© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Δευτέρα 23 Δεκεμβρίου 2013

Η Πατριαρχική Απόδειξη για τα Χριστούγεννα 2013 [στα ελληνικά, γερμανικά, αγγλικά, γαλλικά, πορτογαλικά, ισπανικά]

Ἀριθμ. Πρωτ. 1109

ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΗ ΑΠΟΔΕΙΞΙΣ 
ΕΠΙ ΤΟΙΣ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΟΙΣ

+ Β Α Ρ Θ Ο Λ Ο Μ Α Ι Ο Σ
ΕΛΕῼ ΘΕΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ,
ΝΕΑΣ ΡΩΜΗΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ
ΠΑΝΤΙ Τῼ ΠΛΗΡΩΜΑΤΙ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
ΧΑΡΙΝ, ΕΛΕΟΣ ΚΑΙ ΕΙΡΗΝΗΝ ΠΑΡΑ ΤΟΥ ΕΝ ΒΗΘΛΕΕΜ ΓΕΝΝΗΘΕΝΤΟΣ ΣΩΤΗΡΟΣ ΧΡΙΣΤΟΥ

* * *

Ἀδελφοὶ καὶ Τέκνα ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά, 

«Παιδίον ἐγεννήθη ἡμῖν, υἱὸς καὶ ἐδόθη ἡμῖν»! 
(Ἡσ. θ΄ 5)

Ἐνθουσιωδῶς καὶ χαρμοσύνως ὁ Προφήτης μᾶς γνωστοποιεῖ προορατικῶς πρὸ αἰώνων πολλῶν τὴν ἐκ τῆς Ἀειπαρθένου Γέννησιν τοῦ Παιδίου Ἰησοῦ. Βεβαίως, δὲν εὑρέθη καὶ τότε, περίοδον ἀπογραφῆς ἐπὶ Καίσαρος Αὐγούστου, τόπος ἐν τῷ καταλύματι διὰ τὴν στέγασιν τῆς κυοφορούσης ἐκ Πνεύματος Ἁγίου Παρθένου καὶ οὕτως ἠναγκάσθη ὁ μνήστωρ καὶ φύλαξ αὐτῆς ἅγιος Ἰωσὴφ νὰ τὴν ὁδηγήσῃ εἰς σπήλαιον, εἰς τὴν φάτνην τῶν ἀλόγων, «τοῦ τεκεῖν τὸ Παιδίον».

Ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ ὑποδέχονται, προσφέροντες τὴν εὐχαριστίαν εἰς τὸν Δημιουργόν: «οἱ Ἄγγελοι τὸν ὕμνον˙ οἱ οὐρανοὶ τὸν ἀστέρα˙ οἱ Μάγοι τὰ δῶρα˙ οἱ ποιμένες τὸ θαῦμα˙ ἡ γῆ τὸ σπήλαιον˙ ἡ ἔρημος τὴν φάτνην˙ ἡμεῖς δὲ Μητέρα Παρθένον»˙ οἱ ποιμένες ἀγραυλοῦν ἐπί «τὴν ποίμνην αὐτῶν» καὶ φυλάσσουν «φυλακάς νυκτός», καὶ ἄγγελοι θεωροῦντες ἐκστατικοὶ τὸ Μυστήριον ὑμνολογοῦν (Ἑσπέρια Ἑορτῆς Χριστουγέννων). 

Ἡ γλυκύτης τῆς Ἁγίας Νυκτὸς τῶν Χριστουγέννων περιβάλλει καὶ πάλιν τὸν κόσμον. Καὶ ἐν μέσῳ τῶν ἀνθρωπίνων καμάτων καὶ πόνων, τῆς κρίσεως καὶ τῶν κρίσεων, τῶν παθῶν καὶ τῶν ἐχθροτήτων, τῶν ἀνησυχιῶν καὶ τῶν ἀπογοητεύσεων, προβάλλει πραγματικὸν καὶ ἐπίκαιρον ὅσον ποτὲ τὸ μυστήριον τῆς Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου, Ὅστις κατῆλθεν ὡς ὑετὸς ἐπὶ πόκον εἰς τὴν κοιλίαν τῆς ἀειπαρθένου Μαρίας ἵνα ἀνατείλῃ δικαιοσύνην καὶ πλῆθος εἰρήνης (πρβλ. Ψαλμ. οα΄ 7).

Ὑπὸ τὴν σιωπὴν καὶ τὴν εἰρήνην τῆς ἱερᾶς Νυκτὸς τῶν Χριστουγέννων, Ἰησοῦς Χριστός, ὁ ἄναρχος, ὁ ἀόρατος, ὁ ἀκατάληπτος, ὁ ἄϋλος, ὁ ἀεὶ ὤν, ὁ ὡσαύτως ὤν, εἰσέρχεται σαρκοφόρος, ἄσημος, ἁπλοῦς, πτωχός, ἄγνωστος, εἰς τό δρᾶμα τῆς ἱστορίας. Εἰσέρχεται συγχρόνως ὡς «μεγάλης βουλῆς ἄγγελος, θαυμαστὸς σύμβουλος, [...] ἐξουσιαστής, ἄρχων εἰρήνης, πατὴρ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος» (Ἡσ. θ΄ 6). Ναί, ἐρχεται ὡς ἄνθρωπος ὑπὸ Μητρὸς Παρθένου καὶ λύει τὴν περιπλοκὴν τῆς ἀνομίας καὶ δίδει μὲ τὴν Χάριν καὶ τὸ Ἔλεός Του διέξοδον εἰς τὰς ἀπορίας τῆς ζωῆς, προορισμὸν καὶ ἀξίαν καὶ περιεχόμενον καὶ ὑποδειγματικὸν ἦθος καὶ πρότυπον εἰς τὴν ἀνθρωπίνην περιπέτειαν. 

Ὁ Κύριος προσελάβετο ἅπασαν τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν καὶ ἡγίασεν αὐτήν. Ὁ προαιώνιος Θεὸς κατεδέχθη νὰ γίνῃ δι᾿ ἡμᾶς ἔμβρυον καὶ νὰ κυοφορηθῇ εἰς τὴν γαστέρα τῆς Θεοτόκου. Οὕτως ἐτίμησε καὶ τὴν ἀνθρωπίνην ζωὴν ἐκ τοῦ πρωταρχικοῦ σταδίου αὐτῆς καὶ ἐδίδαξε τὸν σεβασμὸν εἰς τὸν ἄνθρωπον ἀπὸ τῆς ἀρχῆς τῆς κυήσεως αὐτοῦ. Ὁ τὰ πάντα Δημιουργήσας συγκατέβη νὰ γεννηθῇ ὡς Βρέφος καὶ νὰ γαλακτοτροφηθῇ ὑπὸ τῆς Παρθένου. Οὕτως ἐτίμησε τὴν παρθενίαν καὶ τὴν μητρότητα, τὴν πνευματικὴν καὶ τὴν φυσικήν. Διὰ τοῦτο ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος προτρέπει: «γυναῖκες παρθενεύετε, ἵνα Χριστοῦ γένησθε μητέρες» (Λόγος ΛΗ', Εἰς τὰ Θεοφάνεια, PG 36, 313A).

Καὶ ὥρισεν ὁ Κύριος τὴν συζυγίαν τοῦ ἄρρενος καὶ τοῦ θήλεος ἐν τῇ εὐλογημένῃ οἰκογενείᾳ. Αὐτὸς ὁ θεσμὸς τῆς χριστιανικῆς οἰκογενείας ἀποτελεῖ τὸ κύτταρον τῆς ζωῆς καὶ τὴν θερμοκοιτίδα τῆς ὑγιοῦς ψυχικῶς καὶ σωματικῶς ἀναπτύξεως τῶν τέκνων. Ὡς ἐκ τούτου, ἀποτελεῖ ὀφειλὴν τῆς Ἐκκλησίας ἀλλὰ καὶ καθῆκον τῆς ἡγεσίας ἑκάστου λαοῦ ἡ διὰ ποικίλων τρόπων ἐνίσχυσις τοῦ θεσμοῦ τῆς οἰκογενείας. 

Διὰ νὰ ἀναπτυχθῆ ἓν παιδίον ὑγιῶς καὶ ὁμαλῶς ἀπαιτεῖται μία οἰκογένεια ὅπου ὁ ἀνὴρ καὶ ἡ γυνὴ ζοῦν ἁρμονικῶς, ὡς ἓν σῶμα, μία σάρξ, μία ψυχή, ὑποτασσόμενοι ὁ ἕνας πρὸς τὸν ἄλλον. 

Εἴμεθα βέβαιοι ὅτι πάντες οἱ πνευματικοὶ καὶ ἐκκλησιαστικοὶ ἡγέται, ὡς ἄλλοι ἀγραυλοῦντες ποιμένες, ἀλλὰ καὶ οἱ ἰθύνοντες τὰ τοῦ κόσμου, γνωρίζουν καὶ ἀποδέχονται τὴν θείαν ἀλήθειαν καὶ πραγματικότητα ταύτην, τὴν ὁποίαν διακηρύττομεν ἀπὸ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καὶ κατὰ τὰ ἐφετεινὰ Χριστούγεννα. Πάντες ὀφείλομεν νὰ ἐνθαρρύνωμεν τὴν δημιουργίαν καὶ τὴν λειτουργίαν τῶν φυσιολογικῶν οἰκογενειῶν διὰ νὰ ἀναπαράγουν ὑγιεῖς ψυχικῶς καὶ χαρούμενους πολίτας, πλήρεις αἰσθημάτων ἀσφαλείας, στηριζομένους εἰς τὸ αἴσθημα τῆς προστασίας τοῦ ἰσχυροῦ καὶ προστατεύοντος πατρὸς καὶ τῆς στοργικῆς καὶ ἀγαπώσης μητρός. Οἰκογενείας, εἰς τὰς ὁποίας θὰ ἀναπαύεται ὁ Θεός. Προσκαλοῦμεν καὶ προτρεπόμεθα ἅπαν τὸ πλήρωμα τῆς Ἁγίας Ὀρθοδόξου ἡμῶν Ἐκκλησίας ὅπως πολιτευόμενον ἀξίως τῆς ἧς ἐκλήθη κλήσεως πράττῃ πᾶν τὸ δυνατὸν διὰ τὴν στήριξιν τοῦ θεσμοῦ τῆς οἰκογενείας. 

Ἀδελφοί, «ἡ νύξ προέκοψεν, ἡ δὲ ἥμερα ἤγγικεν» (Ρωμ. ιγ΄ 12). Ἤδη οἱ ποιμένες πορεύονται πρὸς τὴν Βηθλεέμ τὸ θαῦμα ἀνακηρύττοντες καὶ προσκαλοῦν ἡμᾶς νὰ τοὺς ἀκολουθήσωμεν, ὡς ἄλλοι «ἀστεροσκόποι μάγοι χαρᾶς πληρούμενοι» (τροπάριον δ΄ ᾠδῆς Ὄρθρου Ἑορτῆς Χριστουγέννων), «δῶρα τίμια» προσάγοντες Αὐτῷ «χρυσὸν δόκιμον, ὡς Βασιλεῖ τῶν αἰώνων, καὶ λίβανον ὡς Θεῷ τῶν ὅλων, ὡς τριημέρῳ δὲ νεκρῷ σμύρναν τῷ ἀθανάτῳ» (Ἀνατολίου, Στιχηρὸν ἰδιόμελον Ἑσπερινοῦ Ἑορτῆς Χριστουγέννων). Δηλαδὴ τὰ δῶρα τῆς ἀγάπης καὶ τῆς πίστεώς μας καὶ τῆς δοκιμῆς μας ὡς χριστιανῶν καὶ μάλιστα ὀρθοδόξων εἰς τὸ ἦθος καὶ τὴν παράδοσιν, τὴν οἰκογενειακήν, τὴν πατερικήν, τὴν ἐκκλησιαστικήν, τὴν ὀρθοπράττουσαν πάντοτε ἀνὰ τοὺς αἰῶνας καὶ συνέχουσαν μέχρι σήμερον τὴν εὐλογημένην κοινωνίαν μας, τῆς ὁποίας κύτταρον κατὰ Θεὸν βιοτῆς καὶ αὐξήσεως εἶναι, ἐπαναλαμβάνομεν, ἡ οἰκογένεια. 

Ἀδελφοὶ καὶ τέκνα, 

-2013 χρόνια συνεπληρώθησαν ἀπὸ τῆς κατὰ σάρκα Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ˙
-2013 χρόνια καὶ ὁ Χριστός, ὅπως τότε, δὲν παύει νὰ καταδιώκεται ἐν τῷ προσώπῳ τῶν ἀδυνάτων ἀπὸ τὸν Ἡρώδην καὶ τοὺς παντοειδεῖς συγχρόνους Ἡρώδας˙
-2013 χρόνια καὶ ὁ Ἰησοῦς διώκεται εἰς τὰ πρόσωπα τῶν χριστιανῶν ἐν Συρίᾳ      -καὶ ὄχι μόνον˙
-2013 χρόνια καὶ ὁ Χριστὸς φεύγει, ὡς πρόσφυξ μετ᾿ αὐτῶν, ὄχι εἰς τὴν Αἴγυπτον, ἀλλὰ εἰς τὸν Λίβανον, εἰς τὴν Εὐρώπην, εἰς τὴν Ἀμερικὴν καὶ ἀλλαχοῦ δι᾿ ἀσφάλειαν ἐν τῇ ἀνασφαλείᾳ τοῦ κόσμου˙
-2013 χρόνια καὶ τὸ Παιδίον Ἰησοῦς εἶναι ἀκόμη φυλακισμένον μὲ τοὺς δύο Ἱεράρχας τῆς Συρίας Παῦλον καὶ Ἰωάννην, μὲ τὰς Ὀρθοδόξους μοναχὰς καὶ πολλοὺς ἀκόμη ἀνωνύμους καὶ ἐπωνύμους χριστιανούς˙
-2013 χρόνια καὶ ὁ Χριστὸς σταυρώνεται μαζὶ μὲ αὐτοὺς ποὺ βασανίζονται καὶ φονεύονται διὰ νὰ μὴ προδώσουν τὴν πίστιν των εἰς Αὐτόν˙
-2013 χρόνια καὶ ὁ Ἰησοῦς φονεύεται καθ᾿ ἡμέραν εἰς τὸ πρόσωπον τῶν χιλιάδων ἐμβρύων, τὰ ὁποῖα οἱ γονεῖς των δὲν ἀφήνουν νὰ γεννηθοῦν˙
-2013 χρόνια καὶ ὁ Χριστὸς ἐμπαίζεται καὶ ὀνειδίζεται εἰς τὸ πρόσωπον τῶν δυστυχισμένων παιδίων, τὰ ὁποῖα ζοῦν ὑπὸ τὴν κρίσιν τῆς οἰκογενείας, τῆς ἀνεχείας, τῆς πτωχείας.

