[Εικαστικό σχόλιο: Ζωγραφική Πολυξένης Μαρλίτση] |
Μὲ τὸ
φθινόπωρο ποὺ ἀνέτειλε μιὰ σειρὰ πυκνῶν λογισμῶν λογχίζει τὴν
ψυχή, καθὼς
μέσα στὸ κλίμα τῆς μοναξιᾶς καὶ τῆς
ρέμβης ἀνοίγονται μπροστά σου, ταξιδεύοντας πάνω
σὲ λίμνη δακρύων, μιὰ σειρὰ
προσώπων ἱερῶν. Συγγενῶν καὶ
φίλων πρόσωπα, μέσ᾿ ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἀνάστησες, σὲ καιροὺς ἄλλους, καιροὺς πρωτινούς, τὸν ἀθεράπευτα
εὐαίσθητο ψυχισμό σου. Γιατὶ μέσ᾿ ἀπ᾿ ὅλ᾿ αὐτὰ
διαπιστώνεις ὅτι
κάποιο νῆμα ἀόρατο
σὲ δένει καὶ σὲ κρατᾶ μὲ κλωστὲς ἄθραυστες δεμένο μὲ τὸν Οὐρανό. Ἐκεῖ ποὺ
καταφεύγεις πάντα μὲ
συγκίνηση καὶ ὑπομονή, μέχρι νὰ στραγγίξουν ἀπὸ μέσα
σου ὅλα τὰ
φαρμάκια. Καὶ
συνδρομητὲς σ᾿ αὐτή
σου τὴν ὁδοιπορία
εἶναι πάντα οἱ Ἅγιοι,
ἀλλὰ καὶ οἱ
δικοί σου ἄνθρωποι.
Αὐτοὶ ποὺ ἀγάπησες
καὶ σ’ ἀγάπησαν
- ζῶντες καὶ τεθνεῶτες.
Μὲ περισσότερους τοὺς δεύτερους, γιατί, ὅσο
περνοῦν τὰ
χρόνια, ἀραιώνουν οἱ πρῶτοι, οἱ ζῶντες - φίλοι καὶ γνωστοί... Ἀραιώνουν καὶ μάλιστα προσποιοῦνται
τρόπους γιὰ νὰ σ᾿ ἀποφεύγουν. Ποιὸς ξέρει γιατί...
Ὡστόσο ἐσὺ ἀναπαύεσαι
κάθε φορὰ ποὺ θὰ σταθεῖς σιμὰ στὸ
μεγάλο παράθυρο ποὺ
κοιτάζει κατὰ τὸ νυχτωμένο πέλαγο καὶ μέσα στὴ σιωπὴ τῆς φθινοπωρινῆς τῆς
Νύχτας θ᾿ ἀφουγκραστεῖς πάλι, μαζὶ μὲ τὴ μουσικὴ ποὺ
σηκώνει ὁ ἄνεμος
καὶ οἱ
σταγόνες τῆς
βροχῆς ποὺ
ραμφίζουν τὸ
τζάμι, τὰ βήματα τῶν
προσφιλῶν σου προσώπων ποὺ σιμώνουν καὶ φωτίζουν μὲ τὴν
παρουσία τους τὴ
μοναξιά σου. Εἶναι τὰ πρόσωπα
αὐτὰ τῶν ἀγαπημένων
μας οἱ σκιὲς, ποὺ μᾶς
νοιάζονται αὐτὲς τὶς ὧρες τίς
μοναχικὲς καὶ
σκύβουν πάνω μας καὶ μᾶς παραμυθοῦν ὡς ἄλλοι ἄγγελοι
-καὶ μήπως δὲν εἶναι;-
ξεδιπλώνουν τὶς
φτεροῦγες τους καὶ μᾶς
σκεπάζουν μὲ μιὰ τρυφερότητα παραδειγματική, ὥστε νὰ
γαληνέψει ἡ ψυχή
μας ἀπὸ τὴν
τρικυμισμένη μέρα, ἀπὸ τὶς
κάθε εἴδους θύελλες, οἱ ὁποῖες μᾶς ἀπειλοῦν, μᾶς κουρελιάζουν, μᾶς γεμίζουν πληγές. Κι ἔτσι, ὅταν ἔρθει τὸ
βράδυ καὶ μαζευτοῦμε στὴν ἐρημιά μας, ἔχουμε τὴν εὐλογία νὰ μᾶς ἐπισκεφτοῦν οἱ ἁγιασμένες Μορφὲς τῶν δικῶν μας, ποὺ τὶς ἀνακαλοῦμε ἀπὸ τὴ χώρα τῆς σιωπῆς, ὥστε νὰ
φωτίσουν μὲ τὴν παρουσία τους, τὰ σκοτάδια τῆς μοναξιᾶς μας
καὶ νὰ μᾶς βεβαιώσουν ὅτι μᾶς ἔχουν πάντα στὴν ἔγνοια
τους.
Ἱερὴ ὄντως ἡ ὥρα ἐτούτης
τῆς ἐπίσκεψης,
ἀφοῦ μαζί
τους γίνεται ὁ
διάλογος ποὺ δὲν πρόφτασε νὰ γίνει ἄλλοτε, ὅταν κι
αὐτοί ἦταν
μαζί μας, ἄνθρωποι
ζωντανοὶ μὲ
ποικίλες ἐναλλαγὲς στὸν
ψυχισμό τους –μήπως καὶ τώρα
δὲν τοὺς
θεωροῦμε ζωντανοὺς, ἀσχετ᾿ ἄν
κάτω ἀπὸ τὰ χώματα ἀναπαύονται τὰ
σώματά τους - ἐμεῖς ὡς
ζωντανοὺς τοὺς
θεωροῦμε, ὅπως
τοὺς ἄλλους
δικούς μας, τοὺς
ξενιτεμένους, ποὺ περιμένουμε νὰ ἐπιστρέψουν
ἀπὸ
κάποιο ταξίδι...
Ἀνοίγουμε λοιπὸν τὴν
καρδιά μας καὶ τοὺς ἀφήνουμε
ν᾿ ἀφουγκράζονται
τὰ ὅσα
μονολογοῦμε, ὅπως ἀφήνουμε τὸ Θεὸ ν᾿ ἀκούει
προσεχτικὰ τὴν προσευχή μας. Γιατὶ ἔχουμε
πολλὰ νὰ ποῦμε κι ἀκόμη
περισσότερα ν᾿ ἀναφέρουμε, νὰ ἐξομολογηθοῦμε.
Κι
ἐκεῖνοι μᾶς ἀκοῦν ὑπομονετικά,
ἥσυχα, κι ὕστερα μέσα στὸ
γνόφο τῆς σιωπῆς
τους ἀποχωροῦν. Γιὰ νὰ
μείνει στὸ
νυχτωμένο δωμάτιο ἡ
περίεργη ἐκείνη
ἀπουσία, ποὺ ἀσφαλῶς προϋπόθετε τὴν παρουσια κάποιων. Κι αὐτὴ ἡ ἀπουσία
γίνεται μὲ τὸν καιρὸ μιὰ εὐλογημένη
ἄσκηση γιὰ μιὰ ἀναμονὴ
κάποιας ἄλλης ἐπίσκεψης,
ποὺ θὰ
φωτίσει τὴν καρδιά,
θὰ τῆς
χαρίσει τὴν εἰρήνη καὶ θὰ τῆς σφουγγίσει τὰ αἵματα
καὶ τὰ
δάκρυα ποὺ
συσωρεύονται μέσα της ἀπὸ πολλὰ
καὶ κυρίως ἀπό τὶς ἐπιθέσεις τῶν συνανθρώπων ποὺ διψᾶνε γιὰ ὑπεροχή, αὐτοδιαφήμιση καὶ περιθωριοποίηση
τοῦ ἄλλου.
Δίχως νὰ σκέφτονται τὶς δικές μας ἀντιστάσεις καὶ προπάντων αὐτὲς τὶς φωτεινὲς παρουσίες ποὺ μᾶς συντροφεύουν, μᾶς ἐνισχύουν
καὶ προστατευτικὰ μᾶς
καλύπτουν, μὲ τὸ χιτῶνα τῆς τρυφερότητας, τῆς ἀνιδιοτελοῦς ἀγάπης
καὶ εἰλικρινοῦς συναντίληψης. Ὅπως τότε...