, καθώς ταξιδεύει μέσα στο χρόνο, από ποιητή σε ποιητή, γίνεται δηλαδή κοινός τόπος, για να ανακτήσει την ενέργειά της αγγίζει την ύλη στη συνείδηση του νέου δημιουργού της. Τότε ξετυλίγεται μπροστά μας ένα καινούργιο πεπρωμένο του λόγου (8). Και όπως τα ουράνια σώματα όταν εκρήγνυνται δημιουργούν ένα χωρόχρονο γύρω τους, έτσι και η εικόνα που ξαναγεννιέται δημιουργεί το ποίημα. Το αστέρι που βλέπουμε μπορεί να έσβησε πριν από εκατομμύρια χρόνια, λέει η αστροφυσική. Σε αυτή την περίπτωση, βλέπουμε το παρελθόν του. Το ίδιο συμβαίνει με τη θέαση μιας ποιητικής εικόνας. Άρχισε τη διαδρομή της με το βλέμμα του πρώτου ποιητή που τη συνέλαβε. Όταν ξαναγεννιέται, δεν είναι πλέον αυτόνομη• μας θυμίζει διαρκώς τη διαδρομή της. Σήμερα ο ποιητής προσπαθεί να ξεφύγει από την κοσμική ή και κοσμολογική διάσταση των εικόνων και τις εξορκίζει, για να μπορέσει να τις αναδημιουργήσει μέσα στην έρημο. Εντούτοις, όσο παράδοξο και αν ακούγεται, η μοναξιά της γραφής παραμένει κοσμικό φαινόμενο. Μεγάλοι ποιητές έχουν δείξει ότι για να γονιμοποιηθεί η σκέψη τους χρειάζεται μια στιγμή ανάπαυσης μέσα στο σύμπαν.

Ο Bachelard μετατρέπει τον χωρόχρονο της θεωρίας της σχετικότητας σε χώρο-χρόνο-συνείδηση, όπου μύθος και ονειροπόληση δημιουργούν τον κοσμικό χρόνο και συνδέουν τον σύγχρονο άνθρωπο με τις χαμένες ρίζες του. Αυτή η καινούργια έννοια του Είναι συγκεκριμενοποιείται σε μύθο, και ο χώρος, υπό την επίδραση της φαντασίας, μεταμορφώνεται σε κοσμογονική εικόνα και στη συνέχεια σε ποίηση. Ο Bachelard, θετικός επιστήμων και φιλόσοφος του φαντασιακού, αντιλαμβάνεται την πολιτισμική αξία της κοσμολογίας και μας εξηγεί με ποιο τρόπο το 1905, με τη Σχετικότητα, όλες οι αρχέγονες έννοιες που θεωρούσαμε για πάντα σταθερές καταρρέουν (9), ενώ μαζί τους αλλάζουν και οι αναγνωστικές μας συνήθειες.

Στην επιστήμη δεν μπορούμε να κάνουμε εικασίες για το μέλλον, χωρίς να μεταβάλουμε τις συνθήκες πάνω στις οποίες στηρίζεται η πρόβλεψη. Με τον ίδιο τρόπο, οποιοδήποτε σχόλιο για ένα λογοτεχνικό έργο, είδος ή φαινόμενο προσδιορίζει τη θέση του μελετητή και τους κανόνες της πρόσληψης, άρα το ίδιο το αντικείμενο της μελέτης. Ύστερα από την πλούσια εμπειρία σε θέματα θεωρίας όλο τον περασμένο αιώνα, στις αρχές του 21ου ο αναγνώστης σείει τα θεμέλια κάθε κριτικής προσέγγισης που αρέσκεται να παραμένει έγκλειστη μέσα στο λαβύρινθο της γραφής, σαν να μην ήταν το ποίημα προϊόν συνάντησης δύο δημιουργικών συνειδήσεων, εκείνου που το έχει υφάνει και εκείνου που εξετάζει προσεχτικά τις ίνες της ύφανσης. Και τα δύο Εγώ γεννιούνται μέσα στο ποίημα• ο αναγνώστης οδηγείται σε γνώση του κειμένου και στη συνέχεια σε αυτογνωσία.