Τὸν πόνον, τὴν θλῖψιν καὶ τὰ παθήματα τῶν ἀνθρώπων ἦλθε καὶ ἔρχεται καὶ κατὰ τὰ ἐφετεινὰ Χριστούγεννα νὰ ἀναλάβῃ ὁ Κύριος, ὁ εἰπών «ἐφ᾿ ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε» (Ματθ. κε΄ 40-41). Δι᾿ αὐτοὺς ἦλθεν ἐκ Παρθένου, δι᾿ αὐτοὺς ἐγένετο ἄνθρωπος, δι᾿ αὐτοὺς ἔπαθεν, ἐσταυρώθη, ἀνέστη. Δι᾿ ἡμᾶς ὅλους, δηλαδή. Ἂς ἄρωμεν, λοιπόν, ἕκαστος ἡμῶν τὸν προσωπικὸν αὐτοῦ σταυρὸν διὰ νὰ εὕρωμεν χάριν καὶ ἔλεον εἰς εὔκαιρον βοήθειαν˙ διὰ νὰ εἶναι «μεθ᾿ ἡμῶν ὁ Θεός», ὁ τεχθεὶς Ἐμμανουήλ,  Σωτὴρ καὶ Κύριος. Ἀμήν.  

Χριστούγεννα ,βιγ΄
+ Ὁ Κωνσταντινουπόλεως
διάπυρος πρὸς Θεόν εὐχέτης πάντων ὑμῶν.


ΓΕΡΜΑΝΙΚΑ

Protokollnummer: 1109

Weihnachtsbotschaft des Ökumenischen Patriarchen
+  B A R T H O L O M A I O S
durch Gottes Erbarmen Erzbischof von Konstantinopel, dem Neuen Rom,
und Ökumenischer Patriarch
allem Volk der Kirche Gnade, Friede und Erbarmen
von Christus, unserem in Bethlehem geborenen Erlöser

Im Herrn geliebte Brüder und Kinder,

„Ein Kind ist uns geboren, ein Sohn ist uns geschenkt.“
(Jes 9,5)

Begeistert und freudig kündigt uns der Prophet vorausschauend vor vielen Jahrhunderten die Geburt des Kindes Jesus aus der immerwährenden Jungfrau an. Gewiss, damals, zur Zeit der Volkszählung des Kaisers Augustus, fand sich kein Ort in der Herberge, die Jungfrau aufzunehmen, die empfangen hatte vom Heiligen Geist, und so war ihr Verlobter und Beschützer, der heilige Josef, genötigt, sie in eine Höhle zu führen, zur Krippe der Tiere, damit sie das Kind gebären könne.

Himmel und Erde willigen ein, indem sie dem Schöpfer Dank sagen: „ … ein jegliches Deiner Geschöpfe bringt Dir den Dank dar:
Die Engel den Lobpreis,
die Himmel den Stern,
die Weisen die Gaben,
die Hirten das Staunen,
die Erde die Höhle,
die Wüste die Krippe,
doch wir als Mutter die Jungfrau.“
Die Hirten wachen bei ihrer Herde und halten Nachtwache, und Engel schauen staunend das Mysterium und lobpreisen (Vesper von Christi Geburt).

Die Süße der Heiligen Nacht der Geburt Christi umfängt wiederum die ganze Welt. Und inmitten der menschlichen Mühsale und Qualen, der Krise und der Krisen, der Leiden und der Feindschaften, der Beunruhigungen und der Enttäuschungen vergegenwärtigt sie so realistisch und aktuell wie nie zuvor das Mysterium der Menschwerdung des göttlichen Wortes, das wie Regen auf das Vlies in den Schoß der immerwährenden Jungfrau Maria herabkam, um Gerechtigkeit und Fülle des Friedens sprossen zu lassen (s. Psalm 71,7).

Im Schweigen und im Frieden der Heiligen Nacht der Geburt Christi tritt der Anfanglose, der Unsichtbare, der Unbegreifliche, der Stofflose, der Immerseiende, Jesus Christus, im Fleisch, unkenntlich, unverstellt, arm und unerkannt in das Drama der Geschichte ein. Zugleich kommt er als „Bote des großen Ratschlusses, Ratgeber, (…) Machthaber, Friedensfürst, Vater des kommenden Äons (Jes 9,6).

Ja, er geht als Mensch aus der jungfräulichen Mutter hervor, löst die Verstrickung der Sünde und schenkt durch seine Gnade und sein Erbarmen einen Ausweg aus der Ausweglosigkeit des Lebens, und ein Ziel, Würde, Inhalt, exemplarisches Ethos und Vorbild in den Wirren  des menschlichen Lebens.

Der Herr hat die ganze menschliche Natur angenommen und geheiligt. Der vorewige Gott hat es auf sich genommen, als Embryo im Schoß der Gottesgebärerin getragen zu werden. So hat er das menschliche Leben von seinem allerersten Stadium an geehrt und uns gelehrt, den Menschen vom Beginn seines Daseins an zu respektieren. Der Schöpfer des Alls ist herabgekommen, als Kindlein geboren und von der Jungfrau gestillt zu werden. So hat er die Jungfräulichkeit und die Mutterschaft geehrt, im geistlichen und im leiblichen Sinn. Darum mahnt der hl. Gregor d. Theologe: „Ihr Frauen, bleibt Jungfrauen, um Christi Mütter zu werden!“ (38. Rede zum Fest der Erscheinung, PG 36, 313 A)

Und der Herr verfügte die eheliche Gemeinschaft von Mann und Frau in der Familie. Die Institution der christlichen Familie ist die Keimzelle des Lebens und der Brutkasten einer seelisch und körperlich gesunden Entwicklung der Kinder. Darum ist es die Schuldigkeit der Kirche, aber auch die Pflicht der Regierung jedes Volkes, die Institution der Familie auf vielfältige Weise zu stärken.

Damit ein Kind gesund und normal heranwächst, bedarf es einer Familie, in der Mann und Frau wie ein Leib, ein Fleisch und eine Seele harmonisch zusammenleben und sich einander unterordnen.

Wir sind uns dessen sicher, dass alle geistlichen und kirchlichen Oberhäupter wie einst die Hirten auf dem Feld, aber auch die Mächtigen der Welt diese göttliche Wahrheit und Wirklichkeit, die wir auch am diesjährigen Weihnachtsfest vom Ökumenischen Patriarchat aus verkünden, kennen und anerkennen. Wir alle müssen die Gründung und den Bestand natürlicher Familien unterstützen, damit sie seelisch gesunde und glückliche Bürger hervorbringen, die vom Gefühl der Sicherheit erfüllt sind und sich auf das Empfinden des Schutzes durch einen starken und schützenden Vater und eine liebende und sorgende Mutter stützen. Das sind Familien, wie sie Gott gefallen.
Wir laden das ganze Volk unserer heiligen orthodoxen Kirche dazu ein und rufen es dazu auf, dass es in einem seiner Berufung würdigen Wandel dafür Sorge trage, alles Mögliche zu tun, um die Institution der Familie zu stützen.

Brüder, „die Nacht ist vorgerückt, der Tag hat sich genaht“ (Röm 13,12). Schon eilen die Hirten nach Betlehem, verkünden das Wunder und laden uns ein, ihnen zu folgen wie andere „von Freude erfüllte Sterndeuter“ (Troparion der 4. Ode des Orthros des Festes von Christi Geburt) und ihm kostbare Gaben darzubringen:
„Lauteres Gold dem König der Äonen,
Weihrauch dem Gott über alle,
Myrrhe dem Unsterblichen
und doch drei Tage Toten.“
(Stichiron idiomelon der Vesper des Festes der Geburt des Herrn)
Gemeint sind die Gaben unserer Liebe, unseres Glaubens und unserer Bewährung als orthodoxe Christen in unserem Lebenswandel und nach der Überlieferung unserer Familien, der Kirchenväter und der Kirche, die über Jahrhunderte hinweg in Geltung stand und unsere gesegnete Gesellschaft erhalten hat. Die Keimzelle ihres gottgefälligen Lebens und Wachstums ist, wir wiederholen es, die Familie.
Brüder und Kinder,

2013 Jahre sind seit der Geburt Christi im Fleisch vergangen.
2013 Jahre lang wird Christus in der Person der Ohnmächtigen unablässig von Herodes und seinen zeitgenössischen Nachahmern jeder Art verfolgt.
2013 Jahre sind vergangen, und Jesus wird verfolgt in der Person der Christen in Syrien – und nicht nur dort.
2013 Jahre sind vergangen, und Christus flieht als Flüchtling mit ihnen – nicht nach Ägypten, sondern in den Libanon, nach Europa, nach Amerika und anderswohin, um in der Unsicherheit der Welt Sicherheit zu finden.
2013 Jahre sind vergangen, und das Kind Jesus ist noch immer gefangen mit den beiden Bischöfen Paulus und Johannes aus Syrien, mit den orthodoxen Nonnen und vielen namenlosen und namhaften Christen.
2013 Jahre sind vergangen, und Christus wird zusammen mit denen gekreuzigt, die gequält und ermordet werden, weil sie den Glauben an IHN nicht verraten wollen.
2013 Jahre sind vergangen, und Jesus wird täglich getötet in der Person von tausenden ungeborener Kinder, deren Eltern nicht zulassen, dass sie geboren werden.
2013 Jahre sind vergangen, und Christus wird verhöhnt und geschmäht in der Person jener unglücklichen Kinder, die unter der Krise der Familie, unter Not und Armut leiden.

Der Herr, der gesagt hat: „Was ihr dem Geringsten meiner Brüder getan habt, habt ihr mir getan“ (Mt 25,40), kam und kommt auch an diesem Fest seiner Geburt, um den Schmerz, die Trauer und die Leiden der Menschen aufzuheben. Für sie ist er aus der Jungfrau hervorgegangen. Für sie ist er Mensch geworden. Für sie hat er gelitten, ist er gekreuzigt worden und auferstanden. Also für uns alle. Also mag ein jeder von uns sein persönliches Kreuz auf sich nehmen, damit wir Gnade und Erbarmen finden zur rechten Zeit. Damit „Gott mit uns“ sei, der geborene Emmanuel, der Erlöser und Herr. Amen.

Phanar, Weihnachten 2013

+ Bartholomaios von Konstantinopel,
euer aller inständiger Fürbitter bei Gott



ΑΓΓΛΙΚΑ

Prot. No. 1109

Patriarchal Encyclical for Christmas

+ BARTHOLOMEW
By God’s Mercy Archbishop of Constantinople-New Rome
and Ecumenical Patriarch
To the Plenitude of the Church:
Grace, mercy, and peace from the Savior Christ, born in Bethlehem

Beloved brothers and sisters, children in the Lord,
“For to us a child is born, to us a son is given.”
(Isaiah 9.5)

Many centuries ago, the Prophet foresaw and announced with enthusiasm and joy the birth of the child Jesus from the ever-Virgin Mary. Naturally, even then, there was no period of census by Augustus Caesar, no place to stay for the safety of the Holy Virgin who was carrying a child by the Holy Spirit. So the holy Joseph as her betrothed and protector was obliged to lead her to a cave, a manger with animals, “in order to give birth to a child.”

Heaven and earth received them, offering thanks to their Creator: “The angels offered the hymn; the heavens a star; the wise men gifts; the shepherds a miracle; the earth a cave; the desert a manger; and we the Mother Virgin.” The shepherds were keeping watch over their flock, protecting them throughout the night, while the angels were witnessing the Mystery in ecstasy, singing hymns to God. (From Vespers of the Nativity)

The sweetness of the Holy Night of Christmas once again embraces the world. And in the midst of human trial and pain, of unending crises, of passion and enmity, of concern and despair, it presents the mystery of the Incarnation of the Divine Word as a genuine and timely solution. For He descended as dew in a field of cotton inside the womb of the ever-Virgin Mary in order to give rise to righteousness and much peace. (See Ps. 71.7)

In the silence and peace of that sacred night of Christmas, Jesus Christ – being without beginning, invisible, incomprehensible, immaterial, ever existing and the same – enters the drama of history bearing flesh, being insignificant, simple, poor and unknown. At the same time, he comes as a “wonderful, counselor, almighty, prince of peace, everlasting father.” (Is. 9.6) Indeed, he comes as a human being, born of a Virgin Mother, to solve the complexity of sin and grant resolution to the impasse of life’s anxiety through His grace and mercy, while providing destiny, value, content, as well as an exemplary ethos and model for the human adventure.

The Lord assumed and sanctified all of human nature. The pre-eternal God condescended to become for us an embryo and be borne inside the womb of the Theotokos. In so doing, He both honored human life from its earliest stage and taught us respect toward humankind from its earliest conception. The Creator of all accepted to be born as an infant and be nurtured by a Virgin. In so doing, He honored both virginity and motherhood, spiritual and natural. This is why St. Gregory the Theologian exhorts: “O women, be as virgins, so that you may become mothers of Christ.” (Homily XXXVIII on Epiphany, PG36.313A)

So the Lord appointed the marriage of male and female in the blessed family. The institution of Christian family constitutes the cell of life and an incubator for the spiritual and physical health and development of children. Therefore, the manifold support of the institution of the family comprises the obligation of the Church and responsibility of leadership in every country.

In order for a child to be raised in a healthy and natural way, there needs to be a family where man and woman live in harmony as one body, one flesh, and one soul, submitting to one another.

We are certain that all spiritual and ecclesiastical, much like the vigilant shepherds of old, but also the leaders of our world, know and accept this divine truth and reality, which we once again proclaim from the Ecumenical Patriarchate during this Christmas period. We must all encourage the creation and function of natural families, which can produce citizens that are spiritually healthy and joyful, filled with sentiments of security, based on the feeling of safety provided by a strong and protective father as well as a nurturing and loving mother. We need families where God might find rest. We invite and urge the entire plenitude of our holy Orthodox Church to live in a manner that is worthy of their calling and do everything that is possible to support the institution of marriage.

Brothers and sisters, “the night is far gone; the day is at hand.” (Rom. 6.12) The shepherds are already headed toward Bethlehem in order to proclaim the miracle. They are inviting us to follow them “like other star-gazing wise men filled with joy” (From the Christmas Troparion of the 4th Ode), bringing “worthy gifts” “such as fine gold to the King of ages, incense to the God of all, and myrrh to the immortal that lay dead for three days.” (Anatolios, Vesperal Hymn at Christmas) That is to say, the gifts of love and our faith, which test us as Christians, especially as Orthodox Christians, in the ethos and tradition of the family, the Fathers, and the Church, which has always practiced the Orthodox way through the centuries and to this day holds together our blessed society, whose cell for sacred life and growth is the family.

Beloved brothers and sisters, children in Christ,
2013 years have passed since the birth of Christ in the flesh
2013 years have passed and, like then, Christ continues to be persecuted in the person of the weak by Herod and all kinds of contemporary Herods
2013 years have passed and Jesus is persecuted in the person of Christians in Syria and elsewhere
2013 years have passed and Christ still flees like a refuge not only in Egypt, but also in the Lebanon, Europe, America and elsewhere, seeking security in an insecure world
2013 years have passed and the child Jesus remains imprisoned with the two hierarchs in Syria, Paul (Yazigi) and Youhanna (Ibrahim), as well as the Orthodox nuns and many other known and unknown Christians
2013 years have passed and Christ is crucified with those who are tortured and killed in order not to betray their faith in Him
2013 years have passed and Jesus is daily put to death in the person of thousands of embryos, whose parents prevent from being born
2013 years have passed and Christ is mocked and ridiculed in the person of unfortunate children, who experience the crisis of the family, destitution and poverty.

It is this human pain, sorrow and affliction that our Lord came and once more comes to assume during this Christmas season. After all, He said: “As you have done to one of these, the least of my brothers and sisters,” you have done to me.” (Matt. 25.40-41) It is for these that He was born of a Virgin, for these that He became human, for these that He suffered, was crucified and arose from the dead. That is to say: for all of us. Thus, let each of us lift up our personal cross in order to find grace and mercy when we seek His assistance. Then, the born Emmanuel, our Savior and Lord, will “be with us.” Amen.

Christmas 2013
+ Bartholomew of Constantinople
Your fervent supplicant before God


ΓΑΛΛΙΚΑ

No de protocole 1109

Message patriarcal
diffusé à l’occasion de Noël
*

† BARTHOLOMAIOS
PAR LA GRÂCE DE DIEU ARCHEVÊQUE DE CONSTANTINOPLE,
NOUVELLE ROME ET PATRIARCHE ŒCUMÉNIQUE,
À TOUT LE PLÉRÔME DE L’ÉGLISE
GRÂCE, MISÉRICORDE ET PAIX DU CHRIST SAUVEUR NÉ À BETHLÉEM
* * *

Frères et Enfants bien-aimés dans le Seigneur,
« Un enfant nous est né, un fils nous a été donné » ! (Es 9, 5.)
Enthousiaste et joyeux, de nombreux siècles à l’avance, le Prophète nous annonce de façon prémonitoire la Naissance de l’Enfant Jésus, enfanté par Marie toujours-Vierge. Certes, du temps du recensement décrété par César Auguste, il n’y avait pas de place dans l’hôtellerie pour héberger la sainte Vierge enceinte par l’œuvre de l’Esprit Saint. C’est pourquoi, saint Joseph, son fiancé et protecteur, est contraint à la conduire dans une grotte, à la crèche, pour « mettre au monde l’Enfant ».

Le ciel et la terre l’accueillent en exprimant leur action de grâce au Créateur : « Les Anges, leur chant ; le Ciel, une étoile ; les Mages, leurs cadeaux ; les Bergers, l’émerveillement ; la terre, une grotte ; les Prés, une crèche ; et nous-mêmes une Mère vierge ». Les bergers montent la garde auprès de « leur troupeau pendant la nuit » et, contemplant le Mystère des anges, chantent des louanges (Vêpres de Noël).

Une fois de plus, la douceur de la sainte Nuit de Noël comble le monde. Et au milieu des labeurs et des souffrances, de la crise et des crises, des passions et des hostilités, des inquiétudes et des déceptions, se produit, réel et actuel plus que jamais, le mystère de l’Incarnation du Verbe de Dieu, descendu « comme la pluie sur un pré fauché » dans le sein de Marie toujours-Vierge, pour que paraissent justice et abondance de paix (cf. Ps 71, 6-7).

Dans le silence et la paix de la Nuit de Noël, Jésus Christ, sans commencement, éternel, invisible, incompréhensible, immatériel, celui qui est toujours, qui est aussi, entre dans le drame de l’histoire, porteur de notre chair, discret, pauvre, inconnu. Il entre, en même temps, comme «l’Admirable, le Conseiller, le Dieu fort, le Puissant, le Père à jamais, le Prince de la paix » (Es 9, 6-7).

Oui, il vient comme un homme né d’une Mère Vierge et il abolit l’emprise de l’iniquité. Par sa Grâce et sa Miséricorde, il fournit une issue aux dilemmes de la vie. Il donne à l’aventure humaine, une fin, une valeur, une substance, un ethos exemplaire et un modèle.

Le Seigneur a assumé toute la nature humaine et l’a sanctifiée. Le Dieu éternel a daigné devenir embryon pour nous et être porté dans le sein de la Théotokos. De la sorte, il a aussi honoré la vie humaine dès ses prémices. Il a enseigné le respect dû à l’être humain dès le début de la gestation. Le Créateur de l’univers a condescendu à naître comme Nourrisson et être allaité par la Vierge. De la sorte, il a honoré la virginité et la maternité spirituelle et naturelle. C’est pourquoi saint Grégoire le Théologien exhorte : « femmes, pratiquez la virginité, si vous voulez être mères du Christ » (Discours 38, Pour la Théophanie, PG 36, 313A, SC 358).

Et le Seigneur a établi l’homme et la femme comme conjoints dans la famille bénie. Cette institution de la famille chrétienne constitue la cellule de la vie et la couveuse du développement sain psychique et corporel des enfants. Dès lors, tant l’Église que les dirigeants de chaque nation ont l’obligation et le devoir de renforcer de diverses manières l’institution de la famille.

Le développement sain et normal d’un enfant requiert une famille où l’homme et la femme vivent harmonieusement, comme un seul corps, une chair, une âme, se soumettant l’un à l’autre.

Nous sommes certains que les dirigeants spirituels et ecclésiastiques, à l’instar des bergers vigilants, mais aussi les décideurs des affaires du monde connaissent et acceptent cette réalité et cette vérité divine, qu’à l’occasion de Noël nous proclamons cette année aussi de la part de notre Patriarcat œcuménique. Nous devons tous encourager la création et le fonctionnement des familles normales pour procréer des citoyens psychiquement sains et heureux, se sentant en pleine sécurité, soutenus par le sentiment d’être protégés et défendus par la force du père, l’affection et l’amour de la mère. Des familles dans lesquelles Dieu se reposera. Nous invitons et exhortons le plérôme de notre sainte Église orthodoxe, œuvrant de façon digne de l’appel reçu, à faire tout ce qui est possible pour soutenir l’institution de la famille.

Frères et enfants bien-aimés, « la nuit est avancée, le jour est tout proche » (Rm 13, 12). Déjà, les bergers cheminent vers Bethléem proclamant le prodige et nous invitent à les suivre, à l’instar des « mages observateurs des étoiles remplis de joie (tropaire 4 de l’ode des Matines de Noël). Ils Lui présentent des dons très précieux : « comme au Roi des siècles, de l’or, de l’encens, comme au Dieu de l’univers, et de la myrrhe à l’Immortel » (Vêpres de Noël, Apostiches). C’est-à-dire les dons de l’amour, de notre foi et de notre probation en tant que chrétiens, notamment chrétiens orthodoxes, dans l’ethos et la tradition familiale, patristique, ecclésiastique, qui agit toujours avec justesse à travers les siècles et qui, jusqu’à nos jours, assure la cohésion de notre société bénie, dont une cellule de la vie et du développement selon Dieu est, répétons-le, la famille.
Frères et enfants,

2013 ans depuis la Naissance dans la chair du Christ ;
2013 ans que le Christ, comme en ce temps-là, ne cesse d’être persécuté par Hérode dans la personne des faibles, les Hérode contemporains de toute sorte ;
2013 ans que Christ part, réfugié avec les réfugiés, non pas en Égypte, mais au Liban, en Europe, en Amérique et ailleurs pour trouver la sécurité dans l’insécurité du monde ;
2013 ans que l’Enfant Jésus est encore prisonnier avec les deux hiérarques de Syrie, Paul et Jean, avec les moniales orthodoxes et plusieurs autres chrétiens, anonymes et connus ;
2013 ans que Christ est crucifié avec ceux qui sont torturés et assassinés pour ne pas renier leur foi ;
2013 ans que Jésus est quotidiennement tué en la personne d’embryons que leurs parents ne laissent pas naître ;
2013 ans que Christ est victime de moqueries et d’injures dans la personne des enfants malheureux vivant dans la crise de la famille, de la misère et du dénuement.

Le Seigneur est venu, il vient ce Noël encore, assumer la douleur, l’affliction et les souffrances des êtres humains, Lui qui a dit : « [...] toutes les fois que vous avez fait ces choses à l’un de ces plus petits de mes frères, c’est à moi que vous les avez faites » (Mt 25, 40). C’est pour eux qu’il est né de la Vierge, c’est pour eux qu’il est devenu homme, c’est pour eux qu’il a souffert la passion, a été crucifié et est ressuscité. C’est-à-dire, pour nous tous. Prenons donc chacun sa croix « afin que nous obtenions miséricorde et que nous trouvions grâce, pour un secours opportun » (He 4, 16) pour que « Dieu soit avec nous », Emmanuel, Sauveur et Seigneur. Amen.

Noël 2013

† Bartholomaios de Constantinople
fervent intercesseur de vous tous en Dieu


ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΚΑ

Prot. No. 1109


Encíclica Partiarcal
para o Natal

BARTOLOMEU
pela Misericórdia de Deus, Arcebispo de Constantinopla – Nova Roma e Patriarca Ecumênico
a toda a plenitude da Igreja,
Graça, Misericórdia e Paz
do Salvador Cristo nascido em Belém


*  *  *

Irmãos e filhos amados no Senhor,


“Uma criança nasceu para nós, um filho nos foi dado”!
(Is. 9:5)

Com entusiasmo e gozosamente, o Profeta informoum, de maneira preditiva, muitos séculos antes o nascimento do Menino Jesus, do ventre da Sempre-Virgem Maria. Certamente, não havia, então, durante o período de ressenciamento sob César Augusto, nenhum lugar de hospedagem para abrigar a Virgem que, pelo Espírito Santo, gestava, e, dessa maneira, seu noivo e guardião, São José, teve de conduzi-la a uma gruta, à manjedoura de animais, “para que ela desse à luz o Menino”.

O céu e a terra o recebem, oferecendo gestos de gratidão ao Criador, como oferecem “os Anjos, os hinos; o céu, a estrela; os Magos, os presentes; a terra, a gruta; o deserto, a manjedoura, e nós, por nossa vez, a Mãe Virgem”. Os pastores apascentam “seu rebanho” e guardam “as sentinelas da noite”, e os Anjos, contemplando em êstase o Mistério, entoam hinos (Vésperas da Festa de Natal).

A doçura da Santa Noite de Natal envolve novamente o mundo todo. E, em meio às fadigas e dores humanas da crise e das crises, das paixões e das inimizades, das intranquilidades e das decepções, projeta-se, como nunca antes, verdadeiro e atual, o Mistério da encarnação do Deus Verbo, que desceu tal qual a chuva sobre o tosão , ao Ventre da Sempre-Virgem, para que dissemine a justiça e a pletora de paz (Sal.72,7).

Sob o silêncio e a paz da Noite Santa do Natal, Jesus Cristo, o sem-princípio, o invisível, o inapreensível, o imaterial, o que sempre é, o que é tal qual é, advém corporalmente, insignificante, simples, pobre e desconhecido, ao drama da história humana. Advém, ao mesmo tempo, como o “anjo do grande conselho, conselheiro admirável, (…) poderoso, senhor da paz, pai do século futuro” (Is. 9,6).

Se vem como homem, de uma Mãe Virgem, e assim desata o laço da iniquidade e dá, com sua Graça e com sua Misericórdia, a saída para as dúvidas da vida, a determinação, o valor, o conteúdo, o caráter distintivo e exemplar, o modelo para a aventura humana.

O Senhor tomou toda a natureza humana e a santificou. Deus eterno aceitou fazer-se, por nós, um embrião, e ser fecundado no útero da Theotókos. Dessa maneira, honrou a vida humana desde sua fase mais prematura e ensinou o respeito ao ser humano desde o princípio mesmo de sua vida. Tendo criado todas as coisas, condescendeu nascer criancinha e ser amamentado pela Virgem. Dessa forma, honrou a virgindade e a maternidade, espiritual e física. Por isso, São Gregório, o Teológo, exorta: “mulheres, sêde virgens, para que sejais mães de Cristo” (Discurso 58, Sobre a Epifania, PG 36,313 A).

Instituiu o Senhor a convivência conjugal do homem e da mulher, na abençoada família. Essa instituição da família cristã é a célula da vida e a incubadora do desenvolvimento saudável dos filhos de corpo e alma. Portanto, é dever da Igreja e obrigação da liderança de cada povo o fortalecimento de várias maneiras da instituição da família.

Para que um menino se desenvolva saudável e normalmente, é necessária uma família na qual o homem e a mulher vivam harmoniosamente, como um só corpo, uma só carne, uma só alma, subjugando-se um ao outro.

Estamos seguros de que todos os líderes espirituais e eclesiásticos, como outros pastores apascentadores, bem como as lideranças do mundo, conhecem e aceitam essa divina verdade e realidade, a qual proclamamos no Patriarcado Ecumênico também neste Natal. Todos devemos encorajar a criação e o funcionamento de famílias normais, para que reproduzam cidadãos felizes e saudáveis de alma, cheios de sentimentos de segurança, baseados na percepção do resguardo de um pai forte e protetor e de uma mãe afetuosa e amorosa. Enfim, famílias nas quais Deus repousará. Convidamos e exortamos toda a plenitude da nossa Santa Igreja Ortodoxa a fazer todo o possível para sustentar a instituição da família, vivendo dignamente sua própria vocação.

Irmãos, “a noite está muito avançada e se aproxima o dia” (Rom.13,12). Os pastores já se dirigem para Belém, proclamando o milagre, e nos convidam a segui-los, como outros “magos observadores de estrelas cheios de alegria” (Tropário da IV Ode das Matinas da Festa de Natal), oferecendo-Lhe “presentes preciosos”: “ouro verificado, como Rei dos Séculos; Incenso, como Deus de todos, e Mirra, como o eterno ressucitado dentre os mortos aos terceiro dia” (Anatolio, Stichirion idiomélon das Vésperas da Festa de Natal). O seja, são os presentes de nosso amor e de nossa fé, e de nossos teste como Cristãos e, especialmente, como Ortodoxos, no espírito e na tradição familiar, patrística, eclesiástica, que sempre atua retamente através dos séculos, e que congrega até hoje nossa abençoada sociedade, cuja célula de vida e incremento, de acordo com Deus, é, reafirmamos, a família.

Irmãos e filhos,

2013 anos se passaram desde o nascimento segundo a carne de Cristo;
2013 anos, e Cristo, como então, não para de ser persequido no rosto dos débeis Herodes e pelos reinantes Herodes que hoje tomam diferentes formas;
2013 anos, e Cristo é perseguido nas pessoas doas cristãos da Síria, mas no somente lá;
2013 anos, e Cristo se vai, como refugiado, com eles, agora não no Egito, mas no Líbano, na Europa, na América e em outras partes por segurança em meio a insegurança do mundo;
2013 anos, e o Menino Jesus está, contudo, prisioneiro com os hierarcas da Síria, Paulo e João, com as monjas ortodoxas e com outros cristãos conhecidos e desconhecidos;
2013 anos, e Cristo é crucificado novamente com todos aqueles que são torturados e massacrados para trairem a sua fé Nele;
2013 anos, e Cristo é assassinado todos os dias nas pessoas de milhares de embriões, cujos pais não desejam que vejam a luz;
2013 anos, e Cristo é burlado e escarnecio no rosto de todas as crianças infelizes que vivem sob circunstâncias das crises familiares, da carência e da pobreza.

A dor, o sofrimento e os padecimentos dos homens vieram e vem neste Natal a assumir o Senhor que diz: “tudo que fizestes a um desses, o menor dos meus irmãos, é a mim que fizestes” (Mt. 25,40-41). Por esses Ele veio da Virgem; por esses esses se fez homem; por esses sofreu, foi crucificado, ressuascitou: isto é: por todos nós! Tomemos, pois, cada um de nós, sua cruz pessoal, para encontrarmos graça e misericórdia como oportuno auxílio, a fim de que “Deus esteja conosco”, o Emmanuel nascido, o Salvador e Soberano. Amém.

Natal de 2013
+ B(artolomeu) de Constantinopla
Vosso fervoroso suplicante diante de Deus


ΙΣΠΑΝΙΚΑ


Prot. No. 1109

ENCICLICA PATRIARCAL
PARA LA NAVIDAD


+ BARTOLOME
por la misericordia de Dios Arzobispo de Constantinpla-Nueva Roma y Patriarca Ecuménico
a toda la plenitud de la Iglesia:
Gracia, Misericordia y Paz
del Salvador Cristo nacido en Belén

*  *  *

Hermanos e hijos amados en el Señor,

“Un niño ha nacido para nosotros, un hijo, y se nos ha dado!”
(Is. 9:5)

Con entusiasmo y gozosamente el Profeta nos informa de manera predictiva desde muchos siglos atrás el nacimiento del Niño Jesús de la siempre-virgen María. Ciertamente, no había entonces, período de inscripción en tiempos de Cesar Augusto, lugar en hospedaje alguno para el alojamiento de la Virgen fecundada a través del Espíritu Santo y, de esta manera, su prometido y protector San José fue obligado a conducirla a una cueva, al pesebre de los animales “para dar a luz al Niño”.

El cielo y la tierra lo reciben ofreciendo agradecimientos al Creador: “los ángeles la alabanza; el cielo la estrella; los magos los obsequios; los pastores el milagro; la tierra la cueva; el desierto el pesebre; nosotros, pues, la madre virgen”. Los pastores pastorean “sobre su rebaño” y guardan “las guardias de la noche”, mientras los ángeles contemplando extáticos alaban el Misterio. (Vísperas de la Fiesta de las Navidades)

La dulzura de la noche santa de las Navidades envuelve a todo el mundo. Y en medio de las tristezas y dolores humanos, de la crisis y de las crisis, de las pasiones y de las enemistades, de las intranquilidades y de las decepciones, se proyecta como nunca verdadero y actual el misterio de la encarnación del Dios Verbo, quien descendió como “precipitación sobre vellón” (Sal. 72, 7).

Bajo el silencio y la paz de la santa noche de las Navidades, Jesucristo, el-sin-principio, el Invisible, el Inaprehensible, el Incorpóreo, el-que-siempre-es, el-que-es-tal-como-es, adviene en el drama de la historia humana asumiendo carne, de modo insignificante, simple, pobre, desconocido. Adviene al mismo tiempo como el “ángel del gran consejo, consejero admirable, (…) poderoso, señor de la paz, padre del siglo venidero.” (Is. 9:6).

Sí, viene como hombre de una Madre Virgen, y así desata el lazo de la iniquidad y da, con su Gracia y con su Misericordia, la salida a las dudas de la vida, la determinación, y el valor, y el contenido, y el carácter distintivo y ejemplificador, y el modelo a la aventura humana.

El Señor tomó toda la naturaleza humana y la santificó. El Dios eterno aceptó hacerse por nosotros un embrión y ser fecundado en el útero de la Theotokos. De esta manera honró a la vida humana desde su fase más prematura y enseñó el respeto al hombre desde el principio mismo de su vida. El que creó todas las cosas se condescendió a nacer como un niño y a ser alimentado con la leche de la Virgen. De esta manera honró la virginidad y la maternidad espiritual y física. Por ello San Gregorio el Teólogo exhorta: “mujeres sed vírgenes, a fin de que seais madres de Cristo” (Discurso 58, En la Teofanía, PG 36, 313A).

E instituyó el Señor la convivencia conyugal del hombre y de la mujer en la santa familia. Esta institución de la familia cristiana es la célula de la vida y la incubadora del desarrollo saludable de los hijos en cuerpo y alma. Por lo tanto, es deber de la Iglesia, como así también obligación del liderazgo de cada pueblo, el fortalecimiento de la institución de la familia a través de diferentes medios.

Para que se desarrolle un niño saludable y normalmente es necesaria una familia en la cual el hombre y la mujer vivan armoniosamente, como un solo cuerpo, una sola carne, una sola alma, subyugándose el uno hacia el otro.

Estamos seguros de que todos los líderes espirituales y eclesiásticos, como pastores que pastorean, como así también los que lideran las cosas del mundo, conocen y aceptan esta divina verdad y realidad, que proclamamos desde el Patriarcado Ecuménico también en esta presente Navidad. Todos debemos estimular la creación y el funcionamiento de familias normales para que reproduzcan ciudadanos felices y saludables anímicamente, llenos de sentimientos de seguridad, basados en la percepción del resguardo de un padre fuerte y protector y de una madre afectuosa y amorosa, en fin, familias en las cuales ha de descansar Dios. Invitamos y exhortamos a toda la plenitud de nuestra Santa Iglesia Ortodoxa a que, viviendo dignamente la vocación a la cual ha sido llamado, haga todo lo posible para el sostén de la institución de la familia.

Hermanos, “la noche está muy avanzada y se acerca el día” (Rom. 13:12). Ya los pastores se dirigen hacia Belén proclamando el milagro y nos invitan a que los sigamos, como otros “magos observadores de estrellas llenos de alegría” (Troparion de la IV Oda del Matutino de la Fiesta de las Navidades), ofreciéndole a Él “regalos honorables”: “oro probado, como Rey de los siglos, e incienso como Dios de todos y mirra como el eterno resucitado de entre los muertos a los tres días” (Anatolio, Stichirón idiómelon de las Vísperas de la Fiesta de las Navidades). Es decir, los presentes de nuestro amor y de nuestra fe, y de nuestras pruebas como cristianos y, especialmente, como ortodoxos, en el espíritu y la tradición, familiar, patrística, eclesiástica, que siempre actúa rectamente a través de los siglos, y que continúa hasta hoy nuestra bendita sociedad, de la cual célula y vida e incremento de acuerdo a Dios es, refrendamos, la familia.

Hermanos e hijos,

2013 años se cumplieron desde el nacimiento según la carne de Cristo;
2013 años y Cristo, como entonces, no cesa de ser perseguido en el rostro de los débiles por Herodes y por los reinantes Herodes que hoy toman diferentes formas;
2013 años y Cristo es perseguido en las personas de los cristianos de Siria, y no solamente;
2013 años y Cristo se va, como refugiado con ellos, ahora no a Egipto, sinó al Líbano, a Europa, a América y a otras partes por seguridad en la inseguridad del mundo;
2013 años y el Niño Jesús está todavía prisionero con los dos jerarcas de Siria, Pablo y Juan, con las monjas ortodoxas y con otros cristianos conocidos y desconocidos;
2013 años y Cristo es cruficicado nuevamente con todos aquellos que son torturados y masacrados por no traicionar su fe en Aquel;
2013 años y Cristo es asesinado todos los días en las personas de miles de embriones, cuyos padres no dejan nacer;
2013 años y Cristo es burlado y escarnecido en el rostro de todos los niños infelices que viven bajo las circunstancias de las crisis familiares, de la carencia y de la pobreza.

El dolor, el sufrimiento y los padecimientos de los hombres vino -y viene- en estas Navidades a asumir el Señor, quien dice “ya que lo hicisteis a uno de estos de mis hermanos menores, a mí me lo hicisteis” (Mt. 25: 40-41). Por ellos vino de la Virgen; por ellos se hizo hombre; por ellos sufrió, fue crucificado, resucitó: es decir, por todos nosotros! Tomemos, pues, cada uno de nosotros, su cruz personal a fin de que encontremos gracia y misericordia como oportuno auxilio; a fin de que “esté Dios con nosotros”, el Emanuel nacido, el Salvador y Soberano. Amén.

Navidad de 2013
+ B(artolomé) de Constantinopla
Vuestro ferviente suplicante ante Dios

Πατριάρχης Αλεξανδρείας για τα Χριστούγεννα 2013: "εξεδήμησε εκ των ουρανών και επεδήμησε επί της γης"


Αριθμ. Πρωτ. 181/2013 
Θ Ε Ο Δ Ω Ρ Ο Σ   Β΄
ΕΛΕΩι ΘΕΟΥ ΠΑΠΑΣ ΚΑΙ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ
 
ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ, ΠΑΣΗΣ ΓΗΣ ΑΙΓΥΠΤΟΥ ΚΑΙ ΠΑΣΗΣ ΑΦΡΙΚΗΣ
 
ΠΑΝΤΙ Τ
ΠΛΗΡΩΜΑΤΙ 
ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟΥ ΚΑΙ ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΟΥ ΘΡΟΝΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ
ΧΑΡΙΣ ΚΑΙ ΕΛΕΟΣ ΚΑΙ ΕΙΡΗΝΗ
 
ΠΑΡΑ ΤΟΥ ΕΝ ΒΗΘΛΕΕΜ ΓΕΝΝΗΘΕΝΤΟΣ
 
ΚΥΡΙΟΥ ΚΑΙ ΘΕΟΥ ΚΑΙ ΣΩΤΗΡΟΣ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

"Μετεποίησας την πτωχείαν μου τη συγκαταβάσει σου, σαυτόν εταπείνωσας και το γένος μου ύψωσας."

          Αγαπητοί μου αδελφοί,
     Δύο χιλιετίες πριν ο Υιός και Λόγος του Θεού βγήκε από τον εαυτό Του, παραμένοντας ο εαυτός Του, προκειμένου να προσλάβει και θεραπευτικώς να μεταμορφώσει τον πλάνητα και ασθενή Αδάμ. Άφησε την μακαριότητα της εσωτερικής τριαδικής κοινωνίας, εξεδήμησε εκ των ουρανών και επεδήμησε επί της γης για να αποκαταστήσει την ενότητα του γένους των ανθρώπων με τον Θεό.
       Ο Θεός δεν αρκέστηκε στο να πει και να γίνει, αλλά ταπεινώθηκε και έγινε ο Ίδιος άνθρωπος για να μορφώσει έναν καινούργιο τρόπο ζωής. Λυδία λίθος πάνω στην οποία δοκιμάζεται η γνησιότητα της κατά Χριστόν ζωής δεν είναι άλλη από την αγάπη, η οποία χωρεί και συγχωρεί τους πάντες και τα πάντα και φθάνει μέχρι της θυσίας του Σταυρού. Η αγάπη αυτή δεν νοείται ως απροσδιόριστη συναισθηματική έκφραση, ούτε καν ως συμβατική δοχή και ξενία συγγενών και φίλων. Νοείται κυρίως ως πρόσληψη και μεταμόρφωση του άλλου και αγνώστου, στα πρότυπα της πρόσληψης και μεταμόρφωσης του ανθρώπου από τον Ιησού Χριστό.
     Και αν ο Μονογενής Υιός του Θεού μετοίκησε από αγάπη για να νοηματοδοτήσει την ύπαρξή μας, σήμερα χιλιάδες αφρικανοί αδελφοί μας, πιεσμένοι από ανάγκη ανελεύθερη, αναγκάζονται να αλλάξουν τον τόπο και τον τρόπο. Πιεσμένοι από τα πράγματα παίρνουν τον δρόμο της προσφυγιάς και της μετανάστευσης με μόνη αποσκευή την ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο. Κάποιοι δεν κατορθώνουν να φθάσουν στη γη της επαγγελίας και χάνονται απάτριδες. Αλλά και εκείνοι που καταφέρνουν να εισέλθουν στη γη της προσμονής, συχνά γνωρίζουν την απαξία, την απόρριψη, την επιτίμηση, την εκμετάλλευση.  
          Αγαπητοί μου αδελφοί,
      Γνωρίζω καλά ότι το φαινόμενο της μετανάστευσης έχει πάρει το χαρακτήρα πλημμυρίδας, η έκταση της οποίας φοβίζει τις κοινωνίες υποδοχής. Είναι καιρός οι κοινωνίες αυτές να αλλάξουν στάση και να κατανοήσουν ότι η ανθρώπινη δυστυχία αργά ή γρήγορα θα σπάσει τα όποια τείχη υψώνονται για να αποτρέψουν τον απελπισμένο μετανάστη. Είναι καιρός να γίνει αντιληπτό ότι μόνο αν αντιμετωπιστούν τα προβλήματα των κοινωνιών που τροφοδοτούν την μετανάστευση, τότε θα αναστραφεί το ρεύμα των μεταναστών.
     Μέχρι τότε όμως και ιδιαίτερα τούτο το βράδυ της Γεννήσεως του Θεανθρώπου, ας μη λησμονούμε τα λόγια του ποιητή:
Την πόρτα ανοίγω το βράδυ, 
τη λάμπα κρατώ ψηλά,
 
να δούνε της γης οι θλιμμένοι,
 
να ’ρθούνε, να βρουν συντροφιά...
θα ’ρθει συντροφιά κι ο Χριστός.


Χρόνια Πολλά!

†Ο Πάπας καί Πατριάρχης Αλεξανδρείας και πάσης Αφρικής
Θ Ε Ο Δ Ω Ρ Ο Σ   Β΄

Κατερίνας Δεμέτη: ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΣΤΗ ΖΑΚΥΝΘΙΝΗ ΤΕΧΝΗ



Διάλεξη στο Κέντρο Λόγου Μπανάτου «Αληθώς» / Κυριακή, 15 Δεκεμβρίου 2013

Σεβασμιότατοι, Πρωτοπρεσβύτερε π. Παναγιώτη, Άγιοι Πατέρες, Αγαπητοί Φίλοι,
Θα ήμουν ιδιαίτερα χαρούμενη, εάν η τρίτη συνεχόμενη ομιλία μου στο Κέντρο Λόγου και Τέχνης Μπανάτου ΑΛΗΘΩΣ, ακολουθούσε μία πορεία αναστατική, που την χάραξε η πρώτη, με θέμα το «Θείο Πάθος στη διαχρονία της Ζακυνθινής Τέχνης», τη συνέχισε η δεύτερη, με θέμα τη «Συμβολή των Ζακυνθινών Εικαστικών στο Έπος του Σαράντα» και ολοκληρωνόταν απόψε με την παρουσίαση έργων τέχνης που παρουσιάζουν τη Γέννηση του Θεανθρώπου, από τη δική μας καλλιτεχνική παραγωγή.
Τι πιο ταιριαστό, άλλωστε, με το πνεύμα των ημερών!
Δυστυχώς όμως, η αποψινή, τρίτη ομιλία, παρόλο που σαν ιδέα ξεκίνησε με αυτή τη διάθεση, η πορεία της, μού αποκάλυψε πόσο επίκαιρη στάθηκε η δεύτερη, όταν σας μιλούσα για τη «νέα κατοχή» και πόσο καίρια ήταν η παρατήρηση στην πρώτη, για τα μουσεία μας, που η νεώτερη γενιά λησμόνησε πώς φτιάχτηκαν κι επιτρέπει τους επισκέπτες τους, σήμερα, λόγω λειτουργικών προβλημάτων, να βρίσκουν την πόρτα τους, ΚΛΕΙΣΤΗ. Αντίθετα δεν ενοχλείται καθόλου από την κατάληψη δημόσιων χώρων με παγοδρόμια και κάθε λογής παιχνίδια-σύμβολα μιας κακώς εννοούμενης αναπτυγμένης κοινωνίας, που έχει αφήσει την πνευματικότητα και προσπαθεί να ρίξει μαύρο σε κάθε έκφανση της πολιτιστικής μας έκφρασης.
Γι’ αυτό επιτρέψτε μου απόψε, να κάνω μαζί σας ένα εικαστικό ταξίδι σε αυτόν τον ξεχασμένο κόσμο, που γαλούχησε ιδέες κι έθρεψε Ποιητές, Ζωγράφους, Λογοτέχνες, και να σας επιστήσω την προσοχή στο μικρό μέγεθος, που μπορεί από μόνο του, χωρίς ιδιαίτερους βερμπαλισμούς, να δώσει τις σωστές αναλογίες, ώστε η βίωση το πνεύματος των Χριστουγέννων να ξεκινήσει από τον μικρό ναό της Παναγούλας Μπανάτου.
Η περιήγησή μας θα περάσει από διαφορετικές μορφές της θρησκευτικής τέχνης: την αργυροτεχνία - αργυρογλυπτική, την ξυλογλυπτική, την τοιχογραφία και τη ζωγραφική, που όλες εξυπηρετούν τον ίδιο σκοπό, να ιστορήσουν δηλαδή μέσα από την εικαστική τους γλώσσα το μεγάλο γεγονός της Γέννησης του Θεανθρώπου.
Πρώτος μας σταθμός θα είναι η τέχνη της εκκλησιαστικής αργυροχοΐας και τα έργα δύο μεγάλων μαστόρων του ασημιού: του Αθανασίου Τζημούρη και του Διαμάντη Μπάφα.

Στη διαφάνεια βλέπετε την πίσω όψη τριών σταχώσεων Ευαγγελίων του μεγάλου Καλαρρυτινού αργυρογλύπτη Αθανασίου Τζημούρη, διάσημου αρχιτεχνίτη του  Αλή Πασά, που βρέθηκε πρόσφυγας στη Ζάκυνθο, και δούλεψε από το 1821 έως το θάνατό του το 1823. 
            Το πρώτο Ευαγγέλιο είναι από τον Άγιο Διονύσιο. Έχει διαστ. 38Χ24 εκ., εκδόθηκε στη Βενετία στο τυπογραφείο του Νικολάου Γλυκύ, και το κάλυμμα φιλοτεχνήθηκε από τον Αθανάσιο Ν. Τζημούρη στα Ιωάννινα, το 1818. Το τρίτο Ευαγγέλιο στη διαφάνεια, προέρχεται από την εκκλησία της Αγίας Μαύρας Μαχαιράδου. Το μεσαίο, προέρχεται από την Μονή του Αγ. Βησαρίωνος και έχει διαστ. 38Χ27 εκ.. Και τα τρία ανήκουν στον τύπο Δ των έντεκα σταχώσεων του Τζημούρη, ο οποίος περιλαμβάνει τα Ευαγγέλια: Μονής Πλατυτέρας, Παναγίας των Ξένων, Αγίου Διονυσίου, Αγίας Μαύρας, Ιωαννίνων,  Άρτας, Άνω Σουδενών και Αγίου Βησαρίωνος.

Στην πίσω όψη των σταχώσεων αυτών εικονίζεται σαν κεντρικό θέμα η Σταύρωση. Αριστερά, από πάνω προς τα κάτω ο Δαυίδ, ο Μυστικός Δείπνος, η Γέννηση και ο Δανιήλ και δεξιά ο Σολομών, η Βαϊοφόρος, η Βάπτιση και ο Ιερεμίας. Στη μέση επάνω, ο Ων και κάτω η Ταφή. Οι εικονογραφικές συνθέσεις είναι κλεισμένες μέσα σε περίτεχνα δαντελωτά πλαίσια, στολισμένα με ανθέμια, αχιβάδες και κιονίσκους, με κληματίδες πλεγμένες στους κορμούς, στοιχεία που μαρτυρούν έντονη την επίδραση της Δύσης.

Για τη Γέννηση, που μας ενδιαφέρει, η Παναγία και ο Ιωσήφ εικονίζονται γονατιστοί κατά τα δυτικά πρότυπα. Ο τύπος του Ευαγγελίου που δημιούργησε ο Τζημούρης, στάθηκε το πρότυπο για πολλούς άλλους καλλιτέχνες. Ένα παράδειγμα είναι και το ευαγγελιοκάλυμμα που βρίσκεται στην Παναγία την Κεριώτισσα, το οποίο αντιγράφει πιστά το πρωτότυπο, αλλά δε φτάνει με τίποτα την τεχνική του έργου του Τζημούρη.

Ο άλλος μεγάλος αργυρογλύπτης είναι ο επίσης Καλαρρυτινός Διαμάντης Μπάφας. Το Ευαγγέλιο που βλέπετε στη διαφάνεια είναι και αυτό στο Εκκλησιαστικό Μουσείο και προέρχεται από τον Άγιο Διονύσιο. Τυπώθηκε το 1764 στη Βενετία από τον Νικόλαο Σάρο και οι δύο όψεις του, από σφυρήλατο, φουσκωτό, σκαλιστό και επιχρυσωμένο ασήμι, καλύπτονται ολόκληρες από δεκαπέντε ορθογώνιες παραστάσεις σε μικρή κλίμακα, τις  οποίες έχει φιλοτεχνήσει ο Μπάφας.
Στην κύρια όψη, στο μέσον, παριστάνεται η Ανάσταση, στα γωνιακά διάχωρα εικονίζονται τέσσερις Προφήτες και κάτω, στο μέσον, ένθρονος ο Άγιος Διονύσιος. Στο υποπόδιο του θρόνου είναι χαραγμένη η υπογραφή του καλλιτέχνη: χειρ Διαμάντη Μπάφα και δεξιά στο διπλανό διάχωρο κάτω αριστερά, η χρονολογία: 1812.
Όπως γράφει η αείμνηστη Πόπη Ζώρα στην περίφημη μελέτη της: Δύο μεγάλοι μαστόροι του ασημιού, Αθανάσιος Τζημούρης – Γεώργιος Διαμάντης Μπάφας, έκδ. Εθνικός Οργανισμός Ελληνικής Χειροτεχνίας, 1972, «Το Ευαγγέλιο του Αγ. Διονυσίου ακολουθεί μια ιδιότυπη διάταξη των εικονογραφικών συνθέσεων, που θυμίζει τις πόρτες των εκκλησιών της ιταλικής Αναγεννήσεως. Κάθε φύλλο είναι χωρισμένο σε δέκα πέντε ορθογώνια, που κλείνουν από ένα θέμα». Στο πίσω φύλλο, που μας ενδιαφέρει, παριστάνεται η Σταύρωση, ενώ στις γωνίες απεικονίζονται οι τέσσερις Ευαγγελιστές με τα σύμβολά τους. Τα υπόλοιπα διάχωρα καλύπτονται με σκηνές από τη ζωή και τα θαύματα του Χριστού: ο Ευαγγελισμός, η Γέννηση, η Προσκύνηση, η Φυγή στην Αίγυπτο, Η Μεταμόρφωση, ο Χριστός στο Όρος των ελαιών, ο Χριστός στον Πιλάτο, ο Γολγοθάς, η Μαστίγωση, η Ταφή.

Οι παραστάσεις φέρουν έντονα την επίδραση της δυτικής τέχνης και είναι φανερό ότι τα πρότυπά τους πρέπει να αντλήθηκαν από ιταλικές και φλαμανδικές χαλκογραφίες που κυκλοφορούσαν ευρύτατα εκείνη την εποχή στο νησί, τις οποίες είχε μελετήσει ο αργυρογλύπτης όπως και ο γιος του Γεώργιος, εξίσου μεγάλος καλλιτέχνης, ο οποίος συνήθιζε να υπογράφει με το όνομα του πατέρα του, γεγονός που δημιούργησε μπέρδεμα στη βιβλιογραφία για το σε ποιον αποδίδεται ποιο έργο.
            Όπως γράφει χαρακτηριστικά η Ζώρα: «Το τοπιογραφικό και το αρχιτεκτονικό βάθος που εμφανίζεται με εγκράτεια στο έργο του Τζημούρη, εδώ παίρνει τέτοια ανάπτυξη, ώστε στέκει ισοδύναμο πλάι στο ανθρώπινο στοιχείο. Στη Φυγή, στο Όρος των Ελαιών, στη Βάπτιση, στο Μη μου άπτου και στη Βαϊοφόρο, η περιγραφή της φύσης αγγίζει την ακριβολογία της πιο νατουραλιστικής τοπιογραφίας τόσο, ώστε να αναγνωρίζει κανείς ακόμα και τα είδη των δέντρων, όπως τις φοινικιές στη Βαϊοφόρο και τα κυπαρίσσια ή τις ελιές στο Όρος των Ελαιών. Η ανθρώπινη παρουσία πολλαπλασιάζεται και μερικές φορές γίνεται ανθρώπινη μάζα, όπως στις σκηνές της Ταφής ή της Πεντηκοστής. Μαλακά, παχιά σύννεφα υποδηλώνουν την ατμόσφαιρα στη Μεταμόρφωση, στον Ευαγγελισμό, στην Ανάσταση και στην Ανάληψη, ενώ τα βουνά δίνονται με γλυκές απαλές γραμμές, όπως στη  Γέννηση και στους Εμμαούς. Μέσα σ’ αυτόν τον πολυπρόσωπο και ταραγμένο διάκοσμο, όπου η φύση, τα υφάσματα και τα σώματα συμπλέκονται στις πιο αφηγηματικές και ρεαλιστικές συνθέσεις, η λιτότητα και η αυστηρότητα της παραδόσεως έχουν εξαφανιστεί».
            Οι πολυπρόσωπες συνθέσεις, οι ορμητικές κινήσεις, τα πολύπτυχα φορέματα και η  νατουραλιστική απόδοση της φύσης, είναι μερικές από τις παρατηρήσεις που ανταποκρίνονται πλήρως και στο άλλο είδος τέχνης που θα δούμε απόψε, τη Ζωγραφική, και στο έργο του  Bίκτωρα, που βρίσκεται στην Ιερά Μονή Αγίου Διονυσίου και Στροφάδων.

Πρόκειται για την Προσκύνηση των ποιμένων, έργο του 17ου αι.  διαστ. 47,5Χ 59 εκ., με αυγοτέμπερα, από άγνωστη προέλευση για την οποία ο Ξυγγόπουλος γράφει ότι «ο εξιταλισμός της τέχνης του Βίκτωρος γίνεται πλήρης». «Αν εξαιρέσει κανείς την τεχνική εκτέλεση και την ελληνική υπογραφή ΧΕΙΡ ΒΙCΤΟΡΟC που γράφεται στο κάτω μέρος και η οποία αποτελεί ασφαλές κριτήριο για την ένταξη του έργου στη μεταβυζαντινή ζωγραφική, κανένα άλλο στοιχείο δεν παραπέμπει σε παραδοσιακά μεταβυζαντινά έργα», σημειώνει ο Γιάννης Ρηγόπουλος, στο «Εικόνες της Ζακύνθου και τα πρότυπά τους, τόμος Β΄, έκδ. Ιερά Μητρόπολις Ζακύνθου και Στροφάδων, Αθήνα 2006».
            Η προσκύνηση των Ποιμένων παρουσιάζεται μπροστά από ένα τριμερές αρχιτεκτόνημα με κεντρική αψίδα και ψηλούς δίδυμους κίονες που πατούν σε πεσσούς και παραπέμπει απευθείας σε πίνακες του Jacopo Bassano, σύμφωνα με το μελετητή. Η μορφολογία του αρχιτεκτονήματος που πλαισιώνει την παράσταση είναι καθαρά αναγεννησιακή. Το ιταλικό πρότυπο της εικόνας, όπως σημειώνει ο Ρηγόπουλος, βρίσκεται σε χαλκογραφία του Pietro Del Po, ο οποίος γεννήθηκε το 1610 στο Παλέρμο και πέθανε στη Νεάπολη το 1692 ή -3.
            Στο έργο, του οποίου η κατάσταση διατήρησης της ζωγραφικής επιφάνειας, μας δυσκολεύει αρκετά, βλέπουμε την Παναγία μισοξαπλωμένη να έχει τα δάκτυλα του δεξιού της χεριού σε διάταξη θηλασμού. Το βρέφος όμως, με μια μανιεριστική συστροφή, δεν ανταποκρίνεται στο κάλεσμα αυτό. Γυρίζει το κεφάλι σε αντίθετη κατεύθυνση και σηκώνει το αριστερό του χέρι. Εμπρός δεξιά εικονίζεται ο Ιωσήφ ανακεκλιμένος με πλούσιο ιμάτιο, που διπλώνεται στους μηρούς. Στο αριστερό μέρος  της παράστασης και σε λοξή διάταξη παριστάνονται γονυπετείς οι ποιμένες που προσκυνούν το Χριστό. Πίσω τους ανδρική μορφή όρθια. Ανάμεσα στην Παναγία και στους ποιμένες σχεδιάζονται ακόμη δύο άνδρες. Ο ένας από αυτούς φορεί μαύρο ένδυμα και λευκό πουκάμισο. Είναι γονυπετής και έχει το αριστερό του χέρι στο στήθος. Ο άλλος είναι όρθιος. Έχει μαύρη κόμη και γένι. Πίσω και δεξιά από την Παναγία ζωγραφίζονται τρεις άγγελοι. Ο ένας που βλέπει προς το Χριστό παίζει μουσικό όργανο. Ο δεύτερος σχεδιάζεται από τη ράχη και ο τρίτος βλέπει προς τον παρατηρητή, καλυπτόμενος εν μέρει από το δεύτερο. Στην αριστερή πλευρά, από τον εξώστη, βλέπει προς το Χριστό γεροντική μορφή, που φορεί σκούφο και μπέρτα. Άγγελοι σε τολμηρή στάση και κίνηση πετούν επάνω δεξιά.
            Με διαφορετική τεχνική είναι δουλεμένη και η Bιβλική σκηνή (;), 18ος αι., από το ναό του Αγίου Αντωνίου του Ανδρίτση, που βρίσκεται στο Μουσείο Ζακύνθου (αρ. καταγρ. ΜΖ 198).

Το έργο είναι λάδι σε μουσαμά, και έχει διαστ. 93Χ131,5 εκ. (χωρίς πλαίσιο) και 100,5Χ138,8 εκ. (με πλαίσιο). Όπως σημειώνει η Ζωή Μυλωνά στον Οδηγό του Μουσείου Ζακύνθου, έκδ. Υπουργείο Πολιτισμού-Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων, Αθήνα 1998, στους πρώτους καταλόγους του Μουσείου το έργο είχε καταγραφεί ως Γέννηση και αργότερα ως Προσκύνηση των Ποιμένων.
            Στην παράσταση δεσπόζει η νεαρή γυναικεία μορφή στα δεξιά του πίνακα, με αρχοντικό της εποχής ένδυμα, που αφήνει τον αριστερό της ώμο γυμνό. Κάθεται γυρισμένη προς τα αριστερά και παρακολουθεί τους απεικονιζόμενους στο κέντρο της σύνθεσης δύο γενειοφόρους άνδρες, που βγάζουν από ανοιχτό κιβώτιο  χρυσά και αργυρά αγγεία, πολύτιμα υφάσματα και νομίσματα. Προς τη γυναίκα στρέφεται μια νεαρή τροφός με το δεξί στήθος ακάλυπτο, έτοιμη να θηλάσει το ημίγυμνο και κοιμισμένο βρέφος που έχει στην αγκαλιά, ενώ πίσω της δύο άλλες νεαρές γυναίκες συνομιλούν. Αριστερά απεικονίζονται νεαροί άνδρες που ξεφορτώνουν σακιά και κιβώτια από καμήλες. Στο κέντρο, στο τρίτο επίπεδο, βουκολική σκηνή με ποιμένες που βόσκουν τα πρόβατά τους, ψηλά δέντρα, αριστερά μια σκηνή και στο βάθος βουνά. 
            Από τον ίδιο ναό προέρχεται και το επόμενο έργο από το Μουσείο Ζακύνθου, 18ου αι., που βλέπετε στη διαφάνεια.

Έχει ως θέμα την Προσκύνηση των Μάγων, έχει αρ. καταγρ. ΜΖ 197, διαστ. 100Χ138,5 (χωρίς πλαίσιο) και 107,5Χ145,5 εκ. (με πλαίσιο), και είναι επίσης, λάδι σε μουσαμά.
            Όπως σημειώνει η Ζωή Μυλωνά στον Οδηγό του Μουσείου Ζακύνθου, η Παναγία εικονίζεται καθισμένη στο στυλοβάτη επιβλητικού κτηρίου με το σώμα της συστρεμμένο και το μικρό Χριστό στην αγκαλιά της. Στο κέντρο και δεξιά εικονίζονται οι τρεις μάγοι. Πρώτος, γονατίζει μπροστά στο νεογέννητο Βρέφος, ένας ηλικιωμένος μάγος, με τα χέρια του ανοιχτά και τις παλάμες προς τα έξω. Γονατιστός προσκυνάει και ο δεύτερος, που φοράει φωτεινό κόκκινο μανδύα και έχει τα χέρια σε δέηση. Πίσω του, στέκεται  όρθιος, ο τρίτος μάγος. Στο κεφάλι φοράει σαρίκι, κρατάει αγγείο στα χέρια και περιμένει να αποδώσει τιμές στο Θείο Βρέφος, συνοδευόμενος από νεαρό μαύρο υπηρέτη, που απεικονίζεται στην άκρη δεξιά. Σε δεύτερο επίπεδο, έφιπποι και πεζοί αξιωματούχοι, άλογα και καμήλες., ίσως επιβίωμα από τα περιοδεύοντα τσίρκο, που διέσχιζαν την Ευρώπη της εποχής! Στην άκρη αριστερά, πίσω από τη Θεοτόκο, ο Ιωσήφ. Ακουμπάει στη βάση του κίονα κρατώντας το ραβδί του και παρακολουθεί σκεπτικός την Προσκύνηση. Μπροστά του, ανάμεσα σε ζώα, προβάλλει ένας νέος άνδρας που σκύβει ευλαβικά το  κεφάλι. Στο κέντρο περίπου της σύνθεσης, μεταξύ των δύο γονατιστών μάγων, απεικονίζεται ένα μικρό παιδί, με τα νώτα στο θεατή και το πρόσωπο σε προφίλ. Τη σύνθεση κλείνει  στο βάθος ογκώδες οικοδόμημα και τοξωτή πύλη.
            Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία για τις δυτικές και μάλιστα βενετσιάνικες επιρροές του έργου, που εντοπίζονται τόσο στη χρωματική του διαπραγμάτευση, όσο και στην επιμήκυνση των μορφών και στον μεγάλο ρόλο που παίζουν τα αρχιτεκτονήματα του φόντου στην όλη σύνθεση.

Όπως έχει αποδείξει η Νανώ Χατζηδάκη το έργο αντιγράφει πιστά, με αντιστροφή όμως της σύνθεσης, την Προσκύνηση των Μάγων του Paolo Veronese (1573, Εθνική Πινακοθήκη, Λονδίνο), ενώ αντιγράφει άμεσα την εικόνα της Προσκύνησης των Μάγων του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου, στο Μουσείο Μπενάκη.
            Για να μην απομακρυνθούμε από τα έργα με τις δυτικές επιδράσεις, ας δούμε την επόμενη διαφάνεια, που προέρχεται πάλι από ένα έργο του Μουσείου Ζακύνθου.         Πρόκειται για την Προσκύνηση των Ποιμένων, από το ναό του Αγίου Γεωργίου των Καλογραιών (αρ. καταγρ. ΜΖ 168). Και για να αντιληφθείτε τη θέση στην οποία έμπαινε η εικόνα, στη διαφάνεια βλέπετε ένα σχέδιο του τέμπλου του Αγίου Γεωργίου των Καλογραιών της αρχιτέκτονος Άννας Ζαγκότση.

Το έργο  έχει διαστ. 114Χ75,5 εκ. χ 1,8 εκ. λάδι σε ξύλο, τέλη 18ου αι. Όπως γράφει στον Οδηγό του Μουσείου η Ζωή Μυλωνά, ο νεογέννητος Χριστός είναι ξαπλωμένος πάνω σε αχυρένιο στρώμα με λευκό σεντόνι. Την άκρη του σεντονιού κρατάει η Θεοτόκος που γονατιστή σκύβει με τρυφερότητα πάνω από το Βρέφος. Το περιβάλλουν τέσσερις ποιμένες που κοιτάζουν με δέος και σεβασμό. Ένας άλλος νεαρός βοσκός, πιο μακριά, στηρίζεται σε ραβδί με το βλέμμα προς το μικρό Χριστό. Στο βάθος ερειπωμένο οικοδόμημα και επάνω, μέσα σε νεφέλη, τρεις φτερωτές κεφαλές μικρών αγγέλων. Έχει επισημανθεί ότι τα ερειπωμένα κτίσματα της παράστασης έχουν κάποια σχέση τόσο με τον Botticelli, όσο και με Βορειοευρωπαίους ζωγράφους, όπως ο Durer και ο Ηans von Kulmbach. Επίσης έχει υποστηριχθεί ότι υπάρχουν ομοιότητες με την προσκύνηση των Ποιμένων του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου στο τρίπτυχο της Μοδένα και προσπάθεια απομίμησης του θερμού κιτρινωπού φωτός.

Το επόμενο έργο ανήκει στα τέλη του 18ου αι., προέρχεται από το ναό του Αγίου Σπυρίδωνα του Φλαμπουριάρη και είναι έργο του Νικολάου Κουτούζη με αρ. καταγρ. 192. Είναι λάδι σε μουσαμά, με  διαστ. 187,5Χ139,5 (χωρίς πλαίσιο) και 191Χ143 εκ. (με πλαίσιο).
            Εδώ, όπως γράφει η Μυλωνά στον Οδηγό του Μουσείου, η Παναγία σκύβει τρυφερά επάνω από το νεογέννητο Χριστό, που είναι ξαπλωμένος σε αχυρένιο στρώμα με λευκό σεντόνι. Ένα γαϊδουράκι και ένα βόδι στέκονται πίσω της. Αριστερά, δύο βοσκοί γονατισμένοι προσκυνούν το Θείο Βρέφος και ένας τρίτος, όρθιος, στηρίζεται σε ραβδί με το βλέμμα προς το μικρό Χριστό. Επάνω στον ουρανό δύο φτερωτές κεφαλές αγγέλων.
            Έχει υποστηριχθεί ότι στην παράσταση διαπιστώνεται ανάλογη σύνθεση και στάση της Παναγίας με το Βρέφος, καθώς και του γονατισμένου βοσκού και εκείνου που στηρίζεται στο ραβδί του, με την Προσκύνηση των Ποιμένων στο τρίπτυχο της  Μόδενα, γύρω στο 1567, του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου.

Μια άλλη αξιολογότατη εικόνα προέρχεται από το Μουσείο Σολωμού και Επιφανών Ζακυνθίων, από τη Συλλογή Νικολάου και Θάλειας Κολυβά, και έχει ως θέμα την Προσκύνηση των Μάγων. Έχει διαστάσεις 0,51Χ0,34 εκ. χωρίς πλαίσιο-0,71Χ0,55εκ. με το πλαίσιο,   και αρ. καταγρ. Μ.Σ.1975.7.165. Δωρίθηκε από τη Θάλεια Κολυβά στο Μουσείο, το 1975.
            Αριστερά εικονίζεται ο όμιλος των Μάγων και οι ποιμένες. Δεξιά η Θεοτόκος κρατά το μικρό Χριστό στην αγκαλιά της καθισμένη σε μαρμάρινη κλίμακα. Πίσω της ο Ιωσήφ. Στο πάνω μέρος μέσα σε νεφέλη άγγελοι και φτερωτές κεφαλές. Στο βάθος λευκά αρχιτεκτονήματα υποδηλώνουν την απλότητα του χώρου και τις δυτικές επιρροές. Στην έκθεση του Κώστα Μπάρμπα του 1977, διαβάζουμε ότι, το ξυλόγλυπτο πλαίσιο της εικόνας είναι νεώτερο επίχρυσο.

Μια άλλη εκπληκτική εικόνα με θέμα πάλι την Προσκύνηση των Μάγων, βρίσκεται στο Μουσείο-Σκευοφυλάκιο της Ιεράς Μονής Αγίου Διονυσίου και Στροφάδων και προέρχεται από τη Μονή Στροφάδων. Η εικόνα είναι τοποθετημένη στο ιερό βήμα του ναού του Αγίου Διονυσίου.
            Σύμφωνα με το μελετητή Γιάννη Ρηγόπουλο, στο βιβλίο του «Εικόνες της Ζακύνθου και τα πρότυπά τους, έκδ. Ιερά Μητρόπολις Ζακύνθου και Στροφάδων, Αθήνα 2006», το ενδιαφέρον της εικόνας έγκειται στο γεγονός ότι, ο άγνωστος ζωγράφος αντέγραψε τη γνωστή εικόνα του Μιχαήλ Δαμασκηνού, Προσκύνησις των Μάγων του 16ου αι.

Αξίζει πραγματικά να δούμε αυτή την απαράμιλλης ομορφιάς εικόνα του Δαμασκηνού, του  16ου αι., 110Χ87 εκ. από το βιβλίο:  «Εικόνες της Κρητικής Τέχνης», εισαγωγή Μανόλης Χατζηδάκης, εκδ. Βικελαία Βιβλιοθήκη – Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειον 1993, λήμμα αρ. 97, που υπογράφει η Μ. Κωνσταντουδάκη- Κιτρομηλίδου, σελ. 451-453: «Αριστερά στην παράσταση η Παναγία, καθιστή, με σταυρωμένα χαμηλά τα πόδια, κρατεί τον Χριστό, ζωηρό ημίγυμνο βρέφος που ευλογεί, ενώ ο Ιωσήφ δίπλα παρακολουθεί. Οι μάγοι είναι με πολυτέλεια ντυμένοι (χρυσοΰφαντος μανδύας, χρυσές αλυσίδες και κουμπιά) και προσφέρουν τα δώρα τους σε χρυσά σκεύη. Πίσω από τη Θεοτόκο υψώνεται πέτρινο κατάλυμα με χοντρές κολώνες. Δύο άγγελοι απλώνουν πετώντας μεγάλο κόκκινο ύφασμα πάνω από τη σκηνή της Προσκύνησης, ενώ άγγελος –αστέρας δείχνει προς το βρέφος. Το δεξί μέρος της παράστασης γεμίζει ασφυκτικά ζωηρό πλήθος στρατιωτικών, υπηρετών, με λάβαρα και δόρατα, με περικεφαλαίες ή παράξενα καπέλα φλαμανδικού τύπου, και αλόγων, ένα από τα  οποία εικονίζεται από τα νώτα. Στην άκρη δεξιά παριστάνεται αξιωματικός με σπαθί και δόρυ, σε στάση contrapposto. Σε πιο μακρινό επίπεδο, στο κέντρο της εικόνας, υψώνεται απότομος και αιχμηρός βράχος, ενώ άγγελοι κατεβαίνουν από τα ουράνια σε στάση σεβασμού…»
            «…Ο μάγος με το στέμμα, που ατενίζει το θεατή, είναι η πιο εντυπωσιακή παρουσία στην εικόνα. Με το ύφος και τη ενδυμασία του θυμίζει προσωπογραφίες πλούσιων αστών και ευγενών σε βενετσιάνικα έργα, όπως του Tiziano, του Veronese, του Tintoretto. Η ενάργεια της μορφής του έδωσε λαβή για την υπόθεση ότι πρόκειται για αυτοπροσωπογραφία του ζωγράφου…».

Τις «εκλεκτικές συγγένειες» ανάμεσα στις εικόνες που ζωγραφίζονται στο νησί και τις φλαμανδικές χαλκογραφίες, έχει διεξοδικά μελετήσει ο Γιάννης Ρηγόπουλος, στο βιβλίο του «Φλαμανδικές επιδράσεις στη Μεταβυζαντινή Ζωγραφική, Προβλήματα Πολιτιστικού Συγκρητισμού, Α΄ τόμος, εκδ. Μπάστας – Πλέσσας, 1998». Εδώ θα δούμε μερικά παραδείγματα από έργα που εντόπισε στη Ζάκυνθο και δημοσιεύει στο: «Εικόνες της Ζακύνθου και τα πρότυπά τους, τόμος Β΄ τόμος Γ΄, Ιερά Μητρόπολις Ζακύνθου και Στροφάδων, Αθήνα 2006».
            Στη διαφάνεια βλέπετε μια Προσκύνηση των ποιμένων, 18ου αι., Αγνώστου (ίσως του Ν. Καλέργη;,) διαστ. 64,5 χ40 εκ. , αυγοτέμπερα, από το Ναό του Αγίου Ιωάννου Προδρόμου, στο Μεγάλο Γαλάρο. Πρόκειται για εικόνα Δωδεκαόρτου. Επίσης μια άλλη εικόνα αγνώστου από το ναό της Αγίας Παρασκευής στις Βολίμες και το εικονογραφικό τους πρότυπο. Οι ζωγράφοι αντιγράφουν  με μεγάλη ακρίβεια χαλκογραφία του Jan Sadeler 1, η οποία έγινε επί τη βάσει σχεδίου του Jacopo Bassano.
            Εδώ η στενότητα του διαθέσιμου χώρου στο δωδεκάορτο, ανάγκασε το ζωγράφο να αναπτύξει τη σκηνή καθ’ ύψος, ενώ στο χαρακτικό αναπτύσσεται σε πλάτος.
            Υπάρχουν βέβαια και διαφοροποιήσεις από το πρότυπο: δεν αντιγράφει την κατσίκα και το σκύλο κάτω δεξιά, αλλά προσθέτει τη σκηνή και την πορεία των Μάγων, πίσω δεξιά, σκηνή που λείπει στο χαρακτικό και στον πίνακα του Bassano. Προσθέτει ακόμα τους αγγέλους που ζωγραφίζονται πάνω από την καλύβα, εικονογραφικό στοιχείο συνηθισμένο στην Προσκύνηση των ποιμένων στα μεταβυζαντινά έργα.

Κάνοντας ένα μικρό διάλειμμα από τη ζωγραφική αξίζει να σταθούμε λίγο και στη Μεγάλη Ζωγραφική.
            Στη διαφάνεια βλέπουμε μια τοιχογραφία από τον Άγιο Ανδρέα στο Μεσοβούνι Βολιμών, 17ος αι. Το μοναστήρι του Αγίου Ανδρέα στο Μεσοβούνι Βολιμών χτίστηκε στα τέλη του 16ου αι. από τον ιερωμένο Ιωάννη Θεοδόση και τους εγγονούς του, μοναχό Καλλίνικο και Αναστάσιο Γιαννούλη. Το καθολικό της μονής είναι κατάγραφο με τοιχογραφίες άγνωστου ζωγράφου του 17ου αι. Η διάταξη των θεμάτων και η λαϊκή, αλλά εκφραστική τεχνοτροπία τους, παραπέμπουν στα τυπικά χαρακτηριστικά της τέχνης που επικρατούσε εκείνη την εποχή στην ηπειρωτική τουρκοκρατούμενη Ελλάδα. Οι τοιχογραφίες αποτοιχίστηκαν μετά τους σεισμούς του 1953, από το συντηρητή της Εθνικής Πινακοθήκης Κώστα Κουτσουρή και μεταφέρθηκαν στο Μουσείο.
            Στον νότιο και βόρειο τοίχο τοιχογραφείται ο βίος του Χριστού, με σκηνές από την παιδική ηλικία, τα Πάθη, την Ανάσταση και τα μετά την Ανάσταση. Η Γέννηση του Χριστού, που μας ενδιαφέρει, ιστορείται με το συνήθη για τη σύνθεση και τη διάταξη των μορφών τρόπο. Χαρακτηριστικά διαφορετική είναι η στάση της Παναγίας, που ακουμπάει τρυφερά το μάγουλό της στο κεφάλι του Βρέφους και τον αγκαλιάζει με  τα δυο χέρια της. Δεξιά κυριαρχεί η μορφή του προφήτη Μιχαία, ολόσωμου, που κρατάει ανοιχτό ειλητάριο. Το κάτω μέρος της παράστασης έχει καταστραφεί.

Στην επόμενη διαφάνεια βλέπουμε τρεις αριστουργηματικές εικόνες από τη συλλογή Νικολάου και Θάλειας Κολυβά στο Μουσείο Σολωμού και Επιφανών Ζακυνθίων.
            Η πρώτη, η Μ.Σ.1975.7.144, έχει διαστ. 0,50Χ0,41 εκ. χωρίς πλαίσιο-0,85Χ0,72εκ. με το πλαίσιο. Στο μέσο της παράστασης εικονίζεται η σκηνή της Γέννησης, η οποία διαδραματίζεται μέσα σε σπηλιά που βρίσκεται στις παρυφές ενός όρους. Μπροστά από τη σπηλιά ο Ιωσήφ συνομιλεί με ένα βοσκό. Πίσω από το βουνό και αριστερά άγγελος ευαγγελίζει ένα βοσκό, ενώ στο βάθος ένα σπίτι και θάλασσα. Στην πάνω δεξιά γωνία της εικόνας μέσα σε νεφέλη όμιλος αγγέλων. Στο πρώτο επίπεδο χλόη και δέντρα. Το πλαίσιο της εικόνας είναι ξυλόγλυπτο, επίχρυσο. Στην έκθεση εργασιών του Μπάρμπα του 1977, διαβάζουμε ότι στην εικόνα παραλείπεται η σκηνή του λουτρού και οι τρεις Μάγοι και ότι το πλαίσιο είναι νεώτερο.
            Η μεσαία, η Μ.Σ.1975.7.146,  έχει διαστάσεις 0,36Χ0,26 εκ. χωρίς πλαίσιο-0,57Χ0,33εκ. Στο κέντρο της παράστασης εικονίζεται η σκηνή της γέννησης μέσα σε σπηλιά που βρίσκεται στις παρυφές ενός όρους. Μπροστά και αριστερά οι τρεις Μάγοι έφιπποι και δεξιά άγγελος ευαγγελίζει ποιμένα. Στην κορυφή του βουνού δύο άγγελοι και η επιγραφή: Η ΓΕΝΝΗCIC =ΤΟΥ ΧΡΙCΤΟΥ. Στο πρώτο επίπεδο πρόβατα, σκύλος και ένας λαγός. Το πλαίσιο είναι ξυλόγλυπτο, επίχρυσο με συσσωματωμένο αέτωμα που έχει ζωγραφισμένη παράσταση του Αγίου Μανδηλίου. Έχει την υπογραφή ΒΙΚΤΩΡ.(;). Στην έκθεση του Μπάρμπα του 1977, αναφέρεται ότι, η συγκεκριμένη εικόνα είναι λαϊκής «τεχνικής» και χαρακτηριστικό της λαϊκότητάς της είναι η ύπαρξη ενός λαγού κάτω δεξιά και ο σκύλος στο κέντρο της παράστασης. Επίσης λείπει η σκηνή του λουτρού.
            Η τελευταία, η Μ.Σ.1975.7.149, έχει διαστάσεις 0,31Χ0,24 εκ. χωρίς πλαίσιο-0,60Χ0,42εκ. με το πλαίσιο. Στο κέντρο της παράστασης μέσα σε σπηλιά εικονίζεται η Θεοτόκος με το βρέφος. Κάτω αριστερά ο Ιωσήφ συνομιλεί με ένα βοσκό. Πιο πίσω οι τρεις Μάγοι έφιπποι και πιο πάνω όμιλος αγγέλων. Δεξιά ένας άγγελος ευαγγελίζεται έναν ποιμένα. Κάτω δεξιά ένα μικρό παιδί με πρόβατα και φυτά. Το πλαίσιο είναι ξυλόγλυπτο με μικρογραφία της Αγίας Τριάδας στο πάνω μέρος. Βίκτωρ(;). Και σε αυτή λείπει η παράσταση του λουτρού.

Αναφερθήκαμε πιο πάνω στο τέμπλο του Αγίου Γεωργίου των Καλογραιών. Οι δύο διαφάνειες που ακολουθούν παρουσιάζουν τα δύο τέμπλα που εκτίθενται στο Μουσείο Ζακύνθου και γλύτωσαν από την τρομερή καταστροφή του Αυγούστου του 1953. Μας ενδιαφέρει φυσικά από αυτά  το θέμα της Γέννησης.
            Στο δωδεκάορτο του τέμπλου του Αγίου Δημητρίου του Κόλα, που όπως μαρτυρεί η επιγραφή κάτω από τη ζωφόρο με τις γοργόνες, χρονολογείται στο 1690, έχουμε δεκατρείς εικόνες που χρονολογούνται στις αρχές του 18ου αι. Έτσι ανάμεσα στις παραστάσεις του Ευαγγελισμού, και της Βάπτισης, έχουμε τη Γέννηση. Αξίζει να σημειωθεί ότι είναι σύνηθες να αυξομειώνονται οι παραστάσεις στη ζώνη του δωδεκαόρτου ανάλογα με το μήκος του τέμπλου. Έτσι δικαιολογείται η ύπαρξη 13ης εικόνας.

Ο Άγγελος ή Άντζολος Μοσκέτης (+1684), δάσκαλος της ξυλογλυπτικής και δημιουργός πολλών τέμπλων, ανέλαβε την κατασκευή  του χρυσωμένου διάτρητου και ανάγλυφου τέμπλου του Παντοκράτορα, το οποίο διασώθηκε από το σεισμό του 1953 και μερικά χρόνια αργότερα στερεώθηκε και συντηρήθηκε από τον Κώστα Κουτσουρή και σήμερα εκτίθεται στο Μουσείο. Και αυτό, όπως όλα τα τέμπλα της Ζακύνθου  αποτελείται από τρεις ζώνες.
            Ανάμεσα στις παραστάσεις του Ευαγγελισμού, και της Υπαπαντής, έχουμε τη Γέννηση. Οι εικόνες, ζωγραφισμένες με την τεχνική της αυγοτέμπερας σε ξύλο με προετοιμασία χρονολογούνται στο 17ο αι. Έχουν αποδοθεί στο ζωγράφο Βίκτωρα, πλην της παράστασης της Γέννησης και της Ψηλάφησης του Θωμά. Για την τελευταία ο Παν. Βοκοτόπουλος σημειώνει ότι «προέρχονται προφανώς από άλλο δωδεκάορτο», όπως σημειώνει η Μυλωνά στον Οδηγό του Μουσείου.

Η επόμενη διαφάνεια παρουσιάζει δύο έργα του Ν. Καλέργη. Το ένα από το Ναό του Αγίου Χαραλάμπη στο Ποτάμι, αρχές 18ου αι. [1736], με διαστ. 77,5Χ49 εκ., εικόνα δωδεκαόρτου και το δεύτερο, από τη Μονή του Αγίου Γεωργίου των Γκρεμνών, που προέρχεται από το δωδεκάορτο του τέμπλου του Αγίου Ανδρέα των Βολιμών.
            Η εικονογραφική διαπραγμάτευση είναι σχεδόν πανομοιότυπη. Η Παναγία παριστάνεται στο άνοιγμα βραχώδους σπηλαίου, γονυπετής, με σταυρωμένα τα χέρια μπροστά στο στήθος και με την κεφαλή ελαφριά σκυμμένη, στάση και χειρονομία δηλωτικές της λατρείας του Χριστού, ο οποίος εικονίζεται σε κτιστή φάτνη τοποθετημένη λοξά. Πλησίον της φάτνης συνομιλεί με δύο ποιμένες, οι οποίοι κρατούν ράβδους.
Ο πρεσβύτερος φορεί σκιάδιο. Εκατέρωθεν του σπηλαίου εικονίζεται η άφιξη των Μάγων εφίππων αριστερά και στην άλλη πλευρά ο Ευαγγελισμός των ποιμένων. Άγγελος αναγγέλλει το χαρμόσυνο γεγονός σε δύο ποιμένες. Πάνω από την κορυφή του βουνού τέσσερις άγγελοι δοξολογούν. Το κύριο γεγονός της Γέννησης και τα δευτερεύοντα περιφερειακά γεγονότα, περιβάλλονται από τοξωτό πλαίσιο, διακοσμημένο με φυτικό κόσμημα και ζωγραφιστούς κίονες, επί των οποίων στηρίζεται το τόξο.

Στο Μητροπολιτικό Μέγαρο Ζακύνθου, βρίσκεται μια πολύ σημαντική εικόνα, έργο του Αποστόλου Κρεζία, 1752, με διαστ. 44Χ54 εκ. , η οποία  ακολουθεί τη διάταξη της σκηνής κατά πλάτος.
            Δημοσιεύεται στο βιβλίο της Μυρτάλης Αχειμάστου-Ποταμιάνου, «Εικόνες της Ζακύνθου, εκδ. Ιερά Μητρόπολις Ζακύνθου και Στροφάδων, Αθήνα 1997». Εδώ βλέπουμε το σπήλαιο της Γέννησης να ανοίγεται μαύρο στο κέντρο του όρους. Το φυσικό, γραφικό τοπίο στο βάθος, αποδίδεται με ατμοσφαιρικό φωτισμό και χρώμα, που τονίζει την αντίθεση με το υπερφυσικό γεγονός, που γίνεται στο σπήλαιο.

Ολοκληρώνοντας τη σύντομη περιήγησή μας στον εικαστικό χώρο της απεικόνισης της ενανθρώπισης του Θεανθρώπου θα ήταν παράλειψη εάν δεν στεκόμασταν στην άλλη μεγάλη λαϊκή τέχνη, την ξυλογλυπτική.
            Η περίφημη Madre della Consolatione, από το Παλαιό Μουσείο, του 18ου αι. εκτίθεται στο νέο Μουσείο της πόλης, μέσα σε ένα αριστουργηματικό ξυλόγλυπτο πλαίσιο, που προέρχεται  από το Ναό της Παναγίας Φανερωμένης. Γράφει χαρακτηριστικά ο Νικόλαος Κατραμής για το πλαίσιο αυτό: « …η δε κορωνίς εικόνος  τινός ευρισκομένη επί του αετώματος της προσόψεως και εχούσης εν αναγλύφω το Γενέσιον, τον Ευαγγελισμόν και την αναχώρησιν της Θεοτόκου συνοδευομένης υπό του Ιωσήφ, τοσούτον επέσυρε την προσοχήν βαθυπλούτων ετεροεθνών περιηγητών, ώστε προσέφερον αδρά ποσά χρημάτων ίνα αυτήν αγοράσωσιν…»
            Οι παραστάσεις του πλαισίου:
Α) Στο επάνω οριζόντιο πλαίσιο, η ανάπαυση της Αγίας Οικογένειας κατά τη φυγή της στην Αίγυπτο
Β) Στο κάτω οριζόντιο πλαίσιο, η Προσκύνηση των Μάγων
Γ) Ο Ευαγγελισμός μοιράζεται στα δύο κάθετα πλαίσια: στο αριστερό, ο Αρχάγγελος Γαβριήλ και στο δεξιό, η Παναγία.
Δ) Η φυγή στην Αίγυπτο, στο δεξιό κάθετο πλαίσιο και
Ε) Το προπατορικό αμάρτημα, στο αριστερό κάθετο πλαίσιο.
            Και για το θέμα αυτό ο ξυλογλύπτης προσέφυγε στο δανεισμό από χαλκογραφία του Jan Sadeler 1, που εργάστηκε με βάση σχέδιο του M. De Vos, σύμφωνα με το Ρηγόπουλο.

Το τελευταίο έργο που θα δούμε σήμερα προέρχεται από τη Συλλογή Κολυβά του Μουσείου Σολωμού. Πρόκειται για μία ωραιότατη εικόνα που παρουσιάζει τη Θεοτόκο Δεξιοκρατούσα, πλαισιωμένη από παραστάσεις με τη ζωή του Χριστού.  Οι διαστάσεις της εικόνας είναι 0,40Χ0,31 εκ. η κεντρική παράσταση, 0,67Χ0,60 με τα πλαϊνά εικονίδια και 0,80Χ0,70εκ. με το πλαίσιο. Στην έκθεση του Κ. Μπάρμπα αναφέρεται ότι η κεντρική εικόνα είναι άλλης ποιότητας, τεχνικής και τέχνης από αυτήν του Δωδεκαόρτου και ότι το ξύλο είναι επίσης διαφορετικό.
            Η Θεοτόκος κρατά στο δεξί της χέρι το Χριστό, ο οποίος ευλογεί και κρατά με το αριστερό τη σφαίρα. Γύρω από την κεντρική εικόνα εικονίζεται το Δωδεκάορτο. Πάνω: ο Ευαγγελισμός, η Γέννηση, η Υπαπαντή και η Βάπτιση. Κάτω: η Ψηλάφηση του Θωμά, η Πεντηκοστή, η Κοίμηση της Θεοτόκου και η Μεταμόρφωση. Εκατέρωθεν της Παναγίας από αριστερά: η Ανάσταση του Λαζάρου, η Σταύρωση. Δεξιά: η Βαϊοφόρος, η Ανάσταση του Χριστού.

            Σεβαστοί Πατέρες, Αγαπητοί Φίλοι,
            Δεν είναι τυχαίο ότι διάλεξα ως τελευταία διαφάνεια της ομιλίας μου και μετά από τα έργα τέχνης που είδαμε, να προβάλω την φάτνη που κακοσμεί το ιστορικό κέντρο της πόλης μας, σύμβολο της νέας αισθητικής. Την φάτνη, που περιορισμένη μέσα στα κίτρινα κάγκελα των κάθε είδους παρελάσεων, καρναβαλιών, ιππικών επιδείξεων, γάμων κ.λπ., συμβολίζει την έκπτωση που έχουμε δεχτεί να γίνει σε κάθε ποιοτικό, πνευματικό, θρησκευτικό, αληθινό, ελεύθερο.
            Ας ευχηθούμε, η αντήχηση των φωνών και των μουσικών οργάνων των παιδιών μας, που θα ακούσουμε στο δεύτερο μέρος της αποψινής βραδιάς, που ακολουθεί, να είναι η αρχή, για να γεννηθεί στην ψυχή μας, εδώ, μέσα από την εκκλησία της Παναγούλας του Μπανάτου, η ανάγκη για αναζήτηση της αληθινής αγάπης για κάθε τι υψηλό, που εκφράζει η Γέννηση του Θεανθρώπου.
            Σας ευχαριστώ και σας εύχομαι καλά Χριστούγεννα.

Bιβλιογραφία

  • Λεωνίδα Χ. Ζώη, Λεξικόν Ιστορικόν και Λαογραφικόν Ζακύνθου, τ. Α΄, φωτοαναστατική έκδοση Μουσείο Σολωμού και Επιφανών Ζακυνθίων – Αστική μη Κερδοσκοπική Εταιρία «ΤΡΙΜΟΡΦΟ»,  Ζάκυνθος 2011.
  • Πόπη Ζώρα, Δύο μεγάλοι μαστόροι του ασημιού, Αθανάσιος Τζημούρης – Γεώργιος Διαμάντης Μπάφας, έκδ. Εθνικός Οργανισμός Ελληνικής Χειροτεχνίας, 1972.
  • Πόπη Ζώρα, Λαϊκή Τέχνη, από τη σειρά «Ελληνική Τέχνη», Εκδοτική Αθηνών, 1994.
  • Ντίνος Κονόμος, Ζάκυνθος Πεντακόσια χρόνια (1478-1978), τόμος 5ος, Τέχνης Οδύσσεια, τεύχος Β΄, Θρησκευτική Τέχνη, Αρχιτεκτονική - Ξυλογλυπτική - Αργυρογλυπτική, Αθήνα 1989.
  • Ζωή Α. Μυλωνά, Μουσείο Εκκλησιαστικής Τέχνης Ιεράς Μονής Στροφάδων και Αγίου Διονυσίου, έκδ. Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος, 2011.
  • Ζωή Α. Μυλωνά, Μουσείο Ζακύνθου, έκδ. Υπουργείο Πολιτισμού-Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων, Αθήνα 1998.
  • Μυρτάλη Αχειμάστου-Ποταμιάνου, Εικόνες της Ζακύνθου, εκδ. Ιερά Μητρόπολις Ζακύνθου και Στροφάδων, Αθήνα 1997.
  • Γιάννης Ρηγόπουλος, Εικόνες της Ζακύνθου και τα πρότυπά τους, τόμος Β΄ τόμος Γ΄, Ιερά Μητρόπολις Ζακύνθου και Στροφάδων, Αθήνα 2006.
  • Γιάννης Ρηγόπουλος, Φλαμανδικές επιδράσεις στη Μεταβυζαντινή Ζωγραφική, Προβλήματα Πολιτιστικού Συγκρητισμού, Α΄ τόμος, εκδ. Μπάστας – Πλέσσας, 1998.
  • Παύλου Φουρνογεράκη, "Χριστουγεννιάτικη Ζακυνθινή Τέχνη", στην Ψηφιακή Βιβλιοθήκη Παραθέματα λόγου: http://www.parathemata.com/2008/12/blog-post_24.html.
  • Κατάλογος Έκθεσης: Εικόνες της Κρητικής Τέχνης (Από τον Χάνδακα ως τη Μόσχα και την Αγία Πετρούπολη), εισαγωγή Μανόλης Χατζηδάκης, επιστημονική επιμέλεια Μανόλης Μπορμπουδάκης, εκδ. Βικελαία Βιβλιοθήκη – Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειον 1993.
Related Posts with Thumbnails