Ξεκινώντας
ἀπὸ μιὰ νοερὴ ἐπίσκεψη στὸ πατρικὸ τὸ σπίτι
Στὶς ἀξιότιμες Κυρίες, Ἀνθούλα
Δανιὴλ καὶ Μαρία Κοτοπούλη, πνευματικὸ ἀντίδωρο
Εἶναι
ὄμορφα ὅταν βρέχει. Κι ἄς εἶναι μουντὸς ὁ ὁρίζοντας, κι ἄς σέρνεται ἡ σιωπὴ στὸ
δρόμο, ὅπως σέρνεται ἔξω στὸ δρόμο τὸ μικρὸ ποτάμι ποὺ κατεβαίνει γιὰ τὴ
θάλασσα. Ναί, εἶναι ὄμορφα ὅλα γύρω, ἀφοῦ ἡ βροχὴ μὲ τὴ μουσική παραμυθία της συντονίζει
τὴν ψυχὴ μὲ τὸ μέγιστο τῆς μοναξιᾶς προνόμιο, τὴν συγυρίζει καὶ συνάμα τῆς ἀναθέτει
τὴν ἄλλη διακονία: νὰ ἑτοιμαστεῖ γιὰ μιὰ σημαντικὴ καὶ κορυφαία ἐπίσκεψη. Ἀπαραίτητη
ἐπίσκεψη, ποὺ γίνεται συνάμα καὶ καταφυγή. Στὸ σιωπηλὸ τὸ πατρικὸ τὸ σπίτι, ἐκεῖ
ὅπου πρωτάκουσες, τότε στὰ πρῶτα σου τὰ χρόνια, τὰ χλωρὰ, αὐτὴ τὴ νοσταλγικὴ τῆς
βροχῆς τὴ μουσική, καθὼς ρυθμικὰ ἔσταζε πάνω στὸ σκουριασμένο τσίγκο τοῦ
χαγιατοῦ, κι ὕστερα κύλαγε γιὰ νὰ κατέβει στὸ δρόμο...
Γιατὶ
στοὺς σκοτεινούς καιροὺς μας ἡ ἀναζήτηση μιᾶς χλωμῆς, ἔστω, ρωγμῆς ἀπ᾿ ὅπου θὰ ἀνέβει
τὸ φῶς, εἶναι ἀπαραἰτητη, ὅπως ἀπαραίτητα εἶναι καὶ τὰ ἐφόδια τὰπνευματικὰ ποὺ ἀνασύρουμε
ἀπό μέσα μας, γιὰ νὰ ξορκίσουμε τὴν ὅποια δυστυχία. Ὄχι τὴ μοναξιά. Τὴ δυστυχία
ποὺ γενᾶ ἡ ἀπραξία καὶ ἡ ἀπουσία νὰ μὴν ἔχεις συντροφιά. Ὄχι ἐξάπαντος ἀνθρώπινη
συντροφιά, ἀλλὰ τὴ συντροφιὰ κάποιων ἀγαπημένων στιγμῶν, ποὺ τὶς φυλᾶς μέσα
σου, ὅπως φυλᾶς τὶς παλιὲς οἰκογενειακὲς φωτογραφίες: αὐτὲς τὶς κρυσταλλωμένες
στιγμὲς τοῦ χρόνου, μὲ τὶς ὁποῖες, μάλιστα, καὶ μυστικὰ διαλέγεσαι, ἀλλὰ καὶ σὲ
ἀναπαύει ἡ ἔστω κι αὐτὴ τους ἡ παρουσία.
Ὅμως
μὲ τὸ μουσικὸ συντρόφευμα τῆς βροχῆς, ποὺ χαρίζει παράλληλα καὶ τὸ μεγάλο τῆς ἡσυχίας
προνόμιο, δωρίζονται κι αὐτὲς οἱ
στιγμές, ἀπὸ τὸ χθὲς φτασμένες στιγμές, ποὺ μαζί τους σέρνουν καὶ μιὰ σειρὰ
γεγονότα, εἰκόνες, ἤχους, μυρωδιές, ἀλλὰ καὶ πρόσωπα.
Καὶ
δὲν τὶς ἀστοχᾶς εὔκολα αὐτὲς τὶς στιγμές. Μάλιστα, μὲ τέτοιους καιρούς, βροχεροὺς
καιρούς καὶ γκριζόλευκους, ποὺ μοιάζουν μὲ παλιές, χλωμὲς φωτογραφίες, ἀσπρόμαυρες
φωτογραφίες, ποὺ ἁπλώνουν γύρω τους τὴ νοσταλγία ὡς φωτοστέφανο στὶς μέρες ἐκεῖνες,
τὶς σιωπηλὲς σήμερα καὶ ἀκίνητες: ὅπως τὰ τοπία καὶ τὰ πρόσωπα...