«Αλληλεγγύη» (10) αποκαλεί ο Σεφέρης το φαινόμενο που ονομάστηκε αργότερα διακειμενικότητα. Οι ποιητές είναι αδέλφια και τους ενώνουν οι λέξεις. Αυτή είναι η οπτική του δημιουργού: η αλληλεγγύη των ομοτέχνων του δίνει στον ποιητή τη δύναμη να αφομοιώνει και να ξεπερνά όλα του τα δάνεια. Όπως η ίδια η λογοτεχνία, η μελέτη της λογοτεχνίας δεν μπορεί να υλοποιηθεί χωρίς τη βαθιά γνώση της ιστορίας και των μορφών της γραφής: η έννοια του διακειμένου τονίζει αυτήν ακριβώς τη διάσταση• καθώς το άτομο διευρύνει τις γνώσεις του, διαβάζει όλο και πιο δημιουργικά το λογοτεχνικό έργο. Το διαβάζει όχι μόνο με τα μάτια ή το νου, αλλά και με όλο το παρελθόν τού κειμένου. Εξάλλου, η παιδεία του κάθε ατόμου οδηγεί σε μία προσωπική θέαση της δημιουργικότητας του ποιητή, ενώ η παιδεία των δύο συντελεστών της γραφής μετατρέπει το δάνειο σε διακείμενο: το ταξίδι μέσα σε προϊόντα της φαντασίας μεταμορφώνει την παρουσία του άλλου. Η δημιουργικότητά μας συνδέει τη γνωστική λειτουργία της γλώσσας με τη βιωματική: χωρίς την περιδιάβαση του αναγνώστη μέσα στο χώρο της συνείδησης που γράφει, χωρίς τη διπλή παγίδα της Αράχνης, παγίδα του Εγώ και του Άλλου, δεν φτάνουμε στη γνώση, άρα δεν φτάνουμε στη νέα γραφή.

Το ποιητικό Εγώ, ενώ ονειροπολεί με αφορμή τη γλώσσα, τοποθετείται στο επίκεντρο μύθων και αρχετύπων, πέρα από το χώρο και το χρόνο. Όταν ο Baudelaire γράφει

Θάνατε, γερο-καπετάνιε,
ήρθε η ώρα, ας σηκώσουμε την άγκυρα,

δεν είναι οι λέξεις που γεννούν την ποίηση, αλλά η μυθική σκέψη που βρίσκεται πέρα από τις λέξεις. Γλώσσα του Γάλλου ποιητή δεν είναι εδώ η γαλλική, αλλά η γλώσσα των μύθων, και συγκεκριμένα η αρχαία ελληνική. Ο Θάνατος προσωποποιείται σε ανδρική φιγούρα, όσο και αν η γαλλική λέει la mort. Ωστόσο, αυτή η ερμηνεία αποδεικνύει ότι το «γερο-καπετάνιε» είναι «λανθασμένη» μετάφραση. Η επιστροφή στην εποχή των ελληνικών μύθων μάς πείθει ότι «vieux capitaine», που παραπέμπει στον Χάρωνα, δεν μπορεί παρά να σημαίνει «αρχέγονε, αρχετυπικέ καπετάνιε», μεταφραστική πρόταση που δημιουργεί φαύλο κύκλο, καθώς πρόκειται για ερμηνεία και όχι για απόδοση του στίχου σε άλλη γλώσσα. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η μυθική σκέψη που κρύβεται πίσω από τη μετάθεση, με τη φροϋδική έννοια του όρου: μετάθεση ψυχικής ενέργειας από μία αναπαράσταση σε άλλη. Ναι, όντως, η γλώσσα γράφει και όχι ο συγγραφέας. Ο Barthes έχει δίκιο. Εκτός και αν εννοεί εθνική γλώσσα.

Ας θυμηθούμε για λίγο την αποδόμηση. Όσο γοητευτική και αν είναι, ειδικά όταν μένει αποκλειστικά μέσα στο φιλοσοφικό της πλαίσιο, στην ποίηση δεν αρκεί η απομυθοποίηση. Ακριβώς επειδή ο ποιητής είναι αποδομητικός, ανατρεπτικός, ξεπερνά την απομυθοποίηση και επαναμυθοποιεί, δηλαδή ξαναδίνει στη λέξη όλη τη μυθική της αξία, αποκαθιστά τα γλωσσικά σημεία στη μυθική τους ιδιότητα, τα επανεντάσσει στο μυθικό τους πλαίσιο. Όταν διδάσκουμε δημιουργική γραφή στα παιδιά, πρέπει, λένε οι ειδικοί, να αποφεύγουμε οποιαδήποτε μυθοποίηση της λογοτεχνίας, να νιώσουν τα παιδιά ότι η γραφή δεν είναι απρόσιτη. Μα η λογοτεχνία είναι συνάμα τέχνη-τεχνική και μύθος-μυθοπλασία. Η ζωή μας, όταν εμπνέει τη λογοτεχνία, περνά πρώτα μέσα από μια έντονη μυθοποίηση.

Το πρόβλημα που αντιμετωπίζει ο ποιητής σήμερα είναι να αναπαραστήσει την πραγματικότητα με τη βοήθεια μιας γλώσσας που αποκαλύπτεται απογυμνωμένη από την αναφορική της ιδιότητα, σαν να ζούσαμε σε μια αχανή έρημο. Μαζί με το αντικείμενο αναφοράς χάθηκε η κίνηση που μας μεταφέρει από τον ήχο ή την εικόνα στο νόημα, με αποτέλεσμα, όσο περισσότερο ερμηνεύουμε τόσο το νόημα να απογυμνώνεται, να καλύπτεται με εφήμερα σχόλια. Με ποιο τρόπο το γλωσσικό σημείο περνά τα σύνορα της γραφής, για να αποκρυπτογραφήσει τον κόσμο γύρω του; Ο Yves Bonnefoy, πιο συγκεκριμένα, αναρωτιέται: Τι κάνουμε για να υπάρχει νόημα όταν λέμε Εγώ (11); Μπορούμε να συμπεράνουμε ότι, κάθε φορά που απορούμε μπροστά στο νόημα μιας λέξης, αμφισβητούμε την ίδια την υπόστασή μας. Πώς είναι δυνατόν να ψάξεις το νόημα του Εγώ που λες ο ίδιος, αν δεν γνωρίζεις τουλάχιστον το δικό σου εγώ, φαίνεται να λέει ο Γάλλος ποιητής.

– Είμαι επιλήσμων, ξεχασιάρης, έλεγε ο Σωκράτης (Πλάτ. Πρωτ. 334c), με μοναδικό στόχο να ανατρέψει όσα είχε πει ως εκείνη τη στιγμή, να υποχρεώσει τον συνομιλητή του να σκεφτεί. – Ξεχνάω ακόμη και τα δικά μου γραπτά, λέει ο Montaigne (ΙΙ, 17: 651), για να μπορεί ανενόχλητος να γράφει όσο αποσπασματικά ταιριάζει στην περίσταση, για να καταγράψει το γίγνεσθαι όπως διατυπώνεται μετά τις θεωρίες του Κοπέρνικου. – Διαβάζω όσα γράφω και λέω: μα εγώ δεν τα έγραψα ποτέ αυτά και εξάλλου δεν βγάζουν νόημα, θα πει ο Yves Bonnefoy (12), αντιμέτωπος με ένα φευγαλέο Εγώ, το οποίο ωστόσο έχει εγκατασταθεί μέσα στα βάθη του Είναι του. Η λήθη ταξιδεύει, με προορισμό την α-λήθεια, για να φτάσει στην αμφισβήτηση ενός Εγώ σταθερού μέσα στη δημιουργική πράξη. Γι’ αυτό όταν λέμε ποιητικό Εγώ δεν εννοούμε το βιογραφικό Εγώ. Αναφερόμαστε σε μια συνείδηση που αναδύεται από το ποίημα και μένει μέσα σε αυτό. Ο ποιητής γίνεται ο ίδιος σημείο μέσα στο έργο του• η ύπαρξή του είναι έντονη, εφόσον δρα ως μεσολαβητής για την κατάκτηση της σημασίας. Η βιογραφική μελέτη έχει ελάχιστη αξία για τη γνώση της ποίησης, καθώς, από τη στιγμή που γράφει, ο ποιητής βρίσκεται σε μια διαφορετική πραγματικότητα, ζει πέρα από αυτό που φαίνεται, ενώ συγχρόνως βλέπει τα πράγματα συνοπτικά. (Στη πλατωνική Πολιτεία [537c] το επίθετο διαλεκτικός, ανώτατη μορφή προσδιορισμού, αποδίδεται στον συνοπτικό, αυτόν που συλλαμβάνει το σύνολο, και μάλιστα με ένα βλέμμα.) Το τελικό κείμενο είναι προϊόν της επιθυμίας του αναγνώστη, αλλά ενός αναγνώστη που εξετάζει τα πράγματα συνοπτικά, με την πλατωνική έννοια, όλα, με μια ματιά. Μέσα από τη μυθική ποιότητα της ποίησης, ταξιδεύουμε στον κήπο των Εσπερίδων, σύμβολο αιώνιας γονιμότητας, εφευρίσκουμε με ποιητικό τρόπο την καθημερινότητά μας.

Ανάγνωση Γνώση Ποίηση, λοιπόν, ή: Ανάγνωση Ποίηση Αυτογνωσία.

΄
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
 
1. Αριστοτέλης, Ρητορική Α΄, Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια Δημήτριος Λυπουρλής, Θεσσαλονίκη, Ζήτρος, 2002.
2. Gaston Bachelard, La poétique de la Rêverie, Παρίσι, PUF, 1974: 15.
3. Montaigne, Les Essais, έκδοση P. Villey – V.L. Saulnier, Παρίσι, PUF, 1965: Ι, 24: 127.
4. Ηράκλειτος, Άπαντα, Πρόλογος-μετάφραση Τάσος Φάλκος-Αρβανιτάκης, Θεσσαλονίκη, Ζήτρος, 1999: 94.
5. Ο Michael Riffaterre θα αναπτύξει τη θεωρία των δύο φάσεων της ανάγνωσης σε άρθρα και αργότερα στα βιβλία Semiotics of Poetry, Indiana University Press, 1978 (Sémiotique de la poésie, μετ. J.-J. Thomas, Παρίσι, Seuil, 1983) και La Production du texte, Παρίσι, Seuil, 1979.
6. Ηράκλειτος: 60.
7. Βλ. Liliane Papin, «This is Not a Universe: Metaphor, Language, and Representation», PMLA (Οκτώβριος 1992): 1253-65.
8. Πρβλ. Gaston Bachelard : «l’image poétique, dans sa nouveauté, ouvre un avenir du langage», La poétique de la rêverie: 3.
9. Gaston Bachelard, La formation de l’esprit scientifique, Παρίσι, Vrin, 1938:7.
10. «Η τέχνη είναι μια απέραντη αλληλεγγύη» (Σεφέρης 1938), Ξ.Α. Κοκόλης, Αλληλεγγύη. Λογοτέχνες και λογοτεχνήματα στην πεζογραφία του Τόλη Καζαντζή, Θεσσαλονίκη, Βάνιας, 1992.
11. Yves Bonnefoy, Entretiens sur la poésie (1972-1990), Παρίσι, Mercure de France, 1990: 186.
12. Yves Bonnefoy, La vie errante, Παρίσι, Mercure de France, 1993: 50.

Δημήτρη Αρβανιτάκη, ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΛΒΟΣ: Ο «ΠΟΙΗΤΗΣ ΤΩΝ ΩΔΩΝ»;

Η βιογράφηση ενός προσώπου είναι μια διαδικασία που θέτει σε δοκιμασία τη δική μας διανοητική ετοιμότητα και εντιμότητα: είναι αναγκαίο να θεωρείται μία διαδικασία που επιχειρεί να κατανοήσει την ιστορικότητα του βιογραφούμενου και όχι να περιγράψει ως τελεολογία κι εκ των υστέρων ερμηνεία την ιστορία μιας ζωής. Τα υστερόχρονα σχήματα δεν ανήκουν στην ιστορία του παρελθόντος.

Υπ' αυτή την έννοια, συχνά, η αντιμετώπιση του Ανδρέα Κάλβου νομίζω ότι υπάκουσε στις κανονιστικές ανάγκες της οργάνωσης της εθνικής λογοτεχνίας και το πρόσωπό του στριμώχτηκε για να ταιριάξει στα όρια του «εθνικού ποιητή». Ωστόσο εκείνος που έγραψε τις Ωδές δεν εγεννήθηκε για να γράψει τις Ωδές κι ούτε αυτό υπήρξε το μόνο που άφησε πίσω του: άφησε και έργα «ορφανά», που σε καμία γλώσσα δεν βρήκαν τη θέση τους. Τα ερωτήματά μας είναι ακόμη πολλά και κυρίως έχουν να κάνουν με τη δική μας μέθοδο ανάγνωσης. Στην πλούσια προβληματική που έχει ώς σήμερα συγκροτηθεί, και που ευτυχώς έχει φέρει πολλούς καλούς καρπούς, ας προσθέσουμε, υπαινικτικά σχεδόν, τέσσερα μόνο σημεία, τα οποία, έστω κι αν δεν είναι άγνωστα, δεν έχουν αναδυθεί ως λειτουργικά ερωτήματα. Η εμβάθυνση σ' αυτά θα βοηθήσει ακόμη περισσότερο στην κατανόηση της σταδιακής διαμόρφωσης του ιστορικού του προσώπου.

Σημείο πρώτο: Η αλυσίδα των λογίων και η πολλαπλότητα των πατρίδων. Ο Κάλβος, όσο κι αν φαίνεται μία μοναδικότητα, αποτελεί μέρος μιας μεγάλης αλυσίδας. Οταν γεννιέται (1792), στο Ιόνιο κυριαρχούν ακόμη οι Βενετοί. Οι κοινωνίες του Ιονίου και η λογιοσύνη τους συμμετείχαν με ποικίλους τρόπους στο βενετικό κοσμοείδωλο και βρίσκονταν σε μόνιμη επικοινωνία με τον πνευματικό κόσμο της Κυριάρχου και όχι μόνο. Μπρος-πίσω στον καιρό του Κάλβου, τον δρόμο προς την Ιταλία, -δρόμο αιώνων-έπαιρναν ο Φόσκολο, ο Καποδίστριας, ο Σολωμός, ο Ζαμπέλιος, ο Δελβινιώτης, ο Πιέρης, ο Λούντζης, ο Μουστοξύδης και άλλοι πολλοί. Η πορεία του προς την Ιταλία, όσο κι αν αυτός δεν πήγε για «σπουδές», εντάσσεται σ' αυτή την αλυσίδα ανθρώπων που δεν θεωρούσαν τον εαυτό τους ξένο κι εξόριστο. Μετείχαν, άνισα ίσως, στην παιδεία αυτού του κόσμου. Δεν είναι χωρίς σημασία να υπενθυμίσουμε ότι αυτή η λογιοσύνη, μαζί της και ο Κάλβος, διαφορετικά από τη λογιοσύνη της οθωμανοκρατούμενης Ελλάδας, διαμόρφωσε ακόμη και το νέο λεξιλόγιο, εκείνο του έθνους και της υπέρβασης του δικού της παρόντος, μέσα στη γλώσσα και το εννοιολογικό οπλοστάσιο της Κυριάρχου. Συμμετείχε λοιπόν και ο Κάλβος σε κείνη την πολλαπλότητα των πατρίδων που, ως ιστορική συνείδηση, είχε παραχθεί στο Ιόνιο: η «πατρίδα του» εμπεριείχε δυναμικά τον γενέθλιο τόπο, την ευρύτητα ενός ελληνικού παρελθόντος και βεβαίως την πολυεπίπεδη Ιόνιο-βενετική πραγματικότητα αιώνων. Αυτή η πολλαπλότητα των πατρίδων άφησε και στον Κάλβο πολλά ίχνη της.

Σημείο δεύτερο: Η ρήξη της συνέχειας και ο τύπος του διανοουμένου. Το 1854, σε μια οριακή στιγμή για τη μελλοντική ταυτότητα του Ιονίου, ο Νικολό Τομαζέο κατηγορούσε τον Κερκυραίο Νικόλαο Δελβινιώτη ότι το 1797 εγκατέλειψε το βενετικό κοσμοείδωλο για να προσδεθεί στο άρμα των φρούδων ελπίδων του Ναπολέοντα: το έβλεπε ως μία προδοσία απέναντι στο βενετικό παρελθόν των νησιών. Αλλά ο Ναπολέων υπήρξε και για το Ιόνιο και για τον Κάλβο ένα όριο: το όριο που δημιουργεί την τομή στην αλυσίδα που πιο πάνω περιγράψαμε. Ο Κάλβος στην Ιταλία ζει τον πυρετό των ιταλικών εθνικών ελπίδων, συμμετέχει σ' αυτόν, και το 1812, όταν συναντάει τον Φόσκολο, είναι είκοσι χρονώ: ένας φιλόδοξος νέος που θέλει ν' ακολουθήσει τα βήματα του Αλφιέρι. Η στιγμή είναι κρίσιμη για την ιστορία της λογιοσύνης και ο Κάλβος δεν θα μείνει ανεπηρέαστος. Η επαναστατική εμπειρία της χερσονήσου και η ναπολεόντεια περίοδος (1800-1814) επιβάλλει στους λογίους ένα νέο καθήκον: εκείνο της κοινωνικής αφύπνισης, της κοινωνικής δράσης, της δημόσιας παρέμβασης. Πρόκειται για την πορεία προς τον τύπο του διανοουμένου. Ο Φόσκολο θα είναι το σύμβολο αυτού του νέου τύπου, του οποίου πολύ συχνά η μοίρα υπήρξε η εξορία. Ο Κάλβος, υπερβαίνοντας τον παραδοσιακό λόγιο, βρίσκεται στον δρόμο προς τον τύπο του διανοουμένου.

Σημείο τρίτο: Το ιταλικό γλωσσικό και εθνικό ζήτημα. Σωστά ο Δημαράς εσημείωνε (1954) ότι πίσω από τις γλωσσικές απόψεις του Κάλβου δεν είναι ο Κοραής και ο Κοδρικάς: «οδηγός του είναι ο Φώσκολος και οι σύγχρονοί του Ιταλοί λογοτέχνες». Χρειάζεται να δούμε από πιο κοντά την επιχειρηματολογία που διαμορφώθηκε στην Ιταλία εκείνα τα χρόνια και η οποία, παρόμοια με την ελληνική περίπτωση, συνέδεε το γλωσσικό με το εθνικό ζήτημα. Αυτόν τον διάλογο τον εθεμελίωσαν ο Τσεζαρότι και ο Τσέζαρι, ο Μόντι, ο Φόσκολο, ο Αντζελόνι και άλλοι. Η συμμετοχή του Κάλβου στην Ape italiana (1819), οι εκεί δημοσιευόμενες απόψεις για τις «εικόνες» του έθνους, αλλά και το δικό του κείμενο για την ελληνική γλώσσα, που εκεί δημοσιεύτηκε, συμβάλλουν σ' αυτή την προβληματική. Ωστε για τον Κάλβο ισχύει ό,τι εν πολλοίς και για τον Σολωμό: σημασία για τις απόψεις τους (και τις γλωσσικές) έχει το περιβάλλον μέσα στο οποίο τις διαμόρφωσαν.

Σημείο τέταρτο: Τάφοι, παλιές και νέες πατρίδες. Τρεις άνθρωποι εγεννήθηκαν με λίγα χρόνια διαφορά στον ίδιο τόπο: Φόσκολο (1778), Κάλβος (1792), Σολωμός (1798). Και οι τρεις πέθαναν μακριά από τον γενέθλιο τόπο τους. Εντούτοις, όταν οι πατρίδες έγιναν «εθνικές» και απέκτησαν νέα σύνορα, διαφορετικές πατρίδες ήρθαν να ταράξουν τη σκόνη των τάφων τους: ο πρώτος ταξίδεψε από το Λονδίνο στη Santa Croce, για να πάρει τη θέση του, ως ο γενάρχης της λογοτεχνίας της νέας ιταλικής πατρίδας. Και αργότερα, οι άλλοι δύο, που δεν υπήρξαν ποτέ στη ζωή τους φίλοι, εθάφτηκαν δίπλα δίπλα, στο Πάνθεον των εθνικών ποιητών της ελληνικής πατρίδας. Η κατανόηση αυτής της διαδικασίας θα μας έλεγε πολλά για την αλλαγή των ιστορικών οριζόντων της εποχής εκείνης, για τη νέα ανάγνωση του παρελθόντος από τους ανθρώπους εκείνους και βέβαια για τη δική τους διαδρομή μέσα στον δικό τους ιστορικό χρόνο. Γιατί όλοι τους, και ο Κάλβος, αν υπήρξαν «πρόγονοι» του δικού μας παρόντος, υπήρξαν σίγουρα και «απόγονοι» του δικού τους παρελθόντος.

[Από τη Βιβλιοθήκη της Ελευθεροτυπίας, 4.12.2009, σ. 12 εξ. Αφιέρωμα στον Ανδρέα Κάλβο, με επιμέλεια Διονύση Ν. Μουσμούτη]

Διονύση Σέρρα: "ΕΙΚΟΝΙΖΟΝΤΑΣ" ΤΟΝ ΑΝΔΡΕΑ ΚΑΛΒΟ

Καλύτερα, καλύτερα
διασκορπισμένοι οι Ελληνες
να τρέχωσι τον κόσμον
με εξαπλωμένην χείρα
ψωμοζητούντες,
παρά προστάτας να 'χωμεν.

Ανδρέας Κάλβος, Αι Ευχαί (γ'-δ')

Με τη συμπλήρωση 140 χρόνων από την οριστική «φυγή» του απεικόνιστου Ανδρέα Κάλβου, οφείλουμε και πάλι, στα όρια και της ιδιαίτερης πατρίδας του και όλης της ευρύτερης ελληνικής επικράτειας, να μνημονεύσουμε τον κλασικότροπο ποιητή των Ωδών, τιμώντας πάντοτε την άγνωστη και ιδεατή μορφή και την ιδιότυπη «φωνή» και «παρουσία» ενός εκλεκτού πνευματικού αναστήματος, συνειδητά και ασυμβίβαστα στρατευμένου και προσηλωμένου στους χώρους των Ιδεών, της Αρετής και της Ελευθερίας, της Φιλοπατρίας, της Γνώσης, του Λόγου, της Διδαχής... Ενός, ακόμη, βιοεργογραφικά πολύπτυχου προσώπου, σύγχρονου και ομόλογου, λίγο-πολύ (με ομοιότητες και διαφορές), των δύο άλλων πρωτοπόρων συντοπιτών του, του Ugo Foscolo (1778-1827) και του Διονυσίου Σολωμού (1798-1859). Ενός προσώπου το οποίο, χάρη σε αξιόλογες, σημαντικές ή ενδιαφέρουσες και έγκυρες αναγνώσεις και γραφές νεοελλήνων και ξένων μελετητών και υμνητών της διακριτής περίπτωσής του (όπως των Σπυρ. Δεβιάζη, Κ. Παλαμά, Κ. Καρυωτάκη, Αγγ. Σικελιανού, Γ. Θ. Ζώρα, Μ. Vitti, Κ. Θ. Δημαρά, Γ. Σεφέρη, Οδ. Ελύτη κ.ά.) ανακαλύφθηκε, προβλήθηκε, αναγνωρίστηκε καθολικά και τιμήθηκε ιδιαίτερα, πολύτροπα και πολυφωνικά στη διάρκεια όλων των μετά την «κοίμησή» του δεκαετιών.

Έτσι ο Ανδρέας Κάλβος κατέκτησε και κατέχει δικαιωματικά και σταθερά, με την ευάριθμη μα υψίτονη ποιητική δημιουργία του και με ανάδειξη της πολυεπίπεδης ηθικοπνευματικής αξίας και σημασίας του, ξεχωριστή και περίοπτη θέση στις κορυφές του νεοελληνικού Παρνασσού ή στις λαμπρότερες σελίδες των γραμμάτων μας, εμπνέοντας συνεχώς και συγκινώντας βαθύτερα, λίγους ή περισσότερους, τόσο με τη στάση ή την πορεία της μοναχικής ή ιδιόρρυθμης ζωής του (όχι εύκολης, σε δύσκολες εποχές και καταστάσεις) όσο και με την πρωτοτυπία (τη διαφορετικότητα) και τα μηνύματα της γραφής του, τόσο με τα γεννήματα της Μούσας του όσο και με την εύγλωττη σιωπή του...

Με την πολύπλευρα ελκυστική, πολύσημη και ανεξάντλητη περίπτωση του λυρωδού Ανδρέα Κάλβου να παραμένει γνωστικά και εξεταστικά ανολοκλήρωτη, πιστεύουμε ότι και σήμερα η σκιόφωτη «εικόνα» του συμπληρώνεται, ώς έναν βαθμό, με τις διάφορες κατά καιρούς προσεγγίσεις, αναφορές ή ερμηνείες, θεωρήσεις και εκτιμήσεις, με την κατάθεση ποικιλόμορφου γι' αυτόν υλικού (κειμενικού-εικαστικού), που αναδείχνει, τονίζει και τιμά, στο πλαίσιο του δυνατού ή του επιθυμητού -αφήνοντας πολλά περιθώρια περαιτέρω σκιαγράφησης ή ψηφιδογράφησης- το αληθινό «πρόσωπο» ή την αναλλοίωτη «ταυτότητα» του βάρδου-ποιητή. Ενός ευπαίδευτου, καινοτόμου και πολυδιάστατου Ζακυνθινού - Επτανήσιου - Νεοέλληνα και Ευρωπαίου του 19ου αιώνα, που πρέπει και επιβάλλεται, πρώτιστα να τον «βλέπουμε» και να τον νιώθουμε βιωματικά και πολιτιστικά παρόντα και ενεργό, χωρίς χρονικούς ή άλλους περιορισμούς, στην ουσία και στη δυναμική της φύσης του και της «φωνής» του, κι ακόμη πέρα από τα όποια, στενά ή ευρύτερα, ιστορικοπραγματολογικά, γλωσσοφιλολογικά, βιοεργογραφικά, κριτικολογοτεχνικά κ.ά. πλαίσια ή όρια και δεδομένα. Να τον αποδεχόμαστε (ανα)δημιουργικά και να τον αισθανόμαστε εμψυχωτικά, σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο, σαν αντάξιο κληρονόμο και κληροδότη, αφομοιωτή και νέο γεννήτορα ανθρωποκεντρικής -όχι μόνο ελληνόπρεπης- πολιτιστικής παράδοσης, σαν ισχυρό και εύηχο φορέα και πομπό ποιότητας και ανωτερότητας ή σαν διαχρονικής αντοχής και αξίας κήρυκα και διδάχο Ηθους, Πνευματικότητας, Ιδανικών... Κι όλα αυτά (ή άλλα), ιδιαίτερα και απαραίτητα σε καιρούς βαθιάς κρίσης ή έκπτωσης αρχών, αξιών και θεσμών, έλλειψης ή αποσιώπησης άριστων προτύπων, περισσής Λήθης ή Αγνοιας, κατάφωρης αλλοτρίωσης και θλιβερής απουσίας ή αδυναμίας για σθεναρή αντίσταση σε ποικίλους πειρασμούς, τριγμούς και κλυδωνισμούς ή σε πάθη προσβλητικά και σ' ενέργειες υποτιμητικές, αντιανθρώπινες, αντιπνευματικές...

Είτε λυρικός και επικός είτε πινδαρικός ή τυρταϊκός είτε ρεαλιστικός - ρομαντικός και συμβολικός, είτε εντός ή εκτός της όποιας λογοτεχνικής «Σχολής», τεχνοτροπίας και αισθητικής είτε εθνικοπατριωτικός και ελληνοκεντρικός είτε συνειδητά στρατευμένος ή περιοριστικά (αλλ' όχι εφήμερα) επικαιρικός είτε φιλοσοφικοστοχαστικός και διδακτικός είτε όπως αλλιώς ήθελε χαρακτηριστεί ο κατά βάθος και στην ολότητά του «ανείδωτος» (σολωμικής και αυτός υφής και συγγένειας) «όμορφος [και] ηθικός» του Ανδρέα Κάλβου «κόσμος» - εκούσια και (αυτο)γνωστικά απόμακρος από την επικράτεια του άμετρου (και τόσο ανθηρού, σήμερα) «Εγώ»..., το κέντρο, το «μέτρο» και η σημασία της ύπαρξης και της πνευματικής του δωρεάς είναι κατεξοχήν: η ά μ ε σ η και κ α θ α ρ ή σχέση του με τις αιώνιες ανθρώπινες Ιδέες και Αξίες. Κι ακόμη, με την ομορφιά, την ουσία και τους στόχους ή τον ρόλο της ανθεκτικής και ζωογόνας Τέχνης, με τα εύληπτα «μιλήματα» ή τα «κινήματα» του νου και της ψυχής του, όπως αυτά γεννήθηκαν, πλάστηκαν και εκφράστηκαν δυναμικά ή μεγαλήγορα, μέσα σε συγκεκριμένες ιστορικές -επαναστατικές ή ανατρεπτικής «χροιάς» και διάστασης- καταστάσεις και από ιδιαίτερες ανάγκες ή επιλογές, εσώτερες και αντικειμενικές.

140 χρόνια μετά την «κοίμησή» του και 50 σχεδόν μετά την επιστροφή του στα μητρικά χώματα, το αθάνατο φιλελεύθερο Πνεύμα του Ανδρέα Κάλβου αξίζει να το κάνουμε να νιώσει, στον άυλο «κόσμο» της σιγής, πως δεν «αναπαύεται» (άτυχα και πικρά) σε τόσο «ξένη» -ως προς τα πιστεύω και τα οράματά του- γη, με τόσους και τέτοιους (ημεδαπούς και μη), άλλης λογής «κατακτητές» ή «προστάτες»...

Ζάκυνθος, Αύγουστος 2009

[Από τη Βιβλιοθήκη Ελευθεροτυπίας, 4.12.2009, σ. 17. Αφιέρωμα στον Ανδρέα Κάλβο, με επιμέλεια Διονύση Ν. Μουσμούτη]




Related Posts with Thumbnails