Γιατὶ
μέσα ἀπὸ τὴν ἄχνα τῆς βροχῆς, τὴν ἀνάσα τῆς
ὑγρασίας, ἀρχίζει ὁ κύκλος τῶν ἐνθυμήσεων. Ποὺ τὶς συντροφεύει ἐκείνη ἡ
μουσικὴ ποὺ ἄφηναν οἱ στάλες τῆς βροχῆς στὸν τσίγκο, μουσικὴ ποὺ νανούριζε καὶ
γέμιζε τὸν ὕπνο παιδικὰ ὄνειρα, θαλπωρὴ κι
εὐφροσύνη. Κι ἀκόμα ἦταν κι ἐκεῖνες οἱ φωνὲς τῶν ἀνθρώπων, φωνὲς βιαστικὲς
μέσα στὸ βροχερὸ πρωϊνὸ ποὺ εὐωδίαζε βρασμένο φασκόμηλο, καμένο λάδι καὶ
ρετσίνα ἀπὸ τὰ πεῦκα ποὺ σιγόκαιγαν στὸ τζάκι. Ὅμως σ᾿ ὅλ᾿ αὐτὰ προστίθενταν καὶ
ἡ μυρωδιὰ τοῦ βρεγμένου ρούχου, ποὺ στέγνωνε σιμὰ τὴ φωτιά, τὸ καψαλισμένο
ψωμί, οἱ φρεσκοτηγανσμένες πίτες ἤ τηγανίτες, λουσμένες στὸ βυσινὶ πετιμέζι, ποὺ
εὐωδίαζε στυμμένο σταφύλι.
Ὅμως
σιμὰ σ᾿ ὅλ᾿ αὐτὰ, ποὺ τὰ συντρόφευε ἐκείνη ἡ μουσικὴ τῆς βροχῆς, ἦταν κι οἱ
συντροφιὲς τὰ ἀπόβραδα στὰ σπίτια, ἐκεῖνες οἱ μικρὲς κοινότητες -κυρίως γυναικῶν-,
ἀφοῦ οἱ ἄντρες μαζεύονταν στούς καφενέδες ἤ στὰ μαγαζιά, στὰ παντοπωλεῖα τῆς
γειτονιᾶς, γιὰ νὰ ποῦν γιὰ τὰ μαξούλια, τὸν καιρὸ καὶ νὰ ρυθμίσουν παράλληλα τὶς
δουλιές τους, γιὰ τὸ μάζεμα ἤ τὸ
κουβάλημα τῆς ἐλιᾶς, τὴν ἑτοιμασία γιὰ τὴ σπορὰ καὶ τόσα ἄλλα. Ἀκόμα καὶ τὶς «ἀβραϊὲς»
- τὰ ἀναλήμματα, τὶς βραγιὲς δηλαδὴ ποὺ χαλάρωναν, πέφτανε μὲ τὴ βροχόπτωση κι ὕστερα
ἤθελαν «σήκουμα», δηλαδὴ φτιάξιμο.
Στὴ
μνήμη ἀπομένουν καὶ τὰ δειλινά, «τσουπάν’ ἡ ὥρα», ὅπως τὴ λέγανε στὸ χωριό,
γιατὶ σταμάταγε γιὰ λίγο ἡ βροχή, πρὸς χάριν, λέγανε οἱ παλιοὶ τοῦ τσοπάνη, γιὰ
νὰ βολέψει τὰ «πράμματα» καὶ νὰ προλάβει νὰ γυρίσει στὸ σπίτι.
Εἶναι
ἀλήθεια, δὲν ξαναεῖδα τέτοια ποιητικὰ ἀπόβραδα μὲ κεῖνο τὸ φῶς ποὺ ἔσταζε πάνω
στὶς στέγες καὶ στὴν κρεβατιὰ ποὺ εἴχαμε ἔξω ἀπό τὸ σπίτι. Κρεβατιὰ μὲ τὰ
χαλκοκίτρινα φύλλα καὶ τὰ ρόζ σταφύλια, τὰ χειμωνιάτικα, ποὺ τὰ εἶχαν «ντύσει»
μὲ λευκὰ φορέματα γιὰ νὰ μὴν τὰ τρῶνε τὰ πουλιά.
Ἔσταζε
τὸ νερὸ καὶ ἔπεφτε στὶς πλάκες μὲ ρυθμὸ παράξενο, ἀφοῦ μάζευε φῶς ἀπὸ τὸ ἀπέναντι
γκρίζο πέλαγο κι ὕστερα χάνονταν... Κι ὕστερα ἦταν ἐκεῖνες οἱ παράξενες σκιὲς
στὰ τζάμια, σκιὲς ἀπὸ τὴ κληματαριά, τὰ σπίτια ἀπέναντι καὶ τὰ δέντρα, σκιὲς ποὺ
χώνευαν στὸ τέλος πάνω στοὺς χλωμοὺς τοίχους τοῦ σπιτιοῦ. Μέχρι ν᾿ ἀνεβεῖ ἡ νύχτα καὶ ν᾿ ἀρχίσει πάλι ἡ
μουσικὴ τῆς βροχῆς πάνω στὸ τσίγκο, ἀλλὰ καὶ στοὺς κουβάδες ἔξω ποὺ τοὺς
τοποθετοῦσαν γιὰ νὰ μαζέψουν νερό.
Τὸ
χρυσαφένιο, ταπεινὸ φῶς τῆς λάμπας τοῦ πετρελαίου παραμέριζε τοὺς ἴσκιους τοῦ
δειλινοῦ. Ἀπὸ τὸ νυχτωμένο δρόμο ἀκούγονταν τὸ κουρασμένο καὶ μονότονο βάδισμα
τοῦ ἀργοπορημένου καὶ βρεγμένου τσοπάνη, ποὺ κροτάλιζε πάνω στὰ πέτρινα,
μουσκεμένα σκαλοπάτια τοῦ καλτεριμιοῦ.
Κι
ὕστερα ἡ σιωπὴ σεριανοῦσε τὰ ἄδεια σοκκάκια συντοφευμένη ἀπὸτὴν παλιὰ μουσικὴ τῆς
βροχῆς. Λὲς κι ἄκουγες τσέμπαλο